Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Ο Ν.ΜΠΕΡΝΤΙΑΓΙΕΦ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΡΩΣΣΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (πρώτη μετάφραση στα ελληνικά από τον Δ. Μπαλτά)


Ν. Μπερντιάγιεφ 
Ὁ θρησκευτικός χαρακτήρας τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας 
μετάφραση Δημήτρης Μπαλτᾶς 
Στήν Εὐρώπη πιστεύουν ὅτι δέν ὑπάρχει καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ρωσσική φιλοσοφία. Ἄποψη ἐσφαλμένη, ἀλλά κατανοητή. Οἱ ἴδιοι οι Ρῶσσοι γνωρίζουν ἐλάχιστα τήν φιλοσοφία τους, ἐνῶ στήν Δύση γενικά γνωρίζουν ἐλάχιστα τήν Ρωσσία. Ἡ Ρωσσία εἶναι χώρα τῶν ἀντιθέσεων σε ὅλα τά πράγματα: τό μέσο ἐπίπεδο πολιτισμοῦ εἶναι ἐλάχιστα ὑψηλό: σε μᾶς ὑπάρχει μία κατάσταση βαρβαρότητας δίπλα στις ὑψηλότερες ἐκδηλώσεις πολιτισμοῦ. Τό μέσο ἐπίπεδο φιλοσοφικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι πολύ χαμηλό· δέν διαθέτουμε φιλοσοφική παράδοση ἱκανή νά εἰσέλθει στήν σάρκα καί στό αἷμα τῆς καλλιεργημένης κοινωνίας. Ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη, δέν θά προχωρήσουμε σέ μία σύγκριση μέ τήν Γερμανία. Ἀλλά ἔχουμε μία σειρά ἀξιόλογων φιλοσόφων καί τίς ὑποσχέσεις μιᾶς φιλοσοφικῆς σχολῆς πρωτότυπης καί δημιουργικῆς. Θά πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι δέν εἴχαμε φιλοσοφικά καί ἐπιστημονικά πνεύματα, ὅπως ὁ Ντεκάρτ, ὁ Χιούμ καί ὁ Κάντ, οἱ ὁποῖοι προσδιορίζουν τήν στιγμή τῆς φιλοσοφικῆς καί ἐπιστημονικῆς σκέψης τῶν χωρῶν τους. Στήν μεταφυσική δέν εἴχαμε μεγαλοφυίες πού νά μποροῦν νά συγκριθοῦν μέ τόν Πλάτωνα, τόν Σπινόζα, τόν Λάϊμπνιτς, τόν Χέγκελ, τόν Σέλλινγκ ἤ τόν Σοπενχάουερ. Εἶναι ἀδύνατο νά ἀντιπαραβάλουμε στό μεγάλο παρελθόν τῆς φιλοσοφίας τῶν ἄλλων χωρῶν, τήν φιλοσοφική σκέψη μιᾶς χώρας ἡ ὁποία ἔχει φθάσει στά πιό ὑψηλά ἐπιτεύγματά της κατά τό β΄ ἥμισυ τοῦ 19ου αἰ. Μποροῦμε νά συγκρίνουμε τήν ρωσσική φιλοσοφία μέ τήν εὐρωπαϊκή φιλοσοφία τοῦ β΄ ἡμ. τοῦ 19ου αἰ. καί τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰ., καί τότε ἡ σύγκριση δέν θά εἶναι πολύ δυσμενής γιά τήν Ρωσσία. 
Τί ἔχει ἀπομείνει στήν Εὐρώπη τῶν μεγάλων φιλοσοφικῶν παραδόσεων τοῦ παρελθόντος; Ἡ φιλοσοφία ἔχει τεμαχισθεῖ, ἔχει χαθεῖ μέσα σέ λεπτομέρειες· δέν ἔχει πλέον τό ἐπίκεντρό της ἐκεῖ ὅπου ἑστιάσθηκε ἡ φιλοσοφία τοῦ κόσμου ἀπό τόν Πλάτωνα ἕως τόν Χέγκελ. Ἡ φιλοσοφία ἔγινε μία εἰδίκευση πού ἔχει μία τεχνική τελειότητα· ἀλλά ἔχασε τήν ζωντανή ψυχή της. Αὐτήν τήν ζωντανή ψυχή, τήν μεγάλη παράδοση τοῦ παρελθόντος, τήν κατέχει ἡ ρωσσική φιλοσοφία. Μετά τόν Χέγκελ καί τόν Σοπενχάουερ ἡ εὐρωπαϊκή φιλοσοφία δέν ἔβγαλε ἕναν ἐκπρόσωπο τοῦ ἐπιπέδου τοῦ Βλαδίμηρου Σαλαβιώφ (Soloviev), τό πιό καθολικό φιλοσοφικό πνεῦμα τοῦ β΄ ἡμίσ. τοῦ 19ου αἰ. Ἡ ρωσσική φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας ὑπερέχει σε ποιότητα τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας τῆς ἴδιας ἐποχῆς, διότι ἔχει στήν πιό ὑψηλή ἐκτίμηση τό ζωντανό πνεῦμα τῶν μεγάλων φιλοσόφων τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Γερμανίας. Ἡ ρωσσική σχολή τῆς φιλοσοφίας συνεχίζει, μέ τά βήματα τοῦ Σαλαβιώφ, τό ἔργο τοῦ Πλάτωνα καί τῶν Γερμανῶν ἰδεαλιστῶν τῶν ἀρχῶν τοῦ 19ου αἰ. Συνεχίζοντας τό ἔργο τους, ἡ ρωσσική φιλοσοφία δέν ἀρκεῖται νά τούς ἐπαναλαμβάνει καί νά τούς ξαναζωνταενύει, [ἀλλά] δίδει στό ἔργο τους μεγαλύτερη καθολικότητα καί εὐρύτητα. Οἱ πιό σημαντικοί μεταξύ τῶν Ρώσσων φιλοσόφων ἔχουν κατανοήσει ὅτι τό ἔσχατο ὅριο τῆς φιλοσοφίας δέν ἦταν οὔτε ὁ Χιούμ οὔτε ὁ Κάντ (ὅπως παρουσιάζουν οἱ εὐρωπαῖοι φιλόσοφοι τῆς ἐποχῆς μας), ἀλλά ὁ Χἐγκελ, ἡ ὑψηλότερη κορυφή τῆς φιλοσοφίας πού κατανοεῖται ἀφηρημένα, ἡ κορυφή τοῦ ἀφηρηρμἐνου φιλοσοφικοῦ λόγου. Ἀναζήτηση τοῦ φιλοσοφικοῦ ἔργου σημαίνει νά ἐκκινήσουμε ἀπό τόν Χέγκελ γιά νά τόν ὑπερβοῦμε, νά τόν ἀποδεχθοῦμε καί νά τόν νικήσουμε. Διά τοῦ Φίχτε καί τοῦ Σἐλλινγκ, ὁ Κάντ ὁδηγεῖ στόν Χἐγκελ, μέ τήν ἀναγκαιότητα μιᾶς ἐσωτερικῆς λογικῆς διαδικασίας. Ὁ Χέγκελ εἶναι τό ὅριο τῆς ἀφηρημένης φιλοσοφίας, τοῦ ἀφηρημένου ὀρθολογισμοῦ, τῆς φιλοσοφίας πού διαιρεῖ τόν ἑαυτό της, τῆς φιλοσοφίας τοῦ ἀπολύτου. Ἡ προσπάθεια τῶν συγχρόνων φιλοσόφων νά φθάσουν στόν Κάντ χωρίς νά περάσουν ἀπό τόν Χέγκελ καί ἡ διαλεκτική ἀνάπτυξη τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ ἐξηγεῖται μέ τό πνεῦμα τοῦ θετικισμοῦ καί τήν γενικότερη σύγχυση τοῦ πολιτισμοῦ. Ἀλλά, ἀπό τήν ἄποψη τῆς φιλοσοφίας, αὐτό δέν εἶναι βάσιμο. Τό πνεῦμα τοῦ μεγάλου Κἀντ ἔχει ἀποδυναμωθεῖ μέσα στόν νεοκαντιανισμό καί ἔχει δυναμωθεῖ στόν Φίχτε. Ἡ ρωσσική φιλοσοφία ἐκκινεῖ ἀπό τήν ἐξέταση τοῦ Χέγκελ, τήν κριτική κάθε ἀφηρημένης φιλοσοφίας, κάθε ἀφηρημένου ὀρθολογισμοῦ. 
Ἡ ρωσσική φιλοσοφία ἔχει προσπαθήσει νά ὑπερβεῖ τόν ἀφηρημένο ὀρθολογισμό στις δύο μορφές του: τόν ὀρθολογισμό στήν μεταφυσική πού θεμελιώθηκε ἀπό τόν Ντεκάρτ καί τελειοποιήθηκε ἀπό τόν Χέγκελ καί τήν κριτική κάθε ἀφηρημένης φιλοσοφίας, κάθε θετικιστικοῦ ὀρθολογισμοῦ, πού κυριαρχεῖ μέσα στήν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας ὑπό τήν ἀσαφῆ ὄνομασία τοῦ ἐμπειρισμοῦ. Καθ’ ὅν χρόνο στήν Γερμανία ὁ ἀφηρημένος καί ὀρθολογιστικός ἰδεαλισμός τοῦ Χέγκελ γινόταν φοϋερμπαχιανισμός καί ὑλισμός, καί τόν ἀναζητοῦσε ἡ εὐρωπαϊκή φιλοσοφία, μέσα στήν αἰσθητή ἐμπειρία καί τήν ὕλη, μέ σκοπό νά ξαναβρεῖ τό Εἶναι, στήν Ρωσσία ὁ ἀφηρημένος ἰδεαλισμός τοῦ Χέγκελ γινόταν ἕνας ἰδεαλισμός τοῦ συγκεκριμένου καί ἡ ρωσσική σκέψη μέσα στό συγκεκριμένο καί ζωντανό Εἶναι ξανάβρισκε τό ἀπωλεσθέν Εἶναι. Ἡ ἰδιαίτερη ρωσσική φιλοσοφία ἐκκινεῖ ἀπό τό γεγονός ὅτι τό ζωντανό Εἶναι δέν παρέχεται οὔτε μέ τήν λογική οὔτε μέ τήν ἐμπειρία, ἀλλά μέ τήν μυστική ἐμπειρία. Στήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ ἡ Ἰδέα καταστρέφεται, διότι χάνει διά παντός τό ὑπόβαθρό της, [ἐνῶ] στήν ρωσσική φιλοσοφία ἡ Ἰδέα γίνεται ζωντανή Ὕπαρξη καί βρίσκει τό ὑπόβαθρό της. Στήν Εὐρώπη ἡ φιλοσοφία διακρίνεται ὁριστικά σέ λογική καί ἀνορθολογική· στήν Ρωσσία ἡ φιλοσοφία γίνεται ὑπερλογική. Στήν Εὐρώπη ἡ φιλοσοφία ἔχει ὁριστικά μετασχηματισθεῖ σέ θεωρία τῆς γνώσεως· στήν Ρωσσία ἡ φιλοσοφία δέν ἔχει σταματήσει νά εἶναι ὀντολογία καί νά ἔχει ὡς χρέος τήν συγκρότηση μιᾶς θεωρίας περί τοῦ Εἶναι. Στήν εὐρωπαϊκή φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας ἀντιλαμβάνεται κανείς τήν ἀρρωστημένη ἀπόσταση ἀπό τίς ρίζες τοῦ Εἶναι, τήν ἀπώλεια τῆς συνείδησης τῆς πραγματικότητας, τήν διάκριση σε ὑποκείμενο καί ἀντικείμενο, τήν ἀδυναμία τῆς σκέψης νά κατανοήσει τό Εἶναι. Ὡς ἀντικείμενο τό Εἶναι ὀρθολογικοποιεῖται καί πεθαίνει. Στήν ρωσσική φιλοσοφία, ἡ ἐμπιστοσύνη στήν πραγματικότητα τοῦ Εἶναι καί στήν πραγματικότητα τῆς ἀλήθειας δέν ἔχει χαθεῖ: οἱ φιλόσοφοί μας δέχονται ὅτι ἡ ζῶσα πραγματικότητα ἔχει δοθεῖ στήν συνείδησή μας καί βεβαιώνουν ὅτι μποροῦμε νά ἔλθουμε σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τό Εἶναι. Στήν θεωρία τῆς γνώσεως, οἱ Ρῶσσοι φιλόσοφοι δέν ἀνήκουν οὔτε στήν φαινομενολογία οὔτε στόν ὀρθολογικό ἤ ἐμπειρικό ἰδεαλισμό, ἀλλά στόν ὑπερβατικό ρεαλισμό, ὁ ὁποῖος, κατά βάθος, ταυτίζεται μέ τόν συγκεκριμένο ἰδεαλισμό. Ἐάν θεωρήσουμε τήν λογική καί τήν ἐμπειρία ὡς τίς μόνες πηγές τῆς γνώσεως, μοιραία θά φθάσουμε στόν διαχωρισμό μέ τό Εἶναι: τό συγκεκριμένο, ζωντανό, πραγματικό Εἶναι δέν παρέχεται στήν λογική μέ ὅλες τίς πιθανές ἀφαιρέσεις της, οὔτε μέσα στήν αἰσθητή ἐμπειρία μέ ὅλες τίς ἐπαγωγικές μεθόδους της. Ὁ νεοκαντιανός κριτικισμός εἶναι ἕνας συμβιβασμός μεταξύ τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τοῦ ἐμπειρισμοῦ καί δέν ἐξέρχεται ἀπό τήν γοητεία τοῦ κύκλου. Εἶναι πασιφανές ὅτι ἡ πραγματικότητα τοῦ Εἶναι παρέχεται ἐνορατικά, μέσα στήν μυστική έμπειρία, ἡ ὁποία δέν εἶναι οὔτε μία πράξη τῆς ἀφηρημένης σκέψης οὔτε μία λογική ἐμπειρία. Ἡ ἐνόραση, ἡ μυστική ἐμπειρία προηγεῖται κάθε ὀρθολογικοποιημένης συνειδήσεως, κάθε λογικῆς ἀντίθεσης μεταξύ τοῦ ὑποκειμένου καί τοῦ ἀντικειμένου. Ἐκτός ἀπό τήν αἰσθητή ἐμπειρία καί τίς ἀφαιρέσεις τῆς κρίσεως, ἡ ρωσσική φιλοσοφία ἀναγνωρίζει μία ὑψηλότερη καί ἄμεση πηγή τῆς γνώσεως. Ἐδῶ φθάνουμε στό ζήτημα τῆς σχέσης τῆς γνώσεως μέ τήν πίστη, τῆς φιλοσοφίας μέ τήν θρησκεία. 
Ἡ εὐρωπαϊκή σκέψη τῆς ἐποχῆς μας ἔχει ὁριστικά διαχωρίσει τήν γνώση μέ τήν πίστη, τήν φιλοσοφία μέ τήν θρησκεία. Ἡ εὐρωπαϊκή φιλοσοφία ἔχει ἀνανεωθεῖ, διαμαρτυρόμενη ἐνάντια στήν θέση πού τῆς εἶχε ἐπιβληθεῖ κατά τόν Μεσαίωνα, εἶναι πλήρως διαφοροποιημένη ἀντιτιθέμενη συνειδητά στήν πίστη καί τήν θρησκεία. Ἡ ρωσσική φιλοσοφία ἑνώνει τήν γνώση καί τήν πίστη, καί βλέπει μέσα στήν «γνώση» μία συγκεκριμένη μορφή τῆς πίστεως καί μέσα στήν «πίστη» μία ὁλοκληρωμένη μορφή τῆς γνώσεως. Στήν Ρωσσία ἡ φιλοσοφία καί ἡ θρησκεία εἶναι αὐστηρά διεισδυτικές· ἡ φιλοσοφία εἶναι πάντοτε, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, θρησκευτική μέσα στίς ὑψηλότερες ἐκδηλώσεις της, ἔχει ὑποταχθεῖ στήν Γνώση τῆς θρησκείας. Ἡ ρωσσική φιλοσοφία εἶναι συνάμα μία θεοσοφία. Ὅπως οἱ μεγάλοι Ρῶσσοι καλλιτέχνες, οἱ Ρῶσσοι φιλόσοφοι ἀναζητοῦν τό νόημα τῆς ζωῆς καί γι’ αὐτό ἡ φιλοσοφία ἔχει γίνει γι’ αὐτούς γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνοι ἀπό τούς εὐρωπαίους φιλοσόφους τούς ὁποίους οἱ Ρῶσσοι φιλόσοφοι προσεγγίζουν, εἶναι ὁ Σέλλινγκ καί ἐν μέρει ὁ Λάιμπνιτς. Ἀλλά τό κλειδί τοῦ ρωσσικοῦ φιλοσοφικοῦ οἰκοδομήματος εἶναι πάντοτε ὁ Πλάτων. 
Θεμελιωτής τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας ὑπῆρξε ὁ σλαβόφιλος Κομιάκωφ [Khomiakov]. Οἱ φιλοσοφικές ἀντιλήψεις αὐτῆς τῆς μεγάλης διανοίας ἀσκοῦσαν τήν ἐπίδρασή τους περί τό 1840. Εἶχε ὡς δασκάλους τόν Χέγκελ καί τόν Σέλλινγκ, ἀφομοίωσε τήν μεγάλη παράδοση τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ. Στήν Εὐρώπη κανείς δέν ἄσκησε πιό αὐστηρή καί ὀξεία κριτική τοῦ ἀφηρημένου ἰδεαλισμοῦ καί τοῦ ὀρθολογισμοῦ τοῦ Χέγκελ. κατάλαβε, ὅσο κανείς ἄλλος, ὅτι ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀφηρημένης καί ὀρθολογικῆς φιλοσοφίας καταλήγει κατ’ ἀνάγκην στόν Χέγκελ καί ὁ ἑγελιανός πανλογισμός ὁδηγεῖ στο κενό, στήν ἰδέα πού στερεῖται ἀπό τό ζωντανό ὑπόβαθρό της. Ὁ Κομιάκωφ προέβλεψε ὅτι μέσα στίς ἀναζήτησεις της περί τοῦ ὑποστρώματος τῆς ἰδέας, ἡ εὐρωπαϊκή φιλοσοφία θά συναντοῦσε στόν δρόμο της τόν ὑλισμό. Ὁ ἄλλος δρόμος στόν ὁποῖο ὁ Κομιάκωφ πῆρε θέση, εἶναι ὁ συγκεκριμένος ἰδεαλισμός, μέ τήν ἐνορατική καί ἄμεση μυστική ἐμπειρία τοῦ Εἶναι. Ἡ ἀφηρημένη φιλοσοφία δέν μπορεῖ νά περιμένει τίποτε ἀπό τόν ἑαυτό της· καταλήγει μοιραία σέ νοήματα ἄνευ περιεχομένου, στήν κατάργηση τοῦ Εἶναι. Μόνον ἡ πίστη μᾶς δίνει τό ἀληθινό Εἶναι, μᾶς ὁδηγεῖ στό νά κατανοήσουμε τό ζωντανό Εἶναι. Γιά τόν Κομιάκωφ, ἡ χριστιανική θρησκεία ἀναπτύσσει τήν ζῶσα καί πραγματική ἀλήθεια· αὐτή μόνον περιλαμβάνει τήν ἰδέα ὡς ζωντανό Εἶναι. Ὁ συγκεκριμένος ἰδεαλισμός, αὐτό τό πρωτότυπο προϊόν τῆς ρωσσικῆς σκέψης, εἶναι ἡ γνώση τῆς ἰδέας πού κατανοεῖται ὡς ζωντανό Εἶναι. Αὐτός εἶναι συγχρόνως ὁ ἀληθινός ρεαλισμός. Ἡ ἄμεση σχέση τοῦ γιγνώσκοντος ὑποκειμένου καί τοῦ Εἶναι δέν πραγματώνεται οὔτε μέ τίς ἀφηρημένες θεωρήσεις τῶν ὀρθολογιστῶν, οὔτε μέ τήν αἰσθητή ἐμπειρία τῶν ἐμπειριστῶν: πραγματώνεται μέσα στήν ἄμεση, ἀρχέγονη καί ζωντανή ἐμπειρία πού προηγεῖται κάθε ὀρθολογικοποίησης καί ἐπίσης διάκρισης τοῦ ὑποκειμένου ἀπό τό ἀντικείμενο. Αὐτές οἱ θεμελιώδεις ἀντιλήψεις γιά τήν ρωσσική φιλοσοφία ἔχουν διατυπωθεῖ ἀπό τόν Κομιάκωφ, ὑπό μία μορφή ὄχι συστηματική, ἀποσπασματικά. Αὐτός πού συστηματοποίησε καί ὀργάνωσε πράγματι τόν συγκεκριμένο ἰδεαλισμό καί τόν γνωσιολογικό μυστικισμό εἶναι ὁ μεγαλύτερος Ρῶσσος φιλόσοφος, ὁ Βλαδίμηρος Σαλαβιώφ. 
Ὅπως ὁ Κομιάκωφ, ὁ Βλ. Σαλαβιώφ ἐκκινεῖ ἀπό τήν ἀναγκαιότητα νά ὑπερβεῖ τήν ὁδό τοῦ ἀφηρημένου ὀρθολογισμοῦ καί τήν ἐνσάρκωσή αὐτοῦ, τόν Χέγκελ. Ὁ Σαλαβιώφ ἔχει ἀνατραφεῖ ὄχι μόνον ἀπό τίς μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις, ἀλλά ἐπίσης ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μυστικῶν. Διδάσκει τήν ἐλεύθερη Θεοσοφία. Συμπεριλαμβάνεται στά τελευταῖα ρεύματα τῆς δυτικῆς φιλοσοφίας. Ἀναγνωρίζει τήν σχετικότητα τῆς ἀλήθειας τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τοῦ ἐμπειρισμοῦ καί τοῦ κριτικισμοῦ, ἀλήθεια ἡ ὁποία καταλήγει σέ ψεῦδος ὅταν βεβαιώνεται ἀποκλειστικά καί χωριστά ἀπό τίς ἄλλες ὄψεις τῆς ἀλήθειας. Ὁ Σαλαβιώφ ἔδωσε μία λαμπρή καί ἐνίοτε ἰδιοφυῆ κριτική τῶν «ἀφηρημένων ἀρχῶν». Μέ τόν ὅρο «ἀφηρημένη ἀρχή» ἐννοεῖ κάθε ἀρχή πού βεβαιώνεται χωριστά, ἀποκλειστικά καί ὡς ἀνώτερη οὐσία. Γιά τόν Σαλαβιώφ, ὅλος ὁ πολιτισμός καί ἡ εὐρωπαϊκή φιλοσοφική σκέψη ἑδράζονται πάνω σε ἀφηρημένες ἀρχές· τῆς λείπει ἕνα ὀργανικό κέντρο. Ἡ ἀρχή τῆς λογικῆς ἐμπεριέχει μία ἀλήθεια, ἀλλά ὅταν λαμβάνεται ἀφηρημένα, χωριστά καί βεβαιώνεται ὡς ἡ μοναδική καί ἀνώτερη ἀρχή, γίνεται ψεῦδος. Τό ἴδιο ἰσχύει γιά τήν ἀρχή τῆς ἐμπειρίας. Ἡ Κριτική τῶν ἀφηρημένων ἀρχῶν (ὁ τίτλος τοῦ θεμελιώδους ἔργου τοῦ Σαλαβιώφ) τόν ὁδηγεῖ στήν ἀποκατάσταση τῆς ὀργανικῆς καθόλου γνώσεως στό βάθος τῆς φιλοσοφίας, στήν συμφιλίωση τῆς γνώσεως μέ τήν πίστη, τῆς θεωρίας μέ τήν πράξη, τοῦ λογικοῦ μέ τό μυστικό, στήν ὑποταγή ὅλων συγκεκριμένων ἀρχῶν στήν ἀνώτερη ἀρχή τῆς θρησκείας. Στήν ἀφηρημένη φιλοσοφία ἀντιτίθεται μία ὀργανική φιλοσοφία, στήν ἀφηρημένη λογική μία ὀργανική λογική, στό μηχανικό [στοιχεῖο], τό ὀργανικό [στοιχεῖο]. Ἡ ἀνεπάρκεια τῶν ἀφηρημένων ἀρχῶν τοῦ ὀρθολογισμοῦ, τοῦ ἐμπειρισμοῦ καί τοῦ κριτικισμοῦ ὁδηγεῖ στήν συμπλήρωση τῆς μερικῆς ἀλήθειάς τους μέ τήν πιό ὑψηλή ἀλήθεια τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας. Ἡ θεμελιώδης ἰδέα τῆς γνωσιολογίας τοῦ Σαλαβιώφ εἶναι ὅτι στήν βάση κάθε γνώσεως, ἀκόμα καί τῆς ἐπιστημονικῆς καί τῆς θετικῆς, βρίσκεται μία πίστη καί ἑπομένως ὅτι μεταξύ τῆς γνώσεως καί τῆς πίστεως δέν ὑπάρχει ἡ ἀντινομία πού βεβαιώνει ἡ σύγχρονη φιλοσοφία. Ἀφ’ ἑνός ἡ πίστη εἶναι γνώση. Ἡ γνωσιολογική θεωρία περί τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας δέν εἶναι ἐπαρκῶς ἐπεξεργασμένη ἀπό τόν Σαλαβιώφ, ἀλλά συνιστᾶ τόν σπόρο τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας μέσα στήν πρωτοτυπία της· ἀπό αὐτόν τόν σπόρο μόνον ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά βγεῖ γιά νά ἀναπτυχθεῖ περισσότερο. Ἡ διδασκαλία τοῦ Σαλαβιώφ ἔχει στενή σχέση μέ τήν διανοητική ἐνόραση τοῦ Σέλλινγκ, ἀλλά τήν ὑπερβαίνει. Ὁ Σαλαβιώφ κατανοεῖ τόν σύγχρονο κριτικισμό, ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ ἐμπειρισμός περιέχει ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας, ἀποκαθιστᾶ τήν διδασκαλία τῶν Νεοπλατωνικῶν καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία τοῦ Σαλαβιώφ δέν εἶναι μόνον θεοσοφική, ἀλλά ἐπίσης μία φιλοσοφία: ἀφομοιώνει ὅλην τήν φιλοσοφική ἐξέλιξη τοῦ κόσμου. Ἡ θεοσοφία πέρασε ἀπό τήν δοκιμασία τῶν φιλοσοφικῶν ἀμφιβολιῶν καί ὑπερασπίστηκε τήν χριστινιακή πίστη ὡς λογική στόν μέγιστο βαθμό. Ὁ Σαλαβιώφ ἐνισχύει τόν συγκεκριμένο ἰδεαλισμό ἀπό τήν θεωρία τῆς διάκρισης μεταξύ τῆς ὕπαρξης καί τοῦ ζωντανοῦ καί συγκεκριμένου Εἶναι. Ὁ Χέγκελ σκέπεται τήν ὕπαρξη· ἀλλά δέν ἐξέρχεται ἀπό τό ἀφηρημένο. Ἀλλά ἡ ὕπαρξη θά πρέπει νά ἔχει ἕνα ὑπόστρωμα, θά πρέπει νά εἶναι αὐτό πού κατέχει τήν ὕπαρξη, δηλαδή τό ζωντανό Εἶναι. Τό ζωντανό ὑπόστρωμα τῆς ὕπαρξης εἶναι ἡ ἀνώτερη ἰδέα μέσα στήν ὁποία ἡ φιλοσοφία παύει νά εἶναι ἀφηρημένη καί ὀρθολογική. 
Οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Σαλαβιώφ υἱοθετήθηκαν ἀπό τόν σημαντικότερο τῶν μαθητῶν του, τόν πρίγκηπα Σέργιο Τρουμπετσκόϊ [Serge Troubetskoi]. Στίς ἐργασίες του πάνω στήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας αὐτός ἔδειξε τήν νομιμότητα μιᾶς ὑποκειμενικῆς καί ἀναγκαίας μεταφυσικῆς, θεωρούμενης ὡς μιᾶς ἀποκαλύψεως τοῦ λόγου μέσα στήν ἱστορία· κατά τόν ἴδιο ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἀνάπτυξη τῆς ἀλήθειας καί ὄχι σύγχυση λαθῶν. Δίδει στόν συγκεκριμένο ἰδεαλισμό τό πιό μακρινό του θεμέλιο, στό βάθος ἀκόμη καί τοῦ ἀφηρημένου ἰδεαλισμοῦ τῶν Γερμανῶν καί ὁδηγεῖται στήν βεβαίωση τῆς καθόλου συνειδήσεως καί τῆς καθόλου ἀλήθειας. 
Ὁ Τσιτσέριν [Tchicherine], ἕνα ἀπό τά πιό προχωρημένα πνεύματα στήν Ρωσσία, νομικός καί φιλόσοφος, παραμένει μακριά ἀπό τήν σχολή τοῦ συγκεκριμένου ἰδεαλισμοῦ. Ὑπερασπίστηκε τά δικαιώματα τῆς μεταφυσικῆς καί τῆς πίστεως, ἀλλά παρέμεινε, περισσότερο ἀπό κάθε άλλο Ρῶσσο φιλόσοφο, ἕνας ὀρθολογιστής. Αὐτός ἐπίσης προέρχεται ἀπό τόν Χέγκελ, ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς πιό σημαντικούς ἑγελιανούς, ἀλλά προσπάθησε νά προσεγγίσει τόν Χέγκελ διά τοῦ Κάντ. 
Ὑπάρχει ἐπίσης μέσα στήν ρωσσική φιλοσοφία ἕνα ἄλλο ρεῦμα, τό ὁποῖο προέρχεται ὄχι ἀπό τόν Χέγκελ καί τόν γερμανικό ἰδεαλισμό, ἀλλά ἀπό τόν Λάϊμπνιτς καί τό ὁποῖο ἔχει σχέση μέ τούς νεωτέρους ὀπαδούς τοῦ Λάϊμπνιτς, τύπου Λότσε [Lotze]. Ἐπικεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ κινήματος εῖναι ὁ Koζλώφ [Kozlov], ὁ πρῶτος καί πνευματικός ὑπέρμαχος τοῦ παμψυχισμοῦ. Στήν συνάντηση ὅλων τῶν γνωιολογιῶν τοῦ καιροῦ μας, ὁ Κοζλώφ ὑπερασπίζεται τήν ὀντολογία καί θεωρεῖ τήν ἀνάλυση τῆς ἔννοιας τοῦ Εἶναι ὡς θεμελιῶδες ἀντικείμενο τῆς γνωσιολογίας. Κατά τόν Κοζλώφ, τά ὑλικά τῆς συγκροτήσεως αὐτῆς τῆς ἔννοιας εἶναι ἄμεσα δεδομένα τῆς συνειδήσεως. Ἀλλά εἶναι ἀναγκαῖο να κάνουμε μία διάκριση μεταξύ τῆς συνειδήσεως και τῆς γνώσεως, μεταξύ τῶν καταστάσεων τῆς συνειδήσεως πού μετασχηματίζονται σέ γνώση, καί ἐκείνων πού μετασχηματίζονται κατά τέτοιο τρόπο, διάκριση τήν ὁποία πολλοί φιλόσοφοι παραλείπουν νά κάνουν. Τά ὑλικά τοῦ Εἶναι ἔχουν δοθεῖ στην ἀρχέγονη καί ἄμεση συνείδηση, καί τά ἀναζητοῦμε στήν δευτερογενῆ και ὀρθολογικοποιημένη συνείδηση. Τό Εἶναι ἀποκαλύπτεται πάντοτε μέσα στήν ἄμεση συνείδηση, ὡς ζωντανό, ψυχικό, ἀτομικό καί συγκεκριμένο· χάρις σ’ αὐτήν τήν πρωτότυπη γνωσιολογία, ὁ Κοζλώφ ὁδηγήθηκε στήν ἀποκατάσταση τῆς μοναδολογίας τοῦ Λάϊμπνιτς ἤ τοῦ παμψυχισμοῦ. Ὁ παμψυχισμός τοῦ Κοζλώφ δέν εἶναι ἡ παλαιά πνευματοκρατία, περιλαμβάνεται στις πρόσφατες προόδους τῆς φιλοσοφίας. Ὁ Κοζλώφ κρίνει μέ τόλμη τόν Κάντ καί προτιμᾶ τόν Λάϊμπνιτς· ἀλλά ἔχει διέλθει ἀπό τόν Κάντ και ἔχει πάρει πολλά ἀπό αὐτόν, κυρίως τήν θεωρία του περί τοῦ χώρου και τοῦ χρόνου. Κάθε ὕπαρξη εἶναι, γιά τόν Κοζλώφ, ἐκτός τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ βάση τῆς ὀντολογίας του. Ὅλες οἱ γνωσιολογικές κατηγορίες ἀποτελοῦν, σ’ αὐτόν, τό ὀντολογικό θεμέλιο στήν ὑποστατικότητα τοῦ ἐγώ. Ὁ Κοζλώφ εἶναι ὁ ὑπέρμαχος τῆς μεταφυσικῆς ὑποστάσεως. Κατ’ αὐτόν, ἡ ὑποστατικότητα τοῦ ἐγώ ἔχει δοθεῖ ἀρχέγονα καί εἶναι ἡ ἀφετηρία τῆς γνωσιολογίας. Ἡ ὀντολογία τοῦ Κοζλώφ εἶναι χαρακτηριστική τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας. 
Ἀπό τούς σημαντικούς φιλοσόφους τῆς προηγούμενης γενιᾶς μόνον ἕνας εἶναι ἐν ζωῇ, ὁ Λοπάτιν [Lopatine]. Συμβίβασε μέ μεγάλη πρωτοτυπία τόν Λάϊμπνιτς με τόν Σέλλινγκ καί, παρόλο πού δέν εἶναι ἄμεσος μαθητής τοῦ Σαλαβιώφ, τά πνεύματά τους συνδέονται. Ἡ κύρια συμβολή τοῦ Λοπάτιν συνίσταται στήν πρωτότυπη θεωρία τῆς αἰτιότητας καί τῆς ἐλευθερίας, θεωρία πού δέν ἔχει ὅμοιά της στήν φιλοσοφία τοῦ καιροῦ μας. Στήν αἰτιότητα ὁ Λοπάτιν βλέπει τό οἰκοδόμημα τῆς μεταφυσικῆς τῆς ὑποστάσεως καί, μέσα στήν ἐλευθερία, τήν δημιουργική της δύναμη. Ἀκολουθώντας τόν Κοζλώφ καί τόν Λοπάτιν, ἔρχεται ὁ Ἀσκόλντωφ [Askoldov], ἡ μεταφυσική τοῦ ὁποίου συνδεέται με τόν Λάϊμπνιτς καί τόν Σέλλινγκ καί ὑπέρμαχος, στήν γνωσιολογία, τῆς δυνατότητας τοῦ θαύματος.\
Ἀλλά ὁ πιό σημαντικός ἀπό τούς Ρώσσους αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι ὁ Νικ. Λόσσκυ [N. Lossky]. Εὔκολα συγχέει κανείς τήν γνωσιολογία πού ἔχει ἐκθέσει στο βιβλίο του Τό θεμέλιο τῆς ἐνοράσεως (Le Fondement de l’ Intuitisme) με τόν μονισμό τοῦ Ε. Schuppe [1836-1913] ἤ τίς θεωρίες τοῦ Ἀβενάριους (R. Avenarius, [1843-1896]). Στήν πραγματικότητα, ὁ ἐμπειρισμός τοῦ Λόσσκυ ἔχει μία ἰδιαίτερη μέθοδο, εἶναι πλήρως μυστικιστής καί ἀκολουθεῖ, ἄν καί μέ τόν τρόπο του, τίς παραδόσεις τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας. Ὁ Λόσσκυ ἐκκινεῖ ὄχι ἀπό τόν Χέγκελ καί τόν Σαλαβιώφ, ἀλλά ἀπό τόν Λάϊμπνιτς καί τόν Κοζλώφ. Αἰσθάνθηκε τήν ἀναγκαιότητα νά ἀρνηθεῖ τήν ἀπομόνωσή τους. Τό κύριο ἐνδιαφέρον τῆς φιλοσοφίας τοῦ Λόσσκυ βρίσκεται στήν κριτική τῆς διάκρισης τοῦ ὑποκειμένου καί τοῦ ἀντικειμένου καί στήν ἀπόδειξη ὅτι δέν ὑπάρχουν οὔτε ἀντίθεση οὔτε ἀνυπέρβλητα ὅρια μεταξύ τους. Κατά τόν Λόσσκυ, ἡ ἐμπειρία δέν προσφέρει μία κατάσταση τῆς συνειδήσεως ἀτομική καί κλειστή, ἀλλά τό Εἶναι στήν καθολικότητά του καί χωρίς ὅρια. Τό ἀντικείμενο τῆς γνώσεως βρίσκεται σταθερά στο processus τῆς γνώσεως, τό Εἶναι γίνεται ἄμεσα σκέψη. Αὐτή εἶναι ἡ θεμελιώδης τοποθέτησή του. Ἡ ἕνωση τοῦ ὑποκειμένου μέ τό ἀντικείμενο, ἡ ἀνάβαση τῆς σκἐψης στό Εἶναι μποροῦν νά βεβαιωθοῦν μέ τόν ἐνορατισμό ἤ τόν μυστικό ἐμπειρισμό. Ὁ Λόσσκυ θέλει νά ἀποκαταστήσει τόν παλαιό ἐνορατισμό. Ἀλλά ἔχει πρωτοτυπία ὡς πρός τό ὅτι δέχεται τήν ἄμεση ἐμπειρία τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου καί κατανοεῖ κάθε γνώση ὡς ἐνόραση. Γιά τόν Λόσσκυ, ἡ γνώση εἶναι κατοχή τοῦ ἀντικειμένου, ἡ τῆς πραγματικότητας μέσα στο ὑποκείμενο, ἐνῶ τό κριτήριο ἀληθείας εἶναι ἀντικειμενικῶς πραγματικό, βρίσκεται μέσα στήν ἴδια τήν πραγματικότητα, στήν ἀναγκαιότητα τῆς παρουσίας της μέσα στήν γνώση· δέν εἶναι ἰδεατή, δἐν βρίσκεται μέσα στό ὑποκείμενο. Γιά τήν καλύτερη ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν γνωσιολογικῶν του ἀντιλήψεων, ὁ Λόσσκυ ἀναφέρεται στήν κριτική τοῦ ὀρθολογισμοῦ στόν Κάντ, τοῦ ἐμπειρισμοῦ καί τοῦ κριτικισμοῦ τοῦ Κάντ. Σέ ὅλα αὐτά τά ρεύματα, ὁ Λόσσκυ βλέπει ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας, ἀλλά χωρίς τήν λύση τοῦ προβλήματος τῆς γνώσεως. Ὁ Λόσσκυ εἶναι ἕνας πολύ ἐπικίνδυνος ἀντίπαλος τοῦ καντιανισμοῦ καί ὅλων τῶν προσφάτων μετασχηματισμῶν του. Πηγαίνει ἐνάντια στο πνεῦμα τῆς πολύ πρόσφατης φιλοσοφίας ἡ ὁποία ἕχει ὁριστικά διαχωρίσει τό ὑποκείμενο ἀπό τό ἀντικείμενο. Ὁ Λόσσκυ εἶναι ὑπέρμαχος τοῦ ρεαλισμοῦ· τό κέντρο βαρύτητας, γι’ αὐτόν, βρίσκεται μέσα στό Εἶναι καί ὄχι μέσα στήν σκέψη. Ἐπίσης θεωρεῖ τούς νόμους τῆς ΄λογικῆς ὡς δυνάμεις τοῦ Εἶναι. Στόν Λόσσκυ ἔχει ἡ κρίση τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς μας, ὕστερα ἀπό τήν ὁποία ἐκείνη ἀναπόφευκτα θά πρέπει νά ἐπιστρέψει στό Εἶναι, στήν ἀποκτάσταση τῆς ἀπωλεσθείσης συνειδήσεως τῆς πραγματικότητας. Ἡ γνώση ἔγινε θάνατος, τό Εἶναι πεθαίνει μέσα στήν συνείδηση. Ὁ Λόσσκυ ἐπιθυμεῖ μία γνώση ζωντανή, μία γνώση τοῦ Εἶναι. Γι’ αὐτόν, ἡ γνώση εἶναι μία πράξη ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ Εἶναι. Ὁ Λόσσκυ θέτει τήν ἐμπειρία στήν πληρότητά της καί χωρίς περιορισμούς, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἐμπειρισμό τῆς σχολῆς τοῦ Χιούμ, ὁ ὁποῖος δέχεται μία ἐμπειρία περιορισμένη καί ὀρθολογικοποιημένη. Προχωρεῖ βεβαιώνοντας τήν αὐθόρμητη παρουσία τῆς πραγματικότητας μέσα στήν συνείδησή μας. Ἐδῶ ὁ Λόσσκυ συναντᾶ μία δυσκολία στό ζήτημα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, πού περιορίζουν τήν ἐμπειρία τῆς πραγματικότητας, ἀλλά ἐπανέρχεται στήν θεωρία περί τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου, ὅταν ἐπεξεργάζεται τήν ὀντολογία ἤ τήν ὀντολογία τῆς γνώσεως. Εἶναι σημαντικό νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ γνωσιολογία τοῦ Λόσσκυ δέν εἶναι ὁ σταθερός ἰδεαλισμός· γι’ αὐτόν τό Εἶναι εἶναι σταθερό ὡς πρός τό processus τῆς γνώσης, ἀλλά ὑπερβατικό ὡς πρός τό ὑποκείμενο· ὑπάρχει ἐκτός τοῦ ὑποκειμένου καί ὅλες οἱ μορφές τοῦ Εἶναι δέν εἰσέρχονται μέσα στήν γνώση. Μία ἄλλη ἰδιαιτερότητα καί πρωτοτυπία τοῦ Λόσσκυ εἶναι ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ρεαλισμοῦ τοῦ Μεσαίωνα καί ἡ ἀποφασιστική ἀναίρεση τοῦ νομιναλισμοῦ καί τῆς ἐννοιοκρατίας. Ὁ Λόσσκυ ὑπερασπίζεται τόν ρεαλισμό τῆς γενικῆς ἰδέας πού δέχεται ὅτι ἔχει δοθεῖ κατά τρόπο ἄμεσο μέσα στήν γνώση. Γι’ αὐτόν, τό γενικό εἶναι ἐπίσης ἀτομικό ὅπως τό συγκεκριμένο. Ἡ ἐνορατική θεωρία περί τῆς γνώσεως ἐξαρτᾶται πλήρως ἀπό την δυνατότητα μιᾶς ἄμεσης ἐμπειρίας τῶν γενικῶν πραγματικοτήτων· ἀλλά τό μεγάλο λάθος τοῦ Λόσσκυ εἶναι ὅτι πέφτει σ’ ἕναν ὑπερβολικό γνωισολογικό ὀπτιμισμό, ὅτι δέν εἶναι σέ θέση νἀ ἐξηγήσει τό λάθος του, ὅτι δέν κατανοεῖ ὅτι ἡ συνείδησή μας εἶναι περιορισμένη, ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τήν ὀδυνηρή ἄβυσσο, διότι δέν μπορεῖ νά τήν ὑπερβεῖ κανείς μέ νέες γνωσιολογικές θεωρίες πάνω στό processus τῆς γνώσης. Ὁ Σαλαβιώφ σκεφτόταν ὅτι δέν μπορεῖ νά ἐπιλύσει κανείς αὐτήν τήν δυσκολία παρά μόνον ἐπικαλούμενος τήν θρησκεία. Ὁ Λόσσκυ θέλει νά τήν ἐπιλύσει μέ μία νέα γνωσιολογία. Μέ τήν ρεαλιστική φιλοσοφία τῆς ἐνοράσεως προσπαθεῖ νά ὑπερβεῖ τήν ἄβυσσο πού χωρίζει δύο κόσμους καί δύο γνώσεις, νά ὑπερβεῖ τόν δυϊσμό πού μποροῦμε νά ὑπερβοῦμε παρά μόνο μέ τήν θρησκεία. Ἀλλά οὔτε οἱ ὑπερβολές οὔτε τά σφάλματα τοῦ Λόσσκυ μιεώνουν τήν ἀξία τῆς ὑπηρεσίας πού ἔχει προσφέρει στήν ρωσσική φιλοσοφία καί στόν κόσμο. 
Ἡ φιλοσοφία τῆς Ρωσσίας θέτει τά ἴδια μεγάλα ζητήματα μέ τήν λογοτεχνία της. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντοτε ὑπό τίς θεωρίες τῆς γνωσιολογίας μας. Ὁ Ντοστογιέφσκι ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος τῶν Ρώσσων μεταφυσικῶν. Καί ὁλόκληρη ἡ λογοτεχνία μας ὑπῆρξε μεταφυσική, ἐνῶ ἡ μεταφυσική ὑπῆρξε λογοτεχνία παρά ἐπιστήμη. Ἐκτός ἀπό τήν ἐπιστημονική καί τήν ἀκαδημαϊκή φιλοσοφία, εἶναι πολύ διαδεδομένη ἡ λογοτεχνική καί δημοσιογραφική φιλοσοφία. Ἐάν ἡ ρωσσική φιλοσοφία, μέ βαδίζει ἀφ’ ἑνός ὥς τίς κορυφές τῆς θρησκείας καί τῆς πίστεως, ἀφ’ ἑτέρου φθάνει στήν ἀναταραχή τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καί τῆς ἠθικῆς πρακτικῆς. Κάποιοι φιλόσοφοι ἔχουν προέλει ἀπό τίς θεολογικές ἀκαδημίες μας, ἀπό ἕνα συντηρητικό στρατόπεδο τῆς ὀρθόδοξης πίστης, ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι φιλόσοφοι ἔχουν προέλθει ἀπό τό στρατόπεδο τῶν μαρξιστῶν δημοσιογράφων καί τῆς παρακμάζουσας λογοτεχνίας, τοῦ συγχρόνου πνεύματος. Αὐτά τά διαφορτετικά ρεύματα συνδέονται σέ κάποιο βαθμό. Σήμερα τό πιό ἰσχυρό ρεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τῆς ἰδεαλιστικῆς καί θρησκευτικῆς φιλοσοφίας. Στήν Ρωσσία, τά τελευταῖα χρόνια, ὁ μυστικισμός εἶναι τῆς μόδας· ἀλλά συχνά λαμβάνει μορφές ἐχθρικές γιά κάθε φιλοσοφία καί κάθε θρησκεία. Μέσα στά μεγάλα κύματα τῆς ἐπανάστασης ἔχει σηκωθεῖ ἕνας σκοτεινός μυστικισμός· τό κύριο καθῆκον τοῦ πολιτισμοῦ μας εἶναι ἡ ὑποταγή στούς νόμους τῆς θρησκείας καί τῆς φιλοσοφίας. Διαφορετικά τό processus τῆς ἀποσύνθεσης θά τόν ὁδηγήσει στό processus τῆς δημιουργίας. 
Σέ μᾶς ὁ θετικισμός καί ὁ κριτικισμός ἔχουν μία ἀδύναμη παρουσία. Αὐτά τά ρεύματα ἔχουν μία σημασία περισσότερο παιδαγωγική παρά φιλοσοφική. Στήν ρωσσική Διανόηση ὁ θειτικισμός καί ὁ ὑλισμός ἔχουν παρουσιασθεῖ εὐρύτατα καί ἔχουν λάβει ὑπερβολικές μορφές, ἀλλά σ’ αὐτούς ὑπάρχει περισσότερο τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀπώλειας φιλοσοφικοῦ καί γενικοῦ πολιτισμοῦ παρά ἕνα πρωτότυπο ρεῦμα τῆς σκέψης μας. Ἡ δημιουργική ἀποστολή τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας εἶναι ἐντελῶς διαφορετική, καί αὐτό ἀκριβῶς προσπάθησα νά δείξω, στόν βαθμό πού τό ἐπέτρεπε μία σύντομη μελέτη. 
Σήμερα, στήν Εὐρώπη, ἡ φιλοσοφική σκέψη διέρχεται μία κρίση· βρίσκεται σ’ ἕνα ἀδιέξοδο. Ἡ φαινομενολογία, μέ ὅλες τίς ἀποχρώσεις της, ἡ βουλησιαρχία, ὁ κανονιστικός ἰδεαλισμός ἔχουν προσανατολισμούς ἀντίθετους στόν ρεαλισμό τῆς ὕπαρξης καί ἀδιάφορους γιά τήν ὕπαρξη. Ἡ ρωσσική φιλοσοφία μπορεῖ νά βοηθήσει στήν ἔξοδο ἀπό αὐτήν τήν κρίση, διότι περιέχει τόν σπόρο ἑνός ρωμαλέου μυστικοῦ ρεαλισμοῦ, ἑνός ζωντανοῦ ἐνορατισμοῦ, ἑνός ὑπερλογισμοῦ, ὁ ὁποῖος μέσα στό ὑποκείμενο καί στό ἀντικείμενο βλέπει μία μόνον ἀρχή. Ἡ ρωσσική φιλοσοφία στρέφεται πάντοτε πρός τό μέλλον, συμβάλλει στήν μελλοντική σύνθεση τῆς φιλοσοφίας καί τῆς θρησκείας, ἐνῶ μία πολιτιστική σχέση περισσότερο ἐσωτερική ἐγκαθιδρύεται ἀνάμεσα στήν ρωσσική καί στήν εὐρωπαϊκή σκέψη, τίς ὁποῖες ἔχουμε ἀποδεχθεῖ στό παρελθόν, καί στήν ὁποία μποροῦμε τώρα νά δώσουμε κάτι πολύτιμο. 
(Τό ἄρθρο τοῦ Μπερντιάγιεφ τό ὁποῖο μεταφράζεται γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική, εἶχε δημοσιευθεῖ στό περιοδικό Cœnobium, τόμ. iv, 1910. Οἱ ἀγκύλες ἐντός τοῦ κειμένου εἶναι τοῦ μεταφραστῆ)

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Μπαλτά για τη μετάφραση του κειμένου!
    ....και φυσικά ...περιμένουμε κι άλλα!!!

    Διογένης /ε.μ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή