Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ / Ογδόντα χρόνια από τη γέννησή του


Ογδόντα χρόνια από τη γέννηση του Βασίλη Φωτόπουλου φέτος (1934-2007). 
Παραθέτω ένα αυτοβιογραφικό του για περαιτέρω αναζήτηση της προσωπικότητας και του έργου του.
Εκπροσωπεί την άλλη Ελλάδα, αυτή των ονείρων μας... Ας τον ακούσουμε. 
Αυτοβιογραφικό σημείωμα από τον Βασίλη Φωτόπουλο 
Γεννήθηκα στην Καλαμάτα το 1934. Ο πατέρας μου, ένας άντρας σιωπηλός και απόμακρος, λάτρευε τη μάνα μου, όμορφη και ζωντανή γυναίκα. Αυτόν τον έλεγαν Δημήτρη, εκείνη Αγγελική. 
Μ’ αγαπούσανε κι ό,τι η εποχή νόμιζε σωστό για την ανατροφή ενός παιδιού, το ’χα. Γιατί μικρός ήμουνα φιλάσθενος, δεν μ’ έστειλαν σχολείο. Είχα δάσκαλο στο σπίτι. Τον Παπαδόπουλο, τον αδερφό της Τιμοκλείας. Αυτός πρόσεξε πως ασταμάτητα μουτζούρωνα τα πάντα κι έπεισε τον πατέρα μου να μου πάρει δάσκαλο ζωγραφικής, το Βαγγέλη το Δράκο. 
Παιδιά δεν υπήρχαν στη γειτονιά μας. Δεν έμαθα να παίζω. Όλο διάβαζα ή όλο ζωγράφιζα ή καθόμουνα σε μια πολυθρόνα που ’χα στο δωμάτιό μου, κουνιστή, βιεννέζικη, κι αναπολούσα ώρες.
Οι γονείς της μάνας μου μένανε μαζί μας. Ο Βασίλης και η Αικατερίνη. Ήταν όμορφοι άνθρωποι, συντηρούσαν τις καλύτερες παραδόσεις. Στη μεσσηνιακή γη είχαμε παντού συγγενείς. Μόνο η μάνα μου είχε 51 πρώτα ξαδέρφια. Ο πατέρας μου ίσως περισσότερα. Αγαπούσαμε ιδιαίτερα τους Καλογεροπουλαίους από το Σχοινόλακα και τους Κουντούρηδες από το Μαυρομάτι Ιθώμης. Στα σπίτια τους περνούσαμε μήνες, ιδιαίτερα στους τελευταίους. 
Το Μαυρομάτι είναι κτισμένο πάνω στην αρχαία Μεσσήνη. Αυτός ο τόπος με σημάδεψε βαθιά και πάντα με συνοδεύει. Τα σπίτια είναι κτισμένα με τις αρχαίες πέτρες. Τ’ αμπέλια φύτρωναν στις κερκίδες του αρχαίου Θεάτρου και του βουλευτηρίου. Η δέστρα του γαϊδάρου μας ήταν ο χάλκινος κορμός του ανδριάντα ενός ρωμαίου έπαρχου κι η βρύση του χωριού, η Καλλιρρόη, από το ίδιο στόμιο αφήνει το νερό της όσες χιλιάδες χρόνια έχουμε ιστορία και πριν. 
Στο τεράστιο μονολιθικό πάνω πρέκι της αρκαδικής πύλης του αρχαίου κάστρου καθόμαστε να πάρουμε το πρωινό μας. Λίγο πιο κει, στα θεμέλια του ναού του Δία, οι παππούδες μας είχανε κτίσει μοναστήρι στ’ όνομα της Παναγίας. 
Βασίλης Φωτόπουλος
Η τόσο έντονα δηλούμενη συνέχεια ζωής στον τόπο, η ροή του νερού και οι ίδιες λατρείες μ’ έκαναν να νιώθω πως είμαι ένας από τους κρίκους μιας σειράς ανθρώπων. Από μικρό παιδί, ασυνείδητα τότε, παραμέριζα το μικρό εγώ και εντασσόμουνα στο ανθρώπινο όλο. 
Ο πόλεμος του ’40 μας βρήκε στο Γιαννιτσά. Ο πατέρας μου, επιστρατευμένος από το Μεταξά ως μηχανικός, βρισκόταν εκεί για τα έργα που του ’χαν αναθέσει και μας είχε πάρει μαζί του. Γυρίσαμε με το τρένο στην Καλαμάτα. Σε λίγο το μέτωπο κατέρρευσε. Την Κατοχή την περάσαμε στα χωριά.
Ήμουνα δέκα χρονών, όταν γεννήθηκε ο Διονύσης. Είχα αδελφό. Τον αγάπησα. Τον αγαπώ πάντα πολύ. 
Ο Εμφύλιος σκότωσε τον πατέρα μου, σκότωσε τον δάσκαλό μου, έντεκα πρώτα ξαδέρφια της μάνας μου, τον άντρας της αδερφής της που μ’ είχε βαφτίσει. Οι δρόμοι γέμισαν νεκρούς φίλους. Φοβήθηκα τον απαίδευτο άνθρωπο. Έγινα μόνος. Το σπίτι διαλύθηκε οικονομικά. Ο Δράκος συνέχισε να μου μαθαίνει την τέχνη. Η ζωγραφική ήτανε το καταφύγιό μου και το μοναστήρι του Βουλκάνου ο κρυψώνας μου. 
Όποτε δεν είχα μαθήματα, γιατί είχα πάει πια στο γυμνάσιο, ανέβαινα στο Βουλκάνο. Η γαλήνη του χώρου, η καλοσύνη των γερόντων με ηρεμούσαν. Άρχισα να σκέφτομαι. Στ’ άδυτα των ιερών διέκρινα τις αρχαίες χειρονομίες, μάθαινα τη σημασία των συμβόλων, της σκευής, την επίδραση των χρωμάτων, του σωστού φωτισμού, της μελωδίας που συνοδεύει την παράσταση που αιώνια τελείται εκφράζοντας την αγωνία του ανθρώπου για την ταυτότητά του. 
Έτσι συνειδητοποίησα την ιερότητα της θεατρικής πράξης. 
Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος Δασκαλάκης με υπομονή μας εξηγούσε τη σημαντική του τυπικού, τη σημασία της λεπτομέρειας, την επίδραση του ύφους του λειτουργικού-δρώντος προσώπου- ηθοποιού στο λαό-θεατή. Ήτανε ο πρώτος θεατρικός μας δάσκαλος. Στο σχολείο ήμουνα κακός, πολύ κακός μαθητής. Αντίθετα η ζωγραφική μου ωρίμαζε. Δεκατεσσάρων χρονών άρχισα να πουλάω. Όλοι βέβαια πίστευαν πως αυτό θα περάσει. Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, ο δεσπότης ήθελε να με στείλει στη Χάλκη κι η μάνα μου να με διορίσει στη Τράπεζα Κωστοπούλου. Εγώ δήλωσα πως θα συνεχίσω τη ζωγραφική. Η μάνα μου λιποθύμησε, ο δεσπότης δεν μου ξανάπε καλημέρα. 
Βρέθηκα στην Αθήνα χωρίς καμία βοήθεια. Κάποια σχέδια για τα Κυνηγετικά Νέα, κάποια μεροκάματα από το βάψιμο σκηνικών στου Μπουρνέλη και βασικά το κουβάλημα καφασιών στη λαχαναγορά τα πρωινά, μας δίνανε τα λίγα που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε. Ήτανε δύσκολη η ζωή και γινόταν πιο δύσκολη, γιατί στην Αθήνα είχα πια τις ευκαιρίες να πληροφορούμαι το μέγεθος της ζωγραφικής σαν τέχνη. 
Οι εκθέσεις των μεγάλων, τα βιβλία όριζαν ένα μέγεθος που στην Καλαμάτα δεν το ’χα διακρίνει. 
Σε μια φάση απελπισμένος έκαψα τη δουλειά μου και πήγα να δουλέψω σε μια οικοδομή στη Νέα Σμύρνη. Ο μαστρο-Γιώργος, ο εργολάβος, μου ’δωσε να γκρεμίσω έναν τοίχο. Κοπάναγα μ’ ενθουσιασμό όλη μέρα. Το βράδυ είχα το δεξί μου χέρι τουμπανιασμένο και 39 πυρετό. Δεν προσπάθησα ποτέ πια να λιποτακτήσω. 


Το 1958, ο Κωστής Μπαστιάς, που ’δε τη δουλειά μου και του άρεσε, θέλησε να κάνει ένα άνοιγμα στους νέους. Είχε μόλις αναλάβει τη Λυρική Σκηνή. Παρά τις πολλές αντιξοότητες, μου ανέθεσε τη Σέρβα Πατρόνα, του Περγκολέζι. Τα σκηνικά άρεσαν. Ακολούθησαν και άλλα έργα. Η Τζοκόντα, ο Φάουστ, η Κασσιανή, η Άλκηστη. Είχαν επιτυχία. Εμένα μ’ έτρωγε πως δεν ήξερα τη δουλειά από μέσα κι έφυγα. Πήγα στην Ευρώπη. Στο Μιλάνο, στο Σάλτσμπουργκ, στο Μόναχο, στο Λονδίνο. Μεγάλα θέατρα, καλοί δάσκαλοι, άλλες οπτικές. Όταν γύρισα στην Αθήνα έκανα την Όμορφη Πόλη του Θεοδωράκη. Το ’να έργο ακολούθησε το άλλο. 
Τότε η Ελλάδα νικούσε τα μαθηματικά. Έντονες στιγμές γεμάτες προσπάθεια για δημιουργία. Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ξεσήκωνε, τα Παιδιά του Χατζιδάκι τα τραγούδαγε όλη η γη. Ο Κούνδουρος έπαιρνε το αρκουδάκι στο Βερολίνο κι η Παξινού με τον Μάνο τα Όσκαρ τους στο Λος Άντζελες. Η Στέλλα της Μελίνας και του Κακογιάννη αναστάτωνε τις Κάννες, που ο Μόραλης τις είχε φτιάξει Ελλάδα. 
Ο Σεφέρης έπαιρνε το Νόμπελ, ο Κουν ανέβαζε τις ανεπανάληπτες Όρνιθες και η ζωγραφική του Τσαρούχη κρεμότανε στα σπίτια. Κάθε βιβλίο, κάθε ποιητική συλλογή, κάθε παράσταση συζητιόταν, αποτελούσε γεγονός. Μπαίναμε στο θέατρο, πετάγαμε τα παπούτσια μας, ξεχνάγαμε τον κόσμο και βγαίναμε μετά από μέρες, αφού είχε πάει πρεμιέρα, γεμάτοι. 
Τότε έκανα πολλά έργα. Τον Ιούλιο Καίσαρα με τον Κατράκη και τον Κούρκουλο, το Ξυπόλητη στο Πάρκο με τη γλυκειά Λαμπέτη, τον Καραγκιόζη στη Βουλή με τον Κωνσταντίνου και το Βουτσά, την Σούζυ Βογκ με την Αλίκη, τη Γειτονιά των Αγγέλων με την Καρέζη και τον Νίκο τον Κούρκουλο και άλλα πολλά, που δεν τα θυμάμαι. 
Έκανα και το Αμέρικα-Αμέρικα του Καζάν, το Ζορμπά του Κακογιάννη. Και οι δύο δουλειές πήρανε όσκαρ σκηνογραφίας κι έτσι βρέθηκα στην Αμερική. Η Νέα Υόρκη με κράτησε εννιά χρόνια. Είναι η Ρώμη. Αυτοκρατορική, αυθάδικη, με τις άκρες του πλούτου και της φτώχειας, τις απίθανες συλλογές έργων τέχνης και τις μεγαλύτερες εκθέσεις των μεγάλων της σύγχρονης μα και περασμένης ζωγραφικής. Σε παιδεύει χωρίς έλεος. 
Ήτανε ζωντανό το κίνημα των παιδιών των λουλουδιών όταν έφτασα. Τα νιάτα στο κέντρο του κόσμου θέλανε έναν όμορφο κόσμο να φτιάξουν και μέσα σ’ αυτόν να ζήσουν. Τους διέλυσαν. Όταν έφυγα ο φόβος πλανιότανε και η βία πάνω στην πόλη. 
Είχα γυρίσει κάποιες ταινίες, μια απ’ αυτές με τον Κόπολα, κι είχα ντύσει μερικές παραστάσεις. Σκηνοθέτησα και μια ταινία, το δικό μου Ορέστη, που αφορμή της ήτανε τα παιδιά των λουλουδιών.
Οι συνταγματάρχες είχαν αποσυρθεί, όταν γύρισα στην πατρίδα. Όλοι πιστεύαμε πως θα συνεχίζαμε από ’κει που ’χαμε μείνει. Αποδείχθηκε πως επτά χρόνια ήταν πολλά. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο. 

Ο Διονύσης είχε αγοράσει ένα σπίτι στις Μηλιές του Πηλίου. Μου το παραχώρησε και πήγα εκεί. Το χωριό είναι πανέμορφο κι έχει πολύ καλούς ανθρώπους. Με βοήθησαν να ξαναβρεθώ στον τόπο μου.
Κάναμε μαζί με τον αδερφό μου την Όπερα της Πεντάρας. Σκηνοθέτης ο Ζυλ Ντάσσεν. Η Μελίνα με το Νίκο τον Κούρκουλο είχαν τους πρώτους ρόλους. Ήταν μια καλή παράσταση. Ακολούθησαν πολλά έργα. 
Απ’ αυτά θυμάμαι το Σχολείο Εραστών με τον Γιώργο Μιχαηλίδη, τον Καζανόβα του Ρώμα με τον Νίκο Δημόπουλο, την Πρόσκληση του Τσιγκηρόπουλου με τον Βολανάκη, το Λευκό Γάμο με τον Γιώργο Λαζάνη, την Πάπισσα με την Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο, το Ληρ με τον Μινωτή, την Εξορία του Παύλου Ματέσι, τη Θυσία του Αβραάμ πάλι με τον Μινωτή. 
Κάπου όμως το θέατρο μου φαινόταν αλλιώτικο. Έπαψε να με γεμίζει. Το γύρω με πίεζε. Προβληματιζόμουνα και προβληματίζομαι. Ήθελα να κάνω κάτι. Η ζωγραφική παραμόνευε. Η γραφή της ίσως με βοήθαγε να εκφραστώ. 
Δεν μ’ ένοιαζε η τεχνική. Δεν ήθελα να λύσω αισθητικά προβλήματα ούτε να κατακτήσω μια θέση ανάμεσα στους μεγάλους. Αλλά να πω πως νοιώθω τούτη την ώρα, την άσκημη ώρα. Ανοίξαμε τρύπες στον ουρανό. Η θάλασσα πεθαίνει, τα δελφίνια αυτοκτονούν, τα είδη των ζώων χάνονται το ένα μετά το άλλο, τα δάση ξεραίνονται ή γίνονται χαρτοπολτός. Οι πόλεις είναι ακατοίκητες, από τα πεντέμιση δισεκατομμύρια ανθρώπους μόνο τα τετρακόσια έχουν φαΐ. Οι πόροι του πλανήτη έγιναν όπλα και οι νέοι μένουν άνεργοι, ανενεργοί, απελπισμένοι, δεν τολμούν να χαρούν ούτε την ερωτική σμίξη. 
Επιλέγουν στον ίλιγγο της ταχύτητας, τα ναρκωτικά, τη βία ή την αυτοκτονία τη λύση, ενώ τους περιτριγυρίζουν ράκη από ξεσκισμένες σημαίες μιας παρανοϊκής γενιάς, της δικής μου γενιάς. 
Αυτές οι γυμνές, απροστάτευτες φιγούρες, που δεν χωράνε στο πλαίσιό τους και κοιτάνε απορημένες το μέγεθος της ανοησίας μας, είναι η δική μου κατάθεση τύψης απέναντί τους. Ζωγραφική σοφή και ωραία, για να καλύψετε το κενό πάνω από τον καναπέ σας, έχετε. 
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1991 για τον κατάλογο της έκθεσης έργων μου στο Μουσείο του Ίωνα Βορρέ στην Παιανία. Είναι αυτονόητο πως ένα βιογραφικό δεν ξαναγράφεται κι ούτε δυστυχώς αλλάζει όσο κι αν το θέλουμε. 
Το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι πως από τότε μέχρι σήμερα ο περίγυρος γίνεται όλο και πιο πιεστικός, οι αλλαγές συντελούνται με πρωτόγνωρη ταχύτητα, το άτομο πιέζεται να μπει σε φόρμες που καταργούν την προσωπικότητα. Μόνη ελπίδα οι νέοι που όσο κι αν προσπαθούμε να τους βάλουμε σε καλούπια, αυτοί αντιστέκονται, κραυγάζουν, καταστρέφουν, προκειμένου να μην υποταχτούν σε αποδεδειγμένα αποτυχημένες νοοτροπίες. 


Έχοντας εμείς ευτελίσει κάθε θεσμό, κάθε όραμα και ιδέα, πετύχαμε να τους ελευθερώσουμε από τις δομές υποταγής που συνθέσαμε για να δημιουργήσουμε ένα «ποίμνιο» υπάκουο. Υπάρχει σ’ αυτή την αντίσταση ελπίδα για όλους μας. Δεν είναι από κείνες τις επαναστάσεις που ζηλεύουν απλά τον πλούτο των υλικών αγαθών. Θέλουν να μάθουν, θέλουν να γίνουν ικανοί, θέλουν να ’ναι ελεύθεροι από τις ματεριαλιστικές ανάγκες, για να μπορούν να σκεφτούν και να βρουν τον εαυτό τους. 
Μακάρι.
Δείτε και τις σχετικές αναρτήσεις:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου