Σέργιος Τρουμπετσκόϊ
Τί μᾶς διδάσκει ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας;
μετάφραση Δημήτρης Μπαλτᾶς
1.
[σ. 483] Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Σωκράτους μία ἀπό τίς ἰσχυρότερες καί παραστατικότερες ἐνστάσεις κατά τῆς φιλοσοφίας ὑπῆρξε ἡ γενική διαφωνία μεταξύ τῶν φιλοσόφων. Κάθε πρωτότυπη φιλοσοφική διδασκαλία διαφέρει ἀπό τίς ὑπόλοιπες, διαφωνεῖ μέ αὐτές, ἀντιφάσκει μέ αὐτές καί ἡ ἴδια ἐσωτερικές ἀντιφάσεις καί ἀτέλειες· καμμιά δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιήσει τά αἰτήματα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας, ἐπειδή τά αἰτήματά της εἶναι ἀπόλυτα.
Τά μέσα γιά τόν μετασχηματισμό τῆς φιλοσοφίας καί τῆς φιλοσοφικῆς δραστηριότητας εἶχαν προταθεῖ πολλές φορές καί πολλές φορές εἶχαν ὁδηγήσει στίς πραγματικές ἀνατροπές στήν σφαῖρα τῆς σκέψεως. Ὅμως, δέν ἄλλαξαν τήν θέση τῆς φιλοσοφίας ὡς πρός τό τελικό ἀντικείμενό της, τό Ἀληθές πού ἀναζητεῖ: ἐξακολουθεῖ ἡ φιλοσοφία νά ἐπιδιώκει νά τό κατανοήσει καί ἡ ἐπιδίωξη αὐτή ἐξακολουθεῖ νά πραγματώνεται σέ διάφορες, ἀποκλίνουσες μεταξύ τους, φιλοσοφικές διδασκαλίες πού προσφέρουν ἱκανοποίηση σέ μεμονωμένες διάνοιες, ἀλλά δέν μποροῦν νά προσφέρουν αὐτήν τήν ἱκανοποίηση στήν ἀνθρώπινη σκέψη στό σύνολό τους. Καί θά ἔλεγε κανείς πώς εἶχε δοκιμάσει ὅλες τίς πιθανές λύσεις.
Ὁ Σωκράτης νόμιζε ὅτι ἡ φιλοσοφία θά πάρει τόν σωστό δρόμο, ἐάν ἀρνηθεῖ τήν θεωρία γιά «τά θεῖα πράγματα», γιά τήν φύση τῶν ὄντων, γιά τίς ἀπαρχές τῆς ὑπάρξεως· γιά νά γίνει ἀξιόπιστη, πρέπει πρέπει νά ἀρνηθεῖ τήν ἀπόπειρα νά γνωρίσει αὐτό πού ὑπερβαίνει τήν διάνοιά μας, καί νά περιορισθεῖ στήν γνώση τῶν «ἀνθρωπίνων πραγμάτων», δηλαδή τήν ἠθική σφαῖρα. Ἀλλά καί αὐτό τό μέσο δέν εἶχε βοηθήσει: στήν σφαῖρα τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας ὅλα ἀποδείχθηκαν τόσο ἀμφισβητήσιμα, ὅσο καί στήν σφαῖρα τῆς θεωρίας γιά τήν φύση τῶν ὄντων. Ἤδη, μεταξύ τῶν μαθητῶν τοῦ Σωκράτους, βρίσκουμε τήν πλέον ἀποφασιστική διαφωνία γιά τό ζήτημα περί τοῦ σκοποῦ τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, γιά τό ἀγαθό, γιά τό καλό, γιά τίς ἀρετές, γιά τίς ὑποχρεώσεις ὡς πρός τούς συναθρώπους μας καί τήν κοινωνία.
Ἕως τώρα ἡ διαφωνία αὐτή δέν παύει, καί οἱ φιλόσοφοι δέν μποροῦν νά συμφωνήσουν ὄχι μόνον ὡς πρός τίς γενικές βάσεις καί ἀρχές, ἀλλά καί ὡς τούς ἴδιους τούς ὁρισμούς τοῦ δικαίου καί τοῦ ἠθικοῦ: τά ἀστρονομικά φαινόμενα, τά ὁποῖα ὁ Σωκράτης κατέτασσε στά «θεῖα πράγματα», ἔχουν ἀπό καιρό γίνει ἀντικείμενο τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Καί ἡ διαφωνία σχετικά μέ τό δίκαιο καί τό ἠθικό παραμένει μέχρι τώρα.
2.
Γιά νά δοθεῖ ἕνα τέλος στίς διαφωνίες, εἶχε προταθεῖ καί ἕνας πιό ριζικός τρόπος, πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς φιλοσοφίας: εἶχε προταθεῖ ἡ ἀπόλυτη ἄρνηση τῆς ἀντιλήψεως ὡς ἀκριβοῦς γνώσεως (τῆς ἀρνήσεως ὡς μεθόδου πρός ὄφελος τῆς γνώσεως). Ἐπανειλημμένως ἐπεδίωξαν νά δείξουν ὅτι στήν ἀνθρώπινη διάνοια εἶναι προσεγγίσιμη ἡ μερική γνώση πού ἐπιτυγχάνεται διά τῆς ἐμπειρίας, ὅτι ἡ διάνοιά μας εἶναι ἀξιόπιστη μόνον στήν σφαῖρα τῆς ἐμπειρίας ἤ τῶν μαθηματικῶν καί χάνει κάθε ἔδαφος μόλις βγεῖ πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς ἐμπειρίας ἤ πέρα ἀπό τίς μαθηματικές σχέσεις. Ὄντως, γνωρίζουμε μόνον αὐτό πού μᾶς ἔχει δοθεῖ στόν χρόνο καί στόν χῶρο, αὐτό πού μᾶς φανερώνεται· βλέπουμε τά πάντα ὑπό τό πρῖσμα τῶν συναισθημάτων μας καί τῆς διάνοιάς μας, συνεπῶς δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε τό ὑπαρκτό ὡς τέτοιο, ἀνεξάρτητο ἀπό μᾶς καί τήν ἄποψή μας.
Ἔξ ἄλλου, στήν ἐμπειρία μας, μᾶς ἔχει δοθεῖ μόνον τό μερικό· ἀκόμα κι ἄν ἐμεῖς, διά τῆς λογικῆς γενικεύσεως, [σ. 485] γνωρίζουμε μερικούς γενικούς κανόνες τῶν φαινομένων πού παρατηροῦμε, ὡστόσο οἱ εὐρύτερες ἐπιστημονικές γνώσεις δέν μᾶς δίδουν παρά μερική γνώση. Καί ἡ φιλοσοφία, ὅπως κι ἄν τήν ὁρίσουμε, ἐπιδιώκει τήν καθολική κοσμοαντίληψη· ἡ ἀντίληψη ἀναζητεῖ τήν ἑρμηνεία τῆς ἀρχῆς καί τοῦ τελικοῦ αἰτίου ὑπάρξεώς μας. Αὐτό ἀποδεικνύει τό ἀδύνατον τῆς φιλοσοφίας: σέ κάθε φιλοσοφική διδασκαλία δέν βρίσκουμε παρά τήν συγκεκριμένη ἀνθρώπινη κοσμοαντίληψη, πού φέρει πάνω της ὁ αἰώνας της, τό περιβάλλον, ἡ ἀτομική ἰδιοφυία πού τήν ἀνέπτυξε· καί αὐτή ἡ ἀνθρώπινη ἀλήθεια τίθεται στήν θέση τῆς ἑνιαίας καθολικῆς ἀλήθειας, παρουσιάζεται ὡς ἀλήθεια καθεαυτή!
3.
Ἀποπειράθηκαν κατά καιρούς νά ἀρνηθοῦν τήν φιλοσοφία μέ αὐτήν τήν ἔννοια καί νά προσδιορίσουν τά ὅριά τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας· ἀποπειράθηκαν κατά καιρούς νά διαχωρίσουν τήν ἀκριβῆ γνώση ἀπό τήν ἀντίληψη, τήν «ἐπιστημονική» φιλοσοφία ἀπό τήν «ἀνεδαφική» μεταφυσική. Ἀλλά αὐτές οἱ ἀπόπειρες δέν ὁδηγοῦσαν πουθενά καί ἀποδεικνύονταν ἐξ ἴσου ἀβάσιμες καί ἀμφισβητήσιμες, ὅπως καί τά συστήματα ἐκεῖνα ἐναντίον τῶν ὁποίων ἦσαν στραμμένες. Κατ’ οὐσίαν, οὔτε μία διδασκαλία τῶν Σκεπτικῶν οὔτε μία ἀπόδειξη περί τοῦ ἀδυνάτου τῆς ὑπάρξεως τῆς μεταφυσικῆς δέν ἀνέκοπτε τήν ἐξέλιξη τῆς μεταφυσικῆς. [σ. 486] Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, οἱ ἀπόπειρες νά συγκροτηθεῖ ἡ «θετικιστική» φιλοσοφία, ἐάν περιορισθεῖ κανείς στήν σφαῖρα μόνον τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως, ἀπεδείχθησαν ἀνεπαρκεῖς, καί αὐτό ὄχι μόνον λόγῳ τῆς ἐπιμονῆς τῆς πλειοψηφίας τῶν φιλοσόφων νά μήν ἀρνηθοῦν τήν ἐνόραση, ἀλλά καί λόγῳ τοῦ ὅτι τά ἴδια τά ὅρια τῆς θετικῆς γνώσεως παραμένουν μέχρι σήμερα ἀμφισβητήσιμα. Ἡ σφαῖρα τῆς ἐμπειρίας καί ἡ σφαῖρα τῆς ἀκριβοῦς γνώσεως δέν συμπίπτουν καθόλου. Τά ἠθικά φαινόμενα εἰσέρχονται, ἀναμφίβολα, στήν σφαῖρα τῆς ἐμπειρίας μας, ἐνῶ οἱ ἐμπειρικοί φιλόσοφοι, βάσει τῶν γεγονότων τῆς ἠθικῆς ἐμπειρίας, οἰκοδομοῦν τόν ἴδιο ἀριθμό συστημάτων ἠθικῆς φιλοσοφίας, ὅπως καί οἱ μεταφυσικοί. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἐπεξεργάζονται τά γεγονότα αὐτά μέ ἀφετηρία τήν ψυχολογία· ὅμως, ἀκόμα καί ἡ ψυχολογία εἶναι μία ἐπικίνδυνη ἐπιστήμη πού μελετᾶ τά ψυχικά φαινόμενα.
Ὅμως, ἐξαιρουμένων κάποιων τοποθετήσεων πού ἔχουν νά κάνουν μέ τήν φυσιολογία παρά μέ τήν ψυχολογία, πόση συγκεκαλυμμένη μεταφυσική παρουσιάζεται σήμερα ὑπό τό ὄνομα τῆς ψυχολογίας! Βεβαίως, αὐτό μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαίων λαθῶν, ἀσυνέπειας, ἀνεπαρκοῦς αὐστηρότητας στήν χρήση τῶν ἐμπειρικῶν μεθόδων. Πῶς ὅμως νά ἐξηγήσει κανείς τό γεγονός ὅτι μεταξύ τῶν ἐμπειρικῶν φιλοσόφων πού ἀποδέχονται τήν ἐμπειρία ὡς ἀποκλειστική πηγή γνώσεως, οἱ βασικές διαφωνίες ἀποτελοῦν ὄχι ἐξαίρεση ἀλλά σύνηθες φαινόμενο, ὅπως καί μεταξύ τῶν φιλοσόφων ἄλλης κατευθύνσεως; Ἡ αἰτία αὐτοῦ εἶναι τά ὅρια πού διαχωρίζουν τήν ἐμπειρία, ἀπό ὅσα βρίσκονται πέραν τῶν ὁρίων της, εἶναι δύσκολο νά καθορισθοῦν. Προσπαθώντας νά καθορίσουμε τά ὅρια, τά παραβιάζουμε: δέν μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τήν ἰδιοκτησία μας ἀπό τήν ξένη γῆ, ἐάν δέν γνωρίζουμε αὐτήν τήν ξένη γῆ- εἰδάλλως δέν ἔχουμε κάτι νά διαχωρίσουμε. Ἡ γνώση μας, λέγουν, περιορίζεται στήν ἐμπειρία καί σ’ αὐτά πού ἀντιλαμβανόμεθα, δηλαδή στά φαινόμενα. Αὐτό δίδασκε ὁ Κάντ. Ὅμως, ὁ ἴδιος ἔθεσε τό κρίσιμο ἐρώτημα: τί εἶναι ἐμπειρία καί πῶς εἶναι δυνατή. Πῶς εἶναι δυνατό τό ἀντικείμενο τῆς ἐμπειρίας, τό φαινόμενο, ἤ πῶς εἶναι δυνατός ὁ συνδυασμός τῶν ἀλληλένδετων μεταξύ τους [σ. 487] φαινομένων πού ἀποκαλοῦμε φύση; Ὅμως, τά ἐρωτήματα αὐτά μᾶς ὁδηγοῦν εὐθέως στήν σφαῖρα τῆς μεταφυσικῆς. Καί ὅμως, δέν γίνεται νά ἀποκλίνει κανείς ἀπό αὐτά: ἀφοῦ ἡ ἐμπειρία δέν εἶναι κάτι τό ἀπόλυτο· ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία καθορίζεται ἀπό τήν δραστηριότητα τῆς συνειδήσεώς μας καί τίς ἐπιρροές τοῦ «μή- ἐγώ» στό «ἐγώ» πού συνειδητοποιεῖ καί αἰσθάνεται. Ἡ ἐμπειρία εἶναι ἡ σχέση τοῦ γιγνώσκοντος μέ τό ἐγνωσμένο καί μάλιστα ἀμφότερα ὑπάρχουν πρίν ἀπό τήν σχέση αὐτή. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Τί μεσολαβεῖ ἀνάμεσα σ’ αὐτά; Ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ ἀπάντηση, εἶναι σαφές ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία προϋποθέτει τόσο τόν ἀναφερθέντα συσχετισμό ὅσο καί τήν ὕπαρξη τῶν σχετικῶν ἀρχῶν. Ἡ ἐμπειρία προϋποθέτει κάτι ἀνεξάρτητο ἀπό τήν ἐμπειρία καί πού καθορίζει τήν ἐμπειρία.
Ἄς δοῦμε τό ζήτημα ἀπό τήν ἄλλη πλευρά: οἱ ἐμπειρικοί φιλόσοφοι ἰσχυρίζονται ὅτι δέν γνωρίζουμε παρά τά φαινόμενα. Τά φαινόμενα αὐτά συνδέονται μεταξύ τους μέ σχέσεις συνοχῆς καί συνυπάρξεως πού ὑπόκεινται σέ γενικούς νόμους καί κανόνες. Ὅμως, ἀπό μόνα τους τά φαινόμενα δέν ὑπάρχουν, ὅπως δέν ὑπάρχουν τά χρώματα ἤ οἱ φωνές χωρίς τήν ὅραση ἤ τήν ἀκοή πού εἶναι ἱκανές νά τά ἀντιληφθοῦν. Τό φαινόμενο προϋποθέτει, πρῶτον, κάτι πού φανερώνεται, δεύτερον, μία ὕπαρξη πού συνειδητοποεῖ, αἰσθάνεται, στήν ὁποία φανερώνεται αὐτό τό κάτι, καί, τρίτον, τήν σχέση μεταξύ τους- σχέση μεταξύ τοῦ ἐγώ καί τοῦ μή ἐγώ, μεταξύ τοῦ ὑποκειμένου καί τοῦ ἀντικειμένου. Τά φαινόμενα ἀνάγονται σέ σχέσεις. Ὅμως, αὐτές οἱ σχέσεις προϋποθέτουν πάλι κάτι πού τίς καθορίζει, τεκμηριώνει, διότι δέν μποροῦμε νά προσεγγίσουμε τίς σχέσεις χωρίς τίς σχετικές μ’ αὐτές προσλαμβάνουσες ἔννοιες. Καί ἄν ὁ κόσμος τῶν φαινομένων εἶναι ἀτελείωτα ἕνα σύνθετο σύνολο πραγματικῶν σχέσεων, προϋποθέτει, πρῶτον, τό σύνολο ὅλων τῶν ἀρχῶν πού συσχετίζονται μεταξύ τους καί, δεύτερον, κάποια γενικά ἀρχή πού τίς ἑνώνει, δηλαδή τήν βάση ὅλων τῶν σχέσεων πού τεκμηριώνει τόν κόσμο τῶν φαινομένων. Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι καί πάλι παρά ἕνα γενικό σχῆμα μιᾶς ὁλόκληρης μεταφυσικῆς κοσμοαντιλήψεως, ὅπως κι ἄν ἀντιλαμβανόμεθα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα ἤ τίς ἀρχές πού καθορίζουν τόν κόσμο τῶν φαινομένων. [σ. 488] Καί μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τοῦ φαινομένου μᾶς ὁδηγεῖ πέρα ἀπό τά ὅριά του ἀκριβῶς ὅπως ἡ ἔννοια τῆς ἐμπειρίας μᾶς ὁδηγεῖ πέρα ἀπό τά ὅριά της.
4.
Τό βασικό πρόβλημα τῆς γνωσιολογίας (τῆς θεωρίας τῆς γνώσεως) –τό ζήτημα τῆς δυνατότητας τῆς γνώσεως- ἐπιτρέπει μία θετική ἤ μία ἀρνητική λύση, ἀλλά καί στίς δύο περιπτώσεις μέ κάθε λύση συνδέεται κάποια μεταφυσική, κάποια γενική, καθαρά ἐνορατική ἀντίληψη γιά τήν φύση τῆς διάνοιάς μας, γιά τήν σχέση τῆς διάνοιας αὐτῆς μέ τήν ὕπαρξη καί, τέλος, γιά τήν φύση αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως, γιά τήν φύση τῶν ὄντων. Ἄς σκεφθοῦμε λ.χ. μία καθαρῶς ἀρνητική λύση πού καταργεῖ, προφανῶς, μάθε μεταφυσική: τίποτε δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε γιά τήν ὕπαρξη, γιά τά ὄντα, ὅπως ὑπάρχουν καθεαυτά χωρίς κάποιο συσχετισμό μέ τήν συνείδησή μας, διότι τό «ἐγώ» πού γιγνώσκει, ἀναμφίβολα περιορίζεται ἀπό τίς ὑποκείμενες καταστάσεις τῆς συνειδήσεώς του καί δέν μπορεῖ νά ὑπερβῆ τά ὅριά της. Ὅμως, τίθεται τό ἐρώτημα πῶς τό γνωρίζουμε αὐτό. Ἀπό τήν ἐμπειρία; Ὄχι, γιατί, προφανῶς, ἡ ἐμπειρία κερδίζει ὡς πρός τήν ὕπαρξη ἑνός ἀνεξάρτητου ἀπό μᾶς σύμπαντος· ὡς συνειδητή σχέση τοῦ «ἐγώ» μέ «κάτι ἄλλο», ὡς ἀντίληψη αὐτοῦ τοῦ ἄλλου, προϋποθέτει τήν πραγματικότητα αὐτοῦ τοῦ ἄλλου πού προηγεῖται τῆς ἐμπειρίας καί εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τήν συνείδησή μας. Συνεπῶς, ἡ διδασκαλία περί τοῦ ὅτι ἡ γνώση μας εἶναι ὑποκειμενική, ὅτι περιορίζεται μόνον στίς ἐσωτερικές καταστάσεις τοῦ ὑποκειμένου εἶναι ἀποτέλεσμα ὄχι τῆς ἐμπειρίας ἀλλά τῆς ἀντιλήψεως γιά τήν ἐμπειρία ἤ τήν φύση τῆς συνειδήσεώς μας. Ἄλλωστε, ὁποιαδήποτε ἄλλη θεωρία ἐμπειρίας πού ἐρευνᾶ τό ζήτημα περί τοῦ τί τεκμηριώνει τήν ἐμπειρία, ἐξέρχεται τῶν ὁρίων της καί ὁδηγεῖ, ἀναπόφευκτα, σέ συμπεράσματα μεταφυσικοῦ χαρακτῆρα. Ἡ διδασκαλία γιά τήν ὑποκειμενικότητα τῆς γνώσεώς μας, γιά τό ἀδύνατο τῆς γνώσεως τῶν ὄντων ἤ τῶν σχέσεων, γιά κάθε τί (ἐνν. πού βρίσκεται) ἔξω ἀπό τήν ὑποκειμενική συνείδησή μας, δέν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση. [σ. 489] Αὐτή ἡ διδασκαλία μᾶς ἀναγκάζει νά ἀποδεχθοῦμε τήν ἐγνωσμένη πραγματικότητα ὡς δική μας ἀντίληψη («ὁ κόσμος ὡς παράσταση» τοῦ Σοπενχάουερ) καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν φαινομενολογία ἤ στόν ἰλλουσιονισμό. Ἄλλοι, ὁρμώμενοι ἀπό τήν ἴδια διδασκαλία, εἶχαν θέσει ἔξω ἀπό τά φαινόμενα τό «ὄντως ὄν», πέρα ἀπό κάθε σχέση μέ τήν διάνοιά μας καί τήν ἐγνωσμένη πραγματικότητα καί συνεπῶς, ἀπολύτως μή δυνάμενο νά γνωσθεῖ. Ὅσο κι ἄν φαίνονται ἀρνητικά αὐτά τά συμπεράσματα, δέν παύουν νά ἔχουν τόν χαρακτῆρα μεταφυσικῶν θέσεων. Εἴτε ἀποδεχόμεθα τήν πραγματική ὕπαρξη πέρα ἀπό τήν συνείδησή μας εἴτε τήν ἀρνούμεθα, εἴτε ἰσχυριζόμεθα ὅτι ὑπάρχουν μόνον φαινόμενα εἴτε δεχόμεθα ὅτι ὑπάρχουν παράλληλα μέ αὐτά καί ἀπολύτως διαφορετικά «ὄντα ἐν τῶ ὄντι», ἔστω καί «μή δυνάμενα νά γνωσθοῦν», ὅλα αὐτά εἶναι ἀντιλήψεις πού ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν ὀντολογία καί τή μεταφυσική.
5.
Ἰδού, γιατί οἱ διανοητές πού ἀπό τόν καιρό τοῦ Βάκωνα ἐπιδιώκουν νά οἰκοδομήσουν μία ἐμπειρική φιλοσοφία, δέν μποροῦν νά ἐπιτύχουν στό ἐγχείρημά τους καί νά καταλήξουν σέ συμφωνία. Ἰδού, γιατί οἱ διαφωνίες πού τούς χωρίζουν στήν σφαῖρα τῆς θεωρητικῆς καί τῆς πρακτικῆς φιλοσοφίας, εἶναι κατ’ οὐσίαν ἴδιες μέ ἐκεῖνες πού ὑπάρχουν καί μεταξύ τῶν μεταφυσικῶν φιλοσόφων: διάφορες ἀποχρώσεις ὑλισμοῦ καί ἀντιυλισμοῦ, ἰδεαλισμοῦ καί ρεαλισμοῦ, μονισμοῦ καί δυϊσμοῦ συναντᾶ κανείς καί ἐδῶ, καί μέσα ἀπό περιπτώσεις τῆς «ἐμπειρικῆς» ψυχολογίας διαφαίνεται ἡ δογματική μεταφυσική. Αὐτό συνειδητοποιεῖται καί ἀπό πολλούς συγχρόνους ὀπαδούς τοῦ ἐμπειρισμοῦ, οἱ ὁποῖοι κατευθύνουν ὅλες τίς δυνάμεις τους στήν πιθανή ἀποκάθαρσή του ἀπό διάφορα μεταφυσικά στοιχεῖα καί θέτουν ὡς σκοπό τους τήν τελική ἀποδυνάμωση τοῦ ἐμπειρισμοῦ διά τῆς «καθαρᾶς» ἐμπειρίας. Ὅμως, αὐτός ὁ σκοπός εἶναι ψευδής καί ἀπατηλός, διότι ἡ «καθαρά» ἐμπειρία εἶναι ἐργαστηριακό προϊόν πού ὑπάρχει μόνον στήν κεφαλή τῶν θεωρητικῶν. [σ. 490] Στήν πραγματικότητα, ἡ ἐμπειρία εἶναι ἕνα σύνθετο προϊόν τῆς δραστηριότητας διαφόρων γνωστικῶν μας λειτουργιῶν, καί σ’ αὐτήν τήν δραστηριότητα ὁ γιγνώσκων νοῦς ἐξέρχεται τῶν ὁρίων ἐκείνου πού τοῦ ἔχει δοθεῖ διά τῶν αἰσθήσεων, στίς ὑποκειμενικές καταστάσεις τῆς συνειδήσεως, διότι ξεχωρίζει ἀπό τό δικό του «ἐγώ» τόσο αὐτές τίς ἰδιαίτερες καταστάσεις ὅσο καί τά πραγματικά ἐξωτερικά ἀντικείμενα πού τά ἀντιλαμβάνεται ἀντικειμενικά στήν ἀναγκαία σχέση μέ ἄλλα πραγματικά ἀντικείμενα, ἐπίσης διαφορετικά ἀπό αὐτό τό «ἐγώ». Ἡ ἐμπειρία καθορίζεται ἀπό τήν αὐτοδραστηριότητα τῆς διάνοιάς μας πού στήν ἴδια τήν ἐμπειρία ἐξέρχεται τῶν ὁρίων ἐκείνου πού ἄμεσα βιώνεται ἀπό μᾶς διά τῶν αἰθήσεων, στίς καταστάσεις τῆς συνειδήσεώς μας.
6.
Ἡ διάνοιά μας δέν μπορεῖ νά περιορισθεῖ στά φαινόμενα, ὅπως δέν μπορεῖ νά στοχάζεται τό καθορισμένο χωρίς τό καθορίζον. Δέν εἶναι ἡ ἁπλή, ἀσυνείδητη ἐπιδίωξη πού τήν ἀναγκάζει νά ἀναζητεῖ τό ἀπόλυτο, νά ἐπιδιώκει νά κατανοήσει ὅλες τίς μερικές γνώσεις καί νά κατανοήσει τήν γενική σχέση τους. Διότι, ἀκόμη κι ἄν ὅλες οἱ πραγματικές γνώσεις μας εἶναι μερικές καί περιορισμένες, ἡ ἴδια ἡ διάνοιά μας in potentia δέν περιορίζεται: ὁ Σωκράτης ἤδη, πού τόσο ἐπίμονα ὑπεδείκνυε τό περιορισμένο τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως, γιά πρώτη φορά εἶχε ἀποκαλύψει τήν τυπική λογική καθολικότητα τῶν νοημάτων τῆς διάνοιάς μας καί συνεπῶς τῆς ἴδιας τῆς διάνοιας. Τά νοήματά μας εἶναι καθολικά ὡς πρός τό λογικό σχῆμα τους, διότι συσχετίζονται ὄχι μέ τό εἰδικό ἀλλά μέ τό γενικό: τέτοια εἶναι τά νοήματα ἄνθρωπος, ζῶο, τρίγωνο κ.ἄ. Στήν ἐμπειρία ἔχουμε νά κάνουμε μέ εἰδικές περιπτώσεις, μεμονωμένα ἀντικείμενα, μεμονωμένες ἀντιλήψεις· ὅμως γνωρίζουμε καί στοχαζόμεθα μέσῳ τῶν νοημάτων τό περιεχόμενο τῶν γενικῶν ἰδιοτήτων (τῶν καθόλου). Αὐτό τό γεγονός καί μόνον [σ. 491] ἀποτελοῦσε ἀνέκαθεν τό πρόσκομμα γιά τούς ἐμπειριστές καί τούς αἰσθησιοκράτες πού ἀναζητοῦσαν τήν πηγή τῆς γνώσεως στίς μεμονωμένες αἰσθητικές ἐντυπώσεις μας. Καί αὐτοί εἶχαν προσπαθήσει νά καταργήσουν αὐτό τό γεγονός μέσῳ τῆς λεγομένης νομιναλιστικῆς θεωρίας: στήν πραγματικότητα, λέγουν, δέν ὑπάρχουν γενικές ἀρχές, ὑπάρχουν μόνον μεμονωμένα αἰσθητικά ἀντικείμενα καί μεμονωμένες καταστάσεις τῆς συνειδήσεως, γι’ αὐτά στά γενικά νοήματά μας δέν ἀντιστοιχεῖ τίποτε ἐκτός τῶν λέξεων: τά νοήματα εἶναι κατ’ οὐσίαν λέξεις ἤ ὀνόματα (nomina), τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦμε ὡς τεχνητά σημεῖα γιά τόν προσδιορισμό ἀορίστου πλήθους ὁμοίων ἀντικειμένων. Ὅμως, πρῶτον, ἀπό τήν ἐμπειρία εἶναι ἀδύνατο νά ἀποδείξει κανείς ὅτι ὁ κόσμος ἀποτελεῖται ἀπό μεμονωμένα στοιχεῖα πού δέν τίθενται ὑπό γενικές ἀρχές, συσχετισμούς καί ἰδιότητες ἤ ὅτι ἡ συνείδησή μας συγκροτεῖται ἀπό μεμονωμένες καταστάσεις: ἡ παρατήρηση ἀποδεικνύει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Δεύτερον, ἡ ἴδια ἡ ἱκανότητα τῆς λέξεως προϋποθέτει τήν διάνοια, τήν ὁποία δέν διαθέτουν αὐτοί πού δέν ἔχουν τήν λεκτική ἱκανότητα. Ἡ ἱκανότητα νά δημιουργεῖ κανείς γενικά σημεῖα (λέξεις) καί νά τίς χρησιμοποιεῖ γιά τόν προσδιορισμό τῶν ἀντικειμένων πού ἔχουν ὁρισμένη ὁμοιότητα, προϋποθέτει τήν ἱκανότητα διακρίσεως, προσδιορισμοῦ καί ἀφαιρέσεως (μέ φιλοσοφική ἔννοια) τῶν γενικῶν ἰδιοτήτων· αὐτό, ὅμως, ἀποτελεῖ τήν ἀντίληψη ἤ τό νόημα. Τρίτον, τέλος, ἡ ἱκανότητα τῆς λέξεως ὡς μέσου ἐπικοινωνίας διανοιῶν, δεικνύει τήν ἀντικειμενικότητα τῆς διάνοιας, τήν ἀντικειμενική καθολικότητα τῆς σκέψεως, τἠν ἀνεξάρτητη ἀπό τά ὅρια τῆς ὑποκειμενικῆς συνειδήσεως.
Συνεπῶς, εἶναι περιορισμένο τό παρόν περιεχόμενο τῆς συνειδήσεως, ὅπως εἶναι περιορισμένο καί τό περιεχόμενο τῶν μεμονωμένων ἀντιλήψεών μας καί νοημάτων. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὅμως, ὅπως εἶναι τά νοήματά μας καθολικά ὡς πρός τό γενικό τους σχῆμα, ἀναλόγως καί ἡ διάνοιά μας ὡς πρός τήν λογική, στοχαστική ἱκανότητά της εἶναι καθολική, δηλαδή μπορεῖ νά σκεφθεῖ ὁτιδήποτε πιθανό, χωρίς νά περιορίζεται στό ὑπάρχον περιεχόμενο τῆς συνειδήσεώς μας. Καί μέσα ἀπό τήν δραστηριότητά της ἐπιδιώκει νά ὑλοποιήσει αὐτή τήν δυνατότητα, νά κατανοήσει ἀντικειμενικά καί νά ἐκφράσει [σ. 492] τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια καί νά προσεγγίσει τήν ὕπαρξη. Εἴτε εἶναι δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ ἕνα τέτοιο ἰδεῶδες εἴτε ὄχι, προσιδιάζει ἀναμφίβολα στήν στήν ἀνθρώπινη διάνοια. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία αὐτῆς τῆς διάνοιας καί ἡ ἐξέταση τῆς φύσεώς της. Αὐτό ὑποθέτουν καί ἐκεῖνοι, ὅπως ὁ Κάντ, πού θεωροῦν τό ἰδεῶδες τῆς διάνοιας ἀπραγματοποίητο στόν χρόνο Ἐάν ἡ φύση τῆς διάνοιάς μας θέτει ὅρια στήν γνώση της (ὅτι πρέπει νά ἔχει ὅρια), αὐτή ἡ ἴδια τήν ἀναγκάζει αἰωνίως νά ἐπιδιώκει τό ἀληθές ἔξω ἀπό αὐτά τά ὅρια· καί τό νά ἀρνηθεῖ κανείς αὐτήν τήν ἐπιδίωξη, σημαίνει νά ἀρνηθεῖ ὄχι ἕνα ὑποκειμενικό ὄνειρο, ἀλλά τό ἀληθινό ἰδεῶδες τῆς διάνοιας πού ἐκ φύσεως τήν χαρακτηρίζει.
7.
Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, ὅμως, ἐάν ἡ ἐπιδίωξη τῆς γνώσεως τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας εἶναι ριζωμένη στήν ἴδια τήν οὐσία τοῦ γιγνώσκοντος πνεύματός μας, ἐάν ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀναγκαία, ἐάν ἡ ἀντίληψη εἶναι ἀναπόφευκτη, γιατί δέν μπορεῖ (ἐνν. ἡ ἀντίληψη) νά ἐπιτύχει τόν στόχο της, γιατί δέν μπορεῖ ἡ φιλοσοφία νά εἶναι ἑνιαία, ὅπως ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, ἑνιαία ὑπό τήν ἔννοια μέ τήν ὁποία μπορεῖ νά ἀποδεχθεῖ κανείς τήν ἑνότητα τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως; Γιατί ἡ φιλοσοφία, σέ ἀντίθεση μέ τήν ἐπιστήμη, διακρίνεται πάντοτε σέ πλῆθος διδασκαλιῶν πού ἀντιφάσκουν ἡ μία μέ τήν ἄλλη, καί ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ἀντιφάσεως αὐτῆς; Ἡ ἰσχυρή ἕλξη κινεῖ τήν διάνοιά μας πρός τόν σκοπό αὐτόν, καί ἡ κίνηση αὐτή σταματᾶ ξαφνικά ἀπό ἕνα ἀδιόρατο, μοιραῖο ἐμπόδιο. Αὐτήν τήν πάλη ἐκφράζει καλλιτεχνικά ὁ Τιοῦτσεφ στό ποίημά του.
Κοίταξε πῶς ἀνυψώνεται σάν σύννεφο ζωντανό
τό ἀπαστράπτον συντριβάνι
πῶς φλέγεται, πῶς διασπᾶται
στόν ἥλιο ὁ ὑγρός ἀτμός του.
Ἀνέβηκε σάν ἀκτίνα στόν οὐρανό
Ἔχει ἀγγίξει τό ὕψος τό ποθητό,
καί πάλι μέ τήν σκόνη χρώματος φωτιᾶς
Εἶναι καταδικασμένο νά πέσει στό χώμα.
Ὦ δέσμη νεροῦ τῆς θανάσιμης σκέψης.
Ὦ δέσμη νεροῦ ἀνεξάντλητη!
Ποιός νόμος ἀσύλληπτος
σέ κινεῖ, σέ συνταράζει;
Πόσο ἄπληστα ἀναζητεῖς τόν οὐρανό!
Ἀλλά ἕνα χέρι ἀόρατο, μοιραῖο
τήν ἀκτίνα σου ἐπίμονα διαθλώντας
Τήν γκρεμίζει σέ σταγόνες ἀπό τά ὕψη.
[σ. 493] Τί σημαίνει, λοιπόν, αὐτή ἡ τάση γιά τόν ἀνέφικτο σκοπό, αὐτό τό ἰδεῶδες τοῦ Ἀληθοῦς, τό ἰδεῶδες τοῦ ἀπολύτου, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ἡ διάνοιά μας ἀλλά καί τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει;
8.
Ἡ δημιουργία τοῦ ἰδεώδους ἔχει δοθεῖ στόν ἄνθρωπο, καί σ’ αὐτήν τήν ἐπίγνωση βρίσκεται ἐκείνη ἡ δύναμη πού ἀναπτερώνει τήν σκέψη του, τήν σηκώνει στά ὕψη. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἴδια ἡ ἐπίγνωση τοῦ δείχνει ὅλη τήν διαφορά τοῦ ἰδεώδους ἀπό ἐκεῖνο πού στήν πραγματικότητα κατέχει. Ὅσο βλέπει αὐτήν τήν διαφορά, δέν χάνει τήν ἐπίγνωση τοῦ ἰδεώδους καί συνεχίζει νά τό ἐπιδιώκει. Ὅμως, ἐκεῖ ὅπου ἡ ἐπίγνωση τῆς διαφορᾶς χάνεται, ἐκεῖ χάνεται καί ἡ ἐπίγνωση τοῦ ἰδεώδους. Τότε τήν θέση του καταλαμβάνουν αὐτές οἱ πολύμορφες ἀπατηλές ἀντανακλάσεις κι αὐτό πού ἦταν ἡ μορφή τοῦ Ἀληθοῦς γίνεται ἀπατηλό φάντασμα. Ἐδῶ σταματᾶ καί ἡ ἐπιδίωξη τοῦ Ἰδεώδους.
Ὑπ’ αὐτήν τήν τήν ἔννοια, ἡ φιλοσοφία δέν εἶναι «σοφία», δηλαδή ἰδεῶδες, [σ. 494] ἀλλά μόνον «ἀγάπη γιά τήν σοφία». Τό πιό πολύτιμο στήν φιλοσοφία εἶναι ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία, ἡ ἕλξη πρός τό Ἀληθές, ἡ ἐπιδίωξη «νά εἰσχωρήσει κανείς στήν διάνοια τοῦ Ἀληθοῦς», ὅπως ἔλεγε ὁ Βλαδίμηρος Σολοβιώφ. Αὐτή ἡ ἐπιδίωξη ἔχει προκληθεῖ ἀπό τήν μορφή τοῦ καθολικοῦ Ἀληθοῦς πού ἐσωτερικά προσιδιάζει στήν διάνοιά μας, ὡς ἰδεῶδες πού κατευθύνει τήν γνωστική δραστηριότητά της. Καί ἄς μήν φθάνει στόν οὐρανό ἡ «δέσμη νεροῦ τῆς θανάσιμης σκέψης»-σέ κάθε σταγόνα της ἀντανακλᾶται ὁ ἥλιος, παίζουν καί διαθλῶνται οἱ ἀκτῖνες τοῦ οὐρανοῦ. Σέ κάθε ἀληθινή φιλοσοφία, παρά τίς ἰδιαιτερότητές της, ἀντανακλᾶται ἡ μία ἤ ἡ ἄλλη μορφή τοῦ Ἀληθοῦς· καί μέσα ἀπό τό πολυεδρικό πρῖσμα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας τό φῶς του διαθλᾶται σέ πλῆθος ἀκτίνων. Ὅμως, ἡ φιλοσοφία δέν ἱκανοποιεῖται μέ μεμονωμένες ἀκτῖνες, ἀναζητεῖ τό ὅλον, ἀκόμη καί ἐκεῖ ὅπου ἐκλαμβάνει ὡς ὅλον τήν μερική ἀντανάκλαση. Αὐτή ἡ ἐπιδίωξη τοῦ ὅλου εἶναι τό ζωτικό νεῦρο τῆς φιλοσοφίας, ἡ πηγή τῶν δημιουργικῶν της συλλήψεων, τῆς πίστεώς της καί μαζί τοῦ σκεπτικισμοῦ της, τῆς διαρκοῦς ἀμφιβολίας της, τῆς διαρκοῦς κριτικῆς αὐτῶν πού ἔχει ἐπιτύχει. Ἐμπνευσμένη ἀπό αὐτήν τήν ἐπιδίωξη, ἡ πραγματική φιλοσοφία μᾶς δείχνει τό περιορισμένο τῆς πραγματικῆς γνώσεως. Ἡ δύναμή της ἐκδηλώνεται καί στήν δημιουργική δραστηριότητα τῆς ἀντιλήψεως μἐσῳ τῆς ὁποίας δημιουργεῖ τίς μορφές τοῦ Ἀληθοῦς. Αὐτή ἡ ἕλξη πρός τό Ἀληθές πού ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς φιλοσοφίας, προσδιορίζει τήν σημασία της ὄχι μόνον στήν ἐξέλιξη τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως, ἀλλά καί στήν ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος ἐν γένει: [σ. 495] ἡ φιλοσοφία, πού εἶναι ἰδεώδης γενεσιουργός δύναμη, εἶναι συνάμα καί μεγαλειώδης ἀπελευθερωτική δύναμη τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ ὁποία μᾶς βγάζει ἀπό τά δεσμά τῆς πνευματικῆς σκλαβιᾶς καί δείχνει στήν ἀνθρωπότητα τόν δρόμο τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
9.
Ἔτσι προσδιορίζεται ἡ σημασία τῆς φιλοσοφίας καί συνάμα οἱ στόχοι της. Εἶναι σαφές ὅτι πρέπει νά τήν μελετᾶμε στήν πραγματικότητά της, στήν ἱστορία της. Πρέπει νά μάθουμε νά τήν κατανοοῦμε στήν δημιουργία της, στήν δημιουργική σύνθεση τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως καί τῶν ἠθικῶν φαινομένων, στήν κριτική, στήν ἀμφιβολία καί στήν ἴδια τήν ἄρνηση. Μέσα ἀπό μία τέτοια μελέτη, θά βροῦμε καί τήν ἀπάντηση πού τίθεται λόγῳ τῶν ἀντιφάσεων τῶν διαφόρων διδασκαλιῶν: Αὐτές οἱ διαφορές καί οἱ ἀντιφάσεις τῶν μεμονωμέμνων φιλοσοφικῶν συστημάτων ἐπιβεβαιώνουν τήν ἀλήθεια τῆς ἴδιας τῆς φιλοσοφίας. Τότε βεβαιωνόμεθα ὅτι οἱ διαφορές καί οἱ ἀντιφάσεις δέν εἶναι τυχαῖες καί δέν ἀνάγονται σέ ἁπλές ἰδιαιτερότητες τῆς ἀνθρωπίνης δομῆς ὁρισμένων στοχαστῶν, ἀλλά ὅτι εἶναι ριζωμένες στήν ἴδια τήν φύση τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας καί στήν σχέση της μέ τό ἀντικείμενο τῆς γνώσεως. Ὑπάρχουν μερικές γενικές μορφές κοσμοαντιλήψεως, γενικές ἰδέες, γενικές ἀντιθέσεις: ἰδεαλισμός καί ρεαλισμός, ὑλισμός καί πνευματοκρατία, δυϊσμός καί μονισμός, ἐμπειρισμός καί ὀρθολογισμός, σκεπτικισμός, καί ἄλλες. Ὅλες αὐτές οἱ κατευθύνσεις τῆς φιλοσοφικῆς διάνοιας πού ὑπάρχουν ἀνέκαθεν· ὑπάρχουν, ἐπίσης, μεμονωμένες μορφές ἐξελίξεως τέτοιων κατευθύνσεων πού ἔχουν γενική σημασία λ.χ. πλατωνισμός, καρτεσιανισμός. Παρά τίς ἐλλείψεις μερικῶν ἀπό αὐτά τά σχήματα, παρά τήν μονόπλευρη θέση τους, αὐτές οἱ κατευθύνσεις ἔχουν σαφῶς ἀντικειμενικές βάσεις, διότι διατηροῦν στήν σημασία τους μέσα στόν χρόνο, [σ. 496] παρά τήν ἐξέλιξη τῆς σκέψεως. Γι’ αὐτό καί ὁ σκοπός τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως τῆς φιλοσοφίας ἔγκειται, πρῶτα ἀπό ὅλα, στό νά κατανοήσει κανείς τίς ἀντικειμενικές βάσεις καί τήν ἐσωτερική ἀναγκαιότητα αὐτῶν τῶν κατευθύνσεων. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνεπαρκές τό νά κατανοήσει κανείς τήν «μερική Ἀλήθεια» πού ἐμπεριέχεται σέ κάθε ἀνθρώπινη πλάνη: πρέπει νά κατανοήσει κανείς τήν φιλοσοφία αὐτῶν τῶν συστημάτων καί τήν πραγματική τους σχέση μέ τήν Ἀλήθεια. Πρέπει νά τίς ἐξετάσει κανείς ὄχι ἀπό τήν ἄποψη τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης διδασκαλίας πού ἀποδεχόμεθα ὡς ἀληθῆ, ἀλλά νά ἐπιδιώξει τήν πιό ἀντικειμενική κατανόηση, προσπαθώντας νά καταλάβει μέ ποιόν τρόπο οἱ φιλόσοφοι ἔβλεπαν τήν μορφή τῆς καθολικῆς Ἀλήθειας, σέ ὅλες τίς συλλήψεις της.
10.
Αὐτή ἡ μελέτη τῆς φιλοσοφίας ἔχει τεράστιο ἐνδιαφέρον καί γιά τήν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καί, πρῶτα ἀπό ὅλα, γιά τήν ἴδια τήν φιλοσοφία, δείχνοντας τήν ἀναγκαιότητα τῆς φιλοσοφικῆς συνθέσεως καί συνάμα προετοιμάζοντας κριτικά τήν σύνθεση αὐτή. Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια, ἡ ἐπιστημονική μελέτη τῆς φιλοσοφίας μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὠς ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα φιλοσοφικά ἐπιτεύγματα τοῦ προηγουμένου αἰῶνα.
Μελετώντας συστηματικά τούς προγόνους του, ὁ Ἀριστοτέλης οἰκοδόμησε τήν δική του μεταφυσική πού ἀποτελεῖ τόν κώδικα τῶν τελικῶν κατευθύνσεων τῆς ἑλληνικῆς ἀντιλήψεως- ζητημάτων πού δέν εἶχε ἐπινοήσει ὁ Ἀριστοτέλης ἀλλά πού εἶχαν τεθῆ ἀπό τό σύνολο τῆς προηγουμένης ἱστορίας τῆς σκέψεως. Ἐπιχειρεῖ νά τά γενικεύσει, νά τά ἐπεξεργασθεῖ, καί κυρίως νά τά κατανοήσει ἀντικειμενικά. Καί ἐάν δέν δίδει τήν τελική λύση, ὅμως τά ἀποσαφηνίζει βάσει τῆς ἐνδελεχοῦς ἀναλύσεως τῶν προηγουμένων διδασκαλιῶν. Καί ἡ πρώτη συνθήκη τῆς ἐπιστημονικῆς ἐπεξεργασίας τῆς μεταφυσικῆς εἶναι ἡ ἀντικειμενική μελέτη τῶν πραγματικῶν της προβλημάτων στήν προέλευση καί τήν ἐξέλιξή τους. Μάλιστα ἡ σύγχρονη σκέψη ἀναγκάζεται νά οἰκοδομήσει σέ ἀσύγκριτα εὐρύτερη βάση, νά ὑπολογίσει τά νέα καί πιό σύνθετα [σ. 497] προβλήματα. Ἐάν ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἐπιστήμη πού περιγράφει καί ἐξηγεῖ τήν προέλευση καί τήν ἐξέλιξη τῶν μεταφυσικῶν ἰδεῶν, ἡ στοιχειώδης μεταφυσική εἶναι ἀφηρημένη ἰδεολογία, ὡς ἐπιστήμη πού ἀσχολεῖται μέ τούς γενικούς τρόπους κατανοήσεως τῆς Ὑπάρξεως. Ἀκόμη καί τώρα, ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας δίδει στήν μεταφυσική τό ὑλικό γιά τήν ἀνάλυσή της, μέ τήν διαοφορά ὅτι στίς ἡμέρες μας αὐτό τό ὑλικό εἶναι ἀπείρως πιό ἄφθονο καί καλύτερης ἐπεξεργασίας. Κατά τήν διάρκεια πολλῶν αἰώνων, μέσα στήν τεράστια πολυμορφία τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν, ἡ ἀνθρώπινη σκέψη προσέφερε πληθώρα δυνατοτήτων γιά μερικούς βασικούς τρόπους κατανοήσεως τοῦ Ἀληθοῦς.
Συχνά οἱ ἰδιαίτερες διαφορές (ἐνν. τῶν μεμονωμένων διδασκαλιῶν) ἔχουν τεράστια σημασία. Διότι οἱ γενικές ἔννοιες γιά τήν Ὕπαρξη μποροῦν νά ἀναχθοῦν στίς πιό βασικές σχέσεις τῆς διάνοιάς μας μέ τό ἐγνωσμένο, στήν πιό ἀντικειμενική λογική τῆς καθαρῆς διάνοιας. Μποροῦμε, ὅπως ὁ Χέγκελ, νά προσπαθήσουμε νά οἰκοδομήσουμε αὐτήν τήν λογική διαλεκτικά, διά τῆς εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς [σ. 498] τῶν βασικῶν κατηγοριῶν της ἤ τῶν πλέον γενικῶν διανοητικῶν σχημάτων· ἀλλά τέτοιο ἀφηρημένο σύστημα, σέ κάθε περίπτωση ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἔλεγχο. Γι’ αὐτό, προτοῦ νά τό οἰκοδομήσουμε, ἔστω γιά τό οἰκοδομήσουμε σωστά, πρέπει νά ἐξετάσουμε ὅλους τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, καθ’ ὅλην τήν διάρκεια τῆς ἐξελίξεώς της, προσδιορίζει τήν σχέση της μέ τήν Ὕπαρξη. Δέν πρέπει νά ἐπινοήσουμε τήν δική μας ὑποκειμενική μεταφυσική, ἀλλά νά τήν μελετήσουμε μαζί μέ τήν φιλοσοφία, νά μελετήσουμε ἀντικειμενικά ἐκεῖνα τά μεταφυσικά προβλήματα πού εἶχαν τεθῆ ἀπό τήν ἀνθρώπινη διάνοια καί τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους αὐτή τά ἔλυνε.
Συχνά τυχαίνει νά ἀκούσει κανείς παράπονα γιά τόν «ἱστορισμό», τούς φόβους μήπως ζημιωθεῖ ἡ πρωτοτυπία τῆς προσωπικῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως ἀπό τέτοια ἔρευνα. Ὅμως, ἡ φιλοσοφία ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια καί ὄχι τήν πρωτοτυπία. Ἡ αὐτοτέλεια τῆς φιλοσοφίας προσδιορίζεται ὄχι ἀπό τήν ὑποκειμενική αὐθαιρεσία, ὄχι ἀπό τήν ἔλλειψη σωστῆς μορφώσεως καί θετικῶν γνώσεων, ἀλλά ἀπό τό βάθος, τήν εἰλικρίνεια, τήν ἀκεραιότητα τοῦ φιλοσοφικοῦ ἐνδιαφέροντος καί τοῦ εὔρους τῆς προσεγγίσεως.
11.
Ἡ ἐπιστημονική μελέτη τῆς φιλοσοφίας συνδέεται μέ τήν γενική ἐξέλιξη τῶν ἱστορικῶν καί τῶν φιλολογικῶν γνώσεων, ἀλλά στό ἐπίπεδο τῆς αὐτοτελοῦς ἐπιστήμης ἔχει ἀναχθεῖ γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Χέγκελ. Ὁ στοχαστής αὐτός προσπάθησε γιά πρώτη φορά νά δικαιολογήσει τήν ἱστορία ἔναντι τῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως καί νά κατανοήσει τήν ἱστορία ὡς processus τῆς ὁλοκληρωμένης καί λογικά διαδοχικῆς ἐξελίξεως, ὅλες οἱ στιγμές τῆς ὁποίας εἶναι λογικές καί ἀπαραίτητες στόν συσχετισμό τους, στό σύνολο. Στήν «Λογική» του ὁ Χέγκελ προσπαθεῖ νά ἐξαγάγει a priori ἀπό τήν καθαρά σκέψη τό σύνολο τῶν πιό γενικῶν ἐννοιῶν ἤ «κατηγοριῶν», μέσῳ τῶν ὁποίων σκεπτόμεθα καί γιγνώσκουμε ὅ,τι ὑπάρχει, δείχνει μάλιστα ὅτι ὅλες αὐτές οἱ «κατηγορίες» ἀποτελοῦν ἕνα λογικά συνδεδεμένο σύνολο: [σ. 499] Δέν μποροῦμε νά ἀπολυτοποιήσουμε μία ἀπό αὐτές, ἐρήμην τῶν ἄλλων. Ὅταν φθάνουμε σέ κάποια ἀπό τίς κατηγορίες, λ.χ. τῆς ὑποστάσεως, τῆς ἑνότητας κ.ἄ. καί τήν ὁρίζουμε ἀνεξαρτήτως μέν τῶν ἄλλων, ἀλλά λογικά μέ αὐτήν συνδεδεμένων, τότε ἕνας τέτοιος ὁρισμός ἀναπόφευκτα αὐτοαναιρεῖται. Ἡ σκέψη μέσῳ τῆς ἀρνήσεως μεταβαίνει στόν τρίτο ἀνώτατο ὁρισμό πού περιλαμβάνει τήν σύνθεση τοῦ πρώτου μέ τόν ἀντίθετό του. Ἔτσι, ἀπό ὁρισμό σέ ὁρισμό, ἀπό τήν μία ἀφηρημένη κατηγορία στήν ἄλλη, οἰκοδομεῖται ὅλο τό σύστημα τῶν καθαρῶν ἐννοιῶν τῆς «Λογικῆς» τοῦ Χέγκελ. Καί ὅλη αὐτή ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας ἐξηγεῖται ἀπό τήν ἄποψη αὐτῆς τῆς «Λογικῆς»: ἡ ἀνθρώπινη σκέψη, στό σύνολό της, τελεῖ τόν ἴδιο κύκλο, μεταβαίνοντας ἀπό τήν μία ἀφηρημένη ἔννοια στήν ἄλλη. Στήν μάχη τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν, στίς ἀντιθέσεις τους, στήν διαδοχική ἐναλλαγή ἐκδηλώνεται ἡ λογική νομοτελειακή κίνηση πού ἔχει ὡς τελικό σκοπό της τήν αὐτογνωσία τῆς καθαρᾶς διάνοιας: ἔκφραση τέτοιας αὐτογνωσίας ἦταν γιά τόν Χέγκελ τό δικό του σύστημα.
Ἐδῶ δέν εἶναι ὁ χῶρος γιά νά προβῆ κανείς στήν κριτική ἀποτίμηση τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἐλλείψεων τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἡ δόξα τῆς ὁποίας δέν θά μποροῦσε νά συγκριθεῖ [σ. 500] παρά μόνον μέ τήν σχεδόν γενική λήθη καί ἀπουσία κατανοήσεως, τήν ὁποία ὑφίσταται σήμερα. «Πανλογισμός» τοῦ Χέγκελ- ἡ διδασκαλία του γιά τήν ἀπόλυτη ταύτιση τῆς σκέπτεσθαι καί τοῦ εἶναι, γιά τήν ταύτιση τοῦ ἀληθοῦς μέ τήν τήν λογική σκέψη ἀπό τήν ὁποία προσδιορίζεται, πάσχει ἀπό πλήρη ἀφαίρεση. Ὁ Χέγκελ ἀποκάλυψε ὑπέροχα τήν ψευδῆ ἀφαίρεση ὅλων τῶν μερικῶν ὁρισμῶν πού καθιερώνονται ὡς κάτι ἀπόλυτο· ἀλλά καί ἡ δική του ἡ σύλληψη, ἡ «ἔννοια ὅλων τῶν ἐννοιῶν» εἶναι ἡ ἴδια ἀφαίρεση, τήν ὁποία περίμενε ἡ μοῖρα ὅλων τῶν ἀφαιρέσεων- ἡ διαλεκτική διάσπαση. Αὐτή ἡ ἔλλειψη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χέγκελ ἀποτυπώθηκε καί στήν ἀντίληψή του γιά τήν φιλοσοφία ἐν γένει καί στήν ἐκ μέρους του ἑρμηνεία τῆς ἱστορίας της, ἡ ὁποία ἐπίσης ἀποδείχθηκε ἐλλειπής ὡς πρός τήν ἀφαίρεσή της, παρά τό ἐξαιρετικό χάρισμα τῆς ἱστορικῆς ἀντιλήψεως τοῦ μεγάλου Γερμανοῦ φιλοσόφου.
Ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας δέν εἶναι processus διαλεκτικῆς ἐξελίξεως τῆς ἀφηρημένης σκέψεως καί δέν προσδιορίζεται μόνον μόνον ἀπό τήν κίνηση τῶν καθαρῶν ἐννοιῶν· Οἱ μεμονωμένες φιλοσοφικές διδασκαλίες ἀποτελοῦν, ἀναμφίβολα, κάτι πιό συγκεκριμένο παρά ἡ ἐξέλιξη τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης κατηγορίας. Κατά τήν μελέτη τῶν μεμονωμένων συστημάτων ἤ διδασκαλιῶν πρέπει πρῶτα νά ἐπιδιώξουμε νά κατανοήσουμε αὐτό πού εἶναι τό πιό πολύτιμο γιά τούς ἴδιους τούς δημιουργούς τους, τήν δική τους φιλοσοφία, τήν δική τους μορφή τοῦ Ἀληθοῦς. Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι ἀρκετό: τό processus ἐξελίξεως τῆς φιλοσοφικῆς σκέψεως εἶναι στενά συνδεδεμένο μέ τό γενικό processus τῆς πολιτισμικῆς ἐξελίξεως, τό ὁποῖο συχνά καθυστερεῖ. [σ. 500] Γι’ αὐτό, οἱ μεμονωμένες διδασκαλίες, παρά τήν πραγματική φιλοσοφία πού ἐνυπάρχει σ’ αὐτές, εἶναι κατ’ οὐσίαν ἱστορικές στιγμές γνώσεως τοῦ Ἀληθοῦς καί δέν μποροῦν νά ἐξετάζονται ὡς καθαρῶς λογικές στήν κίνηση κάποιας ἀπρόσωπης σκέψεως. Ἀντιθέτως, ἔχουν ἰδιαίτερο χαρακτῆρα καί κατά τήν ἑρμηνεία τους ὁ ἱστορικός ἀναγκάζεται νά λάβει ὑπ’ ὄψιν του ὅλες τίς συνθῆκες τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου καί τῆς προσωπικότητας τοῦ δημιουργοῦ τους. Τέλος, θά πρέπει νά ὑποδείξει κανείς τήν στενή ἐξάρτηση τῆς φιλοσοφικῆς σκἐψεως ἀπό τόν βαθμό τῆς ἐξελίξεως τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως καί τῆς πνευματικῆς κουλτούρας- τῆς ἠθικῆς καί τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Διότι στήν ἐπιδίωξη τῆς σχέσεως τῆς ἀνθρώπινης γνώσεως καί τῆς καθολικῆς κοσμοαντιλήψεως ἡ φιλοσοφία πρέπει, οὕτως ἤ ἄλλως, νά ὑπολογίζει καί τήν ἐπιστήμη καί τήν θρησκεία καί τήν ἠθική συνείδηση. Κάποτε ἡ φιλοσοφία περιελάμβανε τήν ἐπιστήμη, καί τώρα, ὅταν ἡ ἐπιστήμη χειραφετήθηκε ἀπό τήν φιλοσοφία, κανείς δέν θά ἀμφισβητήσει τήν στενή σχέση τους. Βεβαίως καί στήν ἐπιστήμη μπορεῖ νά παρακολουθήσει κανείς τήν ἐξέλιξη τῶν φιλοσοφικῶν ἰδεῶν. Ἀλλά ἡ ἐπιστήμη ἔχει τίς δικές της μεθόδους γνώσεως τῶν φαινομένων. Ἡ ἐπίδραση τῶν φιλοσοφικῶν ἰδεῶν ἐκδηλώνεται ἀποφασιστικά καί στίς θρησκευτικές διδασκαλίες- στήν σφαῖρα τῆς θεολογίας. Ὅμως, δέν ὁρίζει η φιλοσοφία τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ἀντιθέτως μάλιστα, αὐτή ἡ τελευταία ὑποτάσσει καί τά φιλοσοφικά στοιχεῖα τῆς θεολογίας. [σ. 502] Αὐτό, ὅμως, δέν καταργεῖ διόλου τήν σημασία τῆς καθαρῶς φιλοσοφικῆς ἑρμηνείας τῶν ἐννοιῶν πού βρίσκονται στίς βάσεις τῶν μεμονωμένων συστημάτων καί στήν διαλεκτική τους. Αὐτό μᾶς ἀναγκάζει νά ἀναζητοῦμε τήν ἱστορική μελέτη τῆς φιλοσοφίας καί νά μήν ἐπιτρέπουμε τήν a priori οἰκοδόμηση τῆς ἱστορίας της.
12.
Θά πρέπει νά ἐρευνᾶ κανείς τήν φιλοσοφία ἱστορικά, σέ σχέση μέ τήν γενική κουλτούρα· κάθε μεμονωμένη διδασκαλία θά πρέπει νά κατανοηθεῖ στήν σχέση της μέ τίς ἄλλες διδασκαλίες, τίς πρότερες, τίς σύγχρονες καί τίς ἐπόμενες, τά διανοητικά καί τά ἠθικά κινήματα τῆς πίστεως, τήν γενική κοσμοθεωρία τῆς ἐποχῆς. Πίσω ἀπό μία τέτοια ἱστορική ἔρευνα ὑπάρχει νόμιμο φιλοσοφικό ἐνδιαφέρον, χωρίς τό ὁποῖο ἡ ἴδια ἡ ἱστορική γνώση θά ἦταν ἀνεπαρκής, χωρίς νά μᾶς ἐξηγεῖ τίς λογικές βάσεις τῶν μεμονωμένων διδασκαλιῶν. Νά κατανοηθεῖ ἡ ἔννοια τῶν ἀντιφάσεών τους, ἡ δικαιωθεῖ ἡ φιλοσοφία στίς ἴδιες αὐτές ἀντιφάσεις -αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐπιστημονικῆς καί τῆς φιλοσοφικῆς μελέτης τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως. Γι’ αὐτό, μέ μία πρώτη ματιά, στήν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας μᾶς φαίνεται ὅτι οἱ διαφορές καί οἱ ἀντιφάσεις τῶν συστημάτων συνηγοροῦν κατά τῆς δυνατότητας τῆς φιλοσοφίας καί κυρίως κατά τῆς μεταφυσικῆς. Ἀλλά ἡ ἐπιστημονική μελέτη, ἐξηγώντας τήν ἀναγκαιότητα τέτοιων διαφορῶν καί συνάμα τίς λογικές βάσεις τους, μᾶς δείχνει καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς θεωρητικῆς φιλοσοφίας καί μᾶς ἀποδεικνύει καί τήν ἀναγκαιότητα τῆς συστηματικῆς ἰδεολογίας ἤ τῶν ἐπιστήμης τῶν ἰδεῶν.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας λειτουργεῖ ὡς δικαίωση τῆς φιλοσοφίας. Ὅμως, παρά τίς θεωρητικές ἀντιρρήσεις καί τῆς φιλοσοφίας ἐν γένει, συχνά προβάλλονται ἀντιρρήσεις πρακτικές πού ὑποδεικνύουν τό ἀνώφελο αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς ξερῆς συκῆς, [σ. 503] τῆς virgo Deo consecrata, τῆς παρθένας, ἀφοσιωμένης στόν Θεό καί καταδικασμένης σέ αἰώνια ἀτεκνία, ὅπως ἀποκαλεῖ ὁ Βάκων τήν μεταφυσική.
Οἱ ὠφελιμιστικές ἀντιρρήσεις κατά τῆς καθαρᾶς γνώσεως μποροῦν νά φαίνονται ἀδιάλλακτες: αὐτή ἀποτελεῖ, πρῶτα ἀπό ὅλα, ὄχι τό ὠφέλιμο ἀλλά τό πολύτιμο. Τό ἐρωτημα, ὅμως, γιά τήν πρακτική σημασία τῆς φιλοσοφίας εἶναι σημαντικό καί νόμιμο. Ἐάν δέν λειτουργεῖ ἡ φιλοσοφία ὡς μέσο γιά πρακτικούς σκοπούς, δέν θέτει ἡ ἴδια τούς ὕψιστους καί γενικούς σκοπούς στήν ἀνθρώπινη διάνοια, τοποθετώντας ἀπέναντί της τό ἰδεῶδες τῆς καθόλου γνώσεως;
Ἐάν ἕνας ἁπλός στοχασμός μᾶς πείθει ὅτι, κατά τόν σημερινό ἐπιμερισμό τῶν ἐπιστημῶν, κάθε ἐπιστήμονας πού θέλει συνειδητά νά μελετήσει κάποιον ἰδιαίτερο τομέα τῆς ἐπιστήμης, πρέπει νά συνειδητοποιήσει τήν θέση πού αὐτός καταλαμβάνει στό σύνολο τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων, ἐκεῖνον τόν ὕψιστο σκοπό τόν ὁποῖο ὑπηρετεῖ, ἡ ἱστορία τῆς φιλοσοφίας μᾶς δείχνει μέ ποιόν τρόπο ἡ φιλοσοφία ὑπηρετεῖ στήν πραγματικότητα τήν σχέση τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων, ἐπεξεργάζεται τίς γενικές κατευθυντήριες μεθοδολογικές ἀρχές, θέτοντας ἀπέναντι στήν ἀνθρώπινη διάνοια τό αἴτημα τῆς γενικῆς κοσμοθεωρίας, δίχως τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατη ἡ λογική ἐπίλυση ὑψίστων πρακτικῶν καί ἠθικῶν σκοπῶν.
Αὐτό ὅμως δέν ἀρκεῖ. Ἡ δράση τῆς φιλοσοφίας δέν περιορίζεται μόνον στήν θεωρητική σφαῖρα. Ἡ ἱστορία μᾶς τήν παρουσιάζει μέ τήν ἰδιότητα μιᾶς μεγάλης καί ἰσχυρῆς πνευματικῆς δυνάμεως [σ. 504], μέ τήν ἰδιότητα ἑνός ἀπό τούς παράγοντες τοῦ παγκοσμίου ἰστορικοῦ processus. Mέ αὐτόν τόν τρόπο μᾶς διδάσκει ὅτι τό ἰδεῶδες τοῦ ἀληθοῦς, τό ὁποῖο ὑπηρετεῖ ἡ φιλοσοφία, εἶναι ὑπαρκτή δημιουργική δύναμη. Ἡ ἑλληνική φιλοσοφία δημιούργησε ἐκεῖνον τόν «ἑλληνιστικό πολιτισμό» πού ἔγινε παγκόσμιος πολιτισμός· ἡ ἑλληνική φιλοσοφία ἐμφύτευσε σ’ αὐτόν τόν «πολιτισμό» τό ἀπόθεμα τῶν γενικῶν ἰδεῶν της, οἱ ὁποῖες τήν ἀνέδειξαν ὡς καθολική· καί αὐτή γιά πρώτη φορά διετύπωσε ἐκεῖνο τό ἰδεῶδες τῆς ἀνθρωπότητας, τῆς παναθρώπινης ἀδελφοσύνης καί τῆς πανανθρώπινης ἑνότητας, στό ὁποῖο ἀργότερα ὁ χριστιανισμός προσέδωσε θρησκευτική βάση, ἐνῶ ἡ Ρώμη προσπάθησε νά τοῦ προσδώσει τήν ὑλοποίηση σέ παγκόσμιο κράτος. Μέ αὐτόν τρόπο ἡ «πλέον ἀνώφελη ἀπό ὅλες τίς ἐπιστῆμες» ὄχι μόνον ἀποκάλυψε στήν ἀνθρωπότητα τόν νέο κόσμο τῶν πνευματκῶν ἀξιῶν, ἀλλά καί δημιούργησε τόν νέο κόσμο τοῦ διαφωτισμοῦ· ἤγειρε τήν αὐτοσυνειδησία τῆς ἀνθρωπότητας καί συνέβαλε στήν πνευματική ἕνωσή της. Ἡ ἱστορία μᾶς δείχνει τί ἔδωσε ἡ φιλοσοφία στήν χριστιανική σκέψη, πῶς συνέβαλε στήν σχολαστική μεσαιωνική σκέψη, πῶς ἀνανέωσε τίς πνευματικές δυνάμεις τῆς Εὐρώπης, ἀπελευθερώνοντας τήν σκέψη της ἀπό τόν δογματισμό, ἀφοῦ ὁ μεσαιωνικός χριστιανισμός ἀπέκλινε ἀπό τούς ἀρχικούς κανόνες καί ἔμεινε στάσιμος σέ ἐποχές περίπου εἰδωλολατρικές. Το σπουδαῖο πνευματικό κίνημα πού ἔχει ξεκινήσει ἀπό τήν ἐποχή τῆς Ἀναγεννήσεως, δέν σταμάτησε μέχρι τίς ἠμέρες μας καί δέν θά σταματήσει, ὅσο ἡ ἀνθρωπότητα ζῆ καί σκέπτεται, ὅσο τό ἰδεῶδες τοῦ Ἀληθοῦς θά εἶναι ἀπέναντί της. Καί βλέπουμε πῶς ἡ φωτεινή καί δημιουργός δύναμη αὐτοῦ τοῦ ἰδεώδους πού λειτουργεῖ μέσῳ τῆς συλλογικῆς σκέψεως τῆς ἀνθρωπότητας, εἰσέρχεται βαθύτερα, φωτίζοντας στόν ἄνθρωπο τόν δρόμο τῆς ἔρευνας, τῆς γνώσεως καί τῆς λογικῆς ἠθικῆς πράξεως στήν σφαῖρα τῆς προσωπικῆς καί τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς.
(Τό παρόν κείμενο τοῦ Ρώσσου φιλοσόφου Σεργίου Τρουμπετσκόϊ μεταφράζεται γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική. Ἕνα μικρό ἀπόσπασμα εἶχε δημοσιευθεῖ παλαιότερα στό περιοδικό ''Εὐθύνη". Τό ἄρθρο εἶχε περιληφθεῖ στήν μνημειώδη ρωσσική ἔκδοση ὑπό τήν ἐπιγραφή Προβλήματα ἰδεαλισμοῦ, [ἀνατύπ.Μόσχα 2002, σσ. 483-504])