Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΔΙΑΝΟΗΤΕΣ 19ου και 20ου αι.


Δημήτρης Μπαλτᾶς 
Τά Ἀσκητικά τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου στήν ρωσσική σκέψη τοῦ 19ου καί τοῦ 20οῦ αἰ. 
Εἶναι γνωστό ὅτι τά Ἀσκητικά τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου ἄσκησαν μεγάλη ἐπίδραση στήν χριστιανική γραμματεία καί ζωή καί εἰδικότερα στόν σλαβικό πολιτισμό. Ἔχει σχετικῶς παρατηρηθεῖ ὅτι τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ «τόν δέχτηκαν σέ Ἀνατολή καί Δύση. Δημιούργησε ὁλόκληρη σχολή καί παράδοση γιά τόν τόπο του καί τούς συρόφωνους χριστιανούς (παρ’ ὅλες τίς ἀντιδράσεις πού προξένησε ἡ τόλμη τῆς ἁγιότητός του). Μέ τήν ἀραβική μετάφραση ἐπηρέασε τή μουσουλμανική εὐσέβεια. Μέ τήν αἰθιοπική πέρασε στήν Ἀφρική. Μεταφράστηκε στά ἑλληνικά καί καθιερώθηκε ὡς πρύτανις τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ἐπηρέασε τόν ἅγιο Συμεών, Νικήτα Στηθᾶτο, Γρηγόριο Παλαμᾶ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος τόν ἀποκαλεῖ: ‘’ὁ ἐμός πνευματικός φιλόσοφος’’. Ἀπό τό ἑλληνικό κείμενο πέρασε στόν σλαβικό κόσμο καί διαβάστηκε μέ πάθος ἀπό τούς Ρώσσους τοῦ περασμένου αἰώνα»[1].
Εἰδικότερα,μέ τήν συμβολή τοῦ στάρετς Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (1722-1794) τά Ἀσκητικά τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ βρέθηκαν στό ἐπίκεντρο τῶν ἐκδοτικῶν δραστηριοτήτων τῆς ἀσκητικο-φιλολογικῆς σχολῆς του[2]. Ὡστόσο, στήν Ρωσσία τοῦ 19ου αἰ. δέν κατέστη δυνατόν νά κυκλοφορήσει ἡ μετάφραση (Νεάμτσου,1812) τοῦ Παΐσίου Βελιτσκόφσκι «λόγῳ τῆς ὑφισταμένης ἀπαγορεύσεως περί εἰσαγωγῆς σλαβονικῶν βιβλίων τυπωμένων ἐκτός αὐτῆς»[3]. Αὐτό ὁδήγησε στήν ἀπόφαση τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα νά ἐκπονήσει μία νέα ρωσσική μετάφραση τῶν Ἀσκητικῶν (Μόσχα 1854). Ἡ ἔκδοση αὐτή τῶν Ἀσκητικῶν εἵλκυσε τό ἐνδιαφέρον σημαντικῶν Ρώσσων λογοτεχνῶν καί φιλοσόφων τοῦ 19ου καί τοῦ 20οῦ αἰ[4]. Ὁρισμένες πτυχές αὐτοῦ τοῦ ἐνδιαφέροντος θά δείξω στό παρόν μελέτημα.
Μεταξύ τῶν πρώτων προσεγγίσεων τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ ἐκ μέρους τῶν Ρώσσων διανοητῶν τοῦ 19ου αἰ. θά καταγραφεῖ ἕνα ἀπόσπασμα ἑνός ἀπό τούς ἡγέτες τῶν σλαβοφίλων, τοῦ Ἰβάν Κιριέφσκι (1806-1856),ὁ ὁποῖος τό 1839 ἔγραφε ὅτι «ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἕλληνες Πατέρες ἦσαν μεταφρασμένοι,ἀνεγνωσμένοι καί ἀντιγεγραμμένοι μέσα στήν σιωπή τῶν μοναστηριῶν μας, αὐτοί οἱ ἅγιοι τῶν πανεπιστημίων πού δέν ἔχουν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας. Ὁ Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὁ πιό βαθύς συγγραφέας ὅλων τῶν φιλοσοφικῶν κειμένων, ξαναβρίσκεται σήμερα ἀκόμη μέσα στά χειρόγραφα τοῦ 12ου καί τοῦ 13ου αἰ.»[5]. Ἐκτός τῆς ἀναγκαιότητας τῶν μεταφράσεων τῶν Πατερικῶν κειμένων τήν ὁποία ἐπισημαίνει τό ἀπόσπασμα τοῦ Κιριέφσκι, εἶναι προφανές ὅτι γιά τόν Ρῶσσο διανοητῆ τά κείμενα τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ παρουσιάζουν φιλοσοφικό καί ὄχι στενά θεολογικό ἐνδιαφέρον. 
Ἀργότερα τά Ἀσκητικά τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου θά ἀναγνωσθοῦν καί θά χρησιμοποιηθοῦν ἀπό τόν μεγάλο Ρῶσσο μυθιστοριογράφο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881), στήν βιβλιοθήκη τοῦ ὁποίου ἀνευρέθη ἕνα ἀντίτυπο τῆς ρωσσικῆς ἐκδόσεως[6].Σ’ ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τούς Ἀδελφούς Καραμάζωφ ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς προτρέπει τά ἑξῆς: «Ἀγαπᾶτε τή διημιουργία τοῦ Θεοῦ καί στήν ὁλότητά της μά καί στό κάθε της κομματάκι. Ἀγαπᾶτε τό κάθε φυλλαράκι, τήν κάθε ἀχτίδα τοῦ Θεοῦ. Ἀγαπᾶτε τά ζῶα, ἀγαπᾶτε τά φυτά, ἀγαπᾶτε τό κάθε τι. Ὅταν θ’ ἀγαπήσεις τό κάθε τι, θ’ ἀνακαλύψεις μέσα σ’ αὐτά τά πράγματα τό μυστικό τοῦ Θεοῦ»[7]. Στήν τοποθέτηση αὐτή ὁ Ντοστογιέφσκι ἔχει ἀναμφιβόλως ὑπ’ ὄψιν του τήν κοσμοαντίληψη τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου: «Τί ἐστι καρδία ἐλεήμων; Καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζώων, καί τῶν δαιμόνων,καί ὑπέρ παντός κτίσματος … καί ὑπέρ τῶν ἀλόγων, καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας καί ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν…»[8]. Σέ μία γενικότερη προσέγγιση τοῦ ἔργου τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου καί τοῦ Ντοστογιέφσκι ἔχει λεχθεῖ ὅτι «ἡ πνευματική συγγένεια (ἐνν. τοῦ Ντοστογιέφσκι) καί ὁμοιότης –παρ’ὅλη τήν ἐμφανῆ καί μεγάλη διαφορά- μέ τόν Ἀββᾶ εἶναι ἀναμφισβήτητη. Μποροῦμε νά ποῦμε: κοσμικός Ἀββᾶς Ἰσαάκ»[9]. 
Ἀλλά ὁ ἀπόηχος τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ δέν σταματᾶ στόν Ντοστογιέφσκι. Ἕνας ἀπό τούς σπουδαιότερους Ρώσσους φιλοσόφους, ὁ Εὐγένιος Ν. Τρουμπετσκόϊ (1836-1920), σ’ ἕνα δοκίμιό του ὑπό τόν τίτλο «Κοσμοθεώρηση στά χρώματα»(1915), συνδέει τό χαρούμενα δοξολογικό στοιχεῖο τῆς ρωσσικῆς εἰκονογραφίας μέ τό ἀσκητικό μοτίβο, ὅπου «συναντᾶμε τή μορφή τοῦ ἁγίου γύρω ἀπό τόν ὁποῖο μαζεύονται ζῶα τοῦ δάσους καί μέ ἐμπιστοσύνη τοῦ γλείφουν τά χέρια. Κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἐδῶ ἀποκαθίσταται ἐκείνη ἡ πρωταρχική σχέση τοῦ παραδείσου ἡ ὁποία ὑπῆρχε κάποτε μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ὑπόλοιπης πλάσης … Σέ ἀντικατάσταση ἐκείνης τῆς στενά χρησιμοθηρικῆς ἀντίληψης, σύμφωνα μέ τήν ὁποία τό ζῶο ἐκτιμᾶται μόνο σάν τροφή ἤ ἐργαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης οἰκονομίας ... ἐδῶ ἡ ἀσκητική ἐγκράτεια ἀπό τό κρέας καί ἡ ἀγαπητική ἐκείνη σχέση πού βαθιά συμπονεῖ ὅλη τήν πλάση, ἀποτελοῦν διαφορετικές πλευρές τῆς μοναδικῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς ἐκείνης πού ἀντιτίθεται στή στενά βιολογική κατανόηση τῆς ζωῆς»[10]. Εἶναι σαφές ὅτι ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἀναφορᾶς του στήν ρωσσική εἰκονογραφία, ὁ Εὐγένιος Τρουμπετσκόϊ ἐπικαλεῖται τήν γνωστή, καί ἀπό τόν Ντοστογιέφσκι, ἑρμηνεία τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ γιά νά προχωρήσει στόν συσχετισμό τῆς ὀντολογίας μέ τήν αἰσθητική. 
Ἀλλά καί ὁ γνωστός στό ἑλληνικό ἀναγνωστικό κοινό Ρῶσσος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερντιάγιεφ (1874-1948) προβαίνει σ’ ἕναν ἐνδιαφέροντα συσχετισμό μεταξύ τῆς ἀσκητικῆς τήν ὁποία γενικῶς ὁρίζει ὡς «ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου»[11], τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου καί τῆς «ἐπαναστατικῆς ἀσκητικῆς» πού ἀναδεικνύεται στόν Νικόλαο Τσερνιτσέφσκι (1828-1889) καί συγκεκριμένα στό ἔργο του Τί νά κάνουμε; ἀλλά καί στόν Σεργκέϊ Νετσάγιεφ (1847-1882) καί στό ἔργο του Ἡ Κατήχηση τοῦ Ἐπαναστάτη. Ἀσφαλῶς εἶναι εὐνόητο ὅτι «ὁ ἐπαναστατικός ἀσκητισμός εἶναι μιά ἀπό τίς μεταμορφώσεις καί τίς παραμορφώσεις τοῦ θρησκευτικοῦ ἀσκητισμοῦ»[12]. Ἀλλά, πρός ἀποφυγήν παρερμηνειῶν, τίς ὁποῖες εἶναι εὔκολο νά διατυπώσει κανείς, σπεύδει νά διευκρινίσει ὁ Μπερντιάγιεφ ὅτι «τό περιεχόμενο καί οἱ σκοποί τους (ἐνν. τῶν ἀναφερθέντων ἔργων) εἶναι διαφορετικά»[13].


Τά ἀνωτέρω παραδείγματα εἶναι ὁρισμένες, βεβαίως ὄχι οἱ μοναδικές, προσεγγίσεις ἐκ μέρους τῶν Ρώσσων διανοητῶν τοῦ ιθ΄ καί τοῦ κ΄ αἰ. τῶν Ἀσκητικῶν τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Οἱ συσχετισμοί πού ἐπιχειροῦν οἱ Ρῶσσοι συγγραφεῖς, ἑστιάζονται στό ὀντολογικό, αἰσθητικό καί ἀσκητικό-ἠθικό περιεχόμενο τῶν Ἀσκητικῶν. Σέ τελική ἀνάλυση, ἡ ἑρμηνευτική τῶν Ἀσκητικῶνἐκ μέρους τῶν Ρώσσων διανοητῶν κινεῖται στό πλαίσιο τῶν ζητημάτων πού ἀπασχόλησαν τήν τότε διαμορφούμενη ρωσσική θρησκευτική φιλοσοφία. 
(Τό παρόν δημοσιεύθηκε στήν Σύναξη, τ. 130, 2014, σσ. 75-77) 
___________________________________________________
[1] Ἀρχιμ. Βασιλείου, Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ἕνα πλησίασμα στόν κόσμου του, Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1988, σ. 17. 
[2] Βλ. σχετικῶς Ἀντ.-Αἰμ. Ταχιάος, Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794) καί ἡ ἀσκητικοφιλολογική σχολή του,Institut for Balkan Studies 73, Thessaloniki, 1964, σσ. 89-94. 
[3] Ἀντ.-Αἰμ.Ταχιάος, Ὁ Παΐσιος Βελιτσκόφσκι (1722-1794)…, σ. 141. 
[4] Πβ. N. Arseniev, Ἡ ἁγία Μόσχα, μετ. Μ. Σπυροπούλου, Ἐκδόσεις Τῆνος, Ἀθήνα 1991, σ. 49, σ. 63. 
[5] P. Caussat, «Ivan V. Kiréievski (1806-1856):De la philosophie à la patristique», στόν τόμο Présences grecques dans la penée russe, Université Paris X-Nanterre, 2000, σσ. 64-65. 
[6] Βλ. σχετικῶς Μ. Κ. Μακράκης, Φρόϋντ καί Ντοστογιέφσκι, Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα, 2004, σ. 276, σημ. 57. 
[7] Ἀδελφοί Καραμάζωφ, μετ. Ἄ. Ἀλεξάνδρου, τ. Β΄, Ἀθήνα, ἄ. ἔ., σ. 182. 
[8] Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικά, ΠΑ΄, σ. 306 (=Ἀββά Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, κριτική ἔκδοσι Μάρκελλος Πιράρ, Ἱερά Μονή Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος, 2012, σ. 736, 13-25. 
[9] Ἀρχιμ.Βασιλείου, Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι,Ἱερά Μονή Ἰβήρων, 2002, σ. 94. 
[10] Εὐγ. Τρουμπετσκόϊ, Ἡ ἱστορία τῆς Ρωσσίας μέσα ἀπό τήν εἰκονογραφία της, μετ. Δ. Β. Τριανταφυλλίδης, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1989, σσ.49-50. 
[11] Ν. Μπερντιάεβ, Πνεῦμα καί πραγματικότητα, μετ. Ἀντ. Χατζηθεοδώρου, Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, Ἀθήνα, 1968, σ. 93. 
[12] Ν. Μπερντιάεβ, Πνεῦμα καί πραγματικότητα, ὅ.π., σ. 95. 
[13] Ν. Μπερντιάεβ, Πνεῦμα καί πραγματικότητα, ὅ.π., σ.95.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου