Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

Η ΓΑΛΛΙΑ ΤΙΜΑ ΤΟΝ ΛΥΚΟΥΡΓΟ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ


L'émission de radio Orthodoxie, sur France-Culture, dimanche 29 juin à partir de 8h07, proposera un hommage à Lycourgos Angelopoulos. L'invité sera Marcel Pérès, chanteur, musicologue et directeur de l'Ensemble Organum (1), qui fut ami et collaborateur depuis plus de 30 ans d'Angelopoulos avec lequel il a fait plusieurs enregistrements. Présentation : "Hommage à Lycourgos Angelopoulos, mort à Athènes le 18 mai dernier. 




En mars 2012, Lykourgos Angelopoulos était venu à Venerque avec Frédéric Tavernier-Vellas et Marcel Pérès, directeur de l’Ensemble Organum, pour une résidence sur les pièces grecques dans les liturgies latines. Le fruit de ce travail avait donné lieu à un concert dans l’Eglise de Venerque le 12 mars. Pour cet hommage, Frédéric Tavernier-Vellas et le père Roger Coresciuc, recteur de la paroisse orthodoxe roumaine de Toulouse, interprèteront des hymnes de la liturgie des funérailles byzantines et seront accompagnés par les paraphonistes de la paroisse...

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

"ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΔΡΟΜΟΣ" του π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου από την Μαρία Χατζηαποστόλου


Παρουσιάστηκε πριν λίγο καιρό στην αίθουσα ΑΝΔΡΟΓΕΩ του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης, το τελευταίο βιβλίο Όλα είναι δρόμος (εκδόσεις Αρμός) του συγγραφέα π. Χαράλαμπου Παπαδόπουλου. Έλαβαν μέρος οι: Νικήτας Καυκιός, Ψυχολόγος - συγγραφέας,  Σίσσυ Ανδρονά, Θεολόγος, Μαρία Χατζηαποστόλου, Θεολόγος - συγγραφέας.

Στην συνέχεια δημοσιεύουμε την παρουσίαση της Μαρίας Χατζηαποστόλου. 
Όλα είναι δρόμος... 
«Ήρθαν στιγμές που δεν αντέξαμε και πέσαμε. Αμαρτήσαμε. Αστοχήσαμε. Και αυτό μας πλήγωσε. Χάλασε την αυτοεικόνα μας. Γέμισε ενοχές το προσωπικό μας τοπίο. Αλλά με τον καιρό κατανοήσαμε ότι πολλές φορές μια πτώση, μια αμαρτία, μας ανοίγει στην Χάρη και το έλεος πολύ περισσότερο από την αλαζονεία της αρετής. Ότι αρκετές φορές οι αρετές μας είναι μεταμφιεσμένες κακίες. Άλλωστε ο Χριστός προτιμά έναν αμαρτωλό πάρα έναν ενάρετο αλαζόνα. Υποδυθήκαμε ρόλους που δεν μας ανήκαν, αλλά μονάχα όταν επιτρέψαμε να είμαστε ο πραγματικός εαυτός μας, νιώσαμε την χαρά. Ψάξαμε την χαρά στα μεγάλα, στα σχεδιασμένα και άριστα προγραμματισμένα. Αλλά μέσα από την ματαίωση μάθαμε ότι η χαρά βρίσκεται στα απλά και καθημερινά. Δίπλα μας, μέσα μας. Απλά πρέπει να της επιτρέψουμε να υπάρξει στην ζωή μας». 
Ο πατήρ Χαράλαμπος Παπαδόπουλος δεν χρειάζεται συστάσεις. Είναι ο πατήρ Λίβυος της καρδιάς μας. Φίλος καρδιακός, αληθινός ιερέας και διάκονος του ανθρώπου και μ’ αυτόν τον τρόπο και του Θεού, αλλά και φερέλπις θεολόγος. Κι’ αν το παραπάνω απόσπασμα  μαρτυρά με τον πλέον συγκλονιστικό τρόπο τη δίψα για τη βίωση μιας άλλης ζωής, τόσο γνώριμης και οικείας, μιας ζωής αληθινής δίχως μάσκες και προσωπεία, ολόκληρο το βιβλίο του πατρός Χαραλάμπου είναι ένας αγώνας για την επανεύρεση του χαμένου μας προσώπου. Ο στίχος «Όλα είναι δρόμος» ο οποίος έδωσε τον τίτλο στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη, που προβλήθηκε στους κινηματογράφους το χειμώνα του 1998, αλλά και τον τίτλο του παρόντος βιβλίου, ανήκει στον ποιητή Γιάννη Τζανετάκη. Ένας στίχος τόσο απλός και γι’ αυτό γεμάτος υψηλά νοήματα, που εκφράζουν την ίδια τη ζωή και το αέναο ταξίδι της.
Ξεκινώντας από το εξώφυλλο του βιβλίου αντικρίζουμε ένα ενθουσιασμένο παιδί να τρέχει γεμάτο χαρά –χαρά που μας γεμίζει κι’ εμάς μ’ ελπίδα– και πίσω του αχνοφαίνεται το αγαπημένο ζευγάρι, οι ρίζες και το δέντρο. Και το παιδί ο καρπός του δέντρου της αγάπης. Το μέλλον που τρέχει στ’ όνειρο! Η αφιέρωση στην αρχή του βιβλίου: «Στην φοιτητική παρέα της Θεσσαλονίκης, που με αποδέχθηκαν κι αγκάλιασαν γι’ αυτό που ήμουν και όπως ήμουν», με χαροποιεί ιδιαίτερα, καθώς η ιδιαίτερη πατρίδα μου η «Μητέρα Θεσσαλονίκη», αγκάλιασε έναν αληθινό άνθρωπο που το μόνο που ξέρει καλά στη ζωή του είναι ν’ αγαπά και ν’ αγωνίζεται. Να γεμίζει με φως τις καρδιές των ανθρώπων και να διαλύει κάθε σκόταδι. Να φανερώνει μέσα τους την αληθινή ζωή.


Ένα νέο βιβλίο, λοιπόν, κοντά μας που ταξιδεύει και μας ταξιδεύει... Από την άλλη πλευρά και η ταινία του Παντελή Βούλγαρη μας ταξιδεύει... Τρεις αυτοτελείς ιστορίες. Τρεις παράλληλες ζωές. Τρεις απόπειρες διεξόδου από το αδιέξοδο, που φτάνουν τον άνθρωπο στ’ άκρα. Στην πρώτη ιστορία ο δρόμος της αυτογνωσίας περνά μέσα από το θάνατο του αγαπημένου προσώπου. Στη δεύτερη, η αγία ευαισθησία και η συμφιλίωση με την Κτίση, οδηγεί την ύπαρξη προς την κάθαρση. Τέλος, στην τρίτη ιστορία, ο πρωταγωνιστής για να χτίσει, οφείλει πρώτα να γκρεμίσει. Η επανεύρεση της χαμένης μας αυτοσυνειδησίας, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η επανεύρευση του χαμένου μας εαυτού είναι ένας δρόμος, ένας ανήφορος, μια επώδυνη πορεία. Χρειάζεται η αποδόμηση για να γίνει η δόμηση. Εκεί, που ο άνθρωπος γκρεμίζει τα πάντα γύρω του, για να αποδομήσει τον κακό του εαυτό. Όχι για να τον εξαφανίσει, αλλά για να τον μεταμορφώσει. Προσπαθεί να τον διαφυλάξει μέσα του, για να παραμείνει ζωντανός. Προσπαθεί να συλλέξει στιγμές. Τις στιγμές που έχασε. Έτσι, ο σπασμένος καθρέφτης που φανερώνει το σπασμένο είδωλο είναι η αρχή της αναγέννησης. Το γκρέμισμα εξ’ ολοκλήρου καθώς, «Να ’χουμε να γκρεμίζουμε...» αναφωνεί ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Η αδυναμία μας να χειριστούμε όσα συμβαίνουν, η αίσθηση του ανικανοποίητου μέσα μας, μπορεί να γίνει η αφορμή για την πολυπόθητη αλλαγή. «Όλα είναι δρόμος», δηλαδή μια αέναη κίνηση προς το φως.
Το βιβλίο του πατρός Χαράλαμπου διαβάζεται δίχως ανάσα, μέσα σε μια νύχτα! Κι’ αυτό είναι το χάρισμα του συγγραφέως, ο οποίος με την αμεσότητα της γραφής του και μέσα από την απλότητα του λόγου του παραμένει πάντα μεγάλος, γιατί αγγίζει την καρδιά των ανθρώπων... Κάθε νέο κεφάλαιο του βιβλίου αποτελεί και μια νέα ευκαιρία συμφιλίωσης με τον εαυτό μας! Ένα βιβλίο επίκαιρο παρά ποτέ εν καιρώ κρίσης. Κρίσης αξιών. Κρίσης κατεξοχήν πνευματικής και όχι απλώς υλικής. Χάρη σε τούτο το βιβλίο ανακαλύπτουμε και πάλι έναν άλλον τρόπο, το δικό μας. Από τη γλυκύτητα του Γέροντος Πορφυρίου, στην ποιητική διάσταση του συγκλονιστικά αναστάσιμου Τάσου Λειβαδίτη και τη βαθιά ερωτικότητα της Χαρούλας Αλεξίου μ’ εκείνο το, «Ξύπνησέ με το πρωί μ’ ένα σκοπό. Που να λέει χαλάλι στη ζωή που ζω». Επειδή, αμαρτία είναι, «Να ακυρώνεις το ανεπανάληπτο ταξίδι της ψυχής σου». Εκεί που «ένας άλλος έζησε τη ζωή μας και τώρα πρέπει εμείς να πεθάνουμε στη θέση του». Γιατί, «Αμαρτάνοντας, αστοχούμε να υπάρξουμε ως πρόσωπα, δηλαδή ως μοναδικότητες». Η προδοσία του προσώπου, η μόνη αμαρτία, η μόνη αληθινή αστοχία. Αλλά η ζωή μονάχα με αστοχίες χτίζεται... Ηθικά τέλειοι υπήρξαν μόνο οι Φαρισαίοι. Οι μόνοι βέβαιοι. Όμως ο Χριστός μονάχα μ’ εκείνους τα «έβαλε»...
Να πάψουμε, λοιπόν, να είμαστε «Δάσκαλοι έξω από το καμίνι του πόνου, χαμένοι, νεκροί και αδέξιοι μαθητές την ώρα της σταύρωσης». Η αποφυγή του πόνου που είναι παιδαγωγός εις Χριστόν και γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας δεν είναι η λύση γιατί, «Δεν είναι το μηδέν που σου γελάει, αλλά η δίψα του να γίνει η οδύνη απαρχή για μια νέα μέρα». Εκεί όπου υπάρχει η πρόκληση-πρόσκληση, «Το θάνατο να τον κάνεις σχέση και το μηδέν αρχή». Μ’ εκείνη τη γλυκιά αίσθηση της χαρμολύπης. «Και στον τόπο μας, στην παράδοση εκείνη των βουνών, της θάλασσας και του αέρα, της αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας, της Θείας Λειτουργίας, του Παπαδιαμάντη, του ρεμπέτικου, του Ρίτσου και του Ελύτη, η τραγικότητα της ζωής δε φτιασιδώνεται. Δεν μασκαρεύεται. Δεν φοράει τα καλά της. Είναι αυτή που είναι». Επειδή, «Έρχονται στιγμές στην ζωή μας, που αισθάνεσαι ότι πλέον δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια συνθηκολόγησης με το ψέμα». Και το μόνο που σου μένει είναι να μετανοήσεις. «Και μετάνοια σημαίνει να φέρνεις την ζωή σου τούμπα. Να λες, θέλω να ζήσω».


Χριστός. Η μόνη ελπίδα. «Ο Χριστός δεν απέφυγε τον πόνο. Δεν προσπάθησε να ξεφύγει από τον Σταυρό». Και «Το σημαντικότερο, ο Χριστός δεν έκρυψε ούτε φίμωσε τα συναισθήματά Του. Άφησε τα δάκρυα Του να κυλήσουν μπροστά στον τάφο του Λαζάρου. Φοβήθηκε στον κήπο της Γεσθημανή». Η αγωνία του Χριστού αποτελεί για εμάς ζωή αναστάσιμη γιατί, «Αυτή η βαθιά, αληθινή και πλήρης ανθρωπινότητά Του, είναι η Θεϊκότητά Του», πάντα με μόνη του συντροφιά τη μοναξιά του καθώς, «Ο Χριστός πεθαίνει επί του Σταυρού, ολομόναχος». Παρ’ όλα αυτά, «Θέλουμε ένα Θεό μεταπράτη. Που θα αναλαμβάνει αυτός να ζήσει αντί για εμάς».
Κι’ όμως Κόλαση είναι η πλήρης ακοινωνησία! Η έλλειψη κοινωνίας, συνάντησης και σχέσης με το πρόσωπο. Η «Άρνηση στην κλήση του Θεού να ανοίξουμε τα όρια της υπάρξεώς μας. Να πλατύνουμε τον χώρο της καρδιάς μας». Γιατί ο Ιησούς μας φανέρωσε τη λύση «...που δεν είναι άλλο από το άνοιγμα της υπάρξεως». Καθώς, «Περιμένεις μέρες, μήνες, χρόνια, σε ένα στημένο ραντεβού. Δεν ήρθε ακόμη. Δεν φάνηκε. Άργησε πολύ, τόσο που μάτωσαν τα μάτια στην αναμονή, τόσο που ράγισε η καρδιά στην προσμονή. Θα σ’ το πω εγώ κι’ ας πονέσεις. Δεν θα έρθει. Μην περιμένεις. Όχι γιατί σε απορρίπτει. Αλλά γιατί δεν μπορεί να έρθει. Δε σ’ το υποσχέθηκε, ποτέ. Εσύ το φαντάστηκες, εσύ είχες ανάγκη να το πιστέψεις. Δεν θα έρθει ποτέ εκείνος ο εαυτός που περιμένεις χρόνια στο ραντεβού. Δεν θα έρθει ποτέ η μέρα όπου θα εμφανιστεί εντός σου ένας εαυτός καλοντυμένος, τέλειος, άψογος, αναμάρτητος, αψεγάδιαστος. Όχι δεν θα ’ρθει. Δεν μπορεί να έρθει, γιατί απλά δεν υπάρχει. Το ξέρω, σ’ το είπαν, το άκουσες, το ήθελες και εσύ κατά βάθος, σαν άλλοθι, σαν δικαιολογία, για να μην ξεκινήσεις ποτέ το ταξίδι». Κι’ όμως, «Ξεκίνα την διαδρομή, κι’ ας μην νιώθεις έτοιμος. Κι’ ας μην νιώθεις τέλειος, καλός και φοβερός». Κι’ εσύ, «“Μα δεν ξέρω το δρόμο...”, θα πεις. Ας μην τον γνωρίζεις˙ δεν χρειάζεται. Όταν περπατάς, ανοίγονται οι δρόμοι και βλέπεις παντού να ξεπροβάλλουν μονοπάτια». Επειδή, «Η μοναξιά δεν υπάρχει, όταν σπάσουμε την κλειστή ατομικότητά μας στο άνοιγμα του συνανθρώπου και της κτίσης ολόκληρης». Μη ρωτάς γιατί. «Γιατί η αγάπη είναι ζωή. Και η ζωή είναι η μέγιστη τέχνη».
Όμως εσύ δε δίστασες «να δημιουργήσεις ένα απέραντο νεκροταφείο σκοτωμένων ονείρων, όπου τα χρόνια, οι μέρες, οι ώρες και οι στιγμές θα κείτονται νεκρές στην γη της επιθυμίας που δεν περπάτησες ποτέ». Γιατί, «Οικειοθελώς παραδοθήκαμε και αυτόβουλα σκλαβωθήκαμε, γιατί δεν αντέξαμε το χρέος της ελευθερίας. Κλάψαμε μπροστά στο θάνατο αλλά και να ζήσουμε δεν θελήσαμε». Καθώς, αμαρτία είναι η «υπαρξιακή αστοχία να υπάρξω κατά Θεόν, να ζήσω την εν Χριστώ μεταβολή του είναι μου». Έτσι, η διέξοδος της ύπαρξης είναι το ολοκληρωτικό άφημα στα χέρια του Θεού. Ν’ αφεθούμε ολάκεροι σ’ Εκείνον, «Διότι μπορεί οντολογικά ο Θεός να “υπάρχει” αλλά, όταν εσύ δεν έχεις ενεργή εμπειρία αυτής της πραγματικότητας, για σένα δεν υπάρχει». Κι’ έτσι, «Ανακαλύψαμε ότι πίσω από τον Σταυρό ανατέλλει η Ανάσταση». Αξία έχει ο δρόμος και όχι ο τελικός προορισμός όπως εκείνο «Το βίωμα της ζωής που δεν γνωρίζει θάνατο. Την ανάσταση και αντίσταση στην απειλή του μηδενός».


Γιατί, «Ο Θεός μιλάει μέσα από την σιωπή» καθώς, «“Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού”». Ξαναζώντας το θαύμα. «Και το θαύμα δεν είναι φαντασμαγορία, αλλά ευκαιρία και πρόταση να εισέλθουμε στο “Αλλιώς” της ύπαρξης και της ζωής». Καθώς, «Όταν βρίσκεσαι σε ένα δρόμο και κινείσαι, δεν σημαίνει ότι έφτασες και στον προορισμό. Μπορείς να πέσεις, να χτυπήσεις, να λασπωθείς, να χαθείς, όμως δεν παύεις να είσαι μέσα στο δρόμο». Και ν’ ακολουθήσεις εκείνο το καβαφικό, «...ξεκίνα και ο δρόμος θα σε διδάξει. Όλα είναι δρόμος...». Αν υπάρχει κάποιος λόγος για να διαβάσουμε τούτο το βιβλίο, είναι πως αποτελεί ένα μικρό, μα συνάμα μεγάλο λιθαράκι, για ν’ ανακαλύψουμε και πάλι τον χαμένο μας εαυτό. Την ευθύνη της ελευθερίας και την ελευθερία της ευθύνης... Το ρίσκο... Το ταξίδι της αυτογνωσίας και της αυτοανακάλυψης. Ν’ αναγνωρίσουμε την ήττα μας, αν θέλουμε να βγούμε πραγματικοί νικητές. Να κάνουμε την οδύνη, ηδονή... Να κραυγάσουμε και πάλι, «Φτάσε ὅπου δὲν μπορεῖς!». Η ομορφιά του ταξιδιού... «Όλα είναι δρόμος». Ένα διαρκές, ατέλειωτο ταξίδι. Η δραματική πορεία της ζωής. Η σταυροαναστάσιμη πορεία προς το θαύμα. Το θαύμα που θα γίνει μόνο όταν το πιστέψουμε βαθιά. Γιατί οι στιγμές έχουν τη δύναμη να μας αναστήσουν υπαρξιακά. Η κάθε στιγμή είναι αιωνιότητα. Και ο δρόμος είναι πάντα ο ανήφορος...

Μαρία Χατζηαποστόλου 
Mrs Θεολογίας 
Υποψήφια Διδάκτωρ Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

" Μια Εκκλησία που βάζει φωτιά σε ό,τι την ψευδοσυνιστά..."


ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ, Η ΑΓΚΑΛΙΑ 
(Του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Μητροπόλεως Πειραιώς)

Πολλές φορές είναι κουραστικό να διαβάζεις θρησκευτικές εργολαβίες από γραφεία που έχουν σκοπό να διαφωτίζουν τους χριστιανούς για κάθε θέμα και κείμενο που τους φαίνεται αιρετικό και ύποπτο. Πολλές φορές μπαίνεις στον πειρασμό να απαντήσεις και πάντα το μετανιώνεις. Όταν βλέπω ένα κείμενο από αυτά τα γνωστά γραφεία θυμάμαι μια παράγραφο από ένα άρθρο του Mario de Andrade που λέει: 
«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος ζωής απ’ ότι έχω ζήσει έως τώρα… 
Αισθάνομαι όπως αυτό το παιδάκι που κέρδισε μια σακούλα καραμέλες: τις πρώτες τις καταβρόχθισε με λαιμαργία αλλά όταν παρατήρησε ότι του απέμεναν λίγες, άρχισε να τις γεύεται με βαθιά απόλαυση. Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται, καταστατικά, νόρμες, διαδικασίες και εσωτερικοί κανονισμοί, γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά. 
Δεν έχω πια χρόνο για να ανέχομαι παράλογους ανθρώπους που παρά τη χρονολογική τους ηλικία, δεν έχουν μεγαλώσει. 
Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες. 
Δε θέλω να βρίσκομαι σε συγκεντρώσεις όπου παρελαύνουν παραφουσκωμένοι εγωισμοί. 
Δεν ανέχομαι τους χειριστικούς και τους καιροσκόπους. 
Με ενοχλεί η ζήλια και όσοι προσπαθούν να υποτιμήσουν τους ικανότερους για να οικειοποιηθούν τη θέση τους, το ταλέντο τους και τα επιτεύγματα τους. 
Μισώ, να είμαι μάρτυρας των ελαττωμάτων που γεννά η μάχη για ένα μεγαλοπρεπές αξίωμα. Οι άνθρωποι δεν συζητούν πια για το περιεχόμενο… μετά βίας για την επικεφαλίδα. 
Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…Μου μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα…» 
Και έτσι δεν απαντώ. Ούτε και τώρα θα το κάνω μόνο λίγες σκέψεις θα μοιραστώ. Η αλήθεια δεν κατέχεται χωρίς αγώνα, δεν πιστοποιείται με την βιολογική γέννηση σε ένα χριστιανικό περιβάλλον, δεν μονοπωλείται, δεν επιβάλλεται με τσαμπουκά. Μετέχεται και καταβάλλεται, μαρτυρείται με πόνο και απορία. Βασικό μέλημα της αναρχίας, αν κάποιος διαβάζει σωστά, είναι κυρίως η απαλλαγή από την αρχή-εξουσία του εγωισμού. Να αρνούμαι την ετερονομία. Δεν αρνούμαι την ετερονομία επειδή μόνο μετέχω στην Εκκλησία-στο Σώμα του Χριστού, από τυχαιότητα, από κληρονομικότητα, από φόβο η από ανάγκη. Ετερονομία είναι να τρέφομαι από τις σάρκες του διπλανού, να μην απαρνούμαι τη ζωή για χάρη του, να περιπολώ ως ά-χριστος. 
Ο χριστιανός (όπως και ο αναρχικός) ζητάει μια εξέγερση. Η μόνη πραγματική εξέγερση είναι εκείνη που επιζητά να ανατρέψει την εξουσία του εαυτού και να γίνει ο κόσμος μια αγκαλιά, μια Εκκλησία. Μια Εκκλησία που βάζει φωτιά σε ό,τι την ψευδοσυνιστά, σταματάει να ασχολείται με ό,τι σπαταλάει τη ζωή από μίζερα θρησκευτικά όντα που νομίζουν ότι κατέχουν την αλήθεια και αγωνίζονται για την επιβολή της. Μια Εκκλησία-αγκαλιά που θα στηρίζει και θα τρέφει την συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, τη συνεργασία και θα αγαπά την διαφορετικότητα και θα την περιμένει για μια αγκαλιά. 
Αλλά πρέπει αφού είμαι χριστιανός και αφού έχω επιφορτίσει τον εαυτό μου με την διαφώτιση των ανθρώπων να θυμάμαι ότι ως αληθινός χριστιανός: 
-θυσιάζω τα πάντα για τους άλλους και αυτό δεν μου είναι επιζήμιο. 
-θυσιάζω τον εαυτό μου και αποπροσωποποιούμαι για να βρει ο αδερφός μου πρόσωπο. 
-μόνο αγαπώντας υπάρχω λογικά, δηλαδή συντονίζω τους όρους της ζωής στη φυσικότητα που ελεύθερα θέλησε και έκτισε ο Λόγος. Το γεγονός της ύπαρξης είναι προϊόν ελευθερίας. 
-η ελευθερία δεν είναι γεγονός αυτονόητο και στατικό, προϋποθέτει σταύρωση του εαυτού μου, ώστε να αναστηθεί η ελευθερία που αναζητά και βρίσκει τον εαυτό της στον άλλον. 
-ο αληθινός καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας-της Καινής Πολιτείας, δομείται στην κοινωνία και την αποδοχή του άλλου. Όποιος υποβαθμίζει τις δύο αυτές αρχές της σταυροαναστάσιμης «άλλης βιοτής» παρέχει τη ζωή στους άρχοντες του κόσμου τούτου, ξεχνώντας έτσι, ότι ο Χριστός νεκρώνοντας τον θάνατο, θανάτωσε και τις σαρκωμένες δομές του κόσμου και την ακοινώνητη ομοτροπία που επιβάλλει. 
- αποφεύγει κάθε μορφής εξουσίας (ο χριστιανός) γιατί ξέρει ότι η εξουσία αρπάζει και κατακτά γιατί δεν γνωρίζει την πληρότητα της ζωής. Με την εξουσία φθονώ τον άλλον γιατί δεν έχω μάθει να αγαπώ και να του δίνω τόπο παρά μόνο να τον λεηλατώ. Και κορεσμένος από την ματαιοπονία της εξουσιαστικής πειρατείας «σκοτώνω» τον άλλον γιατί δεν τον αντέχω ζωντανό. Η εξουσία κάνει μεροκάματα στον θάνατο. 
-δεν μπορώ να αποκλείσω τον άλλον, είμαι αναγκασμένος να ζω ως μερισμός στους κόλπους της καθολικότητας και να μην ξεχνώ πως ο Υιός ενδύθηκε τον τρόπο του κτιστού για να του παραχωρήσει τόπο, να του φανερώσει την αναρχία του και να προσκαλέσει στην μετοχή της. 
-δεν μπορώ να αποκλείσω τον άλλον και σταυρώνοντας τον εαυτό μου ως προσδιοριστική αρχή του άλλου τον κάνω εαυτό μου, οριοθετώντας στο σαρκίο μου τα κριτήρια της ζωής και βρίσκω θέση «ως άλλος» στον τόπο της καθολικότητας. 
-αφού υπάρχω ως άλλος η εξουσία είναι απλώς περιττή, η ανάγκη να υπάρχω, να εξουσιάζω, να αυτονομούμαι θανατώθηκε, μπορώ πια να είμαι δωρεάν. 
-τον Παράδεισο θα τον κατοικήσει όποιος ανέβηκε τον Γολγοθά για τον άλλον και κατέβηκε από τον σταυρό νεκρός για τον θάνατο. 
Τελειώνοντας ποιος είπε ότι ο αναρχικός δεν έχει Χριστό; Πού το ξέρει; 
Ο άνθρωπος μπορεί να πει όχι στον Θεό, ο Θεός δεν μπορεί να πει όχι στον άνθρωπο. Γιατί έχει πει ένα παντοτινό ναι στον αρραβώνα με τον άνθρωπο πάνω στον Σταυρό. Το «είμαι ελεύθερος» του ανθρώπου σημαίνει «ο Θεός υπάρχει». Ο ίδιος ο Θεός εγγυάται την ελευθερία του ανθρώπου να αμφιβάλλει. Ο Θεός δημιούργησε την ελευθερία ικανή να νικήσει και αυτόν τον ίδιο, μια ελευθερίας που τον υποχρέωσε να κατέβει στο θάνατο. Η παντοδυναμία του είναι να υποχωρεί μπροστά στην ανθρώπινη ελευθερία, να αγαπά τον άνθρωπο περιμένοντας μια ελεύθερη απάντηση για κοινή ζωή και να είναι κοντά του ακόμα και αν απάντηση αργήσει η δεν έρθει. Η ελευθερία να αρνηθείς τον Θεό είναι δομημένη από τον ίδιο χωρίς όρια. Και εκείνος είναι πάντα κοντά στον άνθρωπο. 
Εμείς οι χριστιανοί ας αφήσουμε τους ανθρώπους στα πιστεύω τους, στους στόχους τους και στην ελευθερία τους. Και ας ενώσουμε δυνάμεις σε έναν διάλογο για αρχή εξαντλητικής αγάπης…γιατί τελειώνει ο χρόνος και μας μένουν λίγες καραμέλες στη σακούλα… 
Κώστας Ζουρδός, θεολόγος

Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ Δ.Σ.Ο. ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ


21Η ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ Δ.Σ.Ο. 
Κεντρικό θέμα: «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία – Χριστιανισμός – Ορθοδοξία: αξίες και έννοιες» 
Μόσχα, 25 – 30 Ιουνίου 2014  
Η τελετή έναρξη της πανηγυρικής 21ης ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας (Δ.Σ.Ο.) πραγματοποιήθηκε στην Ρωσική Κρατική Δούμα την Πέμπτη, 26 Ιουνίου 2014. 
Την έναρξη των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης κήρυξε ο Πρόεδρος της Κρατικής Δούμα κ. Sergey Naryskin. 
Ο Γενικός Γραμματέας της Δ.Σ.Ο. Βουλευτής κ. Αναστάσιος Νεράντζης, στην ομιλία του αναφέρθηκε στην πολύπλευρη και ωφέλιμη 20ετή δραστηριότητα της Δ.Σ.Ο. καταλήγοντας δε, επεσήμανε: «…στο αμέσως προσεχές μέλλον, σε πείσμα των εντάσεων, των αναταραχών, των συρράξεων, της έσχατης ένδειας και της απόλυτης πείνας και δίψας έχει δρομολογηθεί μια εκδήλωση ιστορικών διαστάσεων, καθολικής σημασίας, με θρησκευτικές, ειρηνικές και ανθρωπιστικές προεκτάσεις. Η Αγία και μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου εκκλησίας θα συνέλθει στην Κωνσταντινούπολη το έτος 2016. Δεν πρόκειται περί μιάς εσωτερικής υπόθεσης των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ούτε για μια διευθέτηση γραφειοκρατικών προβλημάτων που απασχολούν τον εκκλησιαστικό χώρο. Πρόκειται περί γεγονότος ιστορικού και σπουδαίου το οποίο θα επιβεβαιώσει και θα αναδείξει την κοινή μας πίστη και την πορεία μας προς την σωτηρία. Πρόκειται επί πλέον περί Συνόδου ιδιαιτέρου πολιτικού και πολιτισμικού βάρους στο οποίο εμείς οι πολιτικοί πρέπει να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε τα μηνύματα εκείνα που μας αφορούν. Η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας, θα κάνει ότι είναι δυνατόν ώστε να συμβάλει στην επιτυχία της Συνόδου και μετά από το γεγονός, να αναδείξει τα μηνύματά του. Δεχθείτε κ. Πρόεδρε, σεις προσωπικώς, διαβιβάστε δε και στους επικεφαλής του Ρωσικού Κράτους και της Εκκλησίας τα ευγνώμονα, φιλάδελφα και ομόδοξα συναισθήματα της Συνελεύσεώς μας. Είθε ο Θεός να φωτίζει τους δρόμους, να στρέφει τις σκέψεις και να κατευθύνει τα βήματα όλων μας, προς το καλό κατά το θέλημα αυτού. Ευχόμεθα στο Ρωσικό Κράτος και το Λαό του ειρήνη, δύναμη και προκοπή.».


Ο Βουλευτής, μέλος της Ελληνικής Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας στη Δ.Σ.Ο. κ. Αθανάσιος Μπούρας απηύθυνε χαιρετιστήριο μήνυμα του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 
Το Ρωσικό Συμβούλιο Ομοσπονδίας εκπροσώπησε ο κ. Alexandr Torshin, ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό. 
Ακολούθησε μετάδοση βιντεοσκοπημένου χαιρετιστήριου μηνύματος του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών κ.κ. Κυρίλλου. 
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, ανέγνωσε χαιρετιστήριο μήνυμα της Α.Θ.Π. Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου. 
Μήνυμα του Μακαριωτάτου Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ.κ. Θεόδωρου, μετέφερε ο συντονιστής δραστηριοτήτων της Δ.Σ.Ο. στην Αφρική, σύνδεσμος της Δ.Σ.Ο. με το Παναφρικανικό Κοινοβούλιο, Θεοφ. Επίσκοπος Μοζαμβίκης κ. Ιωάννης. 
Χαιρετισμό απηύθυνε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ κ. Ιλαρίωνας, Πρόεδρος του τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας. "Είμαι πεπεισμένος ότι η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας μπορεί να είναι μια αποτελεσματική δύναμη ικανή να συμβάλει τόσο στην ειρήνευση στα «καυτά» σημεία και στην επίλυση των παγκόσμιων προβλημάτων, στηριζόμενη στις αξίες του χριστιανικού πολιτισμού" τόνισε ο Μητροπολίτης. 
Επίσης, τη Γενική Συνέλευση χαιρέτησε ο κ. Saleh Kebzabo, εκπρόσωπος του Παναφρικανικού Κοινοβουλίου, ο Αιδ. Δρ Daniel Buda, εκπρόσωπος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών ο κ. Sergey Karavaev, εκπρόσωπος της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών. 
Στην 21η Γενική Συνέλευση και την τελετή έναρξης συμμετείχαν Κοινοβουλευτικές Αντιπροσωπείες από 25 Κοινοβούλια-Μέλη, καθώς και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών.


Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΟΙ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤΟ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΟ ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ


Του Αριστείδη Βικέτου
Παράδειγμα προς μίμηση για όλο των ελληνισμό, και ιδιαίτερα για τους νέους, είναι οι εγκλωβισμένοι Ελληνοκύπριοι μαθητές στο κατεχόμενο Ριζοκάρπασο.
Στο Ριζοκάρπασο ζουν περίπου 250 Ελληνοκύπριοι εγκλωβισμένοι. Η ζωή τους είναι δύσκολη, παρόλο ότι τα τελευταία χρόνια επιτρέπεται η μετάβαση προς και από τις περιοχές, που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Για τα παιδιά όμως η ζωή είναι ακόμη πιο δύσκολη, αφού μεγαλώνουν μέσα σε συνθήκες στρατιωτικής κατοχής. Ωστόσο, τα παιδιά αυτά δίνουν καθημερινά μάθημα υπομονής και καρτερίας. Ταυτόχρονα, κάνουν όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον.
Tην περασμένη εβδομάδα αποφοίτησαν από το Γυμνάσιο τέσσερις μαθητές Λυκείου. Το παρών στην τελετή αποφοίτησης έδωσε και αντιπροσωπεία της ΕΣΗΕΑ, η οποία έχει υιοθετήσει το Γυμνάσιο.

Η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου

Η αναστήλωση της Μονής του Αγίου Ανδρέα 
Εξάλλου, αρχίζει τελικά τον Σεπτέμβριο η αναστήλωση της ιστορικής Μονής του Αποστόλου Ανδρέα, η οποία βρίσκεται στην κατεχόμενη χερσόνησο της Καρπασίας. Σχετική ανακοίνωση για την αναστήλωση της Μονής έγινε μετά την πρόσφατη συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου με το Μουφτή, Ταλίπ Αταλάϊ. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωσε ότι στόχος είναι να συντηρηθούν όλοι οι κατεχόμενοι ναοί. Ο Μουφτής δήλωσε ότι αμφότεροι καταβάλλουν προσπάθειες για να βοηθήσουν στο μέτρο των δυνάμεων τους τις διαπραγματεύσεις για την λύση του Κυπριακού. 
Οι αναστηλωτικές και άλλες εργασίες στην Μονή θα γίνουν υπό την επίβλεψη της μικτής από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά της Κύπρου και με βάση τα σχέδια, τα οποία εκπονήθηκαν από καθηγητές, αρχιτέκτονες και μηχανικούς, του Πανεπιστημίου Πατρών. 


Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΜΙΑ ΟΜΙΛΙΑ - ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ


Παραθέτουμε στη συνέχεια την ομιλία της συγγραφέως Αθηνάς Κακούρη στην αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Πατρών (24-3-2014), στο πλαίσιο του εορτασμού της Εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου 1821. 

Κύριε Πρύτανη, 
κυρίες καί κύριοι καθηγηταί, κυρίες καί κύριοι, Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεως, τά τελευταῖα χρόνια, μοιάζει νά περνᾶ μιά φάση ἀναθεωρητική. Αὐτό δέν εἶναι καθ’ αὑτό κακό, γιατί ἡ Ἱστορία –κατά ἕναν ἀπό τούς πολλούς ὁρισμούς της– εἶναι διάλογος μέ τό παρελθόν ὑπό τήν ἑκάστοτε ὀπτική γωνία τοῦ παρόντος, ἄρα ἐπιδέχεται ἀναθεωρήσεις πάλι καί πάλι. 
Ἐν τούτοις μερικά ἀπ’ ὅσα προβάλλονται, καί μάλιστα μέ ἰσχυρή ὑποστήριξη τῶν Μέσων Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας, μερικά λοιπόν ἀπ’ ὅσα προβάλλονται ὡς δεδομένα –ὡς ὁ τελευταῖος λόγος τῆς ἐπιστήμης!– προκαλοῦν ἔντονες ἀντιδράσεις καί ἐρεθισμό, καί μάλιστα σέ ἀνθρώπους πού, ὅπως ἐγώ, προφθάσαμε νά ζήσουμε σέ μιά ἐποχή ὅταν δέν ντρεπόμαστε νά λέμε ὅτι ἀγαπᾶμε τήν πατρίδα μας, τῆς ὁποίας τά πάθη καί τή δόξα τά νοιώθαμε ὡς ἀντανάκλαση αἴγλης –ὅπως ἐπίσης καί εὐθύνης– πάνω στόν ἀσήμαντο ἑαυτό μας. 
Ἴσως λοιπόν ἀντιδροῦμε τόσο ἀρνητικά στίς νέες αὐτές θεωρίες ἐπειδή παρασυρόμαστε ἀπό τή μούχλα τῶν προκαταλήψεών μας. Πῶς μποροῦμε νά τό ἐξακριβώσουμε αὐτό; 
Ὁ μόνος τρόπος εἶναι, νομίζω, νά ἀνατρέξουμε στά γεγονότα, τά γυμνά καί ὠμά γεγονότα, πού καμία θεωρία δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἄν δέν τά λάβει ὑπ’ ὄψιν της. 
Ἄς δοῦμε λοιπόν ποιά εἶναι αὐτά καί τί μᾶς λένε: 
Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση ἦταν ἕνας πόλεμος. 
Κράτησε ἀπό τό 1821 ὥς τό 1829. Ἐπί ὀκτώ συναπτά χρόνια γίνονταν μάχες, ναυμαχίες, πολιορκίες, σφαγές. Λίγοι πόλεμοι ἔχουν κρατήσει τόσο μακρύ χρονικό διάστημα. 
Ἀπό τά γύρω μας κράτη ἡ μέν Ἀλβανία καί ἡ Βουλγαρία ἱδρύθηκαν σχεδόν μόλις ἀπέκτησαν ἐθνική συνείδηση καί μέ ἐλάχιστες θυσίες χάρις στά συμφέροντα Μεγάλων Δυνάμεων, τό αὐτό καί ἡ Ρουμανία. Ἡ Σερβία ἐπαναστάτησε μέν πολλές φορές ἀλλά γιά σύντομα χρονικά διαστήματα ἔγινε πρικηπάτο μέ τήν δραστήρια συμπαράσταση τῆς Ρωσίας. Ἡ Ἰταλία ἀντιμετώπισε μέν τήν Αὐστρία, ἀλλά συνεπικουρούμενη ἀπό τή Γαλλία, καί δέν ἀναγκάστηκε νά τήν πολεμάει ὀχτώ χρόνια, οἱ δέ Αὐστριακοί ὄχι μόνον δέν ἔσφαξαν ὁλόκληρους πληθυσμούς, ἀλλά κληροδότησαν στή βόρειο Ἰταλία μιά ἐξαιρετική δημόσια διοίκηση, τῆς ὁποίας τούς καρπούς ἀκόμη ἀπολαμβάνουν οἱ Ἰταλοί. 
Ποῦ διεξήχθη ὁ πόλεμος αὐτός; 


Μέσα στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, βεβαίως. Σᾶς δείχνω ὅμως αὐτόν τόν χάρτη ἐπειδή θέλω νά συγκεντρώσετε τήν προσοχή σας σ’ αὐτά τά νησάκια, τά Ἰόνια, πού δέν γνώρισαν Τουρκοκρατία.
Καθώς τό Βυζάντιο διαλυόταν, ζήτησαν τήν Προστασία τῆς Βενετίας καί ἔτσι ἔμειναν –αὐτοδιοικούμενα ἐν πολλοῖς– ἕως τά 1797, ὅταν ὁ Ναπολέων κατέλυσε τή Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Τό 1821 εἶχαν περιέλθει στά χέρια τῆς Ἀγγλίας. Κοιτάξτε τα πῶς ἀγκαλιάζουν τόν κορμό τῆς κυρίως Ἑλλάδος –ἀπό τή Χειμάρρα μέχρι τήν Κρήτη–, πῶς μποροῦν ἐνδεχομένως νά ἐλέγξουν τίς θαλάσσιες ἐπικοινωνίες της. 
Θυμηθεῖτε ἐπίσης πώς ἡ Βενετία ἦταν δύναμη ἐχθρική πρός τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία καί συχνά σέ πόλεμο μαζί της. Τή Βενετία τή συνέφερε νά δημιουργοῦν οἱ Ἕλληνες πράγματα στούς Τούρκους, εἶχε δέ διατηρήσει φρούρια στήν ἠπειρωτική χώρα, στό Βουθρωτό, τήν Πάργα, τήν Πρέβεζα καί τή Βόνιτσα, προστατεύοντας ἔτσι τά Ἑπτάνησα. 
Ἀντιθέτως ἡ Μεγάλη Βρεττανία ὑπῆρξε σταθερά φιλική πρός τήν Τουρκία, τῆς ὁποίας τήν ἀκεραιότητα ἔκαμε ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς της. Ἑπομένως τά φρούρια δέν ἐνδιαφέρθηκε νά τά κρατήσει καί δέν δυσκολεύτηκε καθόλου νά πουλήσει τήν Πάργα στόν Ἀλῆ Πασά τό 1819, ἔβλεπε δέ τόν ἐθνικό ἀναβρασμό τῶν Ἑλλήνων στήν ἠπειρωτική Ἑλλάδα μέ καχυποψία, ὡς ἀπειλή. 
Ἐλαφιάσθη τῆς Ἀγγλίας τό θηρίο καί σέρνει εὐθύς, κατά τ’ ἄκρα τῆς Ρωσίας τά μουγκρίσματα τσ’ ὀργῆς… μᾶς λέει ὁ Σολωμός, πού παρακολουθοῦσε στενά τά τῆς Ἐπαναστάσεως καί στόν Ὕμνο του ἐξιστόρησε τά τρία πρώτα χρόνια της. 
Ὅσο γιά τήν ἴδια τή Βενετία, αὐτή εἶχε περιέλθει, μέ τή Συνθήκη τοῦ Καμποφόρμιο, στούς Αὐστριακούς, πού ἐπίσης ἔβλεπαν τήν Ἐπανάσταση μέ ἄκρα ἐχθρότητα, καί ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν γιά νά ἐμποδίσουν τή μεγάλη καί εὔπορη ἑλληνική παροικία τῆς Βενετίας νά προσφέρει τή βοήθειά της. 
Γεγονός εἶναι ὅτι μέ τήν ἔλευση τῶν Ἄγγλων στά Ἰόνια καί τῶν Αὐστριακῶν στή Βενετία οἱ Ἑπτανήσιοι μέν ἔχασαν τά παλαιά αὐτοδιοικητικά τους δικαιώματα, οἱ δέ ὑπόλοιποι Ἕλληνες ἕνα σταθερό ἔρεισμα στή Δύση.  


Στόν χάρτη αὐτό φαίνεται ποῦ ἔγιναν στά 1821 ἐξεγέρσεις καί ποῦ ἔγιναν σφαγές. Ἐκτός ἀπό τήν εἰσβολή τοῦ Ὑψηλάντη καί τίς συγκρούσεις στή Μολδοβλαχία, ἐξεγέρσεις ἔγιναν σ’ ὅλη τή Μακεδονία, στή Θεσσαλία, στά νησιά τοῦ Αἰγαίου, στήν Πελοπόννησο, στήν Κρήτη – στήν Ἤπειρο ὑπῆρχε ἤδη ἡ ἐξέγερση τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. 
Στή Μακεδονία καί στή Θεσσαλία οἱ ἐξεγέρσεις καταπνίγηκαν στό αἷμα. Βλέπετε τά χατζάρια. 
Δεῖτε ὅμως, ἔχουμε χατζάρια, σφαγές δηλαδή, καί σέ μέρη ὅπου δέν ἔγινε ἐξέγερση – στήν Πόλη καί τή Θράκη, στά παράλια τῆς Μικρασίας, καί στήν Κύπρο. 
Πού σημαίνει –ἐκτός ὅλων τῶν ἄλλων– ὅτι οἱ Τοῦρκοι (ὄχι μόνον ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἀλλά οἱ Δυνάστες μας, οἱ Τοῦρκοι) μᾶς ἀναγνώριζαν ὡς ἕναν λαό ὁ ὁποῖος ἐκτεινόταν ἀπό τά Ἑπτάνησα ὥς τή Μικρασία, τήν Κύπρο, τή Θράκη καί τήν Πόλη. Ἀναγνώριζαν δηλαδή τήν ὕπαρξη ἑνός Ἔθνους, Γένους, πεῖτε το ὅπως θέλετε, ἑνός συμπαγοῦς Ἑλληνισμοῦ. Καί αὐτόν τόν θεώρησαν ἐχθρό τους, ὡς ἑνιαῖο σύνολον. 
Πότε ἔγινε αὐτός ὁ πόλεμος; 


Ἡ Ἐπανάσταση ξεσπᾶ τό 1821, ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης εἰσβάλλει στή Μολδοβλαχία – ἔτσι ἀρχίζουν οἱ ἐχθροπραξίες πού λήγουν μέ τή νίκη τοῦ ἀδερφοῦ του, Δημητρίου Ὑψηλάντη, στή μάχη τῆς Πέτρας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1829. 
Ἄς ρίξουμε ὅμως μιά ματιά στά προηγούμενα. 
Τό 1800 ἔχουμε τό πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος, τήν Ἑπτάνησο Πολιτεία. Ἡ Γαληνοτάτη ἔχει καταλυθεῖ, οἱ Γάλλοι ἔχουν διωχθεῖ. Τά Ἰόνια ἀναγνωρίζονται ὡς κράτος ἀνεξάρτητο, ὑπό τήν Προστασία τῆς Ρωσίας καί τῆς Τουρκίας. Καί τό 1803, ὁ Καποδίστριας, νέος τότε, ἑτοιμάζει τό πρῶτο Σύνταγμα πού ψηφίστηκε ἐλεύθερα ἀπό ἐλεύθερους Ἕλληνες. 
Αὐτά ὅλα χάθηκαν μέ τίς μοιρασιές πού ἔγιναν στή Συνθήκη τοῦ Τιλσίτ, χωρίς βεβαίως αὐτό νά σημαίνει ὅτι δέν ὑπῆρξαν. 
1814 Ἱδρύεται μυστικά ἡ Φιλική Ἑταιρεία. 
1815 Γίνεται τό Συνέδριο τῆς Βιέννης, καί ὁ Καποδίστριας δίπλα στόν Τσάρο προβάλλει τήν ὑπόθεση τῶν Ἑλλήνων, ἱδρύει τήν Ἑταιρεία τῶν Φιλομούσων καί ἀρχίζει νά μαζεύει χρήματα – γιά νά σπουδάζουν οἱ φτωχοί Ἕλληνες πού διψοῦν γιά γνώση – ἔτσι λέει, ἀλλά, ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ὥς τή δολοφονία του, δέν παύει νά ἐργάζεται γιά τήν Ἑλλάδα καί νά συγκεντρώνει δωρεές γιά τίς ἀνάγκες τοῦ Ἀγώνα καί τοῦ κράτους. 
1821 Κηρύσσεται ἡ Ἐπανάσταση. 
Ὥς τό 1824 οἱ λαμπρές νίκες καί οἱ φοβερές πληγές διαδέχονται ἡ μιά τήν ἄλλη. Ἀπαγχονισμός τοῦ Πατριάρχη, Βαλτέτσι, Χίος, Τσεσμές, Δερβενάκια, Μεσολόγγι, Τρίπολη… Χωρίς στρατηγεῖο, χωρίς κρατικά ταμεῖα, χωρίς διοικητική μηχανή – δεκάδες διαφορετικοί ὁπλαρχηγοί πιάνουν τά πόστα τους καί θυσιάζονται πρῶτα γιά νά κερδηθεῖ ἡ Πελοπόννησος καί μετά γιά νά κρατήσουν ἐλεύθερη αὐτήν τήν καρδιά τῆς Ἐπανάστασης, ἀποκόβοντας τούς δρόμους ἀπ’ ὅπου θά περνοῦσε ὁ ἐχθρικός στρατός διά ξηρᾶς ἤ διά θαλάσσης. 
Ἀπό τή μιά δεκάδες οἱ χιλιάδες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, ἄπειρα τά μέσα, σταθερή ἡ ἀνοχή τῶν εὐρωπαϊκῶν κυβερνήσεων στίς βαρβαρότητες τῶν Τούρκων, κι ἀπό τήν ἄλλη τριακόσια παλληκάρια ἐδῶ, πενήντα ἐκεῖ, ἕνας Κανάρης μέ τό δαυλό του, ὁ Διάκος στή σούβλα, τό δαιμόνιο τοῦ Καραϊσκάκη, ἡ ἁγνότητα τοῦ Μπότσαρη… καί νίκες! Εἶναι ἕνα θαῦμα. 
Κανένα θαῦμα δέν κρατᾶ ἐπ’ ἄπειρον. 
1824-1827 Οἱ ἡρωϊσμοί συνεχίζονται ἀλλά ἔχουμε μαζί καί ἀθλιότητες. 
Ἐξ αἰτίας τους, τό 1827 ἡ Ἐπανάσταση ξεψυχᾶ καί μετακαλεῖται ὁ Καποδίστριας. 
1827-1831 Ὁ Καποδίστριας εἰρηνεύει τόν τόπο ὡς διά μαγείας, ἀνακτᾶ τή Στερεά στρατιωτικῶς, περιορίζει τό Γαλλικό Ἐκστρατευτικό Σῶμα, τοποθετεῖ τήν Ἑλλάδα στή διεθνῆ διπλωματική σκηνή, ὀργανώνει τόν Στρατό καί τόν στόλο, τό φορολογικό σύστημα, καί τίς δημόσιες ὑπηρεσίες, ξεκινᾶ τή σύνταξη κτηματολογίου, ἱδρύει Τράπεζα καί σχολεῖα… Συνετά καί προσγειωμένα, καί ὁλομόναχος –ἄρα, ἄν θέλετε, αὐταρχικά– βάζει τίς πρῶτες βάσεις ἑνός σύγχρονου κράτους. 
Μετά τή δολοφονία του, τίποτα πιά δέν εἶναι ἴδιο. 
Ποιοί ἦταν οἱ ἐμπόλεμοι 


Ἕνας λαός ἀπό τή μιά. Μιά Αὐτοκρατορία ἀπό τήν ἄλλη. 
Ὁ ἑλληνικός στρατός ἦταν σύσσωμος ὁ λαός, οἱ Ἕλληνες ὅλοι. 
Οἱ Ὀθωμανοί εἶχαν ἐπί τόπου μερικές φρουρές, ἀλλά ἀποδείχθηκε ὅτι αὐτές δέν ἀρκοῦσαν. Ἔπρεπε λοιπόν νά φέρουν στρατό εἴτε ἀπό τόν βορρά, Τουρκαλβανούς καί ἄλλους, εἴτε ἀπό τή μεγάλη δεξαμενή τους, τή Μικρασία. 
Τώρα ἡ Ἑλλάδα, ὀρεινή καθώς εἶναι, προσφέρει μόνον δυό διαδρομές ἀπ’ ὅπου μπορεῖ νά περάσει ἕνας στρατός ἀπό τόν βορρά πρός τήν Πελοπόννησο: Ἡ μία, ἡ δυτική, μέσω Μακρυνόρους, καταλήγει στό Μεσολόγγι – ὅποιος κρατᾶ τό Μεσολόγγι μπορεῖ νά ἐμποδίσει τό πέρασμα τοῦ στρατοῦ διά θαλάσσης πρός τήν Πελοπόννησο. Ἡ δεύτερη, ἡ ἀνατολική, εἶναι αὐτή πού ἀκολούθησαν οἱ Πέρσες στή δεύτερη εἰσβολή τους –καί ἔκτοτε κάθε ἄλλος εἰσβολέας–, μέσω Θερμοπυλῶν δηλαδή, καί ἐκεῖ τό κλειδί βρίσκεται στήν Κόρινθο. 
Ὑπάρχει καί ἕνας τρίτος δρόμος, ἀπό τή θάλασσα. 
Τό 1822 οἱ Τοῦρκοι σχεδίασαν μιά τριπλή ἐπίθεση μέ στόχο νά συγκεντρωθοῦν ὅλες οἱ δυνάμεις τους στήν Πελοπόννησο καί ἐκεῖ πιά νά διαλύσουν κάθε ἴχνος ἐπαναστάσεως. Ὁ Ὀμέρ Βρυώνης μαζί μέ τόν Κιουταχή μέ μιά εἰκοσαριά χιλιάδες Τουρκαλβανούς, ἀφοῦ νίκησαν τόν Μαυροκορδάτο στήν ἀνόητη μάχη τῆς Πέτρας, κατέβηκαν καί πολιόρκησαν τό Μεσολόγγι. Ὁ Δράμαλης μέ μιά τριανταριά πεζούς καί καβαλαραίους ἀκολούθησαν τήν ἀνατολική διαδρομή, πέρασαν τόν Ἰσθμό καί ἁπλώθηκαν στήν Ἀργολίδα. Ὁ Καπουδάν Πασάς, μέ τόν στόλο φορτωμένο ἀσιατικό στρατό, ἑτοιμάστηκε νά διασχίσει τό Αἰγαῖον. 
Σταμάτησε ὅμως γιά τό Ραμαζάνι στόν Τσεσμέ, καί βρίσκοντας εὐκαιρία ὁ Κανάρης ἀνατίναξε τή ναυαρχίδα καί ἔσπειρε τόν τρόμο. Μέ καλά ὑπολογισμένες κινήσεις ὁ Κολοκοτρώνης στρίμωξε τόν Δράμαλη στά Δερβενάκια καί τόν τσάκισε. Καί τά Χριστούγεννα, οἱ κλεισμένοι στό Μεσολόγγι, κάνοντας αἰφνιδιαστικά ἔξοδο, πῆραν σβάρνα τούς ἄνδρες τοῦ Βρυώνη καί τοῦ Κιουταχῆ. 
Ὁ Σουλτάνος, ἔχοντας ἀποτύχει καί στίς τρεῖς αὐτές ἐπιθέσεις, στρέφεται πρός τήν Αἴγυπτο, πρός τόν Μεχμέτ Ἀλῆ, πού διαθέτει στρατό καί στόλο ἐκπαιδευμένον ἀπό τούς Γάλλους: Τοῦ τάζει τήν Κρήτη καί τήν Κύπρο ἄν στείλει στρατό καί καταστείλει τήν Ἐπανάσταση. 
Ἔτσι προστίθεται ἕνας ἀκόμη ἐμπόλεμος ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, οἱ Αἰγύπτιοι μέ τόν Ἰμπραήμ. 


Ὁ αἰγυπτιακός στόλος ἔρχεται ἀπό τόν νότο, κάνει ἀπόβαση στήν Κρήτη, ὅπου τά ἀντίποινα εἶναι φρικαλέα, καταστρέφει τήν Κάσο καί, μολονότι γίνεται ἡ περίλαμπρη ναυμαχία τοῦ Γέροντα καί νικοῦν οἱ Ἕλληνες, μετά ἐφησυχάζουν –ἔχουν στήσει καί καυγάδες μεταξύ τους–, ὁπότε ὁ Ἰμπραήμ βρίσκει τήν εὐκαιρία καί ἀποβιβάζεται στή Μεσσηνία. 
Τό θαῦμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ἐδῶ τελειώνει. Στά τρία χρόνια πού ἀκολουθοῦν δέν λείπουν οἱ ἡρωϊσμοί, ἀλλά χωρίς σημαντικό ἀποτέλεσμα. 
Ἔχει ὅμως ἀνοίξει ἡ ὄρεξη τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, πού εἶναι τρεῖς καί ἀλληλοϋποβλέπονται. Οἱ στόλοι τῆς Ἀγγλίας, τῆς Γαλλίας καί τῆς Ρωσίας καταφθάνουν στά νερά μας – κάτι μεταξύ εἰρηνοποιῶν καί, ξαφνικά στό Ναυαρίνο (!), ἐμπολέμων. 
Ὁ Πόλεμος εἶναι πολυέξοδη ὑπόθεση


Οἱ μέν πόροι τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ἄφθονοι – κι ὅταν δέν εἶχαν οἱ ἴδιοι, εὕρισκαν δανεικά. 
Ποιοί ἦταν οἱ πόροι τῶν Ἑλλήνων; Οἱ οἰκονομίες τοῦ Γένους. Ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε πολλά ἀπό τά ἱερά της σκεύη, ἀσημένια καί χρυσά, οἱ καραβοκύρηδες ἔβαλαν τά πλοῖα τους καί ἄνοιξαν τίς στέρνες μέ τά ἀποθησαυρισμένα κέρδη τους, οἱ προύχοντες πλήρωναν τούς ἀνθρώπους τους πού ἄφηναν τά χωράφια τους γιά νά πᾶνε νά πολεμήσουν, οἱ ἑλληνικές παροικίες, καί μάλιστα αὐτές τῆς Ρωσίας, χρηματοδοτοῦσαν διαρκῶς, ὁ Καποδίστριας σέ συνεργασία μέ τόν σπουδαῖο τραπεζίτη Ἐϋνάρδο δέν σταμάτησε νά συγκεντρώνει ποσά καί νά στέλνει φορτώματα… Φυσικά οἱ ἀνάγκες ἐξακολουθοῦσαν νά εἶναι πιεστικές. 
Τό 1824 ὁ Μαυροκορδάτος, ὡς πρωθυπουργός, εἶχε τή λαμπρή ἰδέα νά συνάψει ἕνα δάνειο. Κανένα κράτος δέν τοῦ δάνειζε καί ἔτσι ἀποτάθηκε σέ Ἄγγλους ἰδιῶτες. Δέν συμβουλεύτηκε τόν Καποδίστρια, δέν πῆρε τή γνώμη τοῦ Ἐϋνάρδου – ἔστειλε δυό ἀνίδεους Ὑδραίους στό Λονδίνο, οἱ ὁποῖοι, ὑποθηκεύοντας ἑλληνικά ἐδάφη, ὑπέγραψαν γιά 800.000 λίρες Ἀγγλίας, καί μετά τήν ἀφαίρεση τῶν τόκων, ἐξόδων κλπ. πῆραν στό χέρι 298.000! 
Ὡς μέτρο συγκρίσεως θυμίζω ὅτι ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, πρίν ξεκινήσει γιά τήν ἐκστρατεία του, εἶχε ξεπουλήσει τήν περιουσία του καί καταθέσει στήν Ἑταιρεία τό ἀντίστοιχο 100.000 λιρῶν Ἀγγλίας. Ὁ Ὑψηλάντης δηλαδή χάρισε τό ἕνα τρίτο ἀπ’ ὅ,τι πῆρε ὁ Μαυροκορδάτος στό χέρι, ἔχοντας (ὁ Μαυροκορδάτος) χρεώσει τήν πατρίδα του γιά τό ὀκταπλάσιο τῆς δωρεᾶς τοῦ Ὑψηλάντη
Ἀπανωτά ὁ Μαυροκορδάτος συνῆψε καί δεύτερο δάνειο στήν Ἀγγλία, γιά 2 ἑκατομμύρια λίρες Ἀγγλίας. Ἀπ’ αὐτά δέν εἴδαμε ποτέ πενταρίτσα! Οἱ Ἄγγλοι, μέ τήν πρόφαση ὅτι κατασπαταλήσαμε τό πρῶτο δάνειο, διαχειρίστηκαν τό δεύτερο μόνοι τους – παράγγειλαν πολεμοφόδια σέ ἀγγλικά ἐργοστάσια καί σκάφη σέ ἀμερικανικά ναυπηγεῖα, χρηματοδότησαν ἀποστολές, ἔβγαλαν ὁμόλογα, καί γενικά ἔγινε ἕνα τέτοιο ὄργιο ὥστε τό σκάνδαλο ξέσπασε ἀκόμη καί στίς ἀγγλικές ἐφημερίδες. Φυσικά ἡ Ἑλλάς δέν μποροῦσε οὔτε κἄν τούς τόκους τοῦ δανείου νά πληρώσει, κι ἔτσι πτωχεύσαμε γιά πρώτη φορά τό 1827. Τό φιάσκο αὐτό ὀνομάστηκε –καί μερικοί ἀκόμη τό ὀνομάζουν– τά δάνεια τῆς Ἀνεξαρτησίας. 
Τά ὅρια τῆς Ἑλλάδος 


Τελικά αὐτά εἶναι τά ὅρια πού μᾶς παραχώρησαν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις μέ προεξάρχουσα τή Μεγάλη Βρεττανία. Ἔξω ἔμεινε ἡ Κρήτη, πού ἦταν ὅλη ἐλεύθερη μέ τούς Τούρκους κλεισμένους στά φρούριά τους, ἔξω ἡ Σάμος, πού ἦταν ἐπίσης ἐλεύθερη, ἔξω ἡ Ἤπειρος, ἔξω ἡ Κύπρος. Ἔξω τά Ἑπτάνησα, ἔξω τό Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα, Βόνιτσα, οἱ παλαιές βενετικές κτήσεις –περιοχές πού ὅσο ὑπῆρχε ἡ Βενετία ἦταν ἐλεύθερες–, παρά λίγο νά μείνει ἀκόμη καί τό Μεσολόγγι ἔξω. Ἔξω ἡ Χίος, ἡ Μυτιλήνη, τά Ψαρά, ἡ Κάσος. Ἡ Μακεδονία φυσικά ἔξω, ἡ Θεσσαλία ἐπίσης ἔξω. 
Ἔξω ἀπό τό κράτος πού δημιουργήθηκε ἔμειναν πάνω ἀπό τά δύο τρίτα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. 
Ὁ Καποδίστριας εἶχε προσπαθήσει νά πείσει τίς Δυνάμεις ὅτι αὐτά τά τόσο στενά ὅρια θά ὁδηγοῦσαν σέ συνεχεῖς πολέμους – ἐκεῖνοι πού εἶχαν θυσιαστεῖ γιά νά σταματήσουν τόν χείμαρρο τῶν τουρκικῶν δυνάμεων πού στέλνονταν ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος, οἱ Ἠπειρῶτες, οἱ Θεσσαλοί, οἱ Μακεδόνες, οἱ νησιῶτες, ἔχοντας μείνει ὑπόδουλοι θά ζητοῦσαν διαρκῶς ἀπό τούς ἐλευθερωμένους Ἕλληνες νά τούς βοηθήσουν γιά νά ἀποκτήσουν κι αὐτοί τήν ἐλευθερία τους, κι ἔτσι οἱ περιοχές αὐτές δέν θά ἡσύχαζαν ποτέ. 
Ὁ Γκιζώ –Γάλλος πολιτικός καί ἱστορικός– ἔκανε τήν πικρή διαπίστωση πώς «οἱ Δυνάμεις ἐπέτρεψαν στήν Ἑλλάδα νά ξαναγεννηθεῖ μέ τόν ὅρο ὅμως ὅτι θά εἶναι τόσο μικρή καί ἀδύνατη ὥστε νά μήν μπορεῖ νά μεγαλώσει οὔτε σχεδόν νά ζήσει». Ὁ ἴδιος ὁ Μέττερνιχ δέν ἄργησε νά καταλάβει πώς «τό ἑλληνικό κράτος δέν ἔπρεπε νά δημιουργηθεῖ, ἀλλά μιᾶς καί δημιουργήθηκε ἔπρεπε νά γίνει μεγάλο». 
Οἱ προβλέψεις τοῦ Καποδίστρια ἀποδείχθηκαν σωστές: οἱ ἀπελευθερωτικοί πόλεμοι συνεχίστηκαν. Ὅσο γιά τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος τοῦ 1830, αὐτά τά ἐγγυήθηκαν οἱ τρεῖς Μεγάλες Δυνάμεις, καί ἀκολούθως, γιά τά ἑπόμενα ἑκατό χρόνια, ἡ Ἀγγλία καί ἡ Γαλλία ἀνέλαβαν νά τά παρακολουθοῦν ἄγρυπνα –καταφεύγοντας εὔκολα σέ ἀποβάσεις καί ἀποκλεισμούς–, ὄχι μήν τυχόν καί τά παραβιάσει ξένος, ἀλλά μήν τυχόν ἐκεῖνα διευρυνθοῦν. 
Σέ πολύ ἁδρές γραμμές λοιπόν τά γεγονότα εἶναι ὅτι: 
• Τό πρῶτο ἐλεύθερο ἑλληνικό κράτος ὑπῆρξε ἡ Ἑπτάνησος Πολιτεία, τήν ὁποίαν οἱ Ἄγγλοι μετέτρεψαν σέ ἀποικία τους. Ἀκολούθησε ἡ Ἐπανάσταση στήν κυρίως Ἑλλάδα – ἕνας Ἀγώνας αἱματηρότατος, πού διήρκεσε ὀκτώ συνεχῆ χρόνια, ὅπου ἕνας λαός πολέμησε μιά Αὐτοκρατορία –κατά γῆν καί κατά θάλασσαν–, μοναχός, μέ τή διπλωματική ὑποστήριξη ἑνός σπουδαίου ἀτόμου, τοῦ Καποδίστρια, ἀλλά κανενός κράτους, μικροῦ ἤ μεγάλου. 
• Στόν Ἀγῶνα ἐνεπλάκησαν τελικά καί ἡ Αἴγυπτος καθώς καί οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία, Ἀγγλία, Γαλλία, ἀλλά γιά τά δικά τους συμφέροντα ἡ καθεμιά. 
• Προκειμένου ν’ ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία του, ὁ ἑλληνικός λαός ξόδεψε τίς οἰκονομίες του αἰώνων καί ξεμάτωσε – τόσο στά πεδία τῶν μαχῶν ὅσο καί ἀπό τίς ἀπηνεῖς διώξεις καί σφαγές τῶν ἀμάχων ἀδερφῶν του, ἀκόμη καί σέ μέρη πού δέν εἶχαν ἐξεγερθεῖ. 
• Μέ τίς σφαγές τους οἱ Τοῦρκοι –πού δέν εἶχαν ἰδέαν ἀπό Διαφωτισμό καί ἄλλες θεωρίες ἀπό τή Δύση–, οἱ Τοῦρκοι λοιπόν ἀναγνώρισαν τήν ὕπαρξη ἑνός ὁμοιόμορφου Ἑλληνισμοῦ, ἀπό τίς ἀκτές τοῦ Ἰονίου μέχρι τή Θράκη, τήν Πόλη, τή Μικρασία καί τήν Κύπρο. 
• Τήν πρώτη ἀπαράμιλλη φάση τῆς Ἐπαναστάσεως ἀκολούθησαν τρία χρόνια ἀκηδίας, ἀερολογίας, ἐμφυλίων συγκρούσεων, μοχθηριῶν, ἀνοησιῶν καί, τό χειρότερο, τά δυό ὀλέθρια δάνεια τά ὁποῖα ὁδήγησαν τή χώρα σέ ὑποτέλεια. 
• Ὁ πρωτεργάτης καί ὑπηρέτης τοῦ Ἀγώνα ἀπό τήν πρώτη του ἀρχή, ὁ Καποδίστριας, ὅταν μετακλήθηκε, εἰρήνευσε τόν τόπο, ἀνέκτησε τή Στερεά, ἐξεμαίευσε τή διπλωματική ἀναγνώριση τῆς Ἑλλάδος, ἔβαλε τίς βάσεις τοῦ κράτους καί ἐπί πλέον –ἐπί πλέον– ἔδειξε ποιό ὑψηλό ἦθος πρέπει νά ἔχουν –πρέπει νά ἀπαιτοῦμε νά ἔχουν– οἱ ἡγέτες τῆς χώρας μας, καί μάλιστα σέ ἐποχές δυσπραγίας. 
• Τέλος, τά ὅρια πού δόθηκαν στό νέο ἑλληνικό κράτος ἦταν ἀσφυκτικά καί δέν ὑπηρετοῦσαν παρά μόνον τά πιό στενόκαρδα καί δόλια ἀλλότρια συμφέροντα. Κάθε πόλεμος ἔχει κάποιο σκοπό. 
Ποιός ἦταν ὁ σκοπός τοῦ Ἀγώνα καί κατά πόσον ἐπετεύχθη; 


Ὁ σκοπός τῆς Ἐπαναστάσεως ἦταν ἡ Ἀνάσταση τοῦ Γένους. Ὄχι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Πελοποννήσου ἤ ὁποιασδήποτε ἄλλης συγκεκριμένης περιοχῆς. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Γένους. 
Καί τό Γένος ποιό ἦταν; Ὅταν ὁ λόρδος Ὅρτον, ὑφυπουργός Ἀποικιῶν τῆς Ἀγγλίας, ρώτησε, κάπως ὑπεροπτικά, ποιό ἦταν αὐτό τό Ἔθνος τῶν Ἑλλήνων, ὁ Καποδίστριας τοῦ ἀπήντησε: «Τό Ἑλληνικόν Ἔθνος συναποτελεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἀπό τήν Ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ἔπαψαν νά ὁμολογοῦν τήν ὀρθόδοξον πίστιν καί νά μιλοῦν τήν γλῶσσα τῶν πατέρων τους, καί ἔμειναν ὑπό τήν πνευματική καί κοσμική δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τους, σ’ ὁποιοδήποτε μέρος τῆς Τουρκίας καί ἄν κατοικοῦν». Κι ὅταν ρωτήθηκε γιά τά ὅρια τῆς Ἑλλάδος, ἀποκρίθηκε: «Τά ὅρια αὐτά τά ἐχάραξαν ἀπό τέσσερεις αἰῶνες δικαιώματα τά ὁποῖα οὔτε ὁ χρόνος οὔτε κάθε λογῆς συμφορές οὔτε ἡ κατάκτηση εἶχαν τή δύναμη νά ἐξαλείψουν· χαράχτηκαν δέ καί τό 1821 ἀπό τό αἷμα πού χύθηκε στίς σφαγές τῶν Κυδωνιῶν, τῆς Κύπρου, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης, τῶν Ψαρῶν, τοῦ Μεσολογγίου καί στίς πολυάριθμες ναυμαχίες καί πεζομαχίες πού δοξάζουν τό γενναῖο ἔθνος τῶν Ἑλλήνων». 
Δηλαδή ὁ ἐξαιρετικός αὐτός διπλωμάτης καί γνώστης τοῦ «δυνατόν γενέσθαι» –πού βλέπουμε μέ πόση προσοχή ἀποφεύγει νά πεῖ τή λέξη Κωνσταντινούπολη–, ὁ Καποδίστριας λοιπόν ἔτσι περιέγραφε τίς περιοχές ὅπου ἐδικαιοῦτο νά ἐπεκταθεῖ τό κράτος πού γεννιόταν. Αὐτός ἦταν ὁ στόχος τοῦ Ἀγώνα. 
Ναί, ἀλλά μήπως ἡ Φιλική Ἑταιρεία εἶχε πιό περιορισμένους στόχους; 

Ἄς δοῦμε αὐτά τά δυό σχήματα. Ἡ πόρπη φέρει ἕναν δικέφαλο ἀετό, προσφιλέστατο σχέδιο σέ κοσμήματα, σέ κασέλες, σέ κεντητά, σέ πλῆθος ἔργα λαϊκῆς τέχνης ἀπ’ αὐτά πού γεννάει ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ καί πού δείχνουν τόν προσανατολισμό τῆς μιᾶς γενιᾶς μετά τήν ἄλλη. Ἡ Πόλη… τό Βυζάντιο… ἡ ἀνάκτηση τοῦ χαμένου κράτους πού ὁ Ἑλληνισμός δέν ἔπαψε νά ἀναθυμᾶται καί νά θρηνεῖ… ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιάς… Κοιμήσου καί παράγγειλα στήν Πόλη τά προικιά σου… Ὁ Δικέφαλος Ἀετός. 
Τόν Φοίνικα τόν εἰσάγει ἡ Φιλική Ἑταιρεία. Ἕνα μυθικό πουλί πού ξαναγεννιέται ἀπό τήν ἴδια του τήν τέφρα. Τώρα οἱ Φιλικοί, ὡς μέλη ἑνός κρυφοῦ ὀργανισμοῦ, συνεννοοῦνταν μεταξύ τους μέ μυστικά σημάδια, μέ συμβολισμούς, μέ λέξεις πού εἶχαν διπλά νοήματα… Τό νόημα τοῦ Φοίνικα εἶναι προφανές – τό Γένος ξαναγεννιέται. Αὐτό χάραξε κι ὁ Καποδίστριας στό πρῶτο νόμισμα πού ἔκοψε στήν Ἑλλάδα – καί δέν τό ὀνόμασε μνᾶ ἤ δραχμή, παραπέμποντας στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλά φοίνικα. Φοίνικα. 
Ποιά ἄραγε εἶναι ἡ τέφρα ἀπ’ ὅπου ξαναγεννιέται τό μυθικό αὐτό πουλί; Εἶναι μήπως κάποια σποδός, κατάλοιπο τοῦ Διαφωτισμοῦ καί τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης; Ἴσως, θά μποροῦσε νά εἶναι – γιά τόν Κοραῆ καί τούς Ἕλληνες τούς ἐξοικειωμένους μέ τήν ἀρχαιότητα ὅπως τήν προσέλαβε καί τή δόξασε ἡ Δυτική Εὐρώπη – ἀλλά πόσοι ἦταν αὐτοί τότε; πενήντα; διακόσιοι; πεντακόσιοι; 
Τί νόημα ὅμως μποροῦσε νά ἔχει μιά τέτοια σποδός γιά τούς ἀναλφάβητους πολέμαρχους, τούς προύχοντες καί τούς πολυάριθμους ναυτικούς, συσπειρωμένους γύρω ἀπό τίς ἐκκλησίες τους, συνηθισμένους νά ἀναμειγνύουν τήν Ὀρθοδοξία σέ ὅλες τους τίς πράξεις, τίς καθημερινές καί, ἀκόμη περισσότερο, τίς πολεμικές; Οἱ Ἕλληνες, πού εἶχαν ἐπαναστατήσει δεκάδες φορές πρίν φανεῖ στόν κόσμο ὁ Διαφωτισμός, γιατί θά συνεπαίρνονταν τώρα ἀπό μιά τέτοια ξενόφερτη τέφρα; 
Ὁ Φοίνικας πρέπει νά εἶχε ἐπιλεγεῖ ἀπό τούς Φιλικούς ἐπειδή θά θεώρησαν ὅτι μποροῦσε νά μιλήσει ἴσια στήν ψυχή τῶν Ρωμηῶν καί νά τούς κάνει ἀγωνιστές, ὑποδηλώνοντας –κρυφά καί συνωμοτικά, ἀλλά πολύ εὐδιάκριτα γιά τούς μυημένους– ὅτι μέ τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ὁ Φοίνικας θά φανέρωνε καί τό δεύτερο κεφάλι του, ἀποκαλύπτοντας τόν πραγματικό ἑαυτό του, ὡς Δικέφαλο, πού ξαναγεννιέται ἀπ’ τήν τέφρα τοῦ χαμένου Βυζαντίου. 
Κυρίες καί Κύριοι, 
Νομίζω ὅτι οἱ προπροπάπποι μας καί οἱ προπάπποι καί οἱ παπποῦδες μας, ὁλόκληρες γενιές διαδοχικά, ἤξεραν βαθιά μέσα τους ὅτι ὁ στόχος τῆς Ἐπανάστασης ἦταν ἡ ἀνασύσταση τοῦ μεγάλου Βυζαντινοῦ κράτους, καί ἀποδέχονταν ὡς καθῆκον τους τήν προσπάθεια –καί τίς θυσίες– γιά νά συνεχίσουν αὐτό πού οἱ Ἀγωνιστές τοῦ ’21 εἶχαν ἀρχίσει. 
Τό ὅτι ὁ μεγάλος ἐκεῖνος Ἀγώνας εἶχε πενιχρό ἀποτέλεσμα –ὅτι ἀρχικά γέννησε τό μικρότατο ἑλληνικό βασίλειο– ὀφείλεται καί σέ ἑλληνικά σφάλματα, ναί, ἀλλά κυρίως, κυριότατα, στίς ἀντίξοες συγκυρίες, πού κανείς δέν θά μποροῦσε νά εἶχε προβλέψει, τίς συντριπτικές. 
Ἀκολούθησαν ἐπί Ὄθωνος, ἐπί Γεωργίου Α΄ καί ἐπί Κωνσταντίνου νέες ἐξεγέρσεις καί ἡρωϊκές κινήσεις πρός τήν κατεύθυνση τῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ, οἱ περισσότερες ἐπιτυχεῖς καί μία ὀλέθρια. 
Ἀπό τό 1922 καί ὕστερα, καλούμαστε νά ἀποδεχθοῦμε τή ματαίωση τοῦ ὁράματος τοῦ 1821. Ἡ ἀπώλεια εἶναι ὑπέρογκη καί τελειωτική – τόν κλονισμό οὔτε εὔκολα οὔτε γρήγορα θά ἦταν δυνατόν νά τόν ἀπορροφήσει ὁ Ἑλληνισμός. Ἐν τούτοις αὐτό ἀκριβῶς πρέπει νά κάμει – νά δεχθεῖ τή νέα πραγματικότητα καί ὄχι μόνον νά ζήσει ἀλλά καί νά λάμψει μέσα σ’ αὐτήν. 
Οἱ ἀπαξιωτικές γιά τήν Ἐπανάσταση θεωρίες πού τόν τελευταῖο καιρό κυκλοφοροῦν ἔχουν ἴσως κάποια σχέση μ’ αὐτό τό δύσκολο ζητούμενο. Τό ἠθικό μας εἶναι πεσμένο καί ἔχουμε παραμελήσει ὅλα ἐκεῖνα πού θά μποροῦσε νά μᾶς ἐνισχύσουν τό φρόνημα, κι ἔτσι ἀνεπίγνωστα ἀναζητοῦμε ἴσως ὑπεκφυγές: Ἄν δέν εἴχαμε ποτέ ἔθνος, ἄν ἡ Ἐπανάσταση ἦταν μιά ἱστορία κατσαπλιάδων, ἄν οἱ θρῦλοι τοῦ Ἀγώνα εἶναι ἀποκυήματα τῆς ἐξημμένης φαντασίας μας καί ἡ Μεγάλη Ἰδέα ἕνα γελοῖο μεγαλόπιασμά μας, τότε πρός τί ὁ θρῆνος γιά τήν ἀπώλεια; Δέν χάσαμε τίποτα, ἀφοῦ δέν εἴχαμε τίποτα – καί μποροῦμε ἀμέριμνοι νά συνεχίσουμε στόν ἄθλιο κατήφορο πού μᾶς βολεύει. 
Μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς, μᾶς λέει ὁ μεγάλος Ἀλεξανδρινός. Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ ἀόρατος θίασος νά περνᾶ μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές – τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά … τά σχέδια τῆς ζωῆς σου πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις. … 
Ὁ Θεός, ὁ Διόνυσος, φεύγει ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια μαζί μέ τόν θίασό του κι αὐτό σημαίνει γιά τόν Ἀντώνιο ὅτι θά χάσει αὐτήν τήν ὑπέροχη πόλη. 
Πῶς βιώνεται ἡ ἀπώλεια μέ ἀξιοπρέπεια; 
Πρό πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πώς ἦταν ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου… πώς ἡ Ἐπανάσταση τοῦ ’21 ἦταν ἕνα ξενόφερτο φρουτάκι, οἱ πρωτεργάτες της αἱμοσταγεῖς κι ἀνθρωποφάγοι, καί πώς ὅλα ὅσα ἀκολούθησαν, οἱ Ἀγῶνες τοῦ μικροῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, οἱ ἀλλεπάλληλοι πόλεμοί του, ἡ Μεγάλη του Ἰδέα νά ξαναδώσει ἡ ἑλληνική Ἀνατολή τά φῶτα της στή Δύση –γιατί αὐτό ἦταν πού ὀνόμασε ὁ Κωλέττης Μεγάλη Ἰδέα–, ὅλα αὐτά δέν ἦταν παρά γεννήματα ἐλαφρομυαλιᾶς καί μεγαλομανίας, πράγματα πού πρέπει τώρα νά σπεύσουμε νά τά παραδεχτοῦμε ὡς σφάλματα καί νά τά σβήσουμε ἀπ’ τή μνήμη μας… 
Μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς. Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος, σάν πού ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι … ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις. 
Οἱ πρόγονοι πού ἐμεῖς ἀξιωθήκαμε δέν ἦταν ἀναμάρτητοι, οὔτε σοφοί ἀπόφοιτοι πανεπιστημίων, οὔτε καλλιεργημένοι, κομψοί ἀριστοκράτες, ἦταν οἱ δημιουργοί ἑνός θαύματος: 
• Ἦταν ἕνας λαός πού, ἀποφασίζοντας νά ἀνακτήσει μόνος του τήν παλαιά, μεγάλη του πατρίδα, τά ἔβαλε μέ μιά ἀχανῆ Αὐτοκρατορία, τήν Ὀθωμανική, στήν ὁποίαν ἔκαναν πλάτες ἄλλες δυό, ἡ Βρεττανική καί ἡ Αὐστριακή· 
• πού δέχτηκε τά φοβερά ἀντίποινα τοῦ συνηθισμένου στίς σφαγές Τούρκου δυνάστη – τόν Πατριάρχη του κρεμασμένον, τή Χίο ἐξανδραποδισμένη, τήν Κύπρο ρημαγμένη· 
• καί παρά ταῦτα συνέχισε τήν Ἐπανάστασή του καί –λειτουργώντας αὐθόρμητα σάν ἕνα ὀργανωμένο σύνολο– περιόρισε τίς τουρκικές φρουρές στά κάστρα, ἄντεξε σέ σκληρές πολιορκίες, διέλυσε δυό στρατούς πού στάλθηκαν συγχρόνως ἐναντίον του, τρομοκράτησε τό ὀθωμανικό ναυτικό, ἐξανάγκασε τόν Σουλάνο νά ζητήσει τή βοήθεια τοῦ πασᾶ τῆς Αἰγύπτου καί νίκησε τούς ἡνωμένους στόλους αὐτῶν τῶν δυό μεγάλων κρατῶν· 
• τά ἔργα καί τά φοβερά του παθήματα ἐνέπνευσαν σέ Ἕλληνες καί ξένους μεγάλη ποίηση καί σπουδαῖα ἔργα ζωγραφικῆς. 
Μεγαλεῖο ἀνάλογο μέ αὐτό τῆς πρώτης φάσης τῆς Ἐπαναστάσεως (1821-1824) σπάνια τό συναντᾶς στήν παγκόσμια Ἱστορία ἀνά τούς αἰῶνες. 
Ἐμεῖς λοιπόν, πού ἀξιωθήκαμε τέτοιους προγόνους, χρέος μας ἔχουμε νά πιστέψουμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμός ἐξακολουθεῖ νά ἀναπνέει καί νά ὑπηρετεῖ τά ἀρχαῖα ἰδεώδη του καί, 
ἀκολουθώντας τά ἀχνάρια τῆς γενιᾶς τοῦ ’30, 
ἀποδεχόμενοι τίς ὀφειλές μας, 
νά ὀνειρευτοῦμε μιά ἄλλου εἴδους Πόλη καί νά δουλέψουμε γι’ αὐτήν 
– χωρίς ποτέ νά πάψουμε νά χαιρετοῦμε, μέ τόν ἀπέραντο σεβασμό πού τούς ὀφείλεται, τούς πρωτεργάτες τοῦ Ἀγώνα καί τό μεγαλειῶδες ὅραμά τους, τό ματαιωμένο. 
Άθηνᾶ Κακούρη

ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΑΛΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΕΡΓΙΟ ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΩΦ (Ελληνικά, Αγγλικά, Ρουμανικά)


Με αφορμή την επέτειο των 70 χρόνων από τον θάνατο του μεγάλου ρώσου διανοητή Σέργιου Μπουλγκάκωφ, διοργανώνεται στο Παρίσι το διήμερο 27-28 Ιουνίου 2014 συνέδριο, με θέμα: "Σέργιος Μπουλγκάκωφ, ένας πατέρας της σύγχρονης Εκκλησίας". 
Το πλήρες πρόγραμμα του συνεδρίου μπορείτε να δείτε εδώ.
Η Ιδιωτική Οδός, με αφορμή ακριβώς αυτή την επέτειο, δημοσιεύει ένα άρθρο του Δρ. Φιλοσοφίας Δημήτρη Μπαλτά για τον Σ. Μπουλγκάκωφ, σε τρεις γλώσσες (ελληνικά, αγγλικά, ρουμανικά).

Δημήτρης Μπαλτᾶς 
Σέργιος Μπουλγκάκωφ 
(1871-1944) 
Ἑβδομήντα ἔτη ἀπό τόν θάνατό του 
Τό παρόν ἀποτελεῖ μία σύντομη ἀναφορά στήν ζωή καί τό ἔργο τοῦ Σεργίου Μπουλγκάκωφ, μέ ἀφορμή τήν συμπλήρωση ἑβδομήντα ἐτῶν ἀπό τόν θάνατό του. 
Ὁ Σέργιος Μπουλγκάκωφ γεννήθηκε στίς 16 Ἰουλίου τοῦ 1871 στήν πόλη Λίβνυ, νότια τῆς Μόσχας. Ἄν καί μεγάλωσε μέσα σέ θρησκευτική ἀτμόσφαιρα, στήν ἀρχή τῆς πνευματικῆς του πορείας ἀσπάσθηκε τόν μαρξισμό, καί μάλιστα ὑπό τήν ἐκδοχή τοῦ λεγομένου «νομίμου μαρξισμοῦ». 
Τό πρῶτο δημοσίευμα τοῦ Μπουλγκάκωφ ἐπιγράφεται «Ὁ ρόλος τῆς ἀγορᾶς στό καπιταλιστικό σύστημα παραγωγῆς» (1897). Στήν συζήτηση γιά τήν δυνατότητα τῆς ἀναπτύξεως τοῦ καπιταλισμοῦ στήν Ρωσσία ὡς σταδίου μεταβάσεως στήν σοσιαλιστική οἰκονομία, ὁ Μπουλγκάκωφ δέχεται τήν ἀναγκαιότητα τῆς καπιταλιστικῆς ἐξελίξεως, κυρίως στό ζήτημα τῆς ἀγροτικῆς παραγωγῆς. Ὡστόσο, αὐτή ἡ τοποθέτηση ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τίς ἀπόψεις τόσο τῶν narodniki (= λαϊκιστῶν), ὅσο καί τῶν συνεπῶν μαρξιστῶν. Τό βασικό ἔργο αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι τό δίτομο «Καπιταλισμός καί γεωργία» (Ἁγία Πετρούπολη 1900). Ἐπισημαίνεται σχετικά ὅτι ἡ προσπάθεια (ἐνν. τοῦ Μπουλγκάκωφ) νά ἑρμηνεύσει τά προβλήματα τῆς γεωργίας σύμφωνα μέ τίς μαρξιστικές κατηγορίες ἔδειξε σ' αὐτόν τούς περιορισμούς τῆς θεωρίας (ἐνν. τοῦ Μάρξ) καί τό ἀνεφάρμοστο αὐτῆς σ’ αὐτόν τόν ἰδιαίτερο τομέα τῆς οἰκονομίας. Αὐτή ἦταν μία ἐκ τῶν «ἔσω» κριτική τοῦ μαρξισμοῦ (L. Zander, ‘’Memoir’’, στόν τόμο Sergius Boulgakov. A Bulgakov anthology, ed. J. Pain-N. Zernov, Philadelphia, 1976, σ. xxi). 
Ἀκολουθεῖ ἡ δεύτερη φάση τῆς πορείας τοῦ Μπουλγκάκωφ, ἡ ὁποία θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ χρονικά μεταξύ τῶν ἐτῶν 1905-1917. Ὁ Μπουλγκάκωφ εἶναι τώρα Καθηγητής τῆς Πολιτικῆς Οἰκονομίας στό Πανεπιστήμιο τοῦ Κιέβου καί στό Πανεπιστήμιο τῆς Μόσχας. Ὁρόσημο αὐτῆς τῆς ἐποχῆς εἶναι ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1905 οἱ ἰδεολογικές ρίζες τῆς ὁποίας βρίσκονται, ὥς ἕνα βαθμό, στίς θεωρήσεις τῶν «νομίμων μαρξιστῶν». Ἀκριβῶς σ’ αὐτήν τήν περίοδο ὁ Μπουλγκάκωφ, ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ, θά ἀπορρίψει τήν ἀνθρωπολογική καί τήν κοινωνική ἔκφραση τῆς μαρξικῆς κοσμοθεωρίας. Ἔτσι ὁ Ρῶσσος συγγραφέας ἀντιτίθεται στήν θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς οἰκονομικῆς μονάδας καί στήν ταύτιση τῆς ψυχολογίας τοῦ ἀτόμου μέ τήν ψυχολογία τῆς τάξεως. Ἕνα ἀπό τά πρῶτα βασικά κείμενα αὐτῆς τῆς περιόδου, δημοσιευμένο κατά τό 1906, ἐπιγράφεται «Ὁ Kάρλ Mάρξ ὡς θρησκευτικός τύπος» (ἑλλ. μετ. Δ. Μπαλτᾶς, Ἐκδόσεις Ἄθως, Ἀθήνα 2004). Ἀπό τά ἔργα αὐτῆς τῆς περιόδου θά ἀναφερθοῦν ἡ δίτομη συλλογή ἄρθρων ὑπό τήν ἐπιγραφή «Ἀπό τόν μαρξισμό στόν Ἰδεαλισμό» (Ἁγία Πετρούπολη 1903), ἡ ἐπίσης δίτομη συλλογή ἄρθρων «Δύο Πόλεις. Μελέτη περί τῆς φύσεως τῶν κοινωνικῶν Ἰδανικῶν» (Μόσχα 1911), ἡ περίφημη διατριβή ὑπό τήν ἐπιγραφή «Φιλοσοφία τῆς οἰκονομίας» (Μόσχα 1912) καί τό ὀγκῶδες «Φῶς Ἀνέσπερον» (Μόσχα 1917), τό ὁποῖο εἶναι μία ἀξιόλογη συμβολή στήν θρησκευτική φιλοσοφία. Στήν ἴδια, τέλος, ἐποχή ἀνήκει ὁ τόμος «Ἥσυχες σκέψεις» (Μόσχα 1918), πού περιλαμβάνει ἄρθρα τῶν ἐτῶν 1911-1915 (Ἕνα ἀπό τά ἄρθρα αὐτά εἶχα περιλάβει μεταφρασμένο στον τόμο Ρῶσσοι φιλόσοφοι. 19ος-20ός αἰ., Ἐκδόσεις Σαβάλλας, Ἀθήνα 2002, σσ. 54-67). 
Ἡ τελευταία φάση τῆς πνευματικῆς ἐξελίξεως τοῦ Μπουλγκάκωφ ἀρχίζει μετά τήν Ρωσσική Ἐπανάσταση τοῦ 1917 καί ὁλοκληρώνεται στά τέλη τῆς ζωῆς του. Ἄν καί ὁ Μπουλγκάκωφ δέν ἐρευνᾶ ἰδιαίτερα τόν χαρακτήρα τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1917, στόν βαθμό πού ἀσχολεῖται λ.χ. ὁ Ν. Μπερντιάγιεφ (1874-1948), ἔχει συντελεσθεῖ μία βαθειά ἀλλαγή στήν ζωή καί στήν σκέψη του, πρᾶγμα πού φαίνεται καί ἀπό τήν εἴσοδό του στήν ἱερωσύνη.


Εἶναι γνωστό ὅτι χειροτονήθηκε ἱερέας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τόν Ἰούνιο τοῦ 1918 στήν Λαύρα τοῦ Ἁγ. Σεργίου παρουσίᾳ ἐκλεκτῶν φίλων, ὅπως τοῦ Π. Φλωρένσκυ (1882-1938), Ν. Μπερντιάγιεφ κ.ἄ. Ὡστόσο, τό γεγονός αὐτό δέν σημαίνει ἀπολύτως τήν μετάβαση ἀπό τήν φιλοσοφία στήν θεολογία. Εἶναι ὀρθότερο, νομίζω, νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ Μπουλγκάκωφ εἶναι συνάμα φιλόσοφος πού θεολογεῖ καί θεολόγος πού φιλοσοφεῖ. Μάλιστα προκαλεῖ ἐντύπωση ὁ ἐνθουσιασμός τοῦ Μπουλγκάκωφ τόσο κατά τήν περίοδο ὅπου ἦταν μαρξιστής, ὅσο καί κατά τήν περίοδο πού ἐπανῆλθε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στήν συνέχεια μετέβη στό Πανεπιστήμιο τῆς Συμφερουπόλεως στήν Κριμαία μέχρι τήν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 1923 ὁπότε καί ἐξορίστηκε. Τότε, καί συγκεκριμένα στήν Γιάλτα, κατά τό 1922, συνέθεσε τό ἔργο «Ὑπό τίς ἐπάλξεις τῆς Χερσονήσου», τό ὁποῖο ἐκδόθηκε σέ γαλλική μετάφραση τό 1999. 
Ἀπό τό 1925 μέχρι τό 1944 ὁ Ρῶσσος διανοητής διδάσκει ὀρθόδοξη δογματική στό Institut de Theologie Orthodoxe Saint-Serge στό Παρίσι. Ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ἔφθασεν εἰς τόν Ἅγιον Σέργιον «ἦτο περισσότερο γνωστός ὡς ὁ μαρξιστής οἰκονομολόγος παρά ὡς ὁ νεωστί μεταστραφείς καί χειροτονηθείς. Διό ὑπῆρχε πολλή ἀντίδρασις διά τόν διορισμόν του εἰς τό Ἰνστιτοῦτον, παρά τό ὅτι oἱ πλεῖστοι τῶν ὑποστηρικτῶν του ἦσαν σφοδροί ἀντικομμουνισταί Ρῶσοι μετανάσται» (Θ. Σταύρου, «Σεργκέϊ Μπουλγκάκωφ», ΘΗΕ τ. 9, 187). Βεβαίως, ἀργότερα, ὁ Μπουλγκάκωφ ἦταν ἡ μορφή πού ἐνέπνεε σεβασμό καί κυριαρχοῦσε γιά πολλά χρόνια στόν Ἅγιο Σέργιο. Στήν τρίτη αυτή φάση τῆς πνευματικῆς πορείας του ὁ Μπουλγκάκωφ ἐκδίδει δύο τριλογίες δογματικοῦ περιεχομένου: α. «Ἡ φλεγόμενη βάτος» (Παρίσι 1927, ρωσσ.), «Ὁ φίλος τοῦ Νυμφίου» (Παρίσι 1927, ρωσσ.), «Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ» (Παρίσι 1929, ρωσσ.) καί β'. «Ὁ Παράκλητος (Παρίσι 1936, ρωσσ.), «Περί τοῦ ἐνσαρκωθέντος Λόγου» (Παρίσι 1943, γαλλ.), «Ἡ Νύμφη τοῦ Ἀρνίου (Παρίσι 1945, ρωσσ.). Ἐπίσης στήν ἴδια ἐποχή ἀνήκει τό εὐσύνοπτο «Ἡ Ὀρθοδοξία» (Παρίσι 1932). Ἐκτός αὐτῶν, ἰδιαίτερο φιλοσοφικό ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τά ἔργα «Die Tragodie der Philosophie» (Ντάρμσταντ 1927, μόνον γερμ.), τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν διαλεκτική τῆς γερμανικῆς φιλοσοφίας τοῦ ιθ' αἰ., «The Wisdom of God. A brief summary of sophiology» (Λονδίνο 1937), ὅπου ἀναφέρεται ἀκροθιγῶς ὁ Μπουλγκάκωφ στήν σοφιολογική θεωρία του, καί, τέλος, «Ἡ Φιλοσοφία τοῦ ὀνόματος» (Ἐκδόσεις L' Age d'Homme, Λωζάννη 1991, γαλλ.) πού ἀποτελεῖ μία σημαντική συμβολή τοῦ Μπουλγκάκωφ στήν φιλοσοφία τῆς γλώσσας. 
Γιά τήν ἱστορία, ἄς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μπουλγκάκωφ ἦλθε καί στήν Ἑλλάδα κατά τό 1936, ὅταν ἔλαβε μέρος στό Πανορθόδοξο Συνέδριο Θεολόγων στήν Ἀθήνα. 
Τρία χρόνια ἀργότερα, ὁ π. Σέργιος προσβλήθηκε «ἀπό καρκίνο τοῦ λάρυγγος, μετά ὅμως ἀπό δύο ἐγχειρήσεις διέφυγε τόν κίνδυνο, ἀλλά ἔχασε τή φωνή του καί ἐπέζησε μέχρι τίς 12 Ιουνίου 1944» (Ἠ. Μαστρογιαννόπουλος, Θεολογικές παρουσίες, Ἀθήνα 1986, σ. 57).


Dimitris Baltas 
Sergei Bulgakov (1871-1944) 
Seventy years since his death 
The present article constitutes a brief reference to the life and work of Sergei Bulgakov, on attaining seventy years since his death. 
Sergei Bulgakov was born on 16 July 1871 in the town of Livny, south of Moscow. Although he was raised in a religious ambience, he, in the beginning of his spiritual course, espoused Marxism and more so under the form of the so called ‘Legal Marxism’movement. 
Bulgakov’s first publication is entitled “The Significance of the Market in the Capitalist Production System” (1897). Discussing the possibility of the development of capitalism in Russia as a transition stage towards a socialist economy, Bulgakov accepts the necessity of the capitalist evolution, mainly on the issue of agricultural production. However, this stance contradicts the views of both the narodniki (=populists) as well as those of the consistent Marxists. The main work of this era is the two-volume Capitalism and Agriculture (St Petersburg, 1900). It is hereby noted that his effort to interpret the problems of agriculture according to the Marxism categories, made him realize the limitations of the Marxist theory and its inapplicability to this special sector of the economy. This was a ‘from the inside’ criticism of Marxism (L. Zander, “Memoir”, in vol. Sergius Boulgakov, A Bulgakov anthology, ed. J. Pain-N. Zernov, Philadelphia, 1976, p. xxi). 
Then we come to the second phase of Bulgakov’s course, which, chronologically speaking, should be placed, between 1905 and 1917. Bulgakov is now a Professor of Political Economy in the University of Kiev and in the University of Moscow. The Revolution of 1905 constitutes an important landmark of the era as its ideological roots lie, up to a certain degree, on the notions of the ‘Legal Marxists’. It is at this exact period that Bulgakov, under the influence of the German idealism, rejects the anthropological and the social expression of the Marxist world view. Hence, the Russian author contradicts the notion of the individual as an economic unit and the identification of the individual’s psychology to the psychology of the class. One of the first main texts of this period, published in 1906, is entitled Karl Marx as a Religious Type (D. Baltas, trans. in Greek, Athos, Athens 2004). Some of the works of this era that need to be mentioned are the two-volume article collection entitled‘From Marxism to Idealism’ (St Peterburg, 1903), the also two-volume article collection‘Two cities. Investigations into the nature of social ideals’ (Moscow, 1911), the celebrated thesis under the title The Philosophy of Economy: The World as Household (Moscow, 1912) and the massive The Unfading Light: contemplations and speculations (Moscow, 1917), which is a notable contribution to religious philosophy. Finally, the volume ‘Quiet Thoughts’, which includes articles dated between 1911 and 1915, can be traced in the same era. (One of these articles, having been translated, is included in my volume Russian Philosophers, 19th -20th century, Savalas ed., Athens 2002, pp. 54-67, in greek).
The last phase of Bulgakov’s spiritual development begins after the Russian Revolution of 1917 and is completed at the end of his life. Although Bulgakov does not especially investigate the nature of the Revolution of 1917, not in the sense that N. Berdyaev (1874-1948) does for example, a profound change in his life and thought has taken place, which is also reflected in his decision to enter priesthood. It is known that he was ordained an Orthodox Church priest in June 1918 in the Trinity Lavra of St Sergius, in the presence of a few distinguished friends, such as P. Florensky, N. Berdyaev et al. However, this fact does not necessarily mean a transition from philosophy to theology. It is more accurate, I believe, to maintain that Bulgakov is both a philosopher who theologizes and a theologian who philosophizes as well. Indeed, what creates an impression is Bulgakov’s enthusiasm during the era when he was a Marxist as well as when he returned to the Orthodox Church. Then he went to the University of Simferopol in Crimea until 1st January 1923, when he was exiled. It was then, in Yalta in 1922, that he wrote Sous les remparts de Chersonese published in French in 1999. 
From 1925 until 1944, the Russian thinker teaches the orthodox doctrine at the Institut de Theologie Orthodoxe Saint-Serge in Paris. It is mentioned that when he arrived at St Sergius “…he was known as the Marxist economist rather than the newly converted and ordained. That is why there was a lot of reaction against his appointment at the Institute, although most of his supporters were strongly anticommunist Russian immigrants” (Θ. Σταύρου, «Σεργκέϊ Μπολυλγκάκωφ», Θρηκσευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 9, 187). Of course, later on, Bulgakov was a respectful figure who dominated St Sergius for many years. In this – the third – phase of his spiritual development, Bulgakov publishes two trilogies of doctrinal content: a. ‘The Burning Bush: On the Orthodox Veneration of the Mother of God’. (Paris, 1927, in Russian), ‘The Friend of the Bridegroom: On the Orthodox Veneration of the Forerunner’, (Paris, 1927), ‘Jacob’s ladder: on angels’ (Paris, 1929) and b. ‘Le Paraclet (Paris, 1936), The Incarnate Word (Paris, 1943), ‘The Bride of the Lamb’ (Paris, 1945). Also another work of this era is the concise work ‘L’orthodoxie’ (Paris, 1932). Apart from these, the following works are of a special philosophical interest: Die Tragodie der Philosophie (Darmstadt, 1927), which refers to the dialectics of the 19th century German philosophy, The Wisdom of God. A brief summary of sophiology (London, 1937), in which Bulgakov briefly alludes to his sophiological theory, and finally Philosophy of the Name, (L’Age d’Homme, Lozanne, 1991) which constitutes Bulgakov’s important contribution to language philosophy. 
For the record, it should be mentioned that Bulgakov also visited Greece in 1936 when he participated in a Pan Orthodox Congress in Athens. Three years later, father Sergei was stricken “by cancer of the larynx, but after two surgeries he escaped the danger; he lost his voice though and survived until 12thJune 1944” (Η. Mastrogiannopoulos, Θεολογικές Παρουσίες, Athens, 1986, p. 57).


Serghei Bulgakov (1971-1944) 
Serghei Bulgakov s-a născut în anul 1871 în orașul Livny, la sud de Moscova. Deși a crescut într-o atmosferă ortodoxă, la începutul drumului său spiritual a îmbrățișat marxismul. Prima scriere a lui Bulgakov are următorul titlu: «Rolul pieței în sistemul capitalist de producție» (1897). Referindu-se la posibilitatea dezvoltării capitalismului în Rusia, ca stadiu de trecere la economia socialistă, Bulgakov acceptă necesitatea evoluției capitaliste, mai ales în domeniul agrar. Totuși, opinia sa întră în contradicție atât cu poziția populiștilor (narodniki), cât și cu cea a marxiștilor. 
Lucrarea de căpătâi scrisă în această perioadă este «Capitalism și Agricultură» (Sankt Petersburg 1900). Încercarea sa eșuată de a interpreta chestiunea agrară prin prisma concepțiilor marxiste l-a făcut să-și dea seama de limitările teoriei marxiste și de faptul că aceasta nu poate fi aplicată în acest domeniu special al economiei. Odată realizat acest lucru, Bulgakov efectuează o critică ad intra a marxismului (L. Zander, «Memoir», în volumul Sergius Bulgakov. A Bulgakov anthology, ed. J. Pain-N. Zemov, Philadelphia 1976, p. xxi). 
Urmează a doua etapă a carierei spirituale a lui Bulgakov, care poate fi încadrată temporal între anii 1905-1917. Serghei este numit profesor de economie politică la Universitățile din Kiev și Moscova. Piatra de hotar a acestei perioade este reprezentată de Revoluția din 1905, ale cărei rădăcini ideologice trebuie căutate, până într-un anumit punct, în teoriile «marxiștilor legali». În acești ani, Bulgakov, vizibil influențat de idealismul german, respinge orice expresie antropologică sau socială a teoriei marxiste. Astfel, scriitorul rus nu este de acord cu concepția conform căreia omul este văzut ca o unitate economică, așa cum nu este de acord nici cu identificarea psihologiei individului cu psihologia clasei sociale din care face parte. 
Una dintre principalele lucrări scrise în această perioadă este «Karl Marx ca ins religios», publicată în anul 1906. De asemenea, putem aminti aici și următoarele opere: colecția de articole, în două volume, intitulată «De la Marxism la Idealism» (Sankt Petersburg 1903), colecția de articole «Două orașe. Studiu despre natura idealurilor sociale» (Moscova 1911), renumita dizertație «Filosofia economiei» (Moscova 1912), precum și lucrarea «Lumina neînserată» (Moscova 1917). Aceasta din urmă reprezintă o scriere uriașă nu numai ca dimensiuni, ci și prin prisma contribuției sale la dezvoltarea filosofiei religioase. Tot în aceeași perioadă, se încadrează și volumul «Gânduri liniștite» (Moscova 1918), care conține articole publicate între anii 1911-1915. 
Ultima etapă a carierei spirituale a lui Bulgakov începe după Revoluția Rusă din 1917 și se încheie odată cu viața acestuia. Deși nu este preocupat în mod deosebit cu studierea Revoluției bolșevice din 1917, așa cum a fost de pildă Nikolai Berdiaev (1874-1948), totuși nu poate fi ingorat faptul că aceasta a contribuit decisiv la schimbarea profundă a modului său de gândire. Apogeul acestei schimbări este reprezentat de hotărârea sa de a intra în tagma preoțească. 
Este cunoscut faptul că, în iunie 1918, a fost hirotonit preot al Bisericii Ortodoxe, în Lavra Sf. Serghie, în prezența unor prieteni distinși, precum Pavel Florensky şi Nikolai Berdiaev, ș.a. Totuși, acest eveniment nu înseamnă neapărat trecerea sa de la gândirea filosofică la cea teologică. Cred că mai corect ar fi să spunem că Bulgakov este un filosof care teologhisește și, în același timp, un teolog care filosofează. Ceea ce impresionează în cazul său este acel entuziasm înflăcărat care l-a însoțit pretutindenea și pe toată durata vieții sale, atât în perioada când a fost un filosof marxist, cât mai ales din momentul hirotonirii sale ca preot al Bisericii Ortodoxe. După hirotonire, a plecat în Crimeea, unde a fost profesor la Universitatea din Simferopol până pe 1 ianuarie 1923, când a fost exilat. În Crimeea a scris lucrarea «Sub ocrotirea Chersonului», apărută ulterior (1999) și în traducere franceză («Sous les remparts de Chersonèse»). 
Din 1925 și până în 1944, intelectualul rus a fost profesor de Dogmatică Ortodoxă la Institutul Saint Serge din Paris. Scriitorul T. Stávrou spune că, atunci când a ajuns la Institut, Bulgakov era cunoscut mai mult ca economist marxist decât ca teolog ortodox. De aceea mulți s-au împotrivit numirii sale ca profesor la acest institut, cu toate că cei mai mulți dintre susținătorii săi erau intelectuali ruși anticomuniști [«Serghei Bulgakov», în ΘΗΕ (Enciclopedie religioasă și morală), vol. IX, p. 187]. 
Desigur, mai târziu, Bulgakov a câștigat respectul tuturor, devenind una din cele mai reprezentative personalități ale Institutului. În această a trei etapă a vieții sale, teologul rus a scris două trilogii cu conținut dogmatic. Prima conține următoarele opere: «Rugul aprins» (Paris 1927), «Prietenul Mirelui» (Paris 1927) și «Scara lui Iacov» (Paris 1929), iar a doua: «Mângâietorul» (Paris 1936), «Despre Cuvântul întrupat» (Paris 1943) și «Mireasa Mielului» (Paris 1945). 
De asemenea, din aceeași perioadă datează și lucrarea «Ortodoxia» (Paris 1932). În afară de acestea, un interes deosebit prezintă și operele: «Die Tragodie der Philosophie» (Darmstadt 1927), lucrare care tratează dialectica filosofiei germane a secolului XIX, «The Wisdom of God. A brief summary of sophiology» (Londra 1937), care descrie pe scurt teoriile sale sofiologice, «Filosofia numelui» (ed. L’ Age d’ Homme, Lausanne 1991), un tratat remarcabil despre filosofia limbajului. 
Bulgakov a vizitat și Grecia în anul 1936, cu ocazia desfășurării Conferinței Panortodoxe a Teologilor (Atena 1936). Trei ani mai târziu, părintele Serghei s-a îmbolnăvit, fiind diagnosticat cu cancer la laringe. «Două intervenții chirurgicale efectuate cu succes l-au ajutat să scape de orice pericol. Și-a pierdut însă vocea. După aceea a mai trăit aproape cinci ani, dându-și ultima suflare pe 12 iunie 1944» [I. Mastrogiannópoulos, Θεολογικές παρουσίες (Prezențe teologice), Atena 1986, p. 57].