Του Γιάννη Γιγουρτσή
Θα μπορούσα να γράψω πολλά μια μέρα σαν τη σημερινή για τον Μάνο Χατζιδάκι. 20 χρόνια ακριβώς από το θάνατό του, σαν σήμερα, ημέρα Τετάρτη τότε, στις 15 Ιουνίου 1994. Οι στρογγυλές επέτειοι, άλλωστε, προσφέρονται για μεγάλα αφιερώματα.
Θα μπορούσα να σας πω για το μουσικό του έργο του, την μείζονα προσφορά του στην μουσική και στον πολιτισμό. Θα μιλούσα για τα άρτια κείμενά του, υψηλά δείγματα δοκιμιακής γραφής και λογοτεχνικότητας και για τις δημόσιες παρεμβάσεις του που υπήρξαν γεγονότα πολιτισμού. Θα σας έλεγα για τον χαρακτήρα του, την ευγένεια και την δοτικότητά του, τον βαθύ πολιτισμό και την δημιουργική «τεμπελιά» του, για την αδιαπραγμάτευτη πίστη στις αρχές και τις αξίες για την τέχνη και τη ζωή, αρχές και αξίες που υπερασπιζόταν σε τόνους χαμηλούς αλλά με σθένος, χωρίς να διστάσει ωστόσο, όποτε χρειαζόταν, να δείξει γενναιότητα και αποφασιστικότητα μαχητή.
Θα μπορούσα να σας μιλήσω ακόμα για τους φίλους και τους συνεργάτες του, τους ανθρώπους που αγάπησε και τον αγάπησαν, για την Μελίνα που λάτρεψε και τον λάτρεψε, για το Νίκο Γκάτσο που υπήρξε ο μεγάλος φίλος, αδελφός και δάσκαλος, για τους πολλούς καλούς Γιώργηδες της ζωής του- ανάμεσά τους και ο θετός του γιός Γιώργος Θεοφανόπουλος, αλλά και για την Ντόρα, τον Σπύρο, το Βασίλη, την Έλλη, τον Ηλία, το Θόδωρο, τον Τάσο, τη Νένα, τη Μαρία, την Νανά, την Αλίκη, τον Τάκη, τον Μίνω, την Αγάθη, τον Άρη και όλους όσοι βρέθηκαν δίπλα του, πήραν, έδωσαν, μοιράστηκαν, μετέδωσαν και τελικά δημιούργησαν μαζί με εκείνον μία από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του ελληνικού πολιτισμού, στιγμή που είχαμε την τύχη να βιώσουμε, έστω και εν μέρει, και εμείς.
Θα μπορούσα να σας μιλήσω για την ιδιαίτερη σχέση του με την πατρίδα μου, την Κρήτη. Για το Ρέθυμνο από όπου καταγόταν και για τα Ανώγεια που αγάπησε, για τους αγώνες της λύρας και τον Ψαραντώνη, για το Ηράκλειο και τη μυσταγωγία του Μουσικού Αυγούστου που ως παιδιά ζήσαμε, για την μουσική Ακαδημία Κρήτης και το ιστορικό πιάνο που ο ίδιος επέλεξε, για τους στενούς του φίλους εκεί, που τυχαίνει να γνωρίζω καλά, τον Νίκο Κοπιδάκη, τον Γιάννη Περτσελάκη, τον Μανώλη Καρέλλη κ.α.. Για τα ατελείωτα βράδια συζητήσεων περί μουσικής, πολιτικής και πολιτισμού στο ξενοδοχείο Galaxy όπου διέμενε- πώς να ξεχάσω ότι τον έβλεπα και τον άκουγα να μιλά με την Θεοδωράκη και την Φαραντούρη μετά από κοινή συναυλία ή με τον Κούν και τον Τσαρούχη μετά την παράσταση των Ορνίθων του Θεάτρου Τέχνης.
Θα μπορούσα να σας μιλήσω τέλος για την προσωπική μου σχέση μαζί του, την πρώτη μου γνωριμία με τον ίδιο και την μουσική του σε μια συναυλία στο Ηράκλειο, δεκάχρονο παιδί, όπου οι διοργανωτές με έβαλαν να του δώσω την ανθοδέσμη στο τέλος της συναυλίας και εκείνος με αγκάλιασε και με φίλησε, τη συνέντευξη που του πήρα στα 15 ως μαθητής Λυκείου στο Παγκρήτιο, τις επισκέψεις στο σπίτι του και τις κατά καιρούς συναντήσεις μαζί του, για το δέος και τον θαυμασμό που ένιωθα όποτε τον συναντούσα, γεγονός που προσπαθούσε να με κάνει να ξεπεράσω πειράζοντας με, με χιούμορ και πάντα με ευγένεια.
Δεν θα το κάνω ωστόσο, δεν θα μιλήσω. Ειδικά σήμερα όχι. Στον Χατζιδάκι δεν άρεσαν τα μνημόσυνα και οι παρελθοντολογίες. Προτιμούσε την ζωντανή επαφή, την δημιουργία, την έκφραση, το να κοιτάμε την ουσία των πραγμάτων, την ουσία της μουσική- άρα και την ουσία της ζωής- και να βλέπουμε μπροστά.
Στο Μάνο Χατζιδάκι νιώθω ότι χρωστάω τόσο πολλά, συλλογικά -ως μέλος της γενιάς μου, ως Έλληνας-, αλλά και προσωπικά, ώστε θα χρειαζόταν να γράψω μια ολόκληρη πραγματεία και να κάνω πολλά ακόμα για να φανώ αντάξιος της οφειλής και της κληρονομιάς πολιτισμού που μας άφησε. Δεν είναι η στιγμή ακόμα, και για αυτό προτιμώ να περιοριστώ σε αυτό το μικρό σχόλιο και να σιωπήσω. Αν κάποτε έρθει εκείνη η ώρα, αυτό θα γίνει πάντως με τον τρόπο που εκείνος μας δίδαξε, με τον τρόπο του Μάνου.
...............................................
Ήταν γύρω στο μεσημέρι, στις 15 Ιουνίου του 1994, όταν έμαθα για τον θάνατό του. Υπηρετούσα ως φαντάρος στη Χίο, στο 476 Τάγμα Πυροβολικού. Η μονάδα ήταν δύσκολη και χωροταξικά απομονωμένη, πάνω στο βουνό και μέσα στο δάσος στην περιοχή Καμπί, πολύ κοντά στα Μαστιχοχώρια. Επιπλέον είχα ήμουν «τιμωρημένος» και είχα να βγω μέρες και βέβαια είχα υπηρεσία το βράδυ.
Το νέο με συγκλόνισε, αν και δεν ήταν έκπληξη, καθώς γνώριζα τα προβλήματα της υγείας του. Ο κόσμος γύρω μου χάθηκε. Ένιωθα να βρίσκομαι αλλού και να μην επικοινωνώ με το περιβάλλον. Το βράδυ η υπηρεσία μου, που ήταν νούμερο γερμανικό (2-4), δεν με ζόρισε καθόλου, όπως συνήθως, γιατί απλά δε μπόρεσα να κλείσω μάτι όλη νύχτα.
Ξημερώθηκα ακούγοντας μουσική του που συνεχώς μετέδιδαν τα ραδιόφωνα. Η μεγάλη απώλεια ήταν πρώτα από όλα για μένα προσωπική υπόθεση, και για αυτό διαχειρίστηκα και το πένθος προσωπικά. Ένιωσα να θρηνώ με όλη μου την ύπαρξη. Δεν μπόρεσα όμως να κλάψω. Δεν έβγαιναν δάκρυα. Ίσως να είχαν στερέψει όταν λίγους μήνες πριν αποχαιρετούσα στην Αθήνα την αγαπημένη του και αγαπημένη μου Μελίνα. Εκείνη την ημέρα, 15 Ιουνίου, φαίνεται είχε δώσει το ραντεβού μαζί της, όταν στις αρχές της ίδιας χρονιάς την επισκέφτηκε στη Νέα Υόρκη και την αποχαιρέτησε στο νοσοκομείο Memorial, την παραμονή της τελευταίας της εγχείρησης.
Για μένα - και για πολλoύς - ακόμα την 16η Ιουνίου ξημέρωνε όχι μόνο μια καινούργια μέρα μα και μια νέα εποχή, η μετά Χατζιδάκι (μ.Χ.) - αλλά όχι χωρίς το Χατζιδάκι- περίοδος της ζωή μου.
Κωνσταντινούπολη, 15 Ιουνίου 20 μ.Χ (ή 2014 κατά τη χριστιανική χρονολόγηση)
Κι εγώ εκείνη την ημέρα υπηρετούσα -στον Πύργο της Ηλείας. Οι φίλοι που γνώριζαν την αγάπη μου για εκείνον δεν ήξεραν με ποιον τρόπο να μου το ανακοινώσουν. Ήταν η πρώτη και μοναδική στιγμή στη ζωή μου κατά την οποία ένιωσα "φυλακισμένος" με αλυσίδες χιαστί μπροστά στο στήθος. Ήθελα να τρέξω στην Αθήνα αλλά ήταν αδύνατον...
ΑπάντησηΔιαγραφή