Ὁ Ἀλκῆς
ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
"Ἀγαλλιᾶσθε παρθένοι, καθότι
Θεοτόκος ἡ συμβία ὑμῶν."
(Αὐγουστῖνος)
Μεταξὺ τῶν γραφικῶν καὶ ἀλήστων τῆς Χαλκηδόνος τοῦ "παλαιοῦ καλοῦ καιροῦ", ὅπως ὁ Παπάγγελος, Ἀρχιμ. Ζορμπᾶς, ὁ Πριμικήριος Θ. Θεοφανείδης, ὁ ξυδᾶς Α. Θεοφιλίδης κ.ἄ., ἦταν καὶ ὁ ἱεροψάλτης –ὄχι "ἱερόδουλος" ὅπως ἔλεγε ὁ Παπαγιάννης γιὰ τοὺς κληρικούς!– Ἀλκιβιάδης (Ἀλκῆς) Παπαδόπουλος, ἀδελφὸς τοῦ ὀνομαστοῦ κουρέα τῆς ἀριστοκρατίας στὸ Ταξίμι Ἀντωνάκη, τῆς Ζωῆς (Μπιμπῆς) καὶ τῆς Κατίνας στὸ Rıza Paşa.
Ὁ Ἀλκῆς ἐχρημάτισε ἐπὶ τοῦ διαπρεποῦς Χαλκηδόνος Μαξίμου ἐκ χώρας Λαζικῆς, ἀριστερὸς ψάλτης τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔχων βοηθοὺς τοὺς δύο γιοὺς τοῦ δασκάλου Κ. Γεωργαντίδη τὸν Γιῶργο καὶ τὸν Μιχάλη, μαζὶ μὲ τὸν δεξιὸ Πρωτοψάλτη Θρασύβουλο Γκιτζῆ, συνεπικουρούμενο ἀπὸ κάποιο Λευτέρη. Ἦταν ὡραῖος στὰ νιάτα του καὶ λιμπιστερὸς μὲ κοντὸ, παχὺ μουστάκι καὶ ἀργότερον γυαλιά, περιποιημένος, ἀλλὰ δύστροπος, καυγατζῆς καὶ παραδοσιακῶς κουτσομπόλης.
Ὅταν ψάλανε οἱ δυὸ στὸ ναό, ὁ Γκιτζῆς μὲ τὴ δεξιὰ παλάμη ἀκουμπισμένη στὸ στραβοκέφαλο σὰν ἀμανετζῆς –ἴσως πρόδρομος τῶν σημερινῶν ἀκουστικῶν τῶν τραγουδιστῶν– γιὰ νὰ ἐλέγχει τὴ φωνή του; ἐνίοτε ἀνέβαζε τὸ ἴσο –πρᾶγμα ὄχι σπάνιο στὸ "εὐλογημένο" συνάφι τῶν ψαλτῶν γιὰ νὰ δυσκολέψουν τὸ ὄχι ὑψίφωνο ἀριστερό!– ἀντιφώνει ὁ Ἀλκῆς στριγκλιστικῶς ὡσὰν τὸν τεθλασμενόφωνο (çatlak sesli) Θ. Θεοφανείδη, ὅτε τὸ τερψιηχητικὸν ἄκουσμα μετατρέπετο εἰς κνηθοακουστικόν!
Ὁ Ἀλκῆς κατοικοῦσε σ’ ἕνα παλαιὸ τριώροφον ἀρχοντικὸν ἀντίκρυ στὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ κήπου τοῦ ναοῦ, ποὖχε μετὰ τὶς μαρμάρινες σκάλες, εὐρύχωρο ἐσωτερικὸ προαύλιο μ’ ἕνα μεγάλο φίκο καὶ τζαμαϊκάνι, ἐνῶ ἡ κουζίνα βρισκόταν ὡς συνήθως στὸν κάτω ὄροφο. Ζοῦσε μὲ τὴν οἰκογένειά του, τὴν Χαρίκλεια μία ἁγία γυναῖκα καὶ τὶς δυὸ κόρες του, τὴν Ἀντιγόνη καὶ τὴ Θάλεια ποὺ τὴ φώναζε Λαλῆ, ἐνῶ ὁ γιὸς ὁ Μίμης μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ματαίας ἀναμονῆς ἀποκαταστάσεως αὐτῶν κατὰ τὰ τότε κρατοῦντα, ἔφυγε καὶ παντρεύτηκε, πρᾶγμα ποὺ δὲν τοῦ τὸ συγχώρεσαν ποτέ! Ἡ εὐσεβὴς οἰκογένεια συνδεόταν καὶ μὲ Ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν Χριστουπόλεως Μελέτιο καὶ τὸν Κυδωνιῶν Ἀγαθάγγελο.
Ἐδῶ λοιπὸν ζῆσαν, μέσα στὸ ἴδιο σπίτι, "μαζὶ καὶ χωρισμένοι" ἐπὶ σαράντα χρόνια, ὄχι μὲ τὰ ἐπαίσχυντα τείχη τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ μπροστὰ ὁ Ἀλκῆς καὶ πίσω οἱ κυρίες, ἀκοινωνήτως τὸ ἀντρόγυνο μέχρι σχεδὸν τὴν ἀσθένεια τοῦ Ἀλκῆ. Πρᾶγμα βέβαια ὄχι σπάνιο καὶ σήμερα μεταξὺ συγγενῶν καὶ φίλων, μετὰ μάλιστα ἀπὸ μεγάλες "ἀγάπες" καὶ λυκο-φιλίες. Ἄγνωστο πάντως τὸ γιατί. Ὅμως τεκμήριο τῆς κακίας καὶ τοῦ πείσματος τῶν ἀνθρώπων. Οἱ κόρες φρόντιζαν τὸ μπαμπὰ καὶ ἔμειναν γεροντοκόρες "ἑβραϊστὶ δὲ (οὐχὶ) Γαββαθᾶ" ἀλλὰ kız kurusu, μὲ ὅλα τὰ παραμαρτοῦντα. Ἦταν ὅμως συμπαθεῖς, καίτοι δὲν τὰ περνοῦσαν πάντοτε καλά, καὶ ἡ μὲν λογία Ἀντιγόνη δούλεψε ἐπί τι διάστημα στὸ Βαλουκλῆ καὶ μετὰ στὴν "Ἀπογευματινή", ἦταν καλὴ μαγείρισσα –καὶ ὄχι ὅπως πολλὲς σήμερα ἔχουν μόνο "ἄλλα" ἐνδιαφέροντα, συνεπικουρούμεναι καὶ ὑπὸ τῆς φασφουντοφαγίας καὶ τῶν ἑτοίμων ἐδεσμάτων– ἀλλὰ καὶ προικισμένη μὲ γλωσσολαλία ἐξουθενωτική, καὶ ὑπνοϋποβλητική, ἐνῶ ἡ μικρότερη Θάλεια ράφτρα καὶ ὀλιγόλογη. Ἐκεῖνα δὲ τὰ χρόνια ἦλθε στὴν Πόλη ἡ μεγάλη Σοφία Βέμπο. Οἱ ἀδελφὲς γνωρίστηκαν μ’ αὐτὴν καὶ συνδέθηκαν φιλικῶς, πρᾶγμα ἀξιοσημείωτον.
Τὸ σπίτι εἶχε φυσικὰ ἀρκετὲς ὄμορφες ἀντίκες (ἕνα λεπτὸ σαλόνι μὲ Gobelin, πίνακες κεντητούς, καθρέπτες, κονσόλια, σερβίτσια κ.ἄ), καὶ ἕνα γάτο τὸν Τώνη, ποὺ τὸν εἶχαν σὰν παιδί. Πίσω δὲ ὑπῆρχε κῆπος μετὰ κουμασίου, ὅπου βόσκανε ὄμορφες λευκὲς κότες, χάρμα τῶν ὀφθαλμῶν, οἱ ὁποῖες κλωσσοῦσανε κιόλας.
Ἔτσι φάγανε τὴ ζωή τους ἀντρόγυνο καὶ οἱ δύστυχες οἱ κόρες, σὰν πόσες ἄλλες, ὥσπου ἔσβησαν ἀργότερα. Πᾶνε ὅλα αὐτά, καὶ ἴσως γι’ αὐτὸ σήμερα στὴν ταχύρρυθμη ἐποχή μας, ζοῦμε τὴν ἡδονιστικὴ καὶ μόνον ἀπόλαυση τῆς στιγμῆς σ’ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς βιοτῆς μας.
Αἰωνία τους ἡ μνήμη
Συγκινητικὸ πέρα γιὰ πέρα, Σεβασμιώτατε, τὸ νοσταλγικό, ἀνθρώπινο καὶ "εἰς τὶμὴν καὶ μνήμην"κατατεθειμένο κέιμενό Σας. Χαριτωμενος ὁ λογος Σας, ποὺ ἀνεβοκατεβάζει τὴν ἀνάσα μας: ποὺ πότε μπερδευεται μὲ δάκρυα, πότε μὲ χιουμορ...Νὰ Σᾶς ἔχει ὁ Θεὸς καλά, σεβαστέ μου Γέροντα. π.κ. ν. καλλιανός, σκοπελος
ΑπάντησηΔιαγραφή