Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

Ο ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΣΑΛΑΧΟΥΡΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΣΕ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΑΔΟΘΕΙ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ

Ο Κόντογλου φιλοτεχνεί το παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου
του Ι. Ναού Αγ. Κωνσταντίνου Ομονοίας το 1950

Το Ρωμαίικο και η λύπη του 
Κείμενο - φωτογραφίες του συνθέτη Φίλιππου Τσαλαχούρη
Στα δεκατέσσερά μου χρόνια, ο Γιάννης Τσαρούχης μου είπε στον κήπο του σπιτιού του στο Μαρούσι: 
-«…να διαβάσεις Κόντογλου!». 
Είχε προηγηθεί συζήτηση για τον Καζαντζάκη, ανάμεσα σε εκείνον και ένα άλλο επισκέπτη. 
Με την παιδική μου αφέλεια, αλλά και το θράσος, είπα πως προσπάθησα να διαβάσω το περασμένο καλοκαίρι ένα από τα βιβλία του και δεν τα κατάφερα διότι η γλώσσα με είχε δυσκολέψει... και ο Τσαρούχης σχολίασε: 
-«…ο Καζαντζάκης ήταν συγγραφέας, αλλά η γλώσσα δεν τον υπηρέτησε ποτέ, ο Κόντογλου δεν ήταν συγγραφέας, αλλά η γλώσσα τον υπηρέτησε πιστά». 
Έτσι άρχισα να διαβάζω Κόντογλου και δεν έχω σταματήσει μέχρι σήμερα. Αν και έχω ολοκληρώσει την ανάγνωση των απάντων του, συχνά ανατρέχω σε κάποιο απ’ αυτά, για να ανακαλέσω κάποια συγκίνηση. 
Δεν θα μπορούσα να μην αναζητήσω και το ζωγραφικό του έργο, το αγιογραφικό. Με την περιέργεια, το σεβασμό και πάνω από όλα τη συγκίνηση, επισκέφτηκα όσες εκκλησίες μπορούσα. Ανάμεσα σ’ αυτές, και το μαγευτικό παρεκκλήσιο του Αγίου Κωνσταντίνου, απέναντι από το Εθνικό Θέατρο. Μου φάνηκε, τότε, σαν ένα από τα μαγικότερα σημεία της πολύβουης και παντελώς ξεκομμένης από καθετί πνευματικό, Αθήνας. Εκεί, κάτω από τη σκάλα με τρόπο σοφό, ευαίσθητο, θεοσεβούμενο, μαγικό, ποιητικό και ανθρώπινο, ο Κόντογλου έφτιαξε ένα αριστούργημα. Μάθημα για κάθε αγιογράφο πώς σε έναν τόσο μικρό χώρο, μπορείς να ακολουθήσεις όλους τους κανόνες και τις παραδόσεις, μάθημα για κάθε καλλιτέχνη για τη βασανιστική σχέση δομής και κλίμακας, απάγκιο για κάθε απλό επισκέπτη που νιώθει γαλήνη, χωρίς να έχει την υποχρέωση να εξηγήσει.


Πρέπει η τελευταία μου επίσκεψη να ήταν κατά τις δοκιμές ενός έργου μου στο Εθνικό Θέατρο, πριν δώδεκα χρόνια. 
Λίγες ημέρες πριν, βρέθηκα εκεί κοντά και ένιωσα την ανάγκη να ανάψω ένα κερί και να επιστρέψω φευγαλέα στα παιδικά μου χρόνια. Η κατάσταση του παρεκκλησίου είναι τραγική. Η φθορά από την υγρασία και την αιθάλη και τα κενά στις επιφάνειες από κλοπές προκαλούν μεγάλη θλίψη και αβάσταχτη απογοήτευση. 
Μέσα σε λίγα χρόνια έχει σχεδόν καταστραφεί ένα μοναδικό κομμάτι της νεοελληνικής Τέχνης. Η σκέψη μου, τα λίγα λεπτά που άντεξα να παραμείνω, σε εκείνον το χώρο είχε ραγίσει. Δεν μπορούσα να πιστέψω το μέγεθος της εγκατάλειψης. Δεν μπορούσα να δικαιολογήσω το λόγο που εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό. Άδικα σκέφτηκα πως το «παγκάρι» είναι η προτεραιότητα εμπρός στην Τέχνη και τα έργα της. Ποιος χώρος θα παρέμενε επισκέψιμος έπειτα από κλοπή αλλά και εκτεταμένη φθορά; Πληγώθηκα. 


Αποφάσισα να επισκεφθώ το παρεκκλήσιο της Πολυκλινικής Αθηνών στην οδό Πειραιώς, το οποίο επίσης, έχει ιστορήσει ο Κόντογλου. Ευτυχώς το βρήκα σε καλύτερη κατάσταση. Στη διαδρομή σκεφτόμουν την άγνοια. Ζήτημα ένας ή δύο από όσους βάδιζαν πλάι μου να γνώριζαν το όνομα ή και το έργο του Κόντογλου. Δεν θα μπορούσα να κατηγορήσω κάποιον από όλους αυτούς για αυτό. 
Κατηγορώ, όμως, όλους εκείνους που «επικαλούνται» χωρίς να γνωρίζουν, που «κρίνουν» χωρίς αντίκρισμα, που «επιλέγουν» ανερυθρίαστα ότι τους βολεύει, που «στηρίζουν» ιδεολογικά την άγνοια. Ο Κάρολος Κουν θεωρούσε τον Κόντογλου ως δάσκαλό του, λέγοντας πως από εκείνον έμαθε τα «πιο ακριβά και τα καλύτερα». Από εκείνον ανακάλυψε το «ρωμαίικο», από εκείνον γεννήθηκε ο «λαϊκός εξπρεσσιονισμός», χωρίς τον Κόντογλου δεν θα υπήρχε το Θέατρο Τέχνης. Ο Κουν τόνιζε το χαρακτηρισμό «αναχωρητής». Ο Κόντογλου έλεγε, ήταν αναχωρητής, διότι όταν έπιανε το πινέλο «αναχωρούσε». 
Ο Μάριος Πλωρίτης αναφέρει το «χρέος» του Κουν προς τον Κόντογλου και την αποδοχή της «επιστροφής στο ρωμαίικο». Πόσοι από τους θεατρολόγους, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, πόσα από τα εκατοντάδες παιδιά του Θεάτρου Τέχνης γνώριζαν για αυτή την καταβολή – καταγωγή; …και πόσοι από όλους αυτούς ένιωσαν την ανάγκη να διαβάσουν για να «καταλάβουν»;

Ο Φώτης Κόντογλου αγιογράφησε το παρεκκλήσι της Πολυκλινικής Αθηνών
μαζί με τον Πέτρο Βαμπούλη, τη χρονιά του θανάτου του, το 1965.

Ο Μάνος Χατζιδάκις αναφέρει συχνά τον Κόντογλου. Διηγείται πως τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής του στην Αθήνα, διάβαζε με συγκίνηση την Βασάντα του Κόντογλου. Όλες αυτές οι στρατιές «χατζιδακικών» θαυμαστών, αναδημιουργών, μιμητών, σκέφτηκαν να διαβάσουν την Βασάντα; Εγώ την είχα διαβάσει όταν συνάντησα την πληροφορία για τον θαυμασμό του Χατζιδάκι σε αυτό το κείμενο. Αμέσως το ξαναδιάβασα και προσπάθησα να ανακαλύψω τι ήταν αυτό που μπορεί να κέρδισε τον νεαρό Μάνο Χατζιδάκι. Δεν το έχω βρει ακόμη. Για την ακρίβεια, δεν το έχω βρει συγκεκριμένα. Μόνον γενικά μπορώ να το προσδιορίσω. 

Μιλάνε καθημερινά «επί παντός του ελληνικού» υπερασπιστές του πολιτισμού, διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Παλαιολόγων, μικρανίψια των ηρώων της Επανάστασης αλλά και ειδήμονες της γλώσσας, της ιστορίας και κυρίως προφήτες του λαμπρού προορισμού μας και ιππότες που θα μας προστατεύσουν από τις σκοτεινές δυνάμεις που νυχθημερόν σχεδιάζουν την καταστροφή του Ελληνισμού, από φθόνο και μίσος. 
Όποιος επισκεφτεί το παρεκκλήσιο του Αγίου Κωνσταντίνου θα διαπιστώσει πως δεν έχουμε ανάγκη κανέναν κακόβουλο εχθρό, πως η Ελλάδα δεν κινδυνεύει από κανέναν εξωτερικό παρανοϊκό νου. Όταν θα εμφανιστούν οι πραγματικοί εχθροί δεν θα βρουν τίποτε να καταστρέψουν. Τα έχουμε καταφέρει εξαιρετικά, μεθοδικά και πολύ γρήγορα, να καταστραφούμε μόνοι μας. Το να «είσαι» θέλει κόπο. Πόσο περισσότερο, το να θέλεις να είσαι «Έλληνας», που φέρει «φορτίο βαρύ». Είναι πολύ εύκολο και ανώδυνο να δηλώνεις Έλληνας και να δέρνεις για να το υπερασπιστείς. Είναι πολύ δύσκολο και απαιτεί επίπονη και συστηματική εργασία να «είσαι» Έλληνας, έτσι ώστε, να μη χρειάζεται να υπερασπιστείς τίποτε, διότι απλά «ΕΙΣΑΙ». 
Μια κοινωνία που «αγνοεί», δεν έχει κανένα μέλλον. Μία κοινωνία που δεν προστατεύει τα πονήματα των πνευματικών της γονέων, πεθαίνει. Δεν πείθει κανέναν ο «ράθυμος» εθνικοπατριωτικός λόγος. Εξάλλου, όταν «γνωρίζεις» δεν φοβάσαι, όταν έχεις κληρονομήσει έργα τέτοιας αξίας δεν απελπίζεσαι, όταν αναλαμβάνεις την ευθύνη της διατήρησής τους, έχεις σκοπό και νόημα στη ζωή σου. 
Χωρίς αυτά είσαι απλά «κανείς».

Η επιγραφή στο εκκλησάκι της Πολυκλινικής 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου