Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΑΣΦΕΝΔΙΟΥ ΤΗΣ ΚΩ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΚΟΥΜΗ

Σχέδιο του Ασφενδιού του Τάση Παπαϊωάννου

ΕΙΚΟΝΕΣ
Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Ο αξιοθαύμαστος αγώνας του φιλόλογου Μανόλη Χατζηγιακουμή να σώσει το χωριό της μάνας του, αγοράζοντας και αποκαθιστώντας ολομόναχος με τα λιγοστά μέσα που διέθετε, σε πείσμα των εμποδίων (γραφειοκρατικών αλλά και… ανθρώπινων), το σύνολο των σπιτιών του 
Του Τάση Παπαϊωάννου* 
Η χώρα μας είναι διάσπαρτη από παραδοσιακούς οικισμούς, άλλους σκαρφαλωμένους πάνω στις πλαγιές των βουνών κι άλλους δίπλα στο κύμα της θάλασσας. Αγροτικά σύνολα, τα περισσότερα, αποτυπώνουν με ακρίβεια όχι μόνο την οικοδομική τέχνη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτη τη γωνιά της Γης πριν από εμάς, αλλά και τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, τα ήθη και τα έθιμά τους. Τις τελευταίες δεκαετίες τα χωριά (απ’ όπου προήλθαμε οι περισσότεροι) εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους. Τα ξεχάσαμε, τα αφήσαμε να ρημάζουν, αφού μας τράβηξε σαν πανίσχυρος μαγνήτης η πρωτεύουσα και όλα όσα υπόσχονταν η λαμπερή «πρόοδος» και ο εκσυγχρονισμός της. Μαζί εγκαταλείψαμε καλλιέργειες αιώνων, εύφορα χωράφια, δροσερά μποστάνια, δέντρα, ζωντανά που ρήμαξαν. Πίσω ξέμειναν μόνον οι γέροι και οι μαυροφορεμένες γριές με τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα, να φυλάνε σε πείσμα των καιρών τις δικές τους Θερμοπύλες. Μέρος κι αυτοί του τόπου, οργανικό και αναπόσπαστο συστατικό του. Εκεί γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, γέρασαν. 
Ενα τέτοιο όμορφο παραδοσιακό χωριό είναι και το Ασφεντιού στην Κω, χτισμένο πάνω στο ύψωμα, αγναντεύοντας από ψηλά την πόλη, τη θάλασσα κι ακόμη μακρύτερα στον ορίζοντα τις κορυφογραμμές της Μ. Ασίας. Ακολούθησε κι αυτό μέσα στο πέρασμα του χρόνου τη μοίρα της εγκατάλειψης. Σπίτια πέτρινα, κυβιστικά, συγκροτούν ωραία σφιχτοδεμένα σύνολα που απλώνονται πάνω στην πλαγιά, ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση, τρεχούμενα νερά και ανηφορικά λιθόστρωτα. 

Την ομορφιά και την ανεκτίμητη αξία του οικισμού αυτού διέγνωσε από πολύ νωρίς ο Μανόλης Χατζηγιακουμής. Ηταν το χωριό της μάνας του, εκεί όπου έζησε τα τρυφερά χρόνια της παιδικής του ηλικίας (που μας διαμορφώνουν και μας στοιχειώνουν) – ένας τόπος οικείος που έπρεπε πάση θυσία να προστατευτεί και να διατηρηθεί. Να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη κι ας έφυγαν από τη ζωή οι άνθρωποι. 
Αρχίζει σιγά σιγά να αγοράζει εγκαταλελειμμένα σπίτια, χαλάσματα, ερείπια. Ενα εδώ, άλλο παραδίπλα, ένα άλλο πιο πάνω. Κι όλα ένα γύρω από το οικογενειακό σπίτι της μητέρας του, ένα όμορφο, λιτό, δωρικό πυργόσπιτο, δίπλα σ’ ένα καταπληκτικό τεράστιο κυπαρίσσι. Σταδιακά αποκτά έναν μεγάλο αριθμό, ενώ την ίδια στιγμή συλλαμβάνει και αρχίζει να υλοποιεί ένα τρελό (;) σχέδιο, μια πρωτάκουστη ιδέα. Κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Την αποκατάσταση όχι ενός, αλλά του συνόλου των σπιτιών αυτών, μ’ άλλα λόγια σχεδόν του μισού χωριού! Ονειρό του, να βοηθήσει με το έργο αυτό να ξαναζωντανέψει ο τόπος του. 
Αρχίζει να φωτογραφίζει, να αποτυπώνει, να αναστηλώνει, να επισκευάζει, να αποκαθιστά πέτρα πέτρα, ξύλο ξύλο, μεθοδικά, με πείσμα, με δύναμη και ενέργεια ανεξάντλητη που του τροφοδοτούσε το όραμά του. Να ξαναγίνουν τα σπίτια όπως ήταν. Να στηθούν ξανά στα πόδια τους -εξυπηρετώντας και τις σύγχρονες φυσικά ανάγκες- με σεβασμό, αγάπη και μεράκι. Ναι, μεράκι, για να γίνουν όλα παστρικά και φροντισμένα όπως έπρεπε. Σαν να απέδιδε έναν φόρο τιμής στον παλιό, άγνωστο λαϊκό μάστορα που «πελέκησε και άρμοσε την πέτρα», όπως λέει ο Σεφέρης. 
Το έργο τιτάνιο, για να το αντέξει ένας μόνον ιδιώτης, με τα λίγα οικονομικά μέσα που διέθετε. Κι όμως το έργο αυτό, σαν άλλος όρκος ζωής, σαν ένα χρέος που έπρεπε να εκπληρωθεί, δεν σταμάτησε ακόμη κι όταν ορθώθηκαν μπροστά του ανυπέρβλητα εμπόδια, γραφειοκρατικά, αλλά και φθόνου από τους συγχωριανούς. Γιατί, ναι, σ’ αυτή τη χώρα, κάθε τι που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα, το βλέπουμε και το αντιμετωπίζουμε καχύποπτα, εχθρικά. 
Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής, με οδηγό την άσβεστη φλόγα που τον έσπρωχνε ολοένα και περισσότερο στην ολοκλήρωση του σκοπού του, συνέχισε όλα αυτά τα χρόνια και συνεχίζει μέχρι σήμερα, με απίστευτη υπομονή και επιμονή, να χτίζει και να επαναφέρει στη θέση τους λιθαράκι λιθαράκι, με τη διαρκή, αδιάλειπτη κίνηση του μυρμηγκιού από και προς τη φωλιά του. Από την Αθήνα (όπου ζει και εργάζεται μόνιμα) στην Κω και πάλι πίσω. Ξανά και ξανά, χρόνια, δεκαετίες, μια ολόκληρη ζωή. Γιατί πράγματι μια ολόκληρη ζωή χρειάζεται για να μπορέσει ένας μόνον άνθρωπος να επιτελέσει ένα έργο που δεν το έχει καταφέρει ούτε η ίδια η πολιτεία. 
Αυτό όμως που καταπλήσσει τον επισκέπτη, είναι η εξαιρετική αρχιτεκτονική ποιότητα της αποκατάστασης! Ο άρτιος και απόλυτα σωστός τρόπος αντιμετώπισης κάθε αρχιτεκτονικού προβλήματος, κάθε οικοδομικής λεπτομέρειας. Οι τοίχοι, οι σκάλες, τα πεζούλια, τα ξύλινα δοκάρια των παταριών και των δωμάτων, τα κουφώματα, οι εσωτερικές ξύλινες κατασκευές, τα χρώματα. Χρώματα που τα χειρίζεται με την ελευθερία και την τόλμη ζωγράφου. Αλλα που τα ξέθαψε κάτω από τις σκόνες και τα μάζεψε σαν προσεκτικός συλλέκτης ανάμεσα στα χαλάσματα κι άλλα που τα επέλεξε ο ίδιος με αλάνθαστο κριτήριο. 
Είναι να απορεί και να θαυμάζει κανείς. Αυτό το έργο δεν το ανέλαβε και έφερε εις πέρας ένας εξειδικευμένος και ταλαντούχος αρχιτέκτονας, αλλά ένας φιλόλογος. Και για την ακρίβεια ένας από τους καλύτερους Ελληνες φιλολόγους. Ενας άνθρωπος με σπουδαία κατάρτιση, ευαισθησία και βλέμμα ξεχωριστό. Πώς όμως αυτός, ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ένας δάσκαλος τόσων και τόσων μαθητών, καταπιάστηκε με το γιαπί και τη χειρωναξία; 
Νομίζω ότι ο Μανόλης Χατζηγιακουμής ανακάλυψε εκεί ακριβώς, ανάμεσα στις πέτρες και τις θαμμένες μνήμες, την κρυμμένη συνάφεια ή και την ταυτοσημία ακόμη των δύο περιοχών της ανθρώπινης δραστηριότητας, που στο βαθύτερο είναι τους, αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η περίπτωση τ’ Ασφεντιού της Κω είναι μοναδική. Αποδεικνύει δε, πως για να κάνεις αρχιτεκτονική δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη να κατέχεις απλώς το δίπλωμα του αρχιτέκτονα. Χρειάζονται πολύ περισσότερα και πριν απ’ όλα αγάπη, δουλειά, επιμονή και μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτό που κάνεις. 
*Αρχιτέκτων-καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου