Αντώνιος Αετόπουλος |
Περί Λειτουργικής Μουσικής
του Αντώνη Αετόπουλου
Κατά την περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας διάφορες εκπομπές είτε πολιτισμού είτε δημοσιογραφικές ή ακόμα και ελαφρύτερες θυμούνται και τιμούν - τουλάχιστον "τοῖς χείλεσι"- ένα σπουδαίο επίτευγμα πολιτισμού, την Βυζαντινή Εκκλησιαστική Μουσική. Η ξεχασμένη τον υπόλοιπο χρόνο Ψαλτική έχει για λίγες μέρες, θα λέγαμε με κάποια υπερβολή, την "τιμητική της". Από τις οθόνες της τηλεόρασης θα παρελάσουν διάφορες εκτελέσεις ύμνων της Μεγάλης Εβδομάδας, σχεδόν ποτέ αυθεντικές ή εκκλησιαστικές. Ακόμα όμως και στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις στις οποίες οι ύμνοι θα τύχουν μιας καλής εκτέλεσης, η ουσία της Βυζαντινής Μουσικής θα μείνει τραγικά απροσπέλαστη. Αυτό δεν είναι και τόσο παράξενο, αφού όχι μόνο το κοινό -για το οποίο δεν υπάρχει κανένα προαπαιτούμενο στην ακρόαση και την πρόσληψη-, αλλά και οι αναμενόμενοι θεράποντές της, ψάλτες και ιερείς, την προσεγγίζουν δύσκολα και, με λύπη μου διαπιστώνω, όχι συχνά.
Αυτή η αδυναμία προσέγγισης της λειτουργικής μουσικής, σε αντίθεση, ίσως, με την ζωγραφική (αγιογραφία) ή την αρχιτεκτονική (ναοδομία), οφείλεται εν μέρει στην ίδια την φύση της μουσικής. Η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική ως γεγονότα στο χώρο, αν και ως λειτουργικά καλλιτεχνήματα λειτουργούν μόνο σε συγκεκριμένο χρόνο, βρίσκονται συνεχώς εκεί και καθίστανται έτσι ευκολότερα προς μελέτη. Μελέτη της λειτουργίας τους, του τρόπου της ύπαρξής τους εν γένει. Η μουσική, από την άλλη, ως γεγονός στον χρόνο -ασχέτως αν καθίσταται λειτουργική μόνο μέσα σε συγκεκριμένο χώρο- είναι τόσο φευγαλέα ως δημιουργία, ώστε δεν βρίσκεται εκεί για να μελετηθεί, αλλά απαιτεί τον κόπο αυτού που θέλει να την μελετήσει· τον κόπο όχι μόνο της μελέτης καθ' εαυτήν, αλλά και της διαδρομής για την συνάντηση με το καλλιτέχνημα, που στα γραπτά βρίσκεται μόνο ως ιδέα και στις ηχογραφήσεις απογυμνωμένο από τον απαραίτητο χώρο.
Επιπλέον, η κατανόηση της ψαλτικής ως μνημειακής τέχνης είναι πάλι εκ φύσεως δυσχερής και, σαφώς, όχι αυτονόητη. Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε την Αγία Σοφία ή τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου ως μνημεία, αλλά ένα μουσικό έργο που ερμηνεύθηκε και πέρασε πώς μπορεί να είναι μνημείο; Αυτό οδηγεί σε μια σειρά δευτερογενών προβλημάτων που αφορούν στην ποιότητα. Όταν κατανοεί κανείς πως δημιουργεί κάτι για να μείνει, και πιθανώς να μένει στους αιώνες, δημιουργεί με άλλες προϋποθέσεις ποιότητας. Η μουσική όμως ως ερμηνεία -και μόνο ως τέτοια υπάρχει πραγματικά- δεν πρόκειται να μείνει ποτέ (οι ηχογραφήσεις είναι άλλο θέμα με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε εδώ). Και ούτε υπάρχει δυνατότητα διόρθωσης. Οι προϋποθέσεις δημιουργίας διαφέρουν και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνεται συνειδητή προσπάθεια από τον καλλιτέχνη, για να υπάρξει η ίδια νοοτροπία με αυτήν που διέπει τις άλλες λειτουργικές τέχνες.
Ώστε η λειτουργία της μουσικής είναι άλλη από αυτή των υπολοίπων λειτουργικών τεχνών; Η αναζήτηση της απάντησης σε αυτό το ερώτημα θα οδηγούσε αλλού την σκέψη και δεν είναι ο σκοπός αυτού του μικρού κειμένου. Να πούμε μόνο πως πρέπει να τις δούμε συνολικά για να καταλάβουμε την λειτουργία τους. Η αρχιτεκτονική δημιουργεί τον χώρο μέσα στον οποίο η ζωγραφική αποκτά υπόσταση, και μέσα σε αυτό το αρμονικό σύνολο θα ακουστεί ο λόγος με συγκεκριμένο μουσικό ένδυμα στα πλαίσια των ακολουθιών, στις οποίες χρησιμοποιούνται τα λειτουργικά σκεύη, ενδύματα, καντήλια, αρώματα κ.α. Όλες οι τέχνες, δηλαδή, απευθυνόμενες μέσω διαφορετικών δρόμων στον πιστό, λειτουργούν με ένα κοινό σκοπό στα πλαίσια μιας χωροχρονικής ολότητας, που είναι ο ναός.
Πρέπει να γίνει κατανοητό πως κανένα έργο λειτουργικής τέχνης δεν αποκτά πλήρη λειτουργικότητα παρά εντός του ναού, εντός της λατρείας. Οι έννοιες "ναός" και "λατρεία" θα πρέπει να γίνονται αντιληπτές ως μία ολότητα, που ξεπερνάει τον χώρο και τον χρόνο, έτσι ώστε στο ναό να συμπεριλαμβάνεται και η μουσική, και στη λατρεία να συμπεριλαμβάνονται και τα στασίδια ή τα στολισμένα υπέρθυρα. Αν το κατανοήσουμε αυτό, και μόνο τότε, θα αρχίσουμε να βλέπουμε τις ομοιότητες και τις αντιστοιχίες ανάμεσα στις λειτουργικές τέχνες. Μία εικόνα, που η φυσική της παρουσία υπάρχει εσαεί, αλλά αποκτά νόημα μόνο μέσα στο ναό και μόνο μέσα στη λατρεία, πλησιάζει περισσότερο το μουσικό έργο, που εκ φύσεως υπάρχει μόνο όσο ακούγεται. Όλα τα έργα είναι δημιουργημένα μέσα εκεί - στο ναό, στη λατρεία - για να υπάρχουν μέσα εκεί.
Αυτό δεν σημαίνει πως τα έργα λειτουργικής τέχνης δεν έχουν και αυτόνομη καλλιτεχνική αξία, χωρίς άλλες προϋποθέσεις, απλώς ως δημιουργήματα. Μάλιστα, ορισμένες φορές έχουν τόσο μεγάλη καλλιτεχνική αξία, ώστε να αποτελούν, ακόμα και εκτός λατρείας, έργα σταθμούς στην ανθρώπινη δημιουργία. Τα αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα της βυζαντινής εποχής, οι εικόνες του Θεοφάνη του Κρητός ή οι κανόνες του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού είναι θαυμαστές δημιουργίες, ακόμα και θεωρούμενα έξω από το λειτουργικό πλαίσιο. Όμως αποκτούν το πραγματικό νόημά τους, και γι αυτό μόνο δημιουργήθηκαν, μέσα στον λατρευτικό χωροχρόνο.
Καθίστανται έτσι δημιουργήματα πρωτίστως λειτουργικά και δευτερευόντως, αν και αδιάσπαστα, καλλιτεχνικά. Λειτουργικά -όπως και αν διαβαστεί ο όρος, σωστός θα είναι- σημαίνει πως "εξυπηρετούν" την λατρεία. Και η αρχιτεκτονική, η μικροτεχνία, η κεντητική, η γλυπτική, η ζωγραφική, και βέβαια η μουσική με τους ήχους, τους ρυθμούς, τις φόρμες, αλλά και ολόκληρες οι δομές των ακολουθιών συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί ο αναγωγικός χαρακτήρας της λατρείας. Λειτουργούν ως βοήθημα του πιστού, ώστε να προσεγγίσει όλος και όλως τον Θεό μέχρι το κοινό Ποτήριο. Δεν είναι δηλαδή οι τέχνες κάποια απαραίτητη προϋπόθεση για την συνάντησή μας με τον Θεό, αλλά κατ' εξοχήν προϊόντα της ποιμαντικής μέριμνας της Εκκλησίας. Έτσι, γίνεται κατανοητό πως η όποια αδιαφορία για τις λειτουργικές τέχνες, και φυσικά τη μουσική, αποτελεί ποιμαντικό και λειτουργικό ατόπημα.
Αφού είναι εκ φύσεως δύσκολο πράγμα η κατανόηση της μουσικής, πώς και ποιός μπορεί να αναλάβει την αποστολή να την κάνει να επιτελεί το σκοπό της; Η αυτονόητη αλλά καθόλου κατατοπιστική απάντηση είναι: η Εκκλησία. Στην εκκλησία μετέχουν όλοι οι πιστοί, αλλά για ένα θέμα που απαιτούνται ειδικές γνώσεις και πολύ "ψάξιμο", η εκκλησία αναθέτει το έργο, τη διακονία στα κατάλληλα πρόσωπα. "Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται;" Φυσικοί και ιστορικοί θεράποντες της μουσικής είναι οι ψάλτες, οι υμνωδοί, οι μελουργοί . Οι εκκλησιαστικοί μουσικοί. Από αυτούς, πάντα μέσα στην εκκλησία και για την εκκλησία, δημιουργήθηκαν τα κατάλληλα μέλη για την κάθε περίπτωση. Για το κάθε σημείο της λατρείας. Και είναι αυτοί που καλούνται να τα εκτελέσουν όπως πρέπει σε μία θαυμαστή κάθε φορά αναδημιουργία. Όσοι τουλάχιστον κατάφεραν να εισχωρήσουν στο βάθος της μουσικής.
Αυτή η αρχικά κάπως δυσάρεστη συνειδητοποίηση, πως δεν είναι αυτονόητη η κατανόηση της εκκλησιαστικής μουσικής, θέτει επιτακτικά ακόμα μία υποχρέωση στην εκκλησία: τη μέριμνα για τη μόρφωση σε υψηλό επίπεδο των ανθρώπων των οποίων το τάλαντο και η διακονία σχετίζεται με την μουσική. Ευτυχώς, σε αυτόν τον αγώνα υπάρχει ένας μεγάλος σύμμαχος: μία αδιάκοπη παράδοση αιώνων. Και δεν είναι μία παράδοση που πρέπει να αντιμετωπιστεί με ελαφρότητα. Δεν είναι απλώς μία μουσική παράδοση. Είναι, ενώ διατηρεί όλα τα σημαντικά μουσικά χαρακτηριστικά της, μία εκκλησιαστική παράδοση. Και αυτό έχει τεράστια και καθοριστική σημασία. Γιατί παραδίδει μέλη συνδιαμορφωμένα με τη λατρεία και ανεπτυγμένα τελικά με τον καλύτερο και προσφορότερο τρόπο. Η αποτύπωσή τους στο εκκλησιαστικό τυπικό και στη γραπτή και προφορική παράδοση διασφαλίζει την εγκυρότητά τους. Έτσι, η μελέτη και η εμβάθυνση διασώζει από κινδύνους εξατομικευμένων επιλογών, οι οποίες θα βασίζονται απλώς στο ατομικό γούστο, το οποίο δεν έχει καμία θέση στην εκκλησία.
Ελπίζοντας πως όλοι οι εμπλεκόμενοι (αρχιερείς, ιερείς, προϊστάμενοι ναών, ψάλτες), αφού κατανοήσουν τη σημασία της μουσικής για την λατρεία, θα αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν και θα πράττουν ο καθένας από τη μεριά του αυτό που οφείλει απέναντί της, μπορούμε και να ελπίζουμε πως κάποια Μεγάλη Εβδομάδα η Βυζαντινή Μουσική θα έχει πραγματικά την "τιμητική" της εκεί που πρέπει: στις εκκλησιές μας.
Ωραία τα λέει ο κ. Αετόπουλος, αλλά υπάρχει φόβος οι σουπερορθόδοξοι ν' αρχίσουν πάλι τη γκρίνια βλέποντας στο φόντο της φωτογραφίας γοτθικά τόξα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ. Άραγε πόσο Γαϊτάνο θα φάμε στη μάπα και φέτος μεγαλοβδομαδιάτικα;
Η συνειδητοποίηση ότι όλα στην εκκλησία είναι προεκτάσεις του ενός και μόνου κέντρου, που είναι το άγιο ποτήριο, δηλαδή ο Χριστός, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για τη σωστή προσέγγιση και της μουσικής. Υπάρχει εκκλησιαστική αισθητική στη λατρευτική τέχνη, που χωρίς αυτήν η καλλιτεχνική είναι λειψή και αδικεί το έργο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒαθύτατα εκκλησιαστικός ο προβληματισμός του άρθρου -όπως και η διακριτική ανάδειξη της ευθύνης των θεραπόντων και των ποιμαινόντων.
Θερμές ευχαριστίες.
Φίλε 29 Απρ.μ 8,44
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο Γαϊτάνο νομίζεις πως θα φας Μεγαλοβδομαδιάτικα; Απατάσαι. Θα γευθείς, δυστυχώς, μέχρι αηδίας, και τα "σιροπιάσματα" του Χαλδαιάκη, της Καρατζή, της Χαρούλας,του Νταραβάνογλου, και πολλών άλλων αρσενικών και θηλυκών "δολοφόνων" της Εκκλησιαστικής μας μουσικής. Θα τρίζουν καθε χρόνο τέτοιες μέρες, μέσα στον τάφο τους, τα κόκκαλα του Ρωμανού του Μελωδού, του Κουκουζέλη, του Χρυσάφη Δούκα ή του Πέτρου του Πελοποννησίου. Τι να περιμένει όμως κανείς σε μια χώρα όπου τα πάντα ισοπεδόθηκαν; Καλή Ανάσταση!
«...."σιροπιάσματα" του Χαλδαιάκη,* (...),του Νταραβάνογλου**....» ;;;!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαστε σοβαροί;
Δεν ξέρω πόσο σχετικός είσαι με την βυζαντινή μουσική, αλλά αν για σένα η Β.Μ. αρχίζει και τελειώνει με την ΕλΒυΧ (γιατί μόνο έτσι δικαιολογείται η αποστροφή), τότε είσαι μακριά νυχτωμένος.
*http://www.youtube.com/watch?v=iSCwJPmLA2s
**http://www.youtube.com/watch?v=mKUjxYBQAVA
Ν.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΤΣΗ αδελφοί και πατέρες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ σωστές νομίζω οι επισημάνσεις του Α.Αετόπουλου(σοβαρού και κατηρτησμένου μουσικού) για την ερμηνεία ως συνόλου της λειτουργικής πράξης, και των τεχνών που αναπτύχθηκαν και την υπηρετούν.