Πῶς εὐωδίαζαν κάποτε οἱ Μεγαλοβδομάδες...
Στὴν ἱερὴ Μνήμη τῆς Μητέρας μου
Καθὼς μὲ σιωπηλοὺς βηματισμοὺς προχωρεῖ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ραντίζοντας μὲ κατάνυξη καὶ νοσταλγία τὶς ψυχές μας, στὸ βάθος τοῦ Χρόνου ὑφαίνεται, μὲ τὰ στημόνια τῆς Μνήμης καὶ τῶν βιωμάτων ποὺ τὴ συνοδεύουν, ἐκείνη ἡ ἄλλη σινδόνη, ἡ ὁποία μᾶς τυλίγει μὲ τὴ στοργή της καὶ μᾶς θάλπει: ἰδιαίτερα τὶς μέρες αὐτὲς ὁποῦ κυριαρχεῖ ἡ ἀδιαφορία, ὁ στυγνὸς ὠχαδερφισμὸς καὶ ἡ ἀπουσία κάθε τρυφερότητας ἀπέναντι σὲ μιὰ παράδοση φιλότιμη καὶ φιλάνθρωπη.
Μεγάλη Ἑβδομάδα, λοιπόν, μὲ τὴν ἀθάνατη χαρμολύπη της νὰ μᾶς ἁγιάζει, ὅπως ἁγιάζει ὁ παπᾶς τὰ σπίτια, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς ραίνει μὲ ροδόσταμο ἀπὸ τριαντάφυλλα μαγιάτικα καὶ τόσο εὔοσμα, κομμένα ἀπὸ τὶς παλιὲς Κληματιανὲς τριανταφυλλιὲς, ἀπό κεῖνες ποὺ στολίζανε τὸν παλιὸ τὸν Ἐπιτάφιο. Μόνο ποὺ αὐτὲς τὶς εὐωδίες ἔπρεπε νὰ τὶς συνταιριάσουν καὶ οἱ ἄλλες παράλληλες εὐωδίες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, ποὺ ἀνάσαιναν τὰ παλιὰ τὰ Κληματιανὰ τὰ σπίτια. Εὐωδιὲς ἀπό ἐδέσματα ταπεινά, ὡστόσο πάντα εὐπρόσδεχτα. Γιατὶ αὐτὲς τὶς ὧρες, τὶς μεγαλοβδομαδιάτικες, ὅσοι ζήσαμε παλιὲς πασχαλιὲς τὶς ἀναπολοῦμε, ὄχι μονάχα γιὰ τὰ γνήσια ἔθιμα καὶ τὰ σεβάσμια ἤθη, ἀλλὰ καὶ γιὰ κεῖνες τὶς εὐωδιὲς, ποὺ ἄφησαν στὴν ψυχὴ τὸ ἐξαίρετο στίγμα τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἐμβιωμένης γιορταστικῆς ἔγνοιας.
Ἀπὸ τήν Κυριακὴ τῶν Βαΐων ξεκινᾶ, λοιπόν, τοῦτο τὸ μικρὸ σεργιάνισμα, μὲ τὸ χωριὸ νὰ εὐωδιάζει ἀπό τὴν ἀνθισμένη τὴ βάγια, ἀλλὰ καὶ τὸ μαγειρεμένο ἤ τηγανιτὸ τὸ ψάρι. Γιατὶ τὸ καλοῦσε ἡ μέρα... Μὴ τὸ λησμονοῦμε. Ἔτσι σὲ κάθε σπίτι ὑπῆρχε τὸ ψάρι, εἴτε «πλακὶ», μαγειρεμένο δηλαδή μέ κρεμμυδάκια φρέσκα ἤ καὶ ξερὰ, μὲ μαϊντανὸ, μάραθο, ἄνιθο καὶ φυσικὰ τοματοπελτέ. Ἄλλοι προτιμοῦσαν τὸ τηγανιτὸ ἤ τὸ βραστὸ- τὸ δεύτερο μὲ μπόλικο σέλινο, κρεμύδι καὶ πατάτες. Τὸ ψάρι λοιπὸν, γιὰ τὴ χαρὰ τῆς γιορτῆς, γιὰ τὸ φίλεμα τῆς βάγιας, αὐτοῦ τοῦ συμβολικοῦ κλαδιοῦ ποὺ θὰ μᾶς εἰσοδεύσει στὴ Μεγαλοβδομάδα.
Ἀπό τὴ Μεγάλη Δευτέρα μέχρι τὴ Μεγάλη Πέμπτη λόγω τῆς αὐστηρῆς νηστείας, ἀλάδωτης ἐντελῶς, αὐτὸ ποὺ κυριαρχοῦσε ἦταν τὰ βραστὰ βλαστάρια, τὰ μαρούλια μὲ τὸ ξύδι, οἱ ἐλιές, οἱ βραστὲς ἤ ψητὲς πατάτες, ὁ χαλβᾶς καὶ οἱ σοῦπες μὲ ρύζι ἤ μανέστρα,, ἀλλὰ καὶ κοφτὸ μακαρονάκι, μὲ λίγο πελτέ. Τὰ παιδιὰ πάλι τρώγανε ψωμὶ μὲ ζάχαρη ἤ μὲ λίγη ντομάτα. πελτέ. Αὐτὰ μέχρι τὴ Μεγάλη Πέμπτη ποὺ κοινωνοῦσαν σχεδὸν ὅλοι, ὁπότε κατέλυαν λίγο λάδι τὸ μεσημέρι. Τότε τηγανίζονταν ταραμοκεφτέδες, μαγειρεύονταν καμμιὰ σουπιὰ μὲ τὰ μάραθα καὶ ἄλλα χόρτα γιὰ τὸ καλό. Ὅμως τὴ μέρα αὐτὴ τὸ χωριὸ μοσχοβολοῦσε ἀπὸ τὸ ξύδι, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ προετοίμαζαν τὰ κόκκινα τ᾿ ἀβγὰ ποὺ τὰ ἔβαφαν ἀπολείτουργα, μιὰ καὶ τὸ καλοῦσε ἡ μέρα.
Ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ εἶχε πάντα τὴ γοητεία της, καθὼς ἀπὸ παντοῦ ἔφτανε τὸ ἄρωμα τοῦ μαγιάτικου τοῦ τριαντάφυλλου, τῆς ματζουράνας, ἀλλὰ καὶ τῆς μαργαρίτας, ἀφοῦ ὅλ᾿ αὐτὰ κομίζονταν πρωΐ-πρωΐ στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ στολιστεῖ τὸ Κουβούκλιο τοῦ Ἐπιταφίου. Νοτίζονταν τὰ χέρια τῶν παιδιῶν ποὺ τὰ κρατοῦσαν, ἀπό τὴν ἐωθινὴ, ἀνοιξιάτικη δροσιά. Καὶ νόμιζες ὅτι ἐκεῖνο τὸ ἄρωμα κρατοῦσε. Κρατοῦσε μιὰ ζωή, ἀνάμικτο καθὼς ἦταν μὲ τὸ ἄλλο ἄρωμα τῆς παιδικῆς ἀθωότητας... Ὅπως κρατοῦσε καὶ ἡ εὐωδιὰ τοῦ ροδόσταμου, τοῦ γνήσιου ἐκείνου ἀποστάγματος ποὺ γίνονταν ἀπό τὶς νοικοκυρὲς μὲ τριαντάφυλλα μαγιάτικα. Μὲ αὐτὸ ραντίζονταν ὁ Ἐπιτάφιος καὶ οἱ πιστοὶ ἀπό τὸν ἱερέα μόλις ψάλλονταν τὸ, «Ἔραναν τὸν τάφο...» τὸ βράδυ στὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου Θρήνου.
Ὅμως καὶ τὸ μεσημέρι τῆς Μ. Παρασκευῆς ὅλο τὸ χωριὸ μοσχοβολοῦσε ἀπό τὰ βρασμένα μάραθα, τὰ ὁποῖα τρώγανε οἱ χωρικοὶ μὲ τὸ ξύδι, στὸ πόδι κυρίως, γιατὶ τὴ μέρα αὐτὴ, λέγανε, πὼς δὲν στρώνεται τραπέζι. Συμβόλιζαν δὲ τὰ μάραθα τὸ πένθιμο τῆς μέρας, τὴ μαραμένη ψυχὴ γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Δοξασίες, θὰ πεῖ κάποιος μὲ εἰρωνεία. Δοξασίες ναὶ, ἀλλὰ μὲ τέτοιο βαθὺ περιεχόμενο...
Ξημέρωνε τὸ Μέγα Σάββατο καὶ παντοῦ ξεχύνονταν διάφορες εὐωδιὲς καὶ κυρίως ἀπό τὸ φοῦρνο ποὺ νωρὶς ξεφούρνιζε τὸ ψωμὶ καὶ μετὰ ἔψηνε ἐκεῖνες τὶς εὐωδιαστὲς κουλοῦρες μὲ τὰ τρία, πέντε ἤ ἑφτὰ ἀβγά. Κουλοῦρες ψημένες σὲ ὁλογάνωτα σινιὰ καὶ μέ μεγάλη προσοχή, γιατὶ προορίζονταν γιὰ τὰ πεθερικὰ ἀπὸ τὶς νῦφες. Κουλοῦρες ζυμωμένες μὲ προσοχὴ καὶ ἱεροπρέπεια σὲ μεγάλη πήλινη λεκάνη, μὲ ἁγνὰ ὑλικὰ πάντοτε, ὅπως τὸ λάδι, τὸ βούτυρο, τὸ γάλα. Ξεχασμένες δυστυχῶς σήμερα, ὅπως τόσα ἄλλα.
Γύρω στὸ ἀπόγευμα ἡ Πασχάλια χαρὰ ἄρχιζε ν᾿ ἀχνοφέγγει σ᾿ ὅλο τὸ χωριό, καθὼς ἑτοιμάζονταν τώρα πιὰ τὸ ἐπίσημο φαγητὸ γιὰ τὴ Νύχτα τῆς Ἀναστάσεως. Συνήθως κρέας ψητὸ στὸ φοῦρνο, στὴ λαδόκολα, ἀλλὰ καὶ βραστὰ ἐντόσθια, ὁ τσορβᾶς, ὅπως τὸν ἀναφέρει ὁ Μωραϊτίδης, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀλησμόνητος ὁ «καπαμᾶς», κρέας κατσικίσιο ἤ πρόβιο κοκκινιστό, ἀλλὰ μὲ μιὰ τέχνη ξεχωριστή. Εὐωδίαζε τὸ χωριό κι ἀναμειγνύονταν οἱ ποικίλες μοσχοβολιὲς τῆς ἀνθισμένης ἄνοιξης μὲ τὶς ὑλικὲς αὐτές ἀπολαύσεις, γιατὶ ἦταν Πάσχα. Τῶν Ἑλλήνων τὸ ἀθάνατο τὸ Πάσχα.
Ἀκροτελεύτιος λόγος μὲ μιὰ προσωπικὴ ἀνάμνηση ἀπό τὴ Νύχτα τοῦ Πάσχα στὴν παλιά μας τὴν ἐκκλησιά, ποὺ εὐωδίαζε καμμένο λάδι καὶ μελισσοκέρι, τριαντάφυλλο καὶ θυμίαμα. Κάπου ἐκεῖ, λοιπόν, στ᾿ ἀριστερὸ τὸ ψαλτήρι, κατὰ τὸ γυναικεῖο, ἴσως ν’ ἔχουν ἀκόμα ἀπομείνει ἴχνη ἀπό τὰ τσόφλια τῶν κόκκινων ἀβγῶν ποὺ τσούγγριζαν τὰ παιδιὰ μὲ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, γιὰ νὰ γκρινιάζει τὴν ἄλλη μέρα ἡ θειὰ τὸ Μαχώ, ἡ νεωκόρος... Ποὺ σήμερα λείπει, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι, καὶ μαζὶ μὲ κείνους ὅλα σχεδὸν τὰ παραπάνω, τα ὁποῖα ἀπομένουν στὴ Μνήμη καὶ στὴν ψυχὴ μὲ τὶς εὐωδιές τους καὶ τὴν παραμυθία τους.
Καλὴν Ἀνάσταση.
π. Κων. Ν. Καλλιανός (Σκόπελος)
Με συγκινησατε πατερ μου και
ΑπάντησηΔιαγραφήγυρισατε τις μνημες μου εξηντα
χρονια πισω.Λιγο-πολυ τις ιδιες
εικονες και μυρωδιες εχουμε ολοι
απο τη ζωη στα χωρια μας.Ακομα
και σημερα οταν γινεται αναφορα
στις Πασχαλιες των παιδικων
χρονων δυο μυρωδιες κυριαρχουν
στη μνημη μου.Η μυρωδια απο τον
ασβεστη των φρεσκοβαμμενων
δωματιων του σπιτιου μας και
η μυρωδια απο τα πασχαλιατικα
κουλουρια.
Καλη Ανασταση.
Να συμπληρώσω ΄τις αναμνήσεις...Στο χώρο της εκκλησίας ζήσαμε τα πρώτα μας ερωτικά σκιρτήματα, μέσα στις μυρωδιές της άνοιξης.Αυστηροί οι περισσότεροι γονείς,τα σχολεία αρρένων και θηλέων,και μόνο στις ακολουθίες των Χαιρετισμών και της Μεγάλης Εβδομάδος μπορούσαμε να ανταλλάξουμε κρυφά βλέμματα με τα αγόρια... και γύρω η .φύση να μοσχοβολά από τους λεμονανθούς.ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΑπάντησηΔιαγραφή