«Εις ταν Πόλιν» του Γιάννη Καλπούζου
Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Όσοι το 2009 είχαν ανακαλύψει τον γλαφυρό και έντεχνο λόγο του Γιάννη Καλπούζου διαβάζοντας το «Ιμαρέτ», το βραβευμένο αυτό ιστορικό μυθιστόρημά του (Βραβείο Αναγνωστών του «Εθνικού Κέντρου Βιβλίου»), με έκδηλη περιέργεια περίμεναν το επόμενο βιβλίο του. Και τούτο δεν άργησε να φθάσει. Εμφανίσθηκε στο Ελληνικό λογοτεχνικό προσκήνιο τον Μάϊο του 2011, μόλις δυό χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Ιμαρέτ», με τον ελκτικό αλλά και αμφίσημο τίτλο «Άγιοι και Δαίμονες-Εις ταν Πόλιν» (εκδ. Μεταίχμιο).
Η συγκινητική ιστορία του «Ιμαρέτ» διαδραματιζόταν περί τα μέσα του 19ου αιώνα στην Άρτα και τα περίχωρά της, έχοντας ως κεντρικό θέμα, αφ΄ενός την φιλία δυό κυριολεκτικά «ομογάλακτων» νέων μιας Αρτινής γειτονιάς, του Έλληνα Λιόντα και του Τούρκου Νετζίπ, και αφ΄ετέρου, την όχι πάντοτε εύκολη συνύπαρξη Ελλήνων, Τούρκων και Εβραίων, στην Οθωμανοκρατούμενη τότε κοσμοπολίτικη αυτή πόλη της Ηπείρου.
Η πολυσύνθετη πλοκή του «Άγιοι και Δαίμονες», με φόντο την Επανάσταση του 21, αρχίζει να εκτυλίσσεται στις αρχές του ιδίου αιώνα, το 1806, «Εις ταν Πόλην», την Πρωτεύουσα της φθίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και τερματίζεται πάλι στην Πόλη το 1831, έπειτα από περιπετειώδεις διαδρομές και περιπλανήσεις των ηρώων της στον Πόντο, το Ιάσιο, την Αλεξάνδρεια, την Χίο, την Τριπολιτσά, το Ναύπλιο και το Δραγατσάνι. Στο επίκεντρο της διήγησης βρίσκεται πάλι το ίδιο με το «Ιμαρέτ» μοτίβο. Τουτέστιν, η προβληματική συμβίωση των ραγιάδων Ρωμιών με τον «αφέντη» Οθωμανό, αλλά και το καθημερινό «πάρε-δώσε» τους με την πανσπερμία των λαών εκείνων (Εβραίων, Αρμενίων, Βουλγάρων, Αλβανών, Φράγκων, Αράβων, Κιρκασίων και άλλων) που ζούσαν στην γεμάτη από μυστήριο πάλαι ποτέ Βασιλεύουσα. [Να σημειωθεί ότι οσάκις ο Γιάννης Καλπούζος ομιλεί για Πόλη, εννοεί κυρίως την εντός των Θεοδοσιανών και των παράκτιων τειχών Επτάλοφο Πόλη. Γι΄αυτό και όσοι από τους ήρωες του βιβλίου βρίσκονται για κάποιο λόγο στο Γαλατά, την Πρίγκηπο ή τα Θεραπειά, όταν το βράδυ πάνε στα σπίτια τους, στο Τζιμπαλί και τα Ψωμαθιά, στη Βλάγκα και το Κοντοσκάλι, «επιστρέφουν στην Πόλη»].
Κεντρικός ήρωας, αλλά και κύριος αφηγητής της δαιδαλώδους αυτής ιστορίας, με τα πάμπολλα αναβοκατεβάσματα και τις αιφνίδιες μεταβολές καταστάσεων (coup de théâtre), είναι ο καταξιωμένος μυρεψός Τζανής Κομνάς, γιός ενός αντισυμβατικού, αντιφαναριώτη και «παπαδοφάγου» γιατρού, του Αναστασίου Κομνά, που ασκεί το επάγγελμά του στό Τζιμπαλί, μια ρωμαίικη συνοικία δίπλα στο Φανάρι. Εξάλλου, ικανό μέρος της ιστορίας έχει ως σκηνικό τις γειτνιάζουσες αυτές συνοικίες, αλλά και άλλους παραπλήσιους μαχαλάδες της δυτικής ακτής του Κεράτιου Κόλπου, όπως ο Μπαλατάς και η Ξυλόπορτα. Βασικός, όμως, ήρωας της ιστορίας, (από την ταραχώδη βιωτή του οποίου εμπνέεται και το τίτλος του βιβλίου), είναι και ο παιδικός φίλος του Τζανή, ο γοητευτικός αυτός και ρέμπελος καρδιοκατακτητής, - ενίοτε δε και λωποδύτης -, Ανθίας.
Γύρω από αυτούς, περιστρέφεται σωρεία όλη πρωτευόντων, δευτερευόντων και τριτευόντων χαρακτήρων. Αναφέρω μόνο λίγους από αυτούς. Τον ανεξίθρησκο και στοχαστικό μέντορα του Τζανή, πτηνολάτρη Μποκρουζέ, ένα είδος συμπαθούς Papageno, αλλά και σοσιαλίζοντος Οθωμανού Marx, προτού ακόμη αυτός εμφανισθεί στο κοινωνικο-πολιτικό προσκήνιο της Ευρώπης! Τον αρνησίθρησκο αδελφό του Τζανή, τον Λεωνή, που ζούσε μεν στο κονάκι του ως Αμήλ Μπέης, αλλ’ήταν μυημένος στη «Συντροφία του Φοίνικα» και τελικά μετέβη στο Μοριά να πολεμήσει. Τον άδολο Πόντιο κρυπτοχριστιανό Παυλή/Μελέκ, «φύλακα άγγελο» του Τζανή σε στιγμές απόγνωσης. Τον πολυπρόσωπο και θεομπαίχτη παπα-Αλύπιο, χαρακτηριστικό τύπο ρασοφόρου εκμεταλλευτού της αφέλειας του πιστού λαού. Την Ζωσερή, την θυμόσοφη αυτή και υπομονετική μάνα του Τζανή. Την πανέμορφη Κιρκάσια Ισμιχάν, πρώτη φλογερή αγάπη του Τζανή. Την γλυκειά και αμόλυντη Γιοχαή, (και πάλαι ποτέ Σμυρνιά Μαλτώ), με την οποία ποτέ αυτός δεν έσμιξε, και η οποία πίσω από τα καφασωτά παράθυρα ενός χαρεμιού, προσπαθούσε με περισσή ποιητικότητα να εκφράσει σ΄ένα ημερολόγιο την προς το Τζανή αγνή αγάπη της. Τρεις γυναικείες υπάρξεις, στις οποίες, σημειωθήτω, ο μάστορας μυρεψός είχε αφιερώσει τρία από τα καλλίτερα αρώματά του, που γίνονταν ανάρπαστα τόσο από τις χανούμισες της Πόλης, όσο και από τις εκδυτικευμένες ρωμιές και τις λεβαντίνες του Πέρα!
Με το σπάνιο αφηγηματικό του τάλαντο, ο Γιάννης Καλπούζος μας οδηγεί στα ίχνη των ηρώων του μέσα από τα λαβυρινθώδη στενοσόκακα της Πόλης και τις δύσβατες ατραπούς του Πόντου και άλλων διαμερισμάτων της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάνοντάς μας κοινωνούς τής, άλλοτε ευχάριστης και άλλοτε θλιβερής, καθημερινότητάς τους. Όλοι αυτοί, και πρώτος ο Τζανής, δίνουν την δική τους μαρτυρία και ερμηνεία ως προς τα τεκταινόμενα κατά την τραγική εκείνη για τη Ρωμιοσύνη εποχή. Ο Τζανής, και πολλοί άλλοι, με μια ιδιότυπη, (και ίσως όχι τόσο κατανοητή για τον σύγχρονο Νεοέλληνα) Πολίτικη διάλεκτο, κατάμεστη από παρεφθαρμένες τουρκικές λέξεις και εκφράσεις. Ενώ, ο σπουδαγμένος στην Ιταλία πατέρας του, ο αδελφός του ο Δημητράκης που φοιτά στην Πατριαρχική Σχολή, όπως και οι κληρικοί, οι λόγιοι Φαναριώτες και οι λοιποί «τα πρώτα φέροντες», με μια στρωτή καθαρεύουσα.
Ένα μεγάλο μέρος του μυθοπλαστικού σκέλους του βιβλίου θέλγει τον αναγνώστη με τις λεπτομερείς περιγραφές της ζωής σε Οθωμανικά κονάκια και θέρετρα παρά θίνα Βοσπόρου. Αφηγήσεις που παραπέμπουν στις «Χίλιες και μία νύχτες» της λάγνας Ανατολής. Αλλά και το ιστορικό του μέρος, (το πιο ουσιαστικό, νομίζω), συναρπάζει τον αναγνώστη και τον προβληματίζει ταυτόχρονα, οσάκις σκιαγραφεί το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της Πόλης την εποχή εκείνη, και θίγει υπαρξιακά προβλήματα της Ρωμιοσύνης, όπως και θέματα που άμεσα σχετίζονται με τα πεπρωμένα του Γένους.
Σε πολλά σημεία του βιβλίου έκδηλη είναι η αντιπάθεια των απλών, «παρακατιανών» καθώς χαρακτηρίζονται, Ρωμιών της Επταλόφου προς τους ακατάδεκτους ταγούς της Ρωμιοσύνης και τους νεόπλουτους και ξιπασμένους αστούς του Πέρα και των Θεραπειών. Όπως καταφανής είναι και η απέχθεια του Μποκρουζέ εναντίον του διεφθαρμένου Οθωμανικού κατεστημένου. Το ξέσπασμά του στις σελίδες 418-421 είναι ένα ηχηρό ανατρεπτικό κοινωνικό μανιφέστο.
Εκ πρώτης όψεως, το βιβλίο δίνει την εντύπωση ότι διακατέχεται από ένα έντονο αντικληρικαλισμό. Ωστόσο, αν από την μια, στηλιτεύει φιλόδοξους και δολοπλόκους νεαρούς κληρικούς και στιγματίζει «ανορθόδοξες» συμπεριφορές των Πατριαρχών Ευγενίου Β΄ και Χρυσάνθου, (βάσει στοιχείων που κατείχε ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ και δημοσίευσε ο Μανουήλ Γεδεών το 1920), από την άλλη, εξαίρει την προσωπικότητα του «θεοσεβούμενου, γλυκόλαλου, φιλόμουσου» και λαοφίλητου Πατριάρχου Ανθίμου Γ΄. Όπως, ενώ με περιφρόνηση κατακρίνει τις αγυρτείες του πολυπρόσωπου παπα-Αλύπιου, με σεβασμό και δέος αναφέρεται στον προσηνή, φιλόξενο και καλοκάγαθο παπα-Σάββα, ο οποίος ποίμαινε σ΄ ένα δυσπρόσιτο χωριό της Κερασούντας ένα λαό που μιλούσε για Ρωμανία και ήταν δεμένος με το γένος, χάρις στην Eκκλησία και την πίστη του.
Ένα βασικό ερώτημα που εγείρεται στο βιβλίο, (και στο οποίο, νομίζω, δεν δόθηκε μέχρι σήμερα ικανοποιητική απάντηση από τους ιστορικούς) είναι η έναντι των επαναστατημένων του Μοριά και της Ρούμελης στάση των Φαναριωτών που κατείχαν καίριες θέσεις στην Υψηλή Πύλη. Μήπως, η και σήμερα ακόμη κατακρινόμενη αρνητική τους στάση, οφειλόταν στο ότι, από πολιτικής σκοπιάς, δεν τους ενδιέφερε η «Ελλαδίτσα» του Κοραή που άφηνε τα δύο τρίτα του Ελληνισμού «εκτός νυμφώνος», διότι ονειρεύονταν την υλοποίηση, ευκαιρίας δοθείσης, της Χάρτας του Βελεστινλή;
Το ερώτημα αυτό παίρνει μια ιδιαίτερη σημασία υπό το φως ενός πικρού παράπονου που διατυπώνει ο Τζανής προς το τέλος του βιβλίου, όταν επιστρέφει πια από τον Μοριά, όπου είχε πάει να πολεμήσει δίπλα στους εξεγερμένους. Αηδιασμένος από τις μετεπαναστατικές διχόνοιες των Ελλήνων, την φυλάκιση του Κολοκοτρώνη συνεπεία του εμφύλιου σπαραγμού, την αντιπαλότητα των δύο κυβερνήσεων του νεογέννητου κρατιδίου (μία στη Τρίπολη και μία στο Καρανίδι!), αλλά και διαπιστώνοντας ότι στην «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» που εξέδιδε ο περιβόητος «Φαναριομάχος» Θεόκλητος Φαρμακίδης, οι Οθωμανικές αρμάδες χαρακτηρίζονταν ως «Βυζαντινός στόλος»(!), διερωτώνταν με απόγνωση ο Τζανής: Αν οι Ελληνες του Μοριά και της Ρούμελης ονόμαζαν Βυζαντινούς τους Οθωμανούς, τότε, τι ήταν οι Ρωμιοί της Πόλης; Ξενητεμένοι Έλληνες; Οθωμανοί; Τουρκόσποροι; Σπορά Φαναριωτών που έπρεπε να λείψει; Και οι τόποι μας, τι ήταν για τη νέα Ελλάδα;
Απορίες αδυσώπητες, που παραμένουν πάντα επίκαιρες. Ερωτήματα που συνεχίζουν να θέτουν και σήμερα οι απανταχού της γης Πολίτες, οσάκις διάφοροι Ελλαδικοί παράγοντες, γραπτώς και προφορικώς, ανεβοκατεβάζουν «Τούρκο» τον Πατριάρχη, και όταν ουκ ολίγοι νεοέλληνες ερωτούν, αν στις Ορθόδοξες Εκκλησιές της Πόλης οι Λειτουργίες τελούνται στην....τουρκική!
Εκ βαθέων ευχαριστίες στο Γιάννη Καλπούζο που με το βιβλίο αυτό, μεταξύ άλλων, έθεσε και τον δάκτυλον «εις τον τύπον των ήλων».
"οσάκις διάφοροι Ελλαδικοί παράγοντες, γραπτώς και προφορικώς, ανεβοκατεβάζουν «Τούρκο» τον Πατριάρχη, και όταν ουκ ολίγοι νεοέλληνες ερωτούν, αν στις Ορθόδοξες Εκκλησιές της Πόλης οι Λειτουργίες τελούνται στην....τουρκική!"
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφιερωμένο εξαιρετικά το ως άνω ακροτελεύτιο τμήμα, αλλά και όλο το κείμενο του Αιδεσιμολ/του Μ.Πρωτ/ρου κ.Γ.Τσέτση σε όλους, ενίων Ελλαδιτών Αρχιερέων -και δη εν Πελοποννήσω παροικούντων- μη εξαιρουμένων, όσοι ούτως σκέπτονται και ούτως λαλούν περί του Πρώτου της Ορθοδοξίας αλλά και του ημετέρου Γένους!
Αντί της τοιαύτης καταλαλιάς κατά του Πατριάρχου ας βοηθήσουν καλύτερα διαφόρους ομοϊδεάτας των όπως π.χ. βουλευτάς-ίνας... ώστε να εξάγουν τους θησαυρούς των(από εκατομυρίου και άνω..) εις το εξωτερικόν ώστε να τους έχουν εν ασφαλεία δια παν ενδεχόμενον.... γνωστόν ότι οι ανωτέρω περιγραφόμενοι "τάχα και ταγοί του Έθνους" εκφράζουν μικροψύχως, ως οι πατέρες αυτών και αυτοί-καλύτερα αυτή...., απόψεις αντιεκκλησιολογικάς και αντικανονικάς, όπως περί μιάς και μόνης Εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στον Ελλαδικό χώρο, αμφισβητούντες ούτως τα κανονικά και απαράγραπτα κυριαρχικά δικαιώματα του Οικ.Πατριαρχείου εν τη Ελληνική Επικρατεία! Επίσης οι ανωτέρω ας παύσουν να ασελγούν επί της Ιστορίας και των Τιμίων Αιμάτων των αοιδίμων Ηρώων του Γένους... γνωστόν ότι οι ίδιοι τους μεν απέκτεινον, τους δε έθηκαν εν ειρκτή ώστε να επιτύχουν τα κατά της Μητρός Εκκλησίας βουλευθέντα κενά!
Δια δε τους ερωτώντας περί χρήσεως της Τουρκικής γλώσσης εν τη λατρεία εις την Πόλιν, ας εκδράμουν εκεί κατά το προσεχές Άγιον Πάσχα ώστε ιδίοις ωσί να ακροασθούν το Ευαγγέλιον του Εσπερινού της Αγάπης και Τουρκιστί ου η αρχή εστί "Ολ γκιουνδέ, γιάνι χαφτανήν πιριντζί γκιουνουνδέ..κλπ" και ούτως να πεισθούν ότι υπέρ παντός γένους ανθρώπων Χριστός απέθανε και Ανέστη!
Καλήν Τεσσαρακοστήν (άνευ καταλαλιάς, ψεύδους και επιορκίας) και Καλόν Πάσχα εις όλους!