Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΕΛΥΤΗ

Για την εκδήλωση - αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη που διοργάνωσε την περασμένη Κυριακή ο Δήμος Δυτικής Αχαϊας δείτε αναλυτικά εδώ.
Συμπληρωματικά σημειώνουμε εδώ ότι, μετά τον χαιρετισμό του δημάρχου Ανδρέα Παναγιωτόπουλου μίλησαν πρώτα ο Γιάννης Παππάς και μετά ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. 
Ο ποιητής και φιλόλογος Δημήτρης Δασκαλόπουλος μίλησε κάπως πιο προσωπικά αλλά πάντα με την τεκμηρίωση και τη συνέπεια του ακαταπόνητου και συστηματικού ερευνητή και βιβλιογράφου, για το ξεκίνημα και τη διαδρομή της προσωπικής του αναγνωστικής σχέσης με τον Ελύτη. Οι πρώτοι ελυτικοί στίχοι που είχε αποστηθίσει χωρίς να τους κατανοεί απόλυτα, στους οποίους όμως έβρισκε κάτι το ξεχωριστό και ιδιαίτερο, όταν ήταν μαθητής ακόμα στην Κάτω Αχαΐα, απ΄ όπου κατάγεται. Ας σημειωθεί πως στο ακροατήριο βρίσκονταν αρκετοί συμμαθητές του που είχε να τους δει κοντά μισόν αιώνα! Η πρώτη επαφή με τις ελυτικές εκδόσεις έγινε όταν μετακόμισε για σπουδές στην Αθήνα, μια Αθήνα με εντονότατη πνευματική ζωή, κλπ. Τίτλος της ομιλίας του: "Περιθωριακές σημειώσεις".
Ένα ακόμη κέρδος από την συγκεκριμένη εκδήλωση φαίνεται πως ήταν -υπό το βάρος και των τρεχουσών πολιτικών εξελίξεων- και η γνωριμία μας με τον διανοούμενο ποιητή και κριτικό Ελύτη (Ανοιχτά Χαρτιά) πέρα από τις ιδεολογικές ταμπέλες του παρελθόντος. Οι απόψεις του για τη θέση της Ελλάδας και του πολιτισμού της στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποκαλύπτουν έναν εν πολλοίς άγνωστο "επαναστατικό" Ελύτη, τον οποίο παρουσίασε κατά την ομιλία του ο Γιάννης Παππάς.
Στη συνέχεια παραθέτουμε τα σημειώματα του φιλολόγου και επιμελητή εκδόσεων Δημήτρη Καραδήμα για τα δύο έργα του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Ελύτη, από τα οποία το Καλλιτεχνικό Σύνολο Πολύτροπον (υπεύθυνος: Παναγιώτης Αντ. Ανδριόπουλος) ερμήνευσε πέντε τραγούδια. 
Ρομανθέρο Χιτάνο
Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα γράφει το 1928 τη συλλογή από τσιγγάνικες μπαλάντες Ρομανθέρο Χιτάνο. Η απόδοση στα ελληνικά γίνεται από τον Οδυσσέα Ελύτη, το 1967.
Πέρα από τη μαγεία των λέξεων και των συνδυασμών τους, ο Ελύτης αναγνωρίζει και στοιχεία του ποιητικού πιστεύω του στα έργα του Λόρκα. Γράφει ένα ενθουσιώδες άρθρο, το πρώτο που παρουσιάζει εκτενώς τον Λόρκα στους Έλληνες αναγνώστες, το οποίο δημοσιεύεται στο περιοδικό Τετράδιο το 1945. Σ’ αυτό το άρθρο τονίζονται συγκεκριμένα στοιχεία από το έργο του Λόρκα που ταιριάζουν επίσης στη δική του ποιητική ιδιοσυγκρασία: έρωτας, μυστήριο, σελήνη, όνειρο, παράδοση, λαϊκότητα, φύση, Μεσόγειος.
Τρία χρόνια αργότερα, ο Ελύτης μεταφράζει Λόρκα. Οι μεταφράσεις του παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και την πρόσληψη του ποιητικού έργου του Λόρκα στην Ελλάδα. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε πως ο Ελύτης είναι ο μεταφραστής που κάνει ευρύτερα γνωστό τον ποιητή Λόρκα, ενώ ακριβώς την ίδια εποχή ο Γκάτσος συστήνει στους Έλληνες τον δραματουργό Λόρκα.
Στις αρχές του 1967 ο Οδυσσέας Ελύτης σκέφτηκε να αποδώσει απλά εφτά από τα ποιήματα του Ρομανθέρο Χιτάνο, κρατώντας μόνο τα ουσιώδη στοιχεία τους –βάζοντας και ομοιοκαταληξίες– ώστε να γίνουν τραγούδια. Για τα τραγούδια αυτά ο κατάλληλος συνθέτης ήταν ασφαλώς ο Μίκης Θεοδωράκης.
Από την έκδοση του έργου για φωνή και πιάνο (εκδ. Ρωμανός)
Έτσι και έγιναν τα τραγούδια αυτά που ο Θεοδωράκης προόριζε για την Αρλέτα. Το Μάρτη του 1967 άρχισαν οι πρόβες με την Αρλέτα και όλα ήταν έτοιμα για να αρχίσουν οι ηχογραφήσεις τον Απρίλη. Η 21η Απριλίου όμως πρόλαβε την ηχογράφηση, η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύτηκε και τα τραγούδια δεν κυκλοφόρησαν σε δίσκο τότε. Η Αρλέτα πάντως συνέχισε να τα τραγουδά τόσο στην Ελλάδα, όπου μπορούσε, όσο και στο εξωτερικό. Τελικά η Αρλέτα ηχογραφεί τα συγκεκριμένα τραγούδια μετά από δέκα χρόνια, το 1978, σε δίσκο που κυκλοφορεί από την εταιρεία «Λύρα».
Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν, το Ρομανθέρο Χιτάνο γνώρισε δύο ηχογραφήσεις στο εξωτερικό με τη Μαρία Φαραντούρη: μια «επικολαϊκή» στο «αγωνιστικό» ύφος του συνθέτη και μια πιο «κλασική», μόνο με την κιθάρα του Τζον Ουίλιαμς. Το έργο έγινε γνωστό κυρίως από την πρώτη από αυτές τις δυο εκτελέσεις με τη Μ. Φαραντούρη, αν και η αλήθεια είναι ότι «αδικήθηκαν» κάποιες λυρικές στιγμές του συνθέτη που έδεναν αρμονικότατα με τον κόσμο του Ισπανού ποιητή.
Απόψε θα ακούσουμε δύο τραγούδια του κύκλου στη μορφή για φωνή και πιάνο: «Του πικραμένου» και «Η καλόγρια η τσιγγάνα». Στο πιάνο ο Τάσος Σπηλιωτόπουλος και στο τραγούδι η Θεοδώρα Ζήκου.
Άξιον Εστί
Το Άξιον Εστί, το πιο γνωστό έργο του Ελύτη, έχει μελοποιηθεί κατά ένα μέρος από τον Μίκη Θεοδωράκη και είναι το πρώτο από τα ποιήματα που ο ποιητής έγραψε προσβλέποντας από την αρχή στη μελοποίησή του. Αφιερωμένο στη διαχρονική αναζήτηση της ελληνικότητας, έχει αναχθεί σε άτυπο ελληνικό εθνικό ύμνο. Το έργο διαιρείται σε τρία μέρη: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη» και το «Δοξαστικόν», κάνοντας με τον τρόπο αυτό φανερές τις αναφορές του στη θρησκευτική παράδοση. Καθένα από τα μέρη αυτά έχει παράλληλες αναφορές στην προσωπική ιστορία του ποιητή και στην ελληνική ιστορία ως τα μέσα του 20ού αιώνα.
Μιλώντας για την πρώτη ιστορική ηχογράφηση του έργου, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, είναι σχεδόν απίστευτο πώς κατόρθωσε η δύναμή του να ξεπεράσει και τελικά να καλύψει τις τεράστιες τεχνικές ελλείψεις και δυσκολίες που, αν και επηρέασαν αυτήν την πρώτη ηχογράφηση, ξεχάστηκαν με την κυκλοφορία του. Η πρώτη ηχογράφηση έμοιαζε με θρίλερ. Τα στούντιο της εποχής δεν μπορούσαν στο ελάχιστο να εξυπηρετήσουν χορωδία, συμφωνική ορχήστρα, σολίστες κλπ. και η ηχογράφηση έγινε κλιμακωτά στο στούντιο της Κολούμπια και στο κινηματογραφικό στούντιο Άλφα.
Το αποτέλεσμα της πρώτης φωνοληψίας, και ο ίδιος ο συνθέτης το αναγνωρίζει, είναι κατά 50% κάτω από τις προσδοκίες. Μάλιστα, όταν αυτή ολοκληρώθηκε μετά χιλίων βασάνων, ούτε η εταιρεία ούτε ο ποιητής ήθελαν να κυκλοφορήσει, και μόνον ο Μίκης Θεοδωράκης με τον γνωστό ορμητικό του τρόπο επέμενε και τα κατάφερε στο τέλος. Ίσως γιατί ήταν ο μόνος που από τότε ακόμη είχε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται το λαϊκό αισθητήριο.
Το έργο αυτό παίδεψε τον Μίκη περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο.
Μπορεί να το συνέθεσε μέσα σε δύο περίπου χρόνια (’60-’61), όμως για να το ολοκληρώσει χρειάστηκε άλλα τρία χρόνια περίπου.
Η αγωνία του ήταν να συνδυάσει το συμφωνικό στοιχείο, το βυζαντινό (ψάλτες) και την έντεχνη ελληνική μουσική. Είναι εκπληκτικό ότι στις συνθήκες εκείνης της εποχής κατάφερε να συνδυάσει και τα τρία αυτά στοιχεία στη σύνθεση και στην τελική εκτέλεση του έργου και να δώσει ένα τόσο απτό δείγμα της μεγαλοφυΐας του.
Το βασικό του επιχείρημα έναντι εκείνων που αρνούνταν την κυκλοφορία του δίσκου εξαιτίας των μεγάλων τεχνικών προβλημάτων της ηχογράφησης ήταν μια φράση: Ο κόσμος δεν ακούει με τα αυτιά του, ακούει με τη φαντασία του, και να που επαληθεύτηκε.
Ένα ιστορικό ανέκδοτο που διηγείται ο ίδιος ο Θεοδωράκης δείχνει το μέγεθος της δύναμης του έργου στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Ήταν φθινόπωρο του 1964 και βρισκόταν στις Σέρρες για συναυλία. Μπροστά σε ένα κατάστημα δίσκων βλέπει αρκετό κόσμο να περιμένει σχηματίζοντας ουρά. Πλησιάζει και ρωτάει έναν από κείνους που περίμεναν, ο οποίος μάλιστα φαινόταν αγρότης.
Τι περιμένεις, πατριώτη, στην ουρά να αγοράσεις;
Με έστειλαν από το χωριό μου στις Σέρρες να αγοράσω το «Άξιον Εστί», που μάθαμε ότι σήμερα θα έρθει στην πόλη.
Τότε σκέφτηκα, σημειώνει σε ένα κείμενό του ο συνθέτης, άραγε υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;
Θα ακούσουμε τρία τραγούδια από τον κύκλο του Άξιον Εστί: «Της αγάπης αίματα», «Ένα το χελιδόνι» και «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου