Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΖΗΖΙΟΥΛΑ

Ακαδημαϊκός Έπαινος Σεβ. Μητροπολίτη Περγάμου
κ. Ιωάννη Ζηζιούλα
κατά την υποδοχή αυτού ως Εταίρου της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου
υπό Παντελή Καλαϊτζίδη, Δρ Θ.
Συνεδριακό Κέντρο «Θεσσαλία», Μελισσάτικα, Βόλος, 29 Οκτωβρίου 2011
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Περγάμου,
Πανοσιολογιώτατε εκπρόσωπε της Α. Θ. Π., του Οικουμενικού Πατριάρχου,
Σεβασμιώτατε εκπρόσωπε του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών,
Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατοι,
κ. Εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών,
Σεβαστοί πατέρες, Ελλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,
Κυρίες και κύριοι,
Αποτελεί ξεχωριστή τιμή τόσο για την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου όσο και για τον ομιλούντα, η σημερινή παρουσία σας στον ωραίο αυτό χώρο προκειμένου να τιμηθεί ένας διαπρεπής ιεράρχης και θεολόγος, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, για πρώτη μάλλον φορά από ένα ελληνικό ή ελληνόφωνο θεολογικό ίδρυμα.
Ο Σεβασμιώτατος Ιωάννης Ζηζιούλας γεννήθηκε στο Καταφύγιο Κοζάνης το 1931. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αρχικά, και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στη συνέχεια, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί η οικογένειά του. Έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας το 1955, αφού προηγουμένως σπούδασε επί ένα εξάμηνο στο Οικουμενικό Ινστιτούτο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), στο Bossey της Γενεύης, όπου και ήρθε σε μια πρώτη επαφή με τη θεολογία των άλλων χριστιανικών παραδόσεων καθώς και με την οικουμενική κίνηση της οποίας θα αναδεικνυόταν αργότερα σημαίνων στέλεχος. Μετά τη λήψη του πτυχίου του από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών, μετέβη με υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στις ΗΠΑ για την πραγματοποίηση μεταπτυχιακών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Harvard, όπου και επιδίδεται στη συστηματική μελέτη των έργων του αγίου Μαξίμου Ομολογητή. Στο Harvard ο Ιωάννης Ζηζιούλας είχε το μοναδικό προνόμιο να μαθητεύσει κοντά σε διαπρεπείς θεολόγους και επιστήμονες όπως ο Paul Tillich, ο π. Γεώργιος Florovsky, ή ο κλασικός φιλόλογος Werner Jaeger. Η μαθητεία του αυτή, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Άγιος Περγάμου, «επέδρασε βαθύτατα στην όλη σκέψη και επιστημονική του πορεία» (Σταδιοδρομία και έργον, 14).
Ο Ιωάννης Ζηζιούλας επανήλθε για μια δεύτερη παραμονή στις ΗΠΑ μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης αυτής παραμονής στην Αμερική, διετέλεσε ερευνητής (Fellow) του Ιδρύματος Βυζαντινών Μελετών του Harvard, του γνωστού Dumbarton Oaks. Στο διεθνούς ακτινοβολίας επιστημονικό αυτό κέντρο συνεργάσθηκε με εξέχουσες προσωπικότητες της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ στη διάρκεια της αμερικανικής του παραμονής, ο Ζηζιούλας παρέδωσε επίσης μαθήματα εκκλησιαστικής ιστορίας των τριών πρώτων αιώνων στην Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, και κανονικού δικαίου της αρχαίας Εκκλησίας στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου στη Νέα Υόρκη. Κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα και υπέβαλε διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με θέμα: «Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας», μια ιστορική, κατά βάση, μελέτη, με καίριες όμως επιπτώσεις σε θέματα εκκλησιολογίας. Η διατριβή αυτή που εγκρίθηκε από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών ομόφωνα με το βαθμό «άριστα», το 1965, γνώρισε έκτοτε πολλές επανεκδόσεις στα ελληνικά, ενώ πιο πρόσφατα είδαν το φως της δημοσιότητας η γαλλική (1994) και η αγγλική μετάφραση (2001).
Κατά την περίοδο 1966-67 εργάσθηκε ως επιστημονικός βοηθός στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, στην έδρα της εκκλησιαστικής ιστορίας που κατείχε τότε ο αείμνηστος καθηγητής Γεράσιμος Κονιδάρης, ενώ από το καλοκαίρι του 1967 τον βρίσκουμε στη Γενεύη, Γραμματέα του Τμήματος «Πίστις και Τάξις», όπου και παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1970. Στη Γενεύη ο Ιωάννης Ζηζιούλας ήρθε στο επίκεντρο των θεολογικών ζυμώσεων σε διαχριστιανικό επίπεδο, έχοντας την ευθύνη διαμόρφωσης θεολογικών προγραμμάτων και της διοργάνωσης διεθνών συνεδρίων επί θεμάτων οικουμενικού ενδιαφέροντος, όπως το χριστολογικό δόγμα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνος και ο διάλογος Ορθοδόξων και Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, η περί Θείας Ευχαριστίας και Μυστηρίων διδασκαλία των διηρημένων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών, η έννοια της καθολικότητας και αποστολικότητας της Εκκλησίας, η έννοια της αποστολικής διαδοχής και της ιερωσύνης, κ. ά. π. Παράλληλα προς την δραστηριότητά του στο πλαίσιο του Τμήματος «Πίστις και Τάξις», ο τιμώμενος σήμερα ιεράρχης και θεολόγος είχε την ευκαιρία να διδάσκει κατ’ έτος Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Ορθόδοξη θεολογία περί μυστηρίων στο Μεταπτυχιακό Ινστιτούτο Οικουμενικών Σπουδών του Bossey, κοντά στη Γενεύη, μετά από πρόσκληση του αείμνηστου Νίκου Νησιώτη, Διευθυντή τότε του εν λόγω Ινστιτούτου.
[Γρήγορα, όμως, η φήμη και η αναγνώριση του θεολογικού έργου του Ιωάννη Ζηζιούλα ξεπερνούν τα ελληνικά και τα ορθόδοξα όρια, όπως και τους κύκλους των ειδικών του ΠΣΕ]. Έτσι, το 1970 εκλέγεται Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στη Σκωτία, όπου και παραμένει για τρία έτη, ενώ το 1973 εκλέγεται καθηγητής της Συστηματικής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, όπου και θα παραμένει έως το 1987. Από δε το 1989 θα διδάξει ως μόνιμος επισκέπτης καθηγητής μαθήματα Συστηματικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, το γνωστό King’s College. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διδασκαλίας του στη Μεγάλη Βρετανία, όπως και ο ίδιος σημειώνει σχετικά (Σταδιοδρομία και Έργον, 20), ήταν η σύγκριση της Δυτικής με την Ορθόδοξη Παράδοση και η προβολή της Ορθοδοξίας στη Δύση, καθώς και η συστηματική προσπάθεια της υπαρξιακής ερμηνείας του δόγματος. Από την περίοδο αυτή, και μάλιστα από τη θητεία του στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, προέρχονται και οι γνωστές διαλέξεις του για την θεολογική προσέγγιση στο πρόβλημα της οικολογίας, που κυκλοφόρησαν το 1992 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ακρίτας» με τον τίτλο: «Η κτίση ως Ευχαριστία». Η θεολογική σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου, λοιπόν, αναπτύσσεται σε οικουμενικό περιβάλλον, ενώ τα θέματα και η προβληματική της ξεφεύγουν από την εσωστρέφεια και τον επαρχιωτισμό της ελλαδικής πραγματικότητας και βρίσκονται σε διαρκή διάλογο όχι μόνο με τα ερωτήματα και τις θέσεις των χριστιανικών Εκκλησιών και ομολογιών της Δύσης, αλλά και με τις θύραθεν ανθρωπιστικές και φυσικές και ευρύτερα θετικές επιστήμες, καθώς και με τα ρεύματα της σύγχρονης σκέψης και διανόησης.
Το 1984 μετακαλείται ως καθηγητής της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας στο Τμήμα Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου και θα διδάξει μέχρι τη συνταξιοδότηση του, το 1998.
Ο Ιωάννης Ζηζιούλας, νυν Μητροπολίτης Περγάμου, τακτικό μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Θρησκευτικών Επιστημών (Académie Internationale des Sciences Religieuses) και του Institut des Sciences Théoriques (classe des sciences sacrées) των Βρυξελλών, δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης και στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ενώ έδωσε διαλέξεις σε πολλά Πανεπιστήμια της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως και στο Ινστιτούτο Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Μπαλαμάντ, στο Λίβανο. Είναι επίσης επίτιμος διδάκτωρ του Καθολικού Ινστιτούτου Παρισίων, της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου, του Ινστιτούτου του Αγίου Σεργίου Παρισίων, της Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Babes-Bolyai, στο Cluj-Napoca της Ρουμανίας, της Καθολικής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Münster. Το 1993 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας χρημάτισε πρόεδρος κατά το έτος 2002. Πάνω από εκατό είναι οι δημοσιευμένες μελέτες του στα ελληνικά καθώς και στις τρεις βασικές ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά) —δίχως να λαμβάνουμε υπόψη τα διάφορα κείμενα διμερών θεολογικών διαλόγων, στα οποία εργάσθηκε ως συντάκτης— ενώ βιβλία και άρθρα του έχουν μεταφραστεί και σε σλαβικές και προσφάτως σε ασιατικές γλώσσες (κινεζικά και ιαπωνικά). Δεκάδες είναι πλέον οι διδακτορικές διατριβές και οι μεταπτυχιακές εργασίες που έχουν εκπονηθεί για το θεολογικό του έργο στην Ελλάδα και κυρίως στο εξωτερικό. [Το επιστημονικό συνέδριο που η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών διοργάνωσε με την ευκαιρία της τιμητικής εκδήλωσης για τον Άγιο Περγάμου, είχε την τιμή να περιλαμβάνει μεταξύ των ομιλητών και των προέδρων των συνεδριών του ορισμένους από τους πιο έγκυρους μελετητές του έργου του, που του αφιέρωσαν είτε τις μεταπτυχιακές είτε τις διδακτορικές τους εργασίες]. Πέραν τούτων, εκατοντάδες, αν όχι και χιλιάδες, είναι οι διάσπαρτες στη διεθνή βιβλιογραφία αναφορές στο έργο του, ενώ πλήθος είναι και οι βιβλιοκρισίες που του αφιερώθηκαν.
Τον Ιούνιο του 1986 εκλέγεται και χειροτονείται «αθρόον» (κατευθείαν από λαϊκός) εις αρχιερέα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως εν ενεργεία Μητροπολίτης Περγάμου, αναλαμβάνοντας έτσι ενεργότερο ρόλο στους οικουμενικούς διαχριστιανικούς διαλόγους καθώς και σε ζητήματα εκπροσώπησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε εκκλησιαστικά και θεολογικά fora. Το γεγονός της «αθρόον» χειροτονίας σε εν ενεργεία Μητροπολίτη, μοναδικό απ’ όσο γνωρίζω από την εποχή του Μεγάλου Φωτίου, δείχνει τα όλως εξαιρετικά αισθήματα εκτίμησης και εμπιστοσύνης με τα οποία η Μήτηρ Εκκλησία περιέβαλε το πρόσωπο και το θεολογικό έργο του Ιωάννη Ζηζιούλα. [Όπως σημείωνε ο ίδιος ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος στην γραπτή προσφώνησή του προς τον τιμώμενο σήμερα ιεράρχη την ημέρα της εις επίσκοπον χειροτονίας του, στο Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, την Κυριακή της Πεντηκοστής του 1986:
«Η Μήτηρ Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία οίδεν αυτού τα έργα (πρβλ. Αποκάλυψιν, 2,13), εξετίμησε την πολύτιμον προσφοράν και διακονίαν αυτού από τε υψηλών βημάτων και πανεπιστημιακών εδρών και ως απεσταλμένου Αυτής εις διάφορα διορθόδοξα και διαχριστιανικά συνέδρια και διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους, και απεφάσισεν, όπως άμα τη είσοδω αυτού εις τας τάξεις του ιερού κλήρου αυτής ανυψώση αυτόν και εις το αρχιερατικόν αξίωμα...
»Με τας σκέψεις και τα αισθήματα αυτά η Μήτηρ Εκκλησία σε προπέμπει ως τετελειωμένον Αρχιερέα αυτής, εις συνέχισιν της τιμίας προσφοράς σου, ήτις περιποιεί τιμήν εις αυτήν, και συγχαίρουσα τη υμετέρα Ιερότητι... εύχεται πλουσίαν καρποφορίαν κλπ.»].
Είναι εντυπωσιακός ο κατάλογος με τις εκκλησιαστικές θέσεις ευθύνης που κατά καιρούς ανέλαβε ο Μητροπολίτης Περγάμου. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες μόνο από αυτές:
• Πρώην Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Αγγλικανούς.
• Μέλος καταρχήν και νυν Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
• Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (1975-1983).
• Μέλος της Επιτροπής Πίστεως και Τάξεως του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (από το 1975).
• Πρόεδρος της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (1992).
• Πρόεδρος της Διορθοδόξου επιτροπής για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος (1991).
• Εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις Γενικές Συνελεύσεις του Παγκοσμίου Συμβουλίου 'Εκκλησιών (Ουψάλα 1968, Ναϊρόμπι 1975, Βανκούβερ 1983, Καμπέρα Αυστραλίας 1992).
• Θεολογικός σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και προσωπικός απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριάρχου για διεκκλησιαστικά ζητήματα.
• Διευθυντής του Γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα (από το 2000).
• Πρόεδρος της Προσυνοδικής Διασκέψεως για την Προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό να συνοψίσει κανείς σε λίγα λεπτά το εκτεταμένο και πολυσχιδές θεολογικό έργο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Περγάμου, και μάλιστα ενώπιον διακεκριμένων συναδέλφων που είτε υπήρξαν μαθητές του τιμώμενου ιεράρχη είτε συνέγραψαν ειδικές εργασίες για το έργο του. Γι’ αυτό και προτιμούμε να περιοριστούμε σε ορισμένα μόνο από τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκε, αρκούμενοι για τα υπόλοιπα σε σποραδικές μόνο αναφορές. Θα ακολουθήσουμε, λοιπόν τις τρεις θεματικές που υποβάλλει και ο τίτλος του συνεδρίου που διοργανώσαμε: Πρόσωπο, Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού.
Ο Μητροπολίτης Περγάμου, όχι άδικα, έχει αποκληθεί ως ο κατεξοχήν θεολόγος του προσώπου στην ορθόδοξη θεολογία. Είναι αυτός που ερμηνεύοντας με γόνιμο και πρωτότυπο τρόπο την πατερική παράδοση έδωσε στη σύγχρονη χριστιανική θεολογία μια περιεκτική πρόταση για το πρόσωπο, καθώς κατάφερε να θεμελιώσει σε οντολογική προοπτική μια θεολογική προσωπολογία η οποία με αφετηρία τον προσωπικό τρόπο υπάρξεως του Τριαδικού Θεού πραγματώνεται ιστορικά στο πρόσωπο του Χριστού, και προσφέρεται στο εκκλησιαστικό γεγονός, ως πρόγευση της εσχατολογικής εκπλήρωσης στη Βασιλεία. Για τον Άγιο Περγάμου το πρόσωπο είναι ό,τι πολυτιμότερο θα μπορούσε να προσφέρει η πατερική θεολογία στην σύγχρονη αναζήτηση του ανθρώπου για την αυθεντική ύπαρξη. Για τον θεολόγο μας τις βασικές συνιστώσες του προσώπου αποτελούν σε κάθε περίπτωση ο υποστατικός και εκστατικός χαρακτήρας του. Το πρόσωπο είναι δυνατό να υποστασιάζει την καθολικότητα της ύπαρξης κατά τρόπο ελεύθερο από την αναγκαιότητα της φύσεως, ενώ με τον εκστατικό χαρακτήρα του το πρόσωπο ανοίγεται στον άλλο, στον έτερο, σπάζοντας τα ολιστικά δεσμά της φύσεως, ερχόμενο τελικά σε κοινωνία με τον κάθε άλλο και τελικά τον κατεξοχήν Άλλο (ειδικά στην περίπτωση του ανθρώπου), τον εν Τριάδι Θεό. Αν και το πρόσωπο είναι μια ταυτότητα που σαφώς πηγάζει από μια σχέση, ωστόσο για τον θεολόγο μας σε καμία περίπτωση το πρόσωπο δεν ταυτίζεται με αυτή τη σχέση, όπως συμβαίνει σε εκφάνσεις του σύγχρονου υπαρξισμού. Το πρόσωπο είναι σε κάθε περίπτωση απερίσταλτο στην κοινωνία αν και χωρίς αυτή δεν μπορεί να αναδυθεί. Ωστόσο ο Μητροπολίτης Περγάμου θα προχωρήσει ακόμη πιο πέρα λέγοντας ότι το πρόσωπο δεν νοείται ως μια ταυτότητα που αυτοαναδύεται και εξίσταται προς τον άλλο, αλλά ως μια ετερότητα-ιδιαιτερότητα που αποτελεί δώρο και χάρισμα από τον άλλο και τελικά τον Τριαδικό Θεό. Ειδικά στο ύστερο έργο του θα προτείνει μια υπέρβαση του «αγαπάω άρα υπάρχω» όπου το υποκείμενο, το εγώ και πάλι προηγείται, όπως φαίνεται και στην προοπτική της μετανεωτερικής φιλοσοφικής σκέψης, με το «αγαπιέμαι άρα υπάρχω», όπου δηλώνεται η απαράβατη και ακατάλυτη προτεραιότητα της ετερότητας. Κοινωνία και ετερότητα αποτελούν συνεπώς τους δύο βασικούς πυλώνες της προσωπολογικής πρότασης του Μητροπολίτη Περγάμου, μια πρόταση θεμελιωμένη βαθιά στην πατερική παράδοση και ιδιαίτερα στους Καππαδόκες και τον άγιο Μάξιμο (βλ. αντί πολλών, Being as Communion, Communion and Otherness).
Ο τόπος όπου ο άνθρωπος μπορεί να προγευθεί έστω και προληπτικά αυτόν τον προσωπικό τρόπο υπάρξεως είναι για τον Μητροπολίτη Περγάμου η Ευχαριστία, όπου ο άνθρωπος ως μέλος της Εκκλησίας και εικόνα του Θεού μετέχει στην ίδια τη ζωή του Τριαδικού Θεού. Ο Περγάμου από λαϊκός ήδη, θα αναδείξει την κεντρικότητα του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας για τη ζωή της αρχαίας Εκκλησίας (κυρίως με τη διδακτορική διατριβή του), αλλά και για τη ζωή του σημερινού κόσμου (όπως φαίνεται, μεταξύ άλλων, και από το πρώιμο άρθρο του 1967: «Η ευχαριστιακή θεώρηση του κόσμου και ο σύγχρονος άνθρωπος»). Η Ευχαριστία για τον Περγάμου είναι η καρδιά της Εκκλησίας και όχι μια επιμέρους όψη της. Καθετί οφείλει να περνάει μέσα από την Ευχαριστία προκειμένου τελικά να εγκεντρισθεί στην αιωνιότητα. Η Ευχαριστία κατανοείται σε διπλή προοπτική: αφενός ως σύναξη του διασκορπισμένου λαού του Θεού για να αναφέρει την κτιστή δημιουργία προς τον Θεό, και αφετέρου ως κίνηση του λαού του Θεού προς την εσχατολογική Βασιλεία, της οποίας σε κάθε περίπτωση η Ευχαριστία αποτελεί εικόνα μέσα στην Ιστορία. Η Ευχαριστία, όμως, δεν αφήνει πίσω τον κόσμο ούτε απαλλάσσεται από την υλική διάσταση της δημιουργίας, αλλά επιδιώκει μπολιάζοντάς την σύνολη δημιουργία στη ζύμη της Ευχαριστίας να την αφθαρτοποιήσει και να τις χαρίσει έστω και προληπτικά το αεί είναι και όχι απλά το ευ είναι, μια χρησιμοθηρική και εφήμερη χρήση της ύλης και έναν ενδοκοσμικό εγκλεισμό της κτίσης στην καταστροφική αυτοαναφορικότητά της. Εξάλλου η Ευχαριστία στο έργο του αγίου Περγάμου αποτελεί την ασφαλιστική δικλείδα στη διαλεκτική σχέση Ιστορίας και Εσχάτων. Και τούτο διότι η Ευχαριστία δεν αποτελεί μονάχα ιστορική αναφορά και μνήμη για τα γεγονότα της θείας οικονομίας, αλλά επίσης, ή ίσως πρωτίστως, ανάμνηση του μέλλοντος, εικόνα της εσχατολογικής Βασιλείας, όπως περιγράφεται στο κατεξοχήν ευχαριστιακό βιβλίο της Κ. Δ., την Αποκάλυψη, όπου ο Χριστός βρίσκεται στο κέντρο του εσχατολογικού δείπνου περιβαλλόμενος από τους Αποστόλους και τον εσχατολογικό λαό του Θεού.
Όλα τα παραπάνω, υπό το φως μάλιστα της ερμηνευτικής και υπαρξιακής προσέγγισης των δογμάτων που προτείνει ο άγιος Περγάμου, έχουν καίριες συνέπειες τόσο για τα προβλήματα της Εκκλησιολογίας, και μάλιστα για την ευχαριστιακή εκκλησιολογία και τη σχέση τοπικού και καθολικού, όσο και για την ανάδειξη των φιλοσοφικών και υπαρξιακών προεκτάσεων της θεολογίας. Καθώς, όμως, ο χρόνος δεν επαρκεί για να εξετάσουμε αναλυτικά αυτά τα ζητήματα, περνάμε αμέσως στον τρίτο θεματικό άξονα του συνεδρίου που αναφέρεται στα της Βασιλείας του Θεού και στην Εσχατολογία.
[Πιστός στις θεμελιώδεις θεολογικές κατευθύνσεις του έργου του δασκάλου του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, και ενήμερος όσο ελάχιστοι στον ελληνικό και τον ευρύτερο ορθόδοξο χώρο για τη διεθνή θεολογική συζήτηση, ο Μητροπολίτης Περγάμου θα αποδώσει ιδιαίτερη σημασία και προτεραιότητα στην εσχατολογική προοπτική που εν τέλει θα χαρακτηρίσει σύνολο το έργο του [βλ. αντί πολλών τα άρθρα του, «Déplacement de la perspective eschatologique» (1984), «Eschatology and History» (1985), «Eschatologie et Société» (2000), «Εκκλησία και Έσχατα» (2003)]. Πρόσωπο, Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού συνδέονται αναπόσπαστα στη σκέψη του, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στην εκτενή μελέτη του «Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού» που δημοσίευσε σε τρεις συνέχειες στη Σύναξη το 1994].
Για τον Περγάμου η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού, εικόνα των εσχάτων («Ευχαριστία και Βασιλεία του Θεού», Σύναξη, τχ. 49, 7). Θεωρεί δε πως η βιβλική σύνδεση Ευχαριστίας και Βασιλείας, όχι μόνο δεν ατόνησε στην Πατερική περίοδο, αλλά και εδραιώθηκε σε οντολογική βάση: η Ευχαριστία δεν συνδέεται απλώς με τη μέλλουσα Βασιλεία• αντλεί από αυτήν το είναι της και την αλήθειά της, και η λειτουργική πράξη αποτέλεσε και αποτελεί τη γλώσσα, με την οποία εκφράζει η Εκκλησία τη θέση αυτή (στο ίδιο, 13). Περαιτέρω, ερμηνεύοντας και σχολιάζοντας ο Περγάμου ένα απόσπασμα από τα αποδιδόμενα στον Μάξιμο Ομολογητή Σχόλια στο «Περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας» του Αρεοπαγίτη, υποστηρίζει ότι «η Ευχαριστία είναι αιτιατό της μελλούσης Βασιλείας• η μέλλουσα Βασιλεία, ένα μελλοντικό γεγονός, ως αίτιο της Ευχαριστίας, της δίνει το αληθινό είναι της» (στο ίδιο, 13).
Στη σκέψη του Ζηζιούλα η Εκκλησία ως κοινότητα ευχαριστιακή συγκροτεί μια πραγματικότητα που έρχεται απ' το μέλλον, καθώς η Ευχαριστία είναι πρόγευση των Εσχάτων που εισβάλλουν στην Ιστορία, προληπτική φανέρωση της ερχόμενης Βασιλείας του Θεού. Γι' αυτό και η Εκκλησία ορίζεται ως κοινότητα εσχατολογική, που πορεύεται μέσα στην ιστορία και μέσα στο χρόνο, χωρίς να ταυτίζεται με την ιστορία και που βιώνει τη διαλεκτική ένταση ανάμεσα στο “ήδη” και στο “όχι ακόμη”.
Η εσχατολογική δε ερμηνεία της Θείας Ευχαριστίας που εισηγείται ο Ζηζιούλας (βλ. αντί πολλών, «Συμβολισμός και Ρεαλισμός στην Ορθόδοξη λατρεία», Σύναξη, τχ. 71, 1999), σε αντιδιαστολή προς την πρωτολογική/παρελθοντική, αναμνηστική που επικράτησε εξαιτίας δυτικών κυρίως επιδράσεων, σημαίνει σε απλά ελληνικά ότι η ταυτότητα της Εκκλησίας δεν βρίσκεται στο παρελθόν, σ' αυτό που της δόθηκε ή σ' αυτό που είναι, αλλά στο μέλλον, σ’ αυτό που θα γίνει, στα Έσχατα. [Μια τέτοια προοπτική διαστέλλει ριζικά τη θεολογία από κάθε είδους απολυτοποίηση της πρωτολογίας, από την τάση να θεωρούμε δηλαδή πως το γνήσιο και αυθεντικό τοποθετείται πάντα στις απαρχές, σε μια άχρονη ανιστορική φυγή σε ένα μακρινό ιδεατό παρελθόν και πως η σωτηρία δεν είναι παρά η επαναφορά σε μια αρχική ιδεατή κατάσταση. Η άποψη αυτή που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεταμφιεσμένος πλατωνισμός, συνιστά τον μόνιμο πειρασμό της θεολογίας παλιότερα (Ωριγένης, Αυγουστίνος), αλλά και πιο πρόσφατα].
Οι προεκτάσεις των όσων εκτέθηκαν παραπάνω είναι καίριας σημασίας για ζητήματα που μας απασχολούν σήμερα. Ο εσχατολογικός προσανατολισμός της θεολογίας του Περγάμου, προφυλάσσει το έργο του από δύο συμπτώματα που αποτελούν μόνιμους πειρασμούς της νεώτερης ελληνικής ορθόδοξης θεολογίας, ακόμη και στις σοβαρότερες εκδοχές της: α) την εξιδανίκευση και αγιοποίηση του παρελθόντος, την λατρεία του έθνους και του λαού˙ και β) τον ελληνοκεντρισμό και τον ανέξοδο αντιδυτικισμό που στις μέρες μας είναι σχεδόν συνώνυμος του αντιευρωπαϊσμού.
Όλα τα παραπάνω ζητήματα, όμως, συνδέονται στη σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου με το ζήτημα των σχέσεων Ελληνισμού και Χριστιανισμού (βλ. την ομώνυμη μελέτη του στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), που φαίνεται να αποτελεί το πλαίσιο επί τη βάσει του οποίου αναπτύσσεται σύνολο το έργο του. Ο Περγάμου φαίνεται να είναι ο μόνος από τους επιφανείς Έλληνες θεολόγους που κατανόησε ουσιαστικά και σε βάθος το έργο του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Η πιστότητα και η μοναδικότητα της σχέσης του με τον Φλωρόφσκυ δεν έγκειται απλώς στην πρόσληψη και εκ νέου επεξεργασία κεντρικών θεμάτων της θεολογίας του Φλωρόφσκυ, όπως μεταξύ άλλων η θεωρία για τον «χριστιανικό Ελληνισμό» και το ζήτημα των σχέσεων Ελληνισμού και Χριστιανισμού· έχει να κάνει και με το γεγονός ότι η προσέγγιση και συζήτηση τέτοιων σύμπλοκων αλλά και επίκαιρων ζητημάτων στον Περγάμου γίνεται από μια αμιγώς θεολογική προοπτική, χωρίς τη διολίσθηση στον ελληνοκεντρισμό, την ερμηνεία της Εκκλησίας και της θεολογίας με όρους πολιτισμού, ή ακόμη χωρίς να υποκύπτει στον πειρασμό και την ευκολία του εθνικισμού και του αντιδυτικισμού. Ο θεολόγος μας, μάλιστα, απ’ όσο μπορέσαμε να ερευνήσουμε, ενώ συνεχώς επανέρχεται στο θέμα της συνάντησης Ελληνισμού και Χριστιανισμού, πουθενά στο έργο του, δεν υιοθετεί την γνωστή διατύπωση του Φλωρόφσκυ για τον «χριστιανικό Ελληνισμό» ως την «αιώνια κατηγορία της χριστιανικής υπάρξεως».
[Υπογραμμίζοντας ο Ζηζιούλας τις πολύπλευρες επιπτώσεις και τη σημασία αυτής της συνάντησης αλλά και του καινούργιου κόσμου που γεννήθηκε από αυτήν, σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Εκείνοι που έκαναν την πρώτη αυτή προσπάθεια εκχριστιανισμού του Ελληνισμού ήταν οι ίδιοι Έλληνες. Αυτό σημαίνει ότι ο εκχριστιανισμός αυτός δεν ήταν μια άρνηση του Ελληνισμού. Ήταν μια μεταμόρφωση, στην οποία τα βασικά ερωτήματα και ενδιαφέροντα του ελληνικού πνεύματος ικανοποιήθηκαν με απαντήσεις που δεν ήταν πια “ελληνικές”. Έτσι η μεγάλη αυτή μεταμόρφωση απέδειξε ότι ο Χριστιανισμός μπόρεσε να κάνη μια βαθιά διάκριση ανάμεσα στα ερωτήματα και τις απαντήσεις του ελληνικού πολιτισμού. Γιατί υπήρχαν πραγματικά ερωτήματα —όχι μόνο βέβαια διανοητικά, αλλά κυρίως υπαρξιακά—, που μόνον οι Έλληνες με τον τρόπο της σκέψεώς τους ήταν σε θέση να προβάλουν. [...] Αλλά ακριβώς το γεγονός ότι τέτοια ερωτήματα και αγωνίες τυπικά, και αποκλειστικά, ελληνικές, βρήκαν ικανοποίηση σε μια κοσμοθεωρία που στη βάση της —την ιουδαϊκή— δεν έθετε ποτέ τέτοιου είδους ερωτήματα, αυτό ακριβώς είναι το θαύμα που επιτέλεσαν οι Έλληνες Πατέρες» («Ελληνισμός και Χριστιανισμός: η συνάντηση των δύο κόσμων», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 6, σ. 554)].
Γι’ αυτόν τον λόγο κατά τον Ζηζιούλα, η ιστορική πορεία του Νέου Ελληνισμού και η προσπάθεια συνάντησης και μετοχής του στον σύγχρονο κόσμο και στο εγχείρημα της Ενωμένης Ευρώπης είναι ακατανόητη και αδιέξοδη δίχως τη σωστή και βαθιά επίγνωση της εποχής των Πατέρων της Εκκλησίας και της θεολογίας τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον θεολόγο μας, να υπάρξει ελληνική ταυτότητα και ελληνικότητα δίχως τη συμβολή της Ορθοδοξίας. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει απλώς με τη νοσταλγική επανάληψη των σχημάτων του παρελθόντος, γιατί όπως σπεύδει να σημειώσει ο ίδιος ο Ζηζιούλας, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη στάση του ανδρός σε καίριας σημασίας ζητήματα:
«καμιά επιστροφή δεν δημιουργεί ταυτότητα πνευματική, αν είναι απλώς επιστροφή στο παρελθόν. Ο Ιουλιανός απέτυχε και μαζί του και η ελληνική ταυτότητα που ήθελε να αναστήση, γιατί πήρε το δρόμο της επιστροφής. Η Ορθοδοξία κέρδισε τότε το μέλλον του Ελληνισμού γιατί δεν ήταν επιστροφή, αλλά δημιουργική σύνθεση. Έτσι και σήμερα, για να φέρη στο φως την ελληνική ταυτότητα η Ορθοδοξία δεν πρέπει να είναι απλή επιστροφή στις μορφές του παρελθόντος, ένας νοσταλγικός “έρως ορθοδοξίας” που δεν περνά από τη σημερινή πραγματικότητα. Και η σημερινή πραγματικότητα για την Ελλάδα είναι η Ευρώπη. Ο ελληνισμός πρέπει να αναπλασθή στα βασικά συστατικά στοιχεία του, χωρίς να χάση την ελληνικότητά του, περνώντας μέσα από τη νέα αυτή πραγματικότητα της Ευρώπης» («Ευρωπαϊκό πνεύμα και ελληνική Ορθοδοξία», Ευθύνη, τχ. 163, 1985, σσ. 332-333).
Η σημερινή, όμως, τιμητική εκδήλωση έχει και μια ιδιαίτερη σημασία και συμβολισμό, λόγω των δεσμών που συν τω χρόνω αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον τιμώμενο ιεράρχη και θεολόγο και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου. Πράγματι, αν σκύψει κανείς με προσοχή στην ενδεκαετή ήδη πορεία της Ακαδημίας θα διαπιστώσει βαθύτερες συγγένειες, συγκλίσεις αλλά και οφειλές προς το έργο του Σεβασμιωτάτου. Ολόκληρη η πρώτη σειρά διαλέξεων της Ακαδημίας κατά το ακαδημαϊκό έτος 2000-01, με γενικό θέμα: «Εκκλησία και Εσχατολογία», σειρά την οποία ελάμπρυνε με την παρουσία και συμμετοχή του τον Φεβρουάριο του 2001, φέρει έντονα τα σημάδια της δικής του σκέψης και θεολογικής προοπτικής. Η σειρά αυτή των διαλέξεων τοποθέτησε την ταυτότητα της Εκκλησίας στο μέλλον της Βασιλείας του Θεού και ανέδειξε τις απελευθερωτικές και ριζοσπαστικές διαστάσεις της εσχατολογίας ως της ενεργούς προσμονής των Εσχάτων της Βασιλείας, [κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» το 2003, ενώ ετοιμάζεται και η έκδοσή του στα αγγλικά]. Ο Σεβασμιώτατος μας τίμησε και πάλι με την παρουσία του τον Φεβρουάριο του 2008, στη σειρά διαλέξεων με θέμα: «Ευχαριστία, Εκκλησία, Κόσμος», σειρά που έφερε επίσης έντονο το στίγμα των δικών του θεολογικών προσανατολισμών, ενώ τον Ιούνιο του 2010 έδωσε και πάλι το παρόν με μία λαμπρή εισήγηση με θέμα: «Η επικαιρότητα και διαχρονικότητα της Νεο-πατερικής σύνθεσης», στο διεθνές συνέδριο με θέμα: «Νεοπατερική σύνθεση ή μεταπατερική θεολογία; Το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία». [Το συνέδριο αυτό που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, θετικές αλλά και αρνητικές, οργανώθηκε από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, σε συνεργασία με το Πρόγραμμα Ορθοδόξων Σπουδών του Πανεπιστημίου Fordham της Νέας Υόρκης, το Κέντρο Θρησκευτικών Επιστημών και την Έδρα Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Münster στην Γερμανία και το Ρουμανικό Ινστιτούτο Διορθοδόξων, Διαχριστιανικών και Διαθρησκειακών Σπουδών (INTER, Cluj-Napoca)]. Πλέον τούτων, ο Σεβασμιώτατος είχε την ευγένεια και την λεπτότητα να τιμήσει την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών και τον ομιλούντα προσωπικά, συμμετέχοντας στην στρόγγυλη τράπεζα που διοργάνωσε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2010 η Ακαδημία και το βιβλιοπωλείο «Αρμός», προκειμένου να συζητηθεί η δημοσιευμένη ήδη σε άλλες γλώσσες μελέτη του ομιλούντος με θέμα: «Ζητήματα ανανέωσης και μεταρρύθμισης στην Ορθοδοξία», μελέτη που τελεί υπό έκδοση στα ελληνικά.
Η τιμητική για την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών παρουσία σας Σεβασμιώτατε ενέχει, όμως, και άλλους συμβολισμούς. Έχω την εντύπωση πως ένας από αυτούς τους υψηλής σημασίας συμβολισμούς έχει να κάνει με το γεγονός ότι η πολύχρονη συνεργασία σας με την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών και η εκ μέρους σας θερμή υποδοχή και αποδοχή της τιμητικής της προτάσεως, νομιμοποιεί, συν τοις άλλοις, την σοβαρώς ασκούμενη κριτική και αποκαθιστά στις πραγματικές του διαστάσεις τον ενδοθεολογικό διάλογο που είναι το οξυγόνο και η απαραίτητη προϋπόθεση υγιούς εκκλησιαστικής ζωής. Ερχόμενος κατ’ επανάληψη στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου, γνωρίζατε Σεβασμιώτατε ότι έρχεστε σε έναν χώρο που αυτοπροσδιορίζεται εδώ και χρόνια ως «ένα ανοιχτό εργαστήρι σκέψης και διαλόγου της Εκκλησίας με τη διανόηση και την κοινωνία, δίχως αμυντικά αντανακλαστικά ή απολογητική διάθεση»· έναν χώρο που όλα αυτά τα χρόνια λειτούργησε κριτικά και διαλογικά τόσο προς την θεσμική Εκκλησία όσο και προς την ακαδημαϊκή θεολογία, αλλά του οποίου η κριτική και προφητική λειτουργία δεν έγιναν πάντα κατανοητές, καθώς πολλές φορές δυστυχώς παρερμηνεύθηκαν και συκοφαντήθηκαν· έναν χώρο που μίλησε ανοιχτά για την αποξένωση της θεολογίας από το εκκλησιαστικό σώμα, αλλά και για την περιχαράκωσή της και την αδυναμία διαλόγου της με τη διανόηση και το σύγχρονο κόσμο· έναν χώρο, τέλος, —και εδώ είναι το πιο λεπτό και δύσκολο σημείο, που αναδεικνύει, όμως, τη μεγαλοσύνη σας— που δεν δίστασε, να αναμετρηθεί, πάντα καλή τη προθέσει, με τη θετική συνεισφορά, αλλά και με τις υστερήσεις της θεολογικής γενιάς του ’60, της δικής σας γενιάς Σεβασμιώτατε, όχι για να ορθωθεί ή να προβληθεί ναρκισσιστικά, αλλά προκειμένου να συμβάλει με τις μικρές της δυνάμεις στο κοινό και υπέρτατο άθλημα της αλήθειας που ελευθερώνει (πρβλ. Ιω., 8, 32). Επιβεβαιώσατε έτσι με τη στάση σας Σεβασμιώτατε ότι οι μεγάλοι θεολόγοι δεν φοβούνται τον διάλογο και την κριτική, αλλά ότι αντιθέτως την επιδιώκουν, γιατί γνωρίζουν ότι η κριτική λειτουργία είναι σύμφυτη με το θεολογείν, ότι χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα άλλο πέρα από μια θεολογία της επανάληψης και των εγκωμίων που τόσο συχνά ανθούν, όπως όλοι γνωρίζουμε, στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα.
Αν οι δεκαετίες του ’70 και του ’80 καθορίζονται και διαμορφώνονται θεολογικά από την πρωτότυπη και ριζοσπαστική σκέψη του Χρήστου Γιανναρά, καθώς και από το κλίμα αναγέννησης του αγιορειτικού μοναχισμού, νομίζω ότι η σοβαρή θεολογική σκέψη στην Ελλάδα στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 φέρει τα δικά σας ίχνη και τη δική σας σφραγίδα Σεβασμιώτατε. Στο πρόσωπό σας και το έργο σας συναντώνται, μάλιστα, και αναγνωρίζονται όχι μόνο αυτοί που υπήρξαν μαθητές σας και δικά σας πνευματικά και θεολογικά αναστήματα, αλλά και πολλοί άλλοι θεολόγοι προερχόμενοι από ποικίλα ρεύματα και σχολές, που δεν ευτύχησαν να σας έχουν δάσκαλο ή επιβλέποντα στις έρευνες και τις θεολογικές τους αναζητήσεις, αλλά που εμπνεύστηκαν από τα κείμενά σας και που βρήκαν, καθυστερημένα ίσως, στη θεολογική σας σκέψη τα ερεθίσματα εκείνα που τους βοήθησαν να βρουν το δρόμο τους και να ωριμάσουν θεολογικά. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει και ο ομιλών, όπως και πολλοί άλλοι θεολόγοι της γενιάς του είτε παρόντες στην παρούσα εκδήλωση είτε λόγω άλλων υποχρεώσεων νοερώς συμμετέχοντες.
Με κάθε ειλικρίνεια μπορώ, μάλιστα, να σας διαβεβαιώσω Σεβασμιώτατε, ότι η θεολογική σας σύνθεση βρέθηκε συχνά στην αφετηρία και στη βάση πολλών τολμηρών ή ριζοσπαστικών θεολογικών προτάσεων και ιδεών που η νεώτερη θεολογική γενιά επεξεργάστηκε και διατύπωσε την τελευταία δεκαετία, παρέχοντας έτσι την πιο τρανή απόδειξη για την ερμηνευτική πολλαπλότητα και πολυφωνία που συνοδεύει την ανάγνωση του έργου σας. Ένα έργο που, έτι υμών ζώντος, έχει περάσει ήδη στα κλασικά της θεολογίας, συνιστώντας του λοιπού μία μείζονα αναφορά, και που ως τέτοιο έχει ήδη αρχίζει να αυτονομείται από το δημιουργό του, διαγράφοντας όλο και περισσότερο μια αυτόνομη πλέον πορεία και εμπνέοντας ποικίλες ερμηνευτικές απόπειρες και προτάσεις, όχι μόνο στον καθαυτό χώρο της θεολογίας, αλλά, όπως είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε στη διάρκεια του διήμερου συνεδρίου, και στο χώρο της φιλοσοφίας, των επιστημών του ανθρώπου και των κοινωνικών επιστημών, ή ακόμη και της φυσικής και των θετικών επιστημών εν γένει.
Εν κατακλείδι, η ανάγνωση του έργου σας και η μαθητεία στη θεολογική σας σκέψη που χαρακτηρίζεται για τον εσχατολογικό της προσανατολισμό, τον ευχαριστιοκεντρικό της χαρακτήρα και την δημιουργική της μετοχή στην οικουμενική θεολογική συζήτηση, βοήθησε εμάς τους εν Ελλάδι και αλλαχού στον ορθόδοξο κόσμο παροικούντες θεολόγους, να μεταβούμε, Σεβασμιώτατε, από μια πολιτισμική, σε μία καθαυτό θεολογική ερμηνευτική, και από μία γενικώς και αορίστως «πνευματοκρατική», σε μία χριστοκεντρική και μυστηριοκεντρική προοπτική. Αν τις δύο τελευταίες δεκαετίας η θεολογία στον τόπο μας έκανε κάποια δειλά βήματα προς την κατεύθυνση της υπέρβασης της εσωστρέφειας, του θεολογικού επαρχιωτισμού και απομονωτισμού, καθώς και του ναρκισσευόμενου θεολογικού αντιδυτικισμού, είναι βέβαιο ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται και στη δική σας παρουσία και το λόγο σας Σεβασμιώτατε.
Βέβαια, η «ελληνορθόδοξη» πραγματικότητα των ημερών μας περικλείει και την άλλη όψη του νομίσματος: αυτήν του μαχητικού ζηλωτισμού και φονταμενταλισμού, της κατασυκοφάντησης του οικουμενικού διαλόγου και των προσπαθειών για την ενότητα και την αμοιβαία προσέγγιση των χριστιανών, της ιδεολογικής χρήσης του παρελθόντος και των ιστορικών του τραυμάτων με όρους μνησικακίας και αυτοδικαίωσης, της παντελούς σχεδόν έκλειψης της θεολογίας από τις πνευματικές και ιδεολογικές ζυμώσεις του καιρού μας, της απουσίας από τον τόπο μας του σοβαρού και νηφάλιου θεολογικού διαλόγου. Μιας πραγματικότητας, λοιπόν, θλιβερής που συχνά γεννά συναισθήματα απαισιοδοξίας και παραίτησης, ιδίως τούτη την εποχή της γενικευμένης κρίσης και της πολλαπλής κατάρρευσης της ελληνικής κοινωνίας.
Όσοι, όμως, τιμούμε και θαυμάζουμε το έργο σας, όσοι εμπνεόμαστε από τον εσχατολογικό του προσανατολισμό, σε αυτό και πάλι ανατρέχουμε προκειμένου να βρούμε απαντήσεις και στηρίγματα για την επανεκκίνηση της θεολογίας, για το λόγο που αυτή πρέπει να αρθρώσει στις δύσκολες μέρες μας. Υπό το φως, λοιπόν, αυτού του εσχατολογικού προσανατολισμού, προσωπικά μας συγκινεί ιδιαιτέρως, Σεβασμιώτατε, η θέση που διατυπώσατε από το βήμα της Ακαδημίας μας, τον Φεβρουάριο του 2001, αναφορικά με τις συνέπειες του εσχατολογικού ήθους της Εκκλησίας, και πιο συγκεκριμένα η άποψή σας ότι το μέλλον δεν καθορίζεται από το παρελθόν, ότι αντιθέτως το μέλλον ελευθερώνει από το παρελθόν, καθώς στη χριστιανική σκέψη ταξιδεύουμε αντίστροφα προς τη φορά του χρόνου: από το μέλλον προς το παρόν και το παρελθόν, και ως εκ τούτου το μέλλον δεν είναι αιτιατό του παρελθόντος, ενώ τα έσχατα είναι αυτά που δίνουν οντότητα στα πρώτα, και η εσχατολογία στην πρωτολογία. Ως φυσική συνέπεια των παραπάνω συμπεραίνετε, Σεβασμιώτατε, ότι η «Εκκλησία είναι όχι αυτό που είναι ή που ήταν, αλλά αυτό που θα είναι [στα έσχατα]» («Εκκλησία και Έσχατα», 42), όπως και ο αμαρτωλός με τη σειρά του «δεν καθορίζεται οντολογικά από αυτό που ήταν, αλλά από αυτό που θα είναι [στα έσχατα]» (στο ίδιο, 43). Γι’ αυτό και όπως σωστά επισημαίνετε, «η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας δεν περιλαμβάνει μόνο θεσμικά ζητήματα (σχέσεις Εκκλησίας-κράτους-κοινωνίας, κλπ) αλλά και θέματα ηθικής. [...] Η Εκκλησία δεν μπορεί να υιοθετεί στάσεις της κοινωνίας σε θέματα ηθικής, αλλά να διαχέει μέσα στην κοινωνία το πνεύμα της συγγνώμης και της αγάπης που αφήνει το μέλλον να απελευθερώσει τον άνθρωπο από το παρελθόν. Μια μνησικακούσα Εκκλησία είναι εκκοσμικευμένη Εκκλησία, διότι η μνησικακία είναι χαρακτηριστικό του κόσμου τούτου και της κοσμικής ηθικής» (στο ίδιο, 43-44). Επιτρέψτε μου να υπομνήσω και να υπογραμμίσω, Σεβασμιώτατε, το γεγονός πως με τη στάση σας και την όλη πολιτεία σας, με την ανοχή και την υπομονετικότητά σας, με την μακροθυμία και την πατρική εμπιστοσύνη σας σε εμάς τους νεώτερους, ακόμη και όταν διαφωνούσατε με πράξεις, ιδέες ή επιλογές μας ή όταν θεωρούσατε πως κάνουμε λάθος, δώσατε έμπρακτα δείγματα αυτού του εσχατολογικής εμπνεύσεως συγχωρητικού και απελευθερωτικού ήθους της Εκκλησίας.
[Κάποιοι αναρωτιούνται γιατί η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών σε καιρούς οικονομικής κρίσης της πατρίδας μας, σε καιρούς μνημονίου, τρόικας και «αγανακτισμένων», αντί να ασχολείται με τα καθημερινά και επείγοντα προβλήματα του κόσμου, αναλώνεται σε συνέδρια για τους χριστιανούς στην Μέση Ανατολή, σε ημερίδες για τον Παπαδιαμάντη, ή σε τιμητικές εκδηλώσεις για τον Μητροπολίτη Περγάμου. Δεν είναι εδώ η ώρα και το μέρος για να απαντήσουμε σε αυτές τις αιτιάσεις. Αν τις αναφέρουμε στην παρούσα συνάφεια, λίγο πριν κλείσουμε τον κατ’ ανάγκην συντομογραφικό αυτό αλλά δίκαιο, νομίζω, «Έπαινο» στο πρόσωπο και τη θεολογική σας σύνθεση, είναι γιατί αυτά μας δίνουν και πάλι την αφορμή να σταθούμε στο έργο σας, και να αντλήσουμε σκέψεις και διδάγματα για τη σχέση Εκκλησίας και κόσμου, Εσχατολογίας και Ιστορίας, έχοντας πάντα ως μέτρο και κριτήριο το βιβλικό «εν τω κόσμω», αλλ’ «ουχ εκ του κόσμου». Όπως γράφετε λοιπόν Σεβασμιώτατε:
«Αν η Εκκλησία είναι “εν τω κόσμω” άλλα όχι “εκ του κόσμου”, αν “ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, άλλα την μέλλουσαν επιζητούμεν”, τότε η ταυτότητα της Εκκλησίας, η υπόστασή της, η οντολογία της είναι εσχατολογική. Το είναι της βρίσκεται στην μέλλουσα Βασιλεία του Θεού, οι ρίζες της είναι στα έσχατα, και μόνον τα κλωνάρια και τα φύλλα του δένδρου της βρίσκονται στο παρελθόν και το παρόν της Ιστορίας. Αυτό το ζει πλήρως μόνο μέσα στην Ευχαριστία, σ’ αυτή την εικόνα των εσχάτων, και γι’ αυτό όλες οι άλλες πράξεις της εσχατολογικοποιούνται, δηλαδή γίνονται Εκκλησία όταν ενσωματώνονται σ’ αυτήν. Σαρκωμένη, όπως ο Κύριός της, εν τόπω και χρόνω, παίρνει η Εκκλησία επάνω της και κάνει δική της σάρκα τους καημούς και τους πόνους και τα προβλήματα του λαού της. Δεν αποστρέφει το πρόσωπο της στην πείνα, την αρρώστια, την αγωνία των ανθρώπων, ακόμα και στους αγώνες τους, τους ενίοτε αιματηρούς, για την ελευθερία τους. Στην προσπάθειά της να διακονήσει τις ανάγκες αυτές και να μεταφέρει την ελπίδα και την προσδοκία των εσχάτων συχνά συσχηματίζεται με τον κόσμο, και αυτό εγκυμονεί τον κίνδυνο να “αλλοτριώσει” την ταυτότητα της. Η θεολογία είναι υποχρεωμένη να κρούει τον κώδωνα οσάκις παρατηρείται ο κίνδυνος αυτός. Ο κίνδυνος της εκκοσμίκευσης εμφανίζεται κάθε φορά που η Εκκλησία απολυτοποιεί τα ιστορικά ή κοσμικά μορφώματα. Ζώντας μέσα στον κόσμο η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να χρησιμοποιεί τα του κόσμου και να ενδιαφέρεται για την Ιστορία μέχρι του σημείου μάλιστα να την επηρεάζει. Αλλά για να μην εκκοσμικευθεί κάνοντας αυτό, πρέπει να διατηρήσει ανόθευτα από την εκκοσμίκευση τα στοιχεία εκείνα που είναι από την φύση τους φορείς των εσχάτων. Ως τέτοια μνημονεύσαμε εδώ κυρίως το μοναχισμό, την Θ. Λειτουργία και το συγχωρητικό ήθος. Αν τα νοθεύσει και αυτά με κοσμικές μεθόδους, όπως συνέβη στο δυτικό χριστιανισμό, τότε ο κίνδυνος να χάσει την ταυτότητα της είναι βέβαιος» (στο ίδιο, 44-45)].
Σεβασμιώτατε σας ευχαριστούμε εκ βάθους καρδίας για όσα προσφέρατε στην Εκκλησία και τη θεολογία· για τους δρόμους που ανοίξατε στη θεολογική έρευνα και στη σχέση της Εκκλησίας με τον κόσμο, με τα γράμματα, με τις τέχνες και τις επιστήμες· γι’ αυτήν την παρήγορη και φιλάνθρωπη εκδοχή της Ορθοδοξίας που ενσαρκώνετε και που την έχουμε τόσο ανάγκη, ιδιαίτερα σήμερα· για το συγχωρητικό/απελευθερωτικό ήθος της Εκκλησίας που μας διδάξατε, και που επιτέλους θα πρέπει κάτι να μας μάθει εμάς τους Έλληνες και ορθόδοξους για τη σχέση μας με τους χριστιανούς των άλλων χριστιανικών παραδόσεων και τους πιστούς των άλλων θρησκειών· γιατί με τα βιβλία, τα άρθρα και τα μαθήματά σας συντροφεύσατε τις θεολογικές μας ανησυχίες και αναζητήσεις και ανοίξατε ένα δρόμο για να πορευτούμε· γιατί ξέρατε να σεβαστείτε τη διαφορετικότητά μας ή και τη διαφωνία μας με συγκεκριμένες απόψεις και θέσεις σας, χωρίς να μας αποκλείσετε ή να μας καταστήσετε αποσυνάγωγους· γιατί εξακολουθείτε να παράγετε θεολογία και ως θεολόγος πρωτίστως να σκέφτεστε και να συμπεριφέρεστε.
Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Δ. Σ. της Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιο, έχει την μεγάλη χαρά και τιμή να σας δέχεται σήμερα ως «Εταίρο» και Επίτιμο μέλος της, απονέμοντάς σας τον Μεγαλόσταυρο της Ακαδημίας και σχετικό Τιμητικό Δίπλωμα, σε αναγνώριση της όλης προσφοράς σας στη θεολογία και την Εκκλησία, και περιβάλλοντάς σας με αισθήματα θαυμασμού, αγάπης, ευγνωμοσύνης και αφοσιώσεως.
Εις πολλά έτη Σεβασμιώτατε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου