Μέσα στόν ἀνήσυχο κόσμο μας, ὅπου ἡ δυνατότητα προσέγγισης τῶν τεσσάρων ἐποχῶν, ὅπως αὐτές δόθηκαν στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Δημιουργό του, ἔχει πιά διαταραχθεῖ ἐπικίνδυνα, ὀδυνηρή συνέπεια ἦταν ν' ἀπομείνουν μόνον οἱ ἐποχές τοῦ χειμώνα καί τοῦ καλοκαιριοῦ-κι αὐτές χωρίς ἐκείνη τήν περιούσια ὀμορφιά καί τήν ἐναλλαγή, πού χρωμάτιζε τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἀποτέλεσμα οἱ νέοι ἄνθρωποι καί, μάλιστα, τά νέα παιδιά νά μήν ἔχουν τή δυνατότητα νά γευτοῦν ὅ,τι αὐτός ὁ ἐποχιακός κύκλος προσφέρει. Γι᾿ αὐτό καί ἐπιδιώκοντας μιά προσέγγιση στίς γλυκές καί νοσταλγικές φθινοπωριάτικες μέρες καταφεύγω στά ἀθησαύριστα κείμενα τοῦ ἄλλου μεγάλου Σκιαθίτη λογογράφου, τοῦ Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη, πού καταγράφουν τήν παλιά ἑλληνική ἀγροτική ζωή μέσ᾿ ἀπό τήν προοπτική τῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς καί παραδόσεως.
Τά κείμενα αὐτά, δυστυχῶς, στίς μέρες μας δέν μνημονεύονται, γιατί εἶναι γραμμένα στή λογία γλῶσσα, τήν ὁποία ἀποφεύγουν νά ἐπισκεφτοῦν οἱ νεότεροι. Κι ὅμως ἐκεῖ ὑπάρχει ἕνας πλοῦτος λέξεων καί ἰδιωματισμῶν, πού ἀφήνουν στήν ψυχή μιά γλυκύτητα καί μιά νοσταλγία ἀπό ἕνα χθές πού ἄν καί πέρασε ἐν τούτοις ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τοῦ δικοῦ μας νεότερου βίου. Μόνο πού ἐκεῖ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ βιασύνη, τό ἄγχος καί ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ τραγικοῦ σήμερα. Ὅμως καιρός εἶναι νά σκύψουμε στά ἀρυτίδωτα κείμενα τοῦ ἄλλου Ἀλέξανδρου τῆς Σκιάθου, ἐκείνου δηλαδή πού λίγοι γνωρίζουν ὡς Ἀνδρόνικο Μοναχό, γιατί μέ αὐτό τό ἀξίωμα ἐκοιμήθη κι ἔτσι διατηρεῖται στή Μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
"Αἱ ὀπῶραι πλέον παρῆλθον. Ὁ τρυγητός, συνεπληρώθη καί αὐτός πρό πολλοῦ, τά δέ νέα κρασιά βράζουν τώρα ἐντός τῶν βαρελιῶν, καί ἡ ζύμωσίς των γεμίζει τά ὑπόγεια ἀπό τήν ζαλίζουσαν ἐκείνην βόχαν , ἡ ὁποία τόσον καθηδύνει τούς φιλοπότας. Τά πρωτοβρόχια, ἀφοῦ ἐκαθάρισαν τήν γῆν ἀπό ὅλα τοῦ θέρους τά ξηρόχορτα, ἀφοῦ ἐσάρωσαν τούς χειμάρους ἀπό ὅλα τά ξηρόκλαδα κ᾿ ἐπότισαν τούς ἀγρούς, διψασμένους τόσους μῆνας, ἰδού ἄνοιξαν τώρα τἠν εἴσοδον εἰς τό μικρό καλοκαιράκι, τό ὁποῖον ἐμβῆκεν εἰς τήν γῆν μας μέ τόν ἥλιον τόν ζείδωρον καί θερμουργόν, μέ τά χορταράκια του τά ὁλοπράσινα, τά ὁποῖα στολίζουν μέ νέαν ἄνοιξιν τάς αἱμασιάς τῶν ἀγρῶν, καί μἐ τά λουλούδια του ἐκεῖνα, τά θυσσανωτά, τά ὁλομέταξα, τά χρυσᾶ τοῦ Ἁι-Δημητριοῦ τά ἄνθη, τά δροσερά καί εὐώδη δενδράκια, τά ἑλληνικά χρυσάνθεμα, τά ὀποῖα τόσον ἄφθονα στολίζουσι τόν μῆνα Ὀκτώβριον, τό Ἁη-Δημητρίτην, ὅστις σιωπηλός, ὡς προσευχόμενος ἐρημίτης, παρέρχεται ἀπό τό χωρίον τό νησιωτικόν, σπεύδων ἔξω βιαστικός νά φθάσῃ εἰς τούς ἐλαιῶνας, με χαράν καί μέ θάλπος, ὅπου ὅλαι αἱ νησιωτοποῦλαι, πρωΐ-πρωΐ ἐξέρχονται εἰς τήν συλλογήν τοῦ ἐλαιοκάρπου".
Οἱ εἰκόνες αὐτές, πού μέ τόση δεξιότητα καί ἀκρίβεια μᾶς παρουσιάζει ὁ Μωραϊτίδης, σήμερα εἶναι ξεχασμένες ἀπό πολλούς. Ὅπως ξεχασμένες εἶναι κι οἱ εἰκόνες πού, συνεχίζοντας τήν διήγηση, παρουσιάζει ὁ Σκιαθίτης λογογράφος.
"Τήν ὥραν ὁποῦ ἡ Πούλια ἡ ἀργυροκέντητος εὑρίσκεται εἰς τό μεσουράνημα προπορευομένη ἀπό τάς ἀκτινοβολούσας Πήχεις, μέ τόν ἀστέρα της πίσω δέσμιον, τόν λαμπρόν Μεσονύχτην, τήν ὥραν αὐτήν αἱ νησιωτοποῦλαι, ἐγερθεῖσαι, ἔψησαν τήν πλακόπηταν, ἐτηγάνισαν τίς ζαργάναις, ὁπῦ μεσάνυχτα τίς φέρναι ὁ γέρο-Τρικκεριώτης ἐπιστρέφων ἀπό τό πυροφάνι, ἔλαβον εἰς τούς ὤμους των τίς κόφες μέ τούς κενούς τούς σάκκους, ἐπέρασαν καί τά καλάθια ς᾿ τό χέρι των, καί ἐξέρχονται συντροφιές-συντροφιές, εἰς τούς ἐλαιῶνας… Εἰς τόν ἐλαιῶνα τώρα, τόν μῆνα τόν Ἁι-Δημιτρίτην, γίνεται καθ᾿ ἑκάστην ἡ συγκέντρωσις τοῦ χωρίου. Ἐκεῖ τραγούδια καί χαρά, ἐκεῖ δουλειά καί γέλια, ἐκεῖ ὅλον τό χωρίον ξεσπιτωμένον... Ὅταν περάσῃ ἡ ἑβδομάς τῶν ἐλαιώνων, ἕως νά πνεύσῃ πάλιν νέος βορρᾶς καί καταρρίψῃ νέον ἐλαιοκαρπόν, τό δεύτερο χέρι, ἀρχίζουν τότε οἱ εὔμορφες βραδυές τῶν νυχτεριῶν εἰς τό φίλεργον καί φιλόπονον χωρίον, τό ὁποῖον ὡς κλῶσσα κάθηται ἐπάνω εἰς τάς ἀκτάς τοῦ βράχου. Παρά τήν ἑστίαν, ἐκ τῆς ὁποίας λαμπράς ἀναδίδουν φλόγας αἱ δαδοῦχαι σχίζαι, καθήμεναι αἱ νησιωτοποῦλαι, ἄλλαι πλέκουν, ἄλλαι γνέθουν, ἄλλαι κεντοῦν, ἐνῷ ἡ γραῖα, ἁπλώσασα τούς πόδας της ἴσια, θέτει ἐπάνω τά λανάρια της καί ἀρχίζει νά λαναρίζῃ. Νά λαναρίζῃ τά μαλλιά, μέ τά ὁποῖα θά ὑφάνῃ τά ὑφάσματα τοῦ χειμῶνος, τά χονδρά".
Εἶναι, πράγματι, πολύ νοσταλγικές αὐτές οἱ εἰκόνες τῆς παλιᾶς ἀγροτικῆς ζωῆς, τήν ὁποία σήμερα, ὅσοι τή ζήσαμε, τήν ἀναζητοῦμε, γιατί εἶχε μέσα της τή γνησιότητα, τόν σεβασμό ἀπέναντι στό Θεό καί στό συνάνθρωπο καί τήν ἀγάπη στή γῆ. Γιατί καλλιεργώντας την μέ φροντίδα καί ἐπιμέλεια, ἤξερες πώς θά σοῦ προσφέρει τήν τιμημένη της δωρεά.
Αὐτές οἱ εἰκόνες, εἰκόνες ἀληθινές ἀπό τή φθινοπωρινή Σκιάθο τοῦ τέλους τοῦ 19ου μέ ἀρχές τοῦ 20 οῦ αἰ., πού μέ σπουδή καί εὐλάβεια κατέγραψε καί διέσωσε ὁ Μωραϊτίδης ἔπαψαν νά ἐπαναλαμβάνονται ἐδῶ καί ἀρκετές δεκαετίες. Τό μόνο πού ἀπόμεινε εἶναι ἡ πρωϊνή ἱερή συνήθεια τοῦ Ὄρθρου, ὅπως τό καταγράφει ὁ Μωραϊτίδης.
" Ὄρθρος βαθύς. Καί ὁ παπᾶ-Κωνσταντής ἐσήμανεν ἤδη είς τούς Τρεῖς Ἱεράρχας, τόν ὁποῖον παρηκολούθησεν ἀμέσως, ὡς νά τόν ἐπερίμενεν ἀπό ὥραν κρεμασμένος ἀπό τήν καμπάναν, παπᾶ-Κονόμος τῆς Παναγίας τῆς Λημνιᾶς".
Ἀπ᾿ αὐτή τήν εἰκόνα τό μόνο πού ἄλλαξε ἀπό τό χθές μέχρι σήμερα εἶναι τά ὀνόματα τῶν ἐφημερίων. Γιατί κατά τά ἄλλα, εὐτυχῶς δηλαδή, ἡ Παράδοση συνεχίζει τό θεοφιλές της δρομολόγιο...
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Μπράβο Παναγιώτη για την ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντας Παπαδιαμάντη, Μωραιτίδη κ.α νιώθει κανείς το πραγματικό πνεύμα της ορθοδοξίας, τι διαφορά πραγματικά έχει αυτό το Πνεύμα με το πνεύμα της επόμενης ανάρτησης...του κ. Τσολογιάννη Είναι να απορεί κανείς πως αυτοί οι άνθρωποι αυτοτιτλοφορούνται ορθόδοξοι.