Του Κώστα Νούση
Η καλοπιστία ενός διαλόγου αρχίζει να κλονίζεται όταν αυτός γίνεται δίαυλος έκφρασης των παθών και της προβολής (επιθετικής ή αμυντικής αυτοπροστασίας) του εγώ των συμμετεχόντων. Με αυτήν την αξιωματική σκέψη κατά νου διάβασα προχθές με βαθιά θλίψη την επιστολή πολιού συναδέλφου θεολόγου και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις του αναφορικά με τη μη διάθεσή του αντιδικίας προς εμέ – πολλάκις ψευδόμεθα και εις εαυτόν - η απάντησή του μού έδωσε την εντύπωση μάλλον έχουσα εντονότερη τη χροιά μιας επί προσωπικού (ενσυνείδητης ή ασυνείδητης) διάστασης παρά μιας διάθεσης συμμετοχής και προώθησης του αρξαμένου διαλόγου για τη μετάφραση. Ίσως βέβαια η προκατάληψη να είναι εξ ολοκλήρου δική μου υπόθεση, επειδή εμνήσθην ημερών αρχαίων για τις οποίες και εξηγούμαι ευθύς αμέσως.
Η διττής ερμηνείας φράση του περί γνωστών θέσεων του επιστολογράφου (εμού δηλαδή) – γνωστές ως θέσεις γενικώς ή ως ανήκουσες σε μένα που τις ξέρουν όλοι; (τόσο διάσημος είμαι!) – είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα τής σε πολλά σημεία «ποιητικής» και δυσερμήνευτης γλώσσας των γραφομένων του – δεν είναι της παρούσης να τα αναλύσω αλλά σίγουρα ενίσχυσε τη θέση μου περί της μεταφραστικής αναγκαιότητας! Δεν ξέρω λοιπόν κατά πόσο γνωστές είναι οι θέσεις μου αυτές, αλλά σίγουρα δεν είναι ευρέως γνωστό ότι προ διετίας ο εν λόγω συνάδελφός μου συμμετείχε ως μέλος της Ένωσης Θεολόγων Λάρισας στη διάτρητης δημοκρατικότητας αναστολή λειτουργίας ιστολογίου προς έμμεση (ή μήπως άμεση;) παρακώλυση έκφρασης θεολογικών μου θέσεων. Ίσως προκατειλημμένος λόγω συνειρμικής ευαισθησίας διαβλέπω μια επανάληψη αντίστοιχης νοοτροπίας και τακτικής ύποπτων αποχρώσεων, αναμιμνησκόμενος τα παλιά εκείνα αμαρτήματα. Θα έπρεπε επομένως να είναι λίαν προσεκτικός απέναντί μου γνωρίζοντας την ευαισθησία μου αυτή, που γεννήθηκε από την αγανάκτηση των καιρών εκείνων της τεχνηέντως ασκηθείσας λογοκριτικής τρομοκρατίας από ένα σχήμα που θύμιζε μάλλον «θεολογικό παρακράτος», όπως λίαν επιεικώς θα το χαρακτήριζα. Με την ίδια ίσως καχυποψία διείδα και διάφορες έμμεσες απαξιωτικές χρήσεις όρων και φράσεων, όπως π.χ. στο επίθετο νέος – συνώνυμο προφανώς εδώ του υποδεέστερος ή ελεγχόμενης εγκυρότητας και πνευματικότητας, μια που μιλάμε για εκκλησιαστική ζωή – και στις παραπομπές περί ελληνικότητας, λες και οι υπέρμαχοι της μετάφρασης είναι ανθέλληνες ή λιγότερο πατριώτες. Ζητώ ταπεινά συγγνώμη αν αδικώ κάπου τις προθέσεις του πολιού θεολόγου αλλά στιγματίζω σίγουρα τη νοοτροπία όσων διεκδικούν περί εαυτών την κατοχή της αποκλειστικότητας στη γνώση και έκφραση της αλήθειας. Ως φαίνεται, η μονοπώληση του θεολογικού λόγου από μερικούς κλονιζομένη από την όποια ετερότητα, αν δεν ενοχλεί, τότε οπωσδήποτε ξενίζει και προκαλεί σπασμωδικές και κακόγουστες αντιδράσεις. Άλλωστε η θεολογία και η συνώνυμή της αλήθεια δεν είναι προνόμιο μιας σέκτας ολιγίστων θεολόγων, θεολογίσκων ή θεολογούντων, αλλά του Χριστού και συνόλου του εκκλησιαστικού σώματός Του.
Ο καημός μου ήταν και παραμένει απλώς ο θεολογικός (και όχι ένας στείρος λογοτεχνικός - φιλοκαλικός) διάλογος (ούτε η προβολή και διαφήμιση προσωπικών απόψεων, θα ΄μουν πολύ φτωχός τότε), η ανεύρεση και καταγραφή της θεολογικής ορθότητας και ακρίβειας και η εξ αυτής πρόκληση ζωής και διαλόγου στον παραπαίοντα κόσμο, που η Εκκλησία ανοίγει, όταν ο λόγος της εκφέρεται αυθεντικά και όχι ως ρυθμικώς επαναλαμβανόμενη απαρχαιωμένη ιδεολογία. Με εξοργίζουν προπαντός οι δυτικόφερτες απολογητικές εμμονές προάσπισης ενίων της βαλλόμενης ορθοδοξίας από υποτιθέμενους παραχαράκτες της. Ανέμενα επομένως επιχειρήματα αρυόμενα από την πλούσια ορθόδοξη πατερική και εν γένει εκκλησιαστική φαρέτρα – επί παραδείγματι από τον π. Βασίλειο Θερμό ή τον γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ, που τους αναφέρω ενδεικτικά ως εκπροσώπους δύο αντικειμένων θεωρήσεων επί του ιδίου θέματος – και όχι τα ολίγον ή καθόλου ικανοποιητικά παραθέματα που είδα. Το χιλιοειπωμένο, ας πούμε, παράδειγμα της χωρικής σούπερ γιαγιάς που κατανοεί (;) τα αρχαιότροπα λόγια εν είδει κλασικής φιλολόγου πρέπει κάποτε να σταματήσει να αναπαράγεται, τουλάχιστον για λόγους αισθητικής. Περίμενα λόγο θεολογίας. Αντ’ αυτού εισέπραξα ρήματα… αρκτολογίας (ο αναγιγνώσκων την επιστολή εκείνου θα κατανοήσει το ρηθέν)! Και δεν θα ήμουν τόσο καυστικός, αν δεν με ενοχλούσε ο ευτελισμός και η προχειρολογία σε ένα θεολογικό διάλογο που αδικεί την ίδια την Εκκλησία και αποτελεί μια ακόμα αφορμή απομάκρυνσης του επιζητούντος πλείστες όσες προφάσεις σύγχρονου ανθρώπου και αιτία απογοήτευσης του καλοπροαίρετου εκζητούντος ρήματα ζωής αιωνίου. Παρήλθαν οι εποχές που ο εκκλησιαστικός λόγος ικανοποιούσε με τον τρόπο που κάποιοι βλέπουν να χαίρονται οι αφρικανόπαιδες παπαγαλίζοντας αρχαίες ελληνικές λέξεις, για να πάρουν ένα τετράδιο σε κάποια ορθόδοξη ιεραποστολή (το παράδειγμα ειλημμένο και πάλι από τον σεβαστό μου συνάδελφο)! Ας μην υποτιμάμε τη νοημοσύνη, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του μετανεωτερικού ανθρώπου. Και αυτό είναι και το μεγάλο μας αμάρτημα: η περιχαράκωση στον εαυτό μας, στην υστεροφημία μας, στη μειοψηφία των χειροκροτητών μας και η ατολμία διάνοιξής μας σε όλους αδιακρίτως, κατά την εντολή του Κυρίου. Ο πόθος των εκκλησιαστικών ανδρών πρέπει να είναι πώς θα καταστήσουν τον Χριστό θελκτικό και όχι πώς θα μιμηθούν τους Φαρισαίους φορτώνοντας δυσβάστακτα φορτία στον ήδη κεκοπιακότα άνθρωπο. Περισσεύει η μέριμνα και η αγωνία για την αναστήλωση παραδόσεων και μύθων – εν προκειμένω γλωσσικών – την ίδια ώρα που επικρατεί πλήρης αμεριμνησία και εγκληματική πνευματική αδιαφορία για την καθημερινή κατάρρευση και απώλεια των ζωντανών ναών του Θεού.
Ο νηφάλιος αναγνώστης του πρώτου μου κειμένου θα είδε πως δεν είμαι υπέρ μια συλλήβδην και άκριτης μεταφραστικής «ισοπεδωτικής» διαδικασίας στα λειτουργικά κείμενα αλλά περί της προώθησης ενός αγιοπνευματικού ενδοεκκλησιαστικού διαλόγου και της δυνατότητας μιας αντίστοιχης επιτυχημένης προσπάθειας. Και πάλι όμως λειτούργησαν οι νόμοι της ψυχολογίας. Όσοι διαφώνησαν μαζί μου, το έπραξαν οι περισσότεροι προαποφασισμένοι σχεδόν, χωρίς να μπουν στην τίμια διαδικασία της καλοπροαίρετης μελέτης των γραπτών μου. Προφανώς και δεν με ενοχλεί προσωπικά ποσώς η αρχαία γλώσσα – ίσα ίσα, την κατανοώ και την αγαπώ περισσότερο από πολλούς γύρω μου – αλλά η υποφώσκουσα ειδωλοποιητική της θεώρηση. Η νομιναλιστική στάση των ορθοδόξων αγίων Πατέρων έναντι των κτιστών ονομάτων και πραγμάτων καταρρίπτει και την όποια τάση μυθοποίησης του γλωσσικού οργάνου. Εξάλλου η υποτίμηση κάθε μετάφρασης έναντι του πρωτοτύπου – προσκρούουσα ταυτόχρονα και στην ίδια τη φιλολογική επιστήμη και σε σύγχρονες θεωρίες λογοτεχνίας – δεν έχει θέση εδώ, διότι πρόκειται περί λειτουργικής χρήσης της μετάφρασης των εκκλησιαστικών κειμένων και όχι περί αναζήτησης μιας ούτως ή άλλως ελεγχόμενης τελειότητας της μεταφραστικής απόδοσης (η ετερότητα της μετάφρασης μάλιστα δεν συνιστά πάντοτε κατωτερότητα συγκριτικά με το πρωτότυπο αλλά ενίοτε παίζει και το ενδεχόμενο ανωτερότητας!). Όπως ορθά σημειώνει ο συνάδελφός μου, δεν σώζουν οι γνώσεις αλλά η Χάρη του Θεού, που εξάπαντος μπορεί να ενεργήσει και μέσω ενός μεταφρασμένου κειμένου.
Κλείνοντας, θα παραθέσω κάτι από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά που θεωρώ πως δίνει εν ταυτώ και μια φόρμουλα στο θέμα της συμφωνίας ή της διαφωνίας, περί του εφικτού ή εφαμάρτου της μετάφρασης: «ου γάρ εν ρήμασιν ημίν αλλ’ εν πράγμασιν η αλήθειά τε και η ευσέβεια, κατά τον θεολόγον Γρηγόριον. Περί δογμάτων δε και πραγμάτων τον αγώνα ποιούμαι. Καν τις επί των πραγμάτων ομοφωνή, προς τας λέξεις ου διαφέρομαι». Θα το αφήσω και αυτό αμετάφραστο. Ίσως έτσι όλες μου οι παραπάνω θέσεις περιβληθούν με το ένδυμα μιας υπερκόσμιας αυθεντίας και ενθρονιστώ στις συνειδήσεις μερικών ως ισόκυρος συνομιλητής άξιος μιας πλέον περισπουδάστως ανάγνωσης και όχι της επιπόλαιης παράκαμψης των όποιων τοποθετήσεών μου, και προπάντων ως μη υποψήφιο θύμα θεολογικής προγραφής.
Με εκτίμηση
Κώστας Νούσης
Φιλόλογος - Θεολόγος
Λάρισα 8/8/2011
πίνακας της Γελένα Ιγκνιάτοβιτς
Ο κ. Νούσης και ο κ. Χάρης Ανδρεόπουλος κατέθεσαν πρόσφατα κάποιες σκέψεις τους αναφορικά με τη μεταγλώττιση των ιερών κειμένων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν τις σχολίασα. Οχι επειδή θεώρησα ότι δεν περιείχαν αξιοπρόσεκτες σκέψεις, αλλά επειδή όπως έγραψα και στο παρελθόν, το θέμα έχει αναλυθεί σε όλα τα επίπεδα και με κάθε τρόπο.
Αρκετά ειπώθηκαν και γράφτηκαν και από τους υπερασπιστές και από τους αντίπαλους της μεταγλώττισης.
Νομίζω ήρθε η ώρα το θέμα να το συζητήσει η Σύνοδος της Ιεραρχίας και να μας δώσει την απάντηση της Εκκλησίας.