Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

ΕΝΑΣ ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ "ΟΔΗΓΟΣ" ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Πόλης «Εγκώμιον»
Υπό Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση


Ένα πασχαλινό δώρο προσφιλούς φιλικού προσώπου, έγινε τον τελευταίο τούτο καιρό ο αχώριστος σύντροφος του γράφοντος. Το δώρο; Ένα εξ 611 σελίδων κομψό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2010, (έτος ανακηρύξεως της Πόλης ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης), υπό τόν τίτλο «Ό,τιδήποτε σχετικά με την Πόλη», (Istanbul Hakkında her șey). Ένας «Οδηγός», σχολαστικά επιμελημένος από τον δημοσιογράφο Saffet Emre Tonguç και την αγγλίδα ερευνήτρια Pat Yale. Ένας «Οδηγός», όμως, που δεν απευθύνεται στόν κλασικό τουρίστα, που καταφθάνει στην Πόλη με κάποια προσφορά «πακέτο» ενός τουριστικού πρακτορείου και αρκείται στο να επισκεφθεί επιτροχάδην τα φημισμένα μνημεία και έτερα, εκ των ων ουκ άνευ, γνωστά στέκια, (Κλειστή Αγορά, καμιά Βοσπορινή ψαροτεβέρνα, κανένα κέντρο διασκεδάσεως με θέαμα «χορού της κοιλιάς», ή «εκστατικού χορού» ψευδοδερβίσιδων), αλλά σ΄ αυτόν που επιθυμεί να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς τις καταβολές της μοναδικής σε ομορφιά και ιστορία αυτής πόλης. Σ΄αυτόν που θέλει να αφουγκρασθεί τον παλμό της, να θαυμάσει το μεγαλείο της, να απολαύσει την χάρη της. Την χάρη αυτή που δεν βρίσκεται μόνο στα θορυβώδη γνωστά «τουριστικά τετράγωνα», αλλά και σε άγνωστα στο ευρύ κοινό ακρογιάλια, μονοπάτια και λιθόστρωτα.
Το «Ό,τιδήποτε...» του τίτλου, ανταποκρίνεται πλήρως στο πλούσιο, εικονογραφημένο (3000 φωτογραφίες, χάρτες και γραβούρες), περιεχόμενο του βιβλίου. Παραμερίζοντας τα μέχρι τώρα «ταμπού», ο εν λόγω «Οδηγός» ομιλεί, χωρίς φόβο και πάθος, όχι μόνο για το βυζαντινό παρελθόν της Πόλης, αλλά και για τον πιο πρόσφατο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην διαχρονική παρουσία του Ρωμαίικου-Ελληνικού στοιχείου στη Βασιλεύουσα. Είναι χαρακτηριστικό ότι υπό τον τίτλο «Ποιοί διακυβέρνησαν την Πόλη», το βιβλίο απαριθμεί 86 Βυζαντινούς αυτοκράτορες και 32 Οθωμανούς Σουλτάνους. Ενώ υπό τόν τίτλο «Οι Αρχιτέκτονες της Πόλης», δίπλα στα ονόματα των αρχιτεκτόνων της Αγιασοφιάς Ανθέμιου και Ισίδωρου, του περίφημου Σινάν και του Νταβούτ αγά, παραθέτει και τα ονόματα των «μειονοτικών» εκείνων που στόλισαν την Πόλη με τα σπάνια σε ομορφιά δημιουργήματά τους. Όπως του Κωνσταντίνου Κυριακίδη, του Χοβσέπ Αζναβουριάν, των αδελφών Φοσσάτι, του Αλεξάνδρου Βαλλωρύ, της οικογένειας Μπαλγιάν.

Σημαντικό μέρος του «Οδηγού» είναι, φυσικά, αφιερωμένο στα γνωστά χριστιανικά και μουσουλμανικά μνημεία της Πόλης. Στην Αγία Σοφία, την Αγία Ειρήνη, την Μονή της Χώρας, την Εκκλησία της Παμμακαρίστου, τον Ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου (τον λεγόμενο «Μικρή Αγιασοφιά»), την Μονή του Παντοκράτορος, την Μονή του Λιβός, την Μονή του Στουδίου, σε διάφορα ρωμαϊκά και βυζαντινά κτίσματα, στα Τεμένη Σουλεϊμανιέ, Σουλτάν Αχμέτ, Μπεγιαζίτ, Φατίχ, Εγιούπ, Νουρουοσμανιέ, Σουλτάν Σελίμ, Βαλιντέ Σουλτάν, Μιχριμάχ, στα ανάκτορα του Τόπκαπι, του Ντολμάμπαχτσε, του Γιλντίζ και του Μπεηλέρμπεη. Όλα αυτά, και πάμπολλα άλλα Βυζαντινά και Οθωμανικά κτίσματα, περιγράφονται με περιεκτικές ιστορικές πληροφορίες, οι οποίες συνοδεύονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.


Στην φωτό οι επιμελητές του Οδηγού


Ωστόσο, ο απώτερος σκοπός του βιβλίου αυτού είναι να εξοικειώσει τον επισκέπτη όχι μόνο μέ την παλαιά Κωνσταντινούπολη, την Ντερσααντέτ των Οθωμανών ή την σύγχρονη υπερμοντέρνα Πόλη των υψωμάτων της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου, αλλά και με προάστεια, στενοσόκακα και μαχαλάδες εκατέρωθεν του Καταστένου. Να τους μιλήσει για την ιστορία που κουβαλούν οι χώροι αυτοί στην κουρασμένη ράχη τους. Έτσι, ξεφυλλίζοντας κανείς τις σελίδες του «Οδηγού» σχετικά με το Διπλοκιόνιο (Μπεσίκτας), βλέπει δίπλα στο Τέμενος Σινάν Πασά και το Μαυσωλείο του Βαρβαρόσσα, τους Ναούς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και των Γενεθλίων της Θεοτόκου του Παλαιού Μπάνιου. Στο κεφάλαιο περί Ορτάκιοϊ, μαζί με το περικαλλές τέμενος του προαστείου, (έργο του Νικογκός Μπαλγιάν), θαυμάζει τον πλινθόκτιστο Άγιο Φωκά και την Συναγωγή Έτς Αχαγίμ. Στις περί Νιχωριού σελίδες, μαζί με το Τέμενος Οσμάν Ρεΐς και την κομψή βρύση της Μιχρισάχ Βαλιντέ Σουλτάν, βλέπει της Εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας, την Εκκλησία των Αρμενοκαθολικών, την Συναγωγή, την επιβλητική Ρωμαίικη Αστική Σχολή. Στις σελίδες περί του πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικου Κουκουντζουκίου, διαπιστώνει ο αναγνώστης ότι το κομψό θέρετρο του Αμπτουλμετζίτ Εφέντη γειτονεύει με τον Άγιο Παντελεήμονα, την Συναγωγή Μπέθ Γιακώβ, το τέμενος Ουργιανιζαντέ, τον Αρμενικό Ναό Σουρπ Αγκόπ. Ενώ στα Καλαμίσια της Χαλκηδόνος, δίπλα στη μαρίνα βλέπει κανείς να εικονίζεται ο Ι. Ναός του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και μια θαυμάσια εικόνα του, που τον παριστά ένθρονο με πλήρη Αρχιερατική στολή.
Η ίδια φροντίδα, να προβληθεί δηλ. ο πολυθρησκευτικός, πολυεθνικός και πολυπολιτισμικός χαρακτήρας της Πόλης, παρατηρείται και στην περιγραφή της εντός των τειχών Πόλης, (Ζεϊρέκ, Ψωμαθειά, Κοντοσκάλι, Εγρίκαπι, Τεκφουρσαράϊ, Μπαλατάς, Ξυλόπορτα, Βλαχέρνες), όπως και της αντιπέραν όχθης του Κεράτειου, (Γαλατάς, Πέρα, Ταταύλα), όπου, δίπλα σε Τεμένη, Διαδασκαλεία και Τεκκέδες, περιγράφονται μαζί με φωτογραφικό υλικό, Αγιάσματα και Εκκλησίες. (Λ.χ. τα Αγιασματα του Βεφά και των Βλαχερνών, η Παναγία της Σούδας, η Αγία Κυριακή, η Παναγία Ελπίς, η Ανάληψη, ο Άγιος Μηνάς, η Παναγία του Μουχλίου, το Αρμενικό Πατριαρχείο, ο Αρμενικός ναός Σουρπ Κεβόρκ).
Η χριστιανική και ιδιαίτερα η Ορθόδοξη παρουσία στο Πέρα και τα Ταταύλα, δεν περνά απαρατήρητη. Η Αγία Τριάδα, ο Ναός των Εισοδίων της Παναγίας, ο Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η Ευαγγελίστρια, ο Αγιος Δημήτριος, ο Αγιος Ελευθέριος και ο Άγιος Αθανάσιος, η Βουλγαρική Έξαρχία, η Σάντα Μαρία, ο Σαν Αντόνιο, η Αρμενική Εκκλησία Üç Horan, ο Αγγλικανικός Ναός της Κριμαίας, βρίσκονται σε περίοπτη θέση.
Ξεχωριστή, όμως, θέση καταλαμβάνει στον «Οδηγό» το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σ΄ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, τιτλοφορούμενο «Φανάρι-Βυζαντινή πνοή πίσω από τα τείχη», παρέχονται πληροφορίες για τη ηγετική θέση του Πατριαρχείου στον Διορθόδοξο χώρο, για το «ιστορικό» της Κλειστής Πύλης, για τον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου και τον Πατριαρχικό Οίκο, σε ειδικό δε πλαίσιο, παρατίθεται με λεπτομέρειες το βιογραφικό του Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται λόγος για τους Φαναριώτες, για τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και την Μαράσλειο Σχολή, όπως γίνεται αναφορά και στο Βουλγαρικό Σχίσμα και τον Ναό του Αγίου Στεφάνου, ο οποίος χαρακτηρίζεται δείγμα «εκλεκτισμού» και ως το πρώτο «προκάτ» κτίσμα της Πόλης, σχεδιασμένο από τον Αρμένιο αρχιτέκτονα Χοβσέπ Αζναβουριάν.
Παρουσιάζει ενδιαφέρον το κεφάλαιο που αναφέρεται στο Γαλατά και τους, όπως λέγει, «Ξεχασμένους Ναούς» του. Αφού πρώτα ομιλεί για τον Άγιο Νικόλαο, για τους Ρωσικούς Ναούς του Αγίου Παντελεήμονος και του Αγίου Ανδρέου, και για τον Αρμενικό Ναό του Αγίου Γρηγορίου, στη συνέχεια κάμει λόγο για την Παναγία την Καφατιανή και το εκείσε εδρεύον και λεγόμενο «Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο», το οποίο, «ιδρύθηκε το 1922 προκειμένου να μειωθεί το κύρος του Ρωμαίικου Πατριαρχείου». Με ειρωνεία σχολιάζεται στο κεφάλαιο αυτό το ισχύον καθεστώς του εν λόγῳ μορφώματος, με την παρατήρηση ότι «το ποίμνιο που περιβάλλει τον δήθεν Πατριάρχη του, είναι τα μέλη της οικογένειάς του»!!
Και τώρα δύο μόνο λόγια για την γενέτειρά μου, το Πικρίδιο (Χάσκιοϊ), όπου δίπλα στο Μουσείο του Ραχμί Κότς, βλέπει κανείς το μαρμάρινο καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής, και παίρνει πληροφορίες για τα ιαματικά χαρίσματα της Οσιομάρτυρος, για την ανίδρυση του Ι. Ναού από τον Ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας Νεομάρτυρα Κωνσταντίνο Μπραγκοβάνο τον 17ο αιώνα, και για το αρχοντικό Νεκροταφείο που βρίσκεται στο αυλόγυρό του. Όπως θαυμάζει και το γοτθικού ρυθμού μαυσωλείο του τραπεζίτη Αβραάμ Καμόντο, που βρίσκεται στο απέραντο εβραϊκό Νεκροταφείο στα υψώματα του Χάσκιοϊ, πίσω από το Αγίασμα της Αγίας Παρασκευής.
Το «Ό,τι δήποτε...» του τίτλου αφορά βέβαια και στην παγκοσμίως γνωστή, και ασύγκριτη σε μυρωδιές και γεύσεις, Οθωμανική κουζίνα. Το ενδιαφέρον όμως έγκειται στο ότι η συγγραφεύς τού περί γαστρονομίας αυτού κεφαλαίου Taylan Kümel, δεν διστάζει να ομολογήσει πως τις καταβολές της Οθωμανικής κουζίνας τις βρίσκει κανείς στην πλούσια Βυζαντινή μαγειρική τέχνη. Εκφράζει λύπη διότι εξ΄αιτίας του «φόρου περιουσίας» και των Σεπτεμβιανών, πολλοί Ρωμιοί και Αρμένιοι, ιδιοκτήτες γνωστών εστιατορίων και ταβερνών, εγκατέλειψαν την Πόλη, αφήνοντας πίσω τους ένα κενό, το οποίο ήλθαν να αναπληρώσουν εσωτερικοί μετανάστες από την Νοτιοδυτική Ανατολία, κομίζοντες μαζί την κουζίνα τους, η οποία, όμως, δεν έχει καμιά σχέση με την παραδοσιακή Πολίτικη κουζίνα.
«Έστι δε και άλλα πολλά» τα οποία περιλαμβάνονται σ΄αυτό το βιβλίο, «άτινα εάν γράφηται καθ΄έν», θα χρειάζονταν, νομίζω, πολλά τεύχη της «Α» για να καταγραφούν. Εν κατακλείδι όμως, θα επιθυμούσα να παρατηρήσω, ότι ο «Οδηγός» αυτός, ηθελημένα ή αθέλητα, έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που διαπιστώνουν επ΄εσχάτων οι εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες που ζουν στην Τουρκία από αμνημονεύτων χρόνων. Ότι δηλ. κάτι αλλάζει, ότι κάτι άλλαξε, στη χώρα αυτή, όσον αφορά στην αντιμετώπιση του «άλλου», του ετερόθρησκου και ετερογενούς. Πράγμα το οποίο προκαλεί αισιoδοξία καί δίνει ελπίδες για το μέλλον.
Προσωπικά τον χάρηκα τον «Οδηγό»! Όχι μόνο διότι με μετέφερε στην νιότη μου, αλλά και διότι συνετέλεσε στο να γνωρίσω άγνωστες σε μένα όψεις της Πόλης μου, τώρα στα στερνά μου.

Απογευματινή Κων/πόλεως, 30.6.2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου