Του Κώστα Λογαρά
Το Βήμα
Και οι δυο τους εφευρίσκουν τρόπους απαξίωσης του αντιπάλου. Η λογική τους εξαντλείται στην κατασκευή μιας παρελκυστικής επιχειρηματολογίας, όχι στην ανίχνευση της ίδιας της αλήθειας. Ο σαρκασμός που ταπεινώνει, η ατάκα που αποστομώνει είναι τα γνωρίσματα εξίσου της πολιτικής και της γηπεδικής γλώσσας.
«Δεν είχαμε τη δυνατότητα να ευθυμήσουμε και μας την έδωσε ο Παναθηναϊκός με το DVD», ήταν η χλευαστική απάντηση του Ολυμπιακού για τα έκτροπα. «Έχει ταλέντο στα σενάρια», θα πει καγχαστικά ο Πατέρας για τον Μπέο, ενώ αυτός θα τον καταγγείλει ως «υποκλοπέα». Ποτέ οι αντεγκλήσεις τους δεν αφορούν στο θέμα καθαυτό, όλες αποσκοπούν στην απαξίωση του άλλου.
Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, ο πολιτικός κόσμος στη συντριπτική του πλειονότητα υιοθέτησε όχι μόνο την ορολογία τού οπαδού, αλλά κυρίως τη διαστροφική του τακτική: τη θυμηδία ως απάντηση, την ειρωνεία που τσακίζει τον αντίπαλο, τον παραπειστικό λόγο που αποπροσανατολίζει. Τα κλισέ της γηπεδικής κουλτούρας αντιγράφτηκαν και εφαρμόστηκαν κατά γράμμα μέσα κι έξω απ’ το Κοινοβούλιο.
Και ναι μεν ο παραλογικός συλλογισμός μπορεί να είναι ο ενδεδειγμένος για τα πολεμικά πλέον ήθη του γηπέδου, αλλά όχι για την πολιτική. Η θυμική χρήση της γλώσσας καταλύοντας τη λογική, ακυρώνει κάθε δυνατότητα συνεννόησης και συνδιαλλαγής. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που η κοινή τους γλώσσα έχει παραγάγει συμπεριφορές κοινές στους δύο χώρους - του γηπέδου και της πολιτικής :
Η δήλωση βουλευτή που μετά την ήττα της παράταξής του στις δημοτικές εκλογές υποστηρίζει με αδιανόητη μικροψυχία: «Δεν μας νοιάζει τι θα κάνουνε αυτοί στην πόλη. Αφού δεν νικήσαμε εμείς, γιατί να μας νοιάξει;» θα μπορούσε να είναι δήλωση χουλιγκάνου οπαδού μετά την ήττα της ομάδας του και τον αποκλεισμό της απ’ την Ευρωλίγκα. Και οι δυο αδιαφορώντας για το μείζον, εστιάζουν αποκλειστικά στο έλασσον.
Είναι νοητικά ανίκανοι να εννοήσουν – και τώρα, ακόμα - πόσο υπονομεύουνε το χώρο τους (τον αθλητικό οι μεν, τη χώρα τους οι δε) · να συνειδητοποιήσουν τη μοιραία τακτική που απομακρύνει τον πολίτη από τις άγονες αναμετρήσεις τους, τις ποδοσφαιρικές και τις πολιτικές.
Εξάλλου, ένας κολλημένος οπαδός (όσο κι ο αντίστοιχος πολιτικός) απορρίπτει εκ των προτέρων την όποια άποψη του «φυσικού» του αντιπάλου. Μόνο και μόνο γιατί προέρχεται απ’ αυτόν· βαφτίζοντας, ωστόσο, και οι δυο την υστερική τους εμμονή σε «ιδεολογία». Σκοπίμως, βέβαια. Γιατί πάνω σ’ αυτόν τον αυτισμό και την κατ’ επάγγελμα αντιπαλότητα χτίστηκαν καριέρες κι αποκτήθηκαν αμύθητες περιουσίες, τόσο στο χώρο της πολιτικής όσο και του ποδοσφαίρου.
Κι ακόμα, με τον ίδιο τρόπο που η κάθε αγωνιστική γίνεται αφορμή να ξεχαστούν τα έκτροπα της περασμένης εβδομάδας, έτσι ακριβώς η κάθε επόμενη Βουλή διαγράφει τα σκάνδαλα και τις ευθύνες της προηγουμένης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν καλλιεργήθηκε ο πολιτικός λόγος (πλην φωτεινών εξαιρέσεων), δεκαετίες τώρα. Μ’ αυτήν τη γλώσσα γαλουχήθηκε κι αυτήν χρησιμοποίησε στην πλειονότητά του ο κόσμος της πολιτικής. Γι’ αυτό και δεν κατάφερε να την πάει παραπέρα. Η πτώχευση της χώρας τους είναι απόρροια της γλωσσικής τους πτώχευσης. Τώρα όμως πρέπει να μάθουν να μιλούν μιαν άλλη γλώσσα. Άραγε μπορούν; Προς το παρόν, δεν έχουν αρχίσει να ψελλίζουν καν.
Πίνακας: Βίκυ Τσαλαματά, Γραφές δρόμου Α, 2010 - Μονότυπο χαρακτικό
«Δεν είχαμε τη δυνατότητα να ευθυμήσουμε και μας την έδωσε ο Παναθηναϊκός με το DVD», ήταν η χλευαστική απάντηση του Ολυμπιακού για τα έκτροπα. «Έχει ταλέντο στα σενάρια», θα πει καγχαστικά ο Πατέρας για τον Μπέο, ενώ αυτός θα τον καταγγείλει ως «υποκλοπέα». Ποτέ οι αντεγκλήσεις τους δεν αφορούν στο θέμα καθαυτό, όλες αποσκοπούν στην απαξίωση του άλλου.
Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, ο πολιτικός κόσμος στη συντριπτική του πλειονότητα υιοθέτησε όχι μόνο την ορολογία τού οπαδού, αλλά κυρίως τη διαστροφική του τακτική: τη θυμηδία ως απάντηση, την ειρωνεία που τσακίζει τον αντίπαλο, τον παραπειστικό λόγο που αποπροσανατολίζει. Τα κλισέ της γηπεδικής κουλτούρας αντιγράφτηκαν και εφαρμόστηκαν κατά γράμμα μέσα κι έξω απ’ το Κοινοβούλιο.
Και ναι μεν ο παραλογικός συλλογισμός μπορεί να είναι ο ενδεδειγμένος για τα πολεμικά πλέον ήθη του γηπέδου, αλλά όχι για την πολιτική. Η θυμική χρήση της γλώσσας καταλύοντας τη λογική, ακυρώνει κάθε δυνατότητα συνεννόησης και συνδιαλλαγής. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που η κοινή τους γλώσσα έχει παραγάγει συμπεριφορές κοινές στους δύο χώρους - του γηπέδου και της πολιτικής :
Η δήλωση βουλευτή που μετά την ήττα της παράταξής του στις δημοτικές εκλογές υποστηρίζει με αδιανόητη μικροψυχία: «Δεν μας νοιάζει τι θα κάνουνε αυτοί στην πόλη. Αφού δεν νικήσαμε εμείς, γιατί να μας νοιάξει;» θα μπορούσε να είναι δήλωση χουλιγκάνου οπαδού μετά την ήττα της ομάδας του και τον αποκλεισμό της απ’ την Ευρωλίγκα. Και οι δυο αδιαφορώντας για το μείζον, εστιάζουν αποκλειστικά στο έλασσον.
Είναι νοητικά ανίκανοι να εννοήσουν – και τώρα, ακόμα - πόσο υπονομεύουνε το χώρο τους (τον αθλητικό οι μεν, τη χώρα τους οι δε) · να συνειδητοποιήσουν τη μοιραία τακτική που απομακρύνει τον πολίτη από τις άγονες αναμετρήσεις τους, τις ποδοσφαιρικές και τις πολιτικές.
Εξάλλου, ένας κολλημένος οπαδός (όσο κι ο αντίστοιχος πολιτικός) απορρίπτει εκ των προτέρων την όποια άποψη του «φυσικού» του αντιπάλου. Μόνο και μόνο γιατί προέρχεται απ’ αυτόν· βαφτίζοντας, ωστόσο, και οι δυο την υστερική τους εμμονή σε «ιδεολογία». Σκοπίμως, βέβαια. Γιατί πάνω σ’ αυτόν τον αυτισμό και την κατ’ επάγγελμα αντιπαλότητα χτίστηκαν καριέρες κι αποκτήθηκαν αμύθητες περιουσίες, τόσο στο χώρο της πολιτικής όσο και του ποδοσφαίρου.
Κι ακόμα, με τον ίδιο τρόπο που η κάθε αγωνιστική γίνεται αφορμή να ξεχαστούν τα έκτροπα της περασμένης εβδομάδας, έτσι ακριβώς η κάθε επόμενη Βουλή διαγράφει τα σκάνδαλα και τις ευθύνες της προηγουμένης.
Σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν καλλιεργήθηκε ο πολιτικός λόγος (πλην φωτεινών εξαιρέσεων), δεκαετίες τώρα. Μ’ αυτήν τη γλώσσα γαλουχήθηκε κι αυτήν χρησιμοποίησε στην πλειονότητά του ο κόσμος της πολιτικής. Γι’ αυτό και δεν κατάφερε να την πάει παραπέρα. Η πτώχευση της χώρας τους είναι απόρροια της γλωσσικής τους πτώχευσης. Τώρα όμως πρέπει να μάθουν να μιλούν μιαν άλλη γλώσσα. Άραγε μπορούν; Προς το παρόν, δεν έχουν αρχίσει να ψελλίζουν καν.
Πίνακας: Βίκυ Τσαλαματά, Γραφές δρόμου Α, 2010 - Μονότυπο χαρακτικό
Χριστός Ανέστη Αληθώς!
ΑπάντησηΔιαγραφή