ὑπὸ Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Ἡ Ε. (Ἑρμιόνη) Μέλη Γυφτοδήμου εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ἀξιόλογες ζωγράφους τῆς νεότερης γενιᾶς καὶ ποιήτρια τῆς πόλης μας. Γεννήθηκε ἐδῶ. Στὴν ἐφηβική της ἡλικία ἔφυγε μὲ τὴν οἰκογένειά της γιὰ τὴν Ἀθήνα.
Σπούδασε στὴ Σχολὴ Δοξιάδη μὲ καθηγητὲς τοῦ ΑΤΙ Α. Ἀστεριάδη, Η. Δεκουλάκο, Α. Τάσσο, Π. Γράββαλο, Π. Ζουμπουλάκη (1964-67), Ζωγραφικὴ στὴν Ecole des Arts Décoratifs et du Bâtiments τῆς Grenoble (1970-71), Ἁγιογραφία στὸ Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χόρν, κοντὰ στὸν π. Σ. Σκλήρη καὶ κεραμικὴ στὸν Μ. Καρακατσάνη.
Ἀπὸ τὸ 1998 διδάσκει ζωγραφικὴ στὸ Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτῶν Καλλιθέας, ἔχοντας ἀναλάβει τὸν ἐτήσιο κύκλο μαθημάτων Ζωγραφικῆς τοῦ Συλλόγου. Ὀργάνωσε ζωγραφικὰ ἀπογεύματα γιὰ παιδιά, σὲ συνεργασία μὲ τὶς Κοινότητες Μακρινίτσας καὶ Βιζίτσας Πηλίου.
Ἐπὶ δεκαεπτὰ χρόνια ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιτεχνικὴ ἐπιμέλεια ἐκδόσεων τοῦ Ἐργαστηρίου Ἀνωτέρας Γεωδεσίας τοῦ Ε.Μ.Π. Τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια μοιράζεται τὸ χρόνο της μεταξὺ Πηλίου καὶ Ἀθήνας.
Ἐξετέλεσε κυρίως μὲ ἀκουαρέλα τοπία μὲ θάλασσα, βουνά, γυμνά, νεκρὲς φύσεις (λουλούδια καὶ φροῦτα) καὶ συνθέσεις συμβολικοῦ χαρακτήρα μὲ τίτλους ὅπως: κάπου στὸ βάθος, σχεδὸν vermillons, σκιές, συνομιλία, Terra sigillata, στὸν ἀστερισμὸ τοῦ τυχαίου, ἐπιστροφὴ στὴ γῆ, ταξίδι, χορευτικό, Μεταμορφώσεις Ι καὶ ΙΙ, λιθάρι, ἀτμὸς κ.ἄ. Ἐνίοτε δίδει συμβολικοὺς τίτλους καὶ σὲ "παραστατικά" της ἔργα, ὅπως π.χ. στά: συνομιλία, στὴ μαγεία τοῦ χρώματος, μὲ ἀφορμὴ τὸ χρῶμα, χαλκός, ἐσωτερικὸ ταξίδι, πολὺ παλιὰ κ.ἄ. Ἐντυπωσιακὸς εἶναι πάντως ὁ ἐνίοτε συνδυασμὸς νεκρῶν φύσεων μὲ μορφὲς.
Ἔχει κάμει δεκατρεῖς ἀτομικὲς ἐκθέσεις στὴν Ἀθήνα (1994, 1998, 2006), τὸ Πήλιο (1994, 1996, 1997, 1999, 1999, 2001, 2010), τὴν Γαλλία (Varaignes) (1998), ὁμαδικὲς καὶ θεματικὲς στὴν Ἀθήνα (1993, 1994) καὶ σὲ ἀνοικτὰ ἐργαστήρια ζωγραφικῆς.
Ἔργα της βρίσκονται σὲ δημόσιες καὶ ἰδιωτικὲς συλλογὲς τῆς Ἑλλάδος καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ (Γαλλία, Τουρκία).
Ἐξέδωσε τὸ βιβλιάριο Terra sigillata μὲ ποιήματα (2005) καὶ ἔργα της (2006), τὴν ποιητικὴ συλλογὴ "τοῦ ἔρωτα τῆς σιωπῆς τῆς μοναξιᾶς". Ποιήματά της βρίσκονται καὶ στὴν Ἀνθολογία Κων/πολιτῶν ποιητῶν τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα τοῦ Χ. Βάϊου. Ἄλλα κείμενά της δημοσιεύθηκαν στὰ περιοδικά: Δεξαμενή, Κινστέρνα, Πυρφόρος καὶ τὴν ἐφημερίδα "Ὁ Πολίτης".
Εἶναι μέλος τοῦ Ε.Ε.Τ.Ε. καὶ τῆς Ἐπιτροπῆς Πολιτιστικῶν Ἐκδηλώσεών του. Πῆρε ὁρισμένες διακρίσεις στὸν Πανελλήνιο Διαγωνισμὸ Ποίησης τὸ 1992. Τὸ 2008 συμμετεῖχε στὸ Γ’ Διεθνὲς Φεστιβὰλ Ποίησης Şiirıstanbul στὴν Πόλη.
Μὲ τὸ ἔργο της ἀσχολήθηκαν οἱ Ν. Ἀντωνακάτου, Χ. Βάϊος, Ε. Δελαβίνια, Δ. Μαρκάτου, Α. Παπᾶς, Ν. Ἡλιοπούλου-Ρογκάν, M. Saris καὶ Ν. Βουλοδήμου-Σιώκου.
Τὴν Ε. Μέλη μὲ τὸ συμπαθές της χαμόγελο, τὰ ξέπλεγα μαλλιὰ καὶ τὶς "διαγώνιες–ξαφνιαστικὲς" φωτογραφίες της, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ χαρακτηρίσει ὡς μιὰ νεράϊδα ποὺ ἀσχολήθηκε προσφυῶς καὶ ἀριστοτεχνικὰ μὲ τὴν ἀκουαρέλα.
Ἡ Ἕλλη εἶναι μιὰ πολὺ εὐαίσθητη εἰκαστικός. Γι’ αὐτὸ τὰ ἔργα της εἶναι αἰθέρια ἀλλὰ καὶ στοχαστικά. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε, ὅτι τυγχάνει καὶ ποιήτρια, πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς ἐπηρέασε τὸ ζωγραφικὸ ἔργο της εἰκονογραφικά, εἰκονολογικὰ καὶ τεχνικά, τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατὸ νὰ χαρακτηρησθεῖ ὡς "ποιητικό".
Μὲ τὴν ἀραχνοΰφαντη καὶ τμηματικὰ ἀφαιρετικὴ τεχνοτροπία της, ποὺ κυριαρχεῖ παντοῦ: στὰ τοπία, τὶς νεκρὲς φύσεις καὶ τὶς συνθέσεις της. Τὰ πολίτικα τοπία της, τὰ ὁποῖα θυμίζουν κάπως τὸν Β. Ἡγουμενίδη (IGUM), καὶ τὰ φροῦτα της ποὺ σφρίζουν ἀπὸ ζωντάνια καὶ λαχτάρα.
Εἰδικότερα τὰ περισσότερο παραστατικὰ ἔργα της δὲν "φωτογραφίζουν" τὸ παριστάμενο, καὶ ὅμως τὸ δηλώνουν ἐμφανῶς, ἐνῶ τὰ ἀφηρημένα χαρακτηρίζονται ἀπὸ μιὰ δωρικότητα καὶ ἕνα ἀσκητισμὸ καὶ ἐμπνέουν μιὰ ὀνειρικὴ καὶ "ὑπερκόσμια" ἠρεμία καὶ γλυκύτητα.
Οἱ μελωδικὲς –θἄλεγε κανεὶς θηλυκὲς– χρωματικὲς καμπύλες της, ποὺ ὁρίζουν τὰ κύρια εἰκονιζόμενα καὶ τὰ ἀξεσουὰρ τῶν νεκρῶν της φύσεων –γιατὶ περιγράμματα δὲν ὑπάρχουν– πλάθουν συχνὰ μορφώματα, ποὺ ἀγκαλιάζονται καὶ ἀλληλοπεριχωροῦνται σὰν νἆναι αὐτοσχέδια, ὅπως κάπως οἱ μαρμαρόκολλες (Ebru). Ἐκτὸς τούτου σὲ μερικὲς ἀφηρημένες συνθέσεις ἀπαντοῦν καὶ λεπτὰ μαῦρα σκαριφήματα. Κάπου κάπου, ἰδίως στὰ κεραμικὰ δοχεῖα, "ἀνακαλοῦν" πως ἀνατομικά, μέλη τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, σὰν μιὰ σύγχρονη παραστατικὴ νεοερμηνεία τους, ἢ ἕνας γενεσιουργικὸς συσχετισμὸς δημιουργοῦ καὶ δημιουργήματος.
Καὶ ὅλα αὐτὰ γίνονται μὲ μιὰ σχεδιαστικὴ ἐλευθερία, ἁπλοχεριά, ταχύτητα ὅμως καὶ ἄνεση, μὲ μιὰ φωτεινή, χαρούμενη καὶ ρευστὴ χρωματολογία, στὴν ὁποία παρατηροῦνται βελονοειδεῖς δακρυγόνοι ταινίες, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χρωματουργικὰ κενὰ τοῦ φόντου, πράγματα βέβαια ποὺ προέρχονται καὶ ἀπὸ τὴ δύσκολη τεχνικὴ τῆς ἀκουαρέλας, ἡ ὁποία δὲν ἀνέχεται λάθη, καὶ ἀπαιτεῖ χέρι σταθερό, ἀποφασιστικὸ καὶ ἐπιδέξιο, ποὺ ξεύρει πού θὰ σταματήσει, διακριτικὰ τοῦ ὥριμου καλλιτέχνη.
Ὁ γράφων εὐχαριστεῖ καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ τὴν Ε. Μέλη, γιὰ τὰ στοιχεῖα ποὺ τοῦ ἔδωσε.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
ΑπάντησηΔιαγραφή