Προσποιούμενοι νηστεύειν
Του θεολόγου-φιλολόγου Κώστα Νούση
Του θεολόγου-φιλολόγου Κώστα Νούση
Εισερχόμαστε ως Εκκλησία Χριστού σε μια μακρά περίοδο νηστείας και εντατικού πνευματικού αγώνα. Είναι γεγονός ότι στις μέρες μας αυτά τα αθλήματα φαντάζουν φονταμενταλιστικά μεσαιωνικά θρησκευτικά κατάλοιπα στη συνείδηση της πλειοψηφίας των εκκοσμικευμένων χριστιανών που σφετερίζονται με αυθάδεια, προκλητικότητα ή έστω άγνοια το ιερότατο αυτό όνομα. Ακόμα και σε κύκλους περισσότερο κατηχημένων ή ενδιαφερομένων για μια πιο συνειδητή χριστιανική ζωή, τέτοιες διαδικασίες μοιάζουν γραφικά παρελθοντικά κατάλοιπα που χρήζουν επαναπροσδιορισμού. Οι εδαφιαίες μετάνοιες επί παραδείγματι ίσως για μερικούς είναι αστείοι ακροβατισμοί και προτιμούν ασκήσεις γιόγκα, που ΄ναι και της μόδας. Αν ρωτήσεις μάλιστα θεολόγους, θεολογούντες και ιερωμένους το πιθανότερο, αν δεν προσποιηθούν τον αυστηρό παραδοσιολάτρη, να απαξιώσουν με κομψό τρόπο τη νηστεία – περί ης ειδικότερα ο λόγος – ή τουλάχιστον να προτείνουν μείωση και τροποποίησή της με βάση τα σύγχρονα δεδομένα.
Αν και στις κορεσμένες υλικών αγαθών δυτικές κοινωνίες θα έπρεπε να αυξηθεί ο χρόνος και να εξαντληθεί η αυστηρότητα του τρόπου των νηστειών για καθαρά ιατρικούς λόγους, αυτό που ενδιαφέρει κατ΄ουσίαν την Εκκλησία είναι η πνευματική ενηλικίωση των ανθρώπων. Πράγματι, πολλούς λόγους θα μπορούσε να επικαλεστεί κανένας για τη χρησιμότητα, να μην πούμε αναγκαιότητα και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα αποχής από υλικές τροφές: την τήρηση της πρώτης παραδείσιας εντολής ως θεραπεία της προπατορικής και μεταπατορικής αμαρτωλότητας, τη συνακόλουθη αύξηση της νήψης, την υπακοή συστράτευσης σε μια συλλογική – τουτέστιν εκκλησιαστική - χριστοκεντρική αγιοπνευματική ψυχοσωματική άσκηση, την εμπράγματη έκφραση της αγάπης μας στον Θεό, την υπέρβαση της μονοφυσιτικής υποσυνείδητης προκατάληψης περί μιας νοερούς και νεφελώδους πνευματικότητας άνευ σωματικότητας, μαζί με την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση της του συναμφοτέρου – ψυχοσωματικού ανθρωπίνου όλου δηλαδή – ανόδου (θέωσης) ή καθόδου (κόλασης).
Είμαστε τω όντι πόρρω απέχοντες μιας βαθύτερης πνευματικής κατάστασης και σχέσης με τον Χριστό. Σε όλα σχεδόν τα νηπτικά και ασκητικά συγγράμματα τονίζεται η αξία της νηστείας ως μέσου έλξης της θείας χάριτος και λήψης αγιοπνευματικών δωρεών – νηστεία… χαρίσματα λαβών, ψάλλεται σε μια από τα πιο συνηθισμένες μορφές εκκλησιαστικών ύμνων. Για πολλούς ίσως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το Άγιο Πνεύμα δεν αναπαύεται και δεν επισκέπτεται τον εμπεπλησμένο, κείνο όμως που μετρά για όλους είναι ο πόνος και ο θάνατος. Αυτοί έρχονται αργά ή γρήγορα. Και σήμερα που τα έχουμε όλα, ζούμε σε ένα ψευδαισθητικό βόλεμα και απωθούμε τις προαναφερθείσες τραγικές πραγματικότητες απλώς και ως σκέψεις. Αυτό το πετυχαίνουμε, συνεργεία δαιμονική, με τις πλείστες όσες και πολυποίκιλες υλικές τροφές είτε τις χονδροειδείς που σχετίζονται με τη βιολογική μας συντήρηση είτε και τις λεπτότερες που άπτονται του «πνευματικού» μας οργανισμού, που είναι και οι πιο επικίνδυνες. Με όχημα αυτές οι ψυχολογικοί μηχανισμοί λειτουργούν άριστα προς μια φαντασιακή αυτασφάλιση στην εγκόσμια ενθαδικότητα και εσκεμμένη αμνησία της αλήθειας του Θεού και των συνεπειών των σχέσεων μαζί του. Εδώ έγκειται η τεράστια προσφορά της νηστείας. Αφού δεν μπορούμε να συναισθανθούμε σε τι πλάνη βρισκόμαστε θεωρώντας ότι δια της υπεραφθονίας των υλικών «αγαθών» επιβιώνουμε και ευδαιμονούμε, έρχεται η νηστεία να μας υπενθυμίσει δια της εμπειρικής στέρησης την αυταπάτη μας και να μας οδηγήσει σε εκείνο το αίσθημα της οντολογικής ένδειας και πενίας μας χωρίς τον Θεό, τον μόνο πραγματικά που έχουμε ανάγκη και δια του οποίου όντως ζούμε και στον κόσμο εδώ της φθοράς αλλά κυρίως στην άληκτη αιωνιότητα.
Δύσκολο να νηστέψει κανείς σήμερα και από την πειρασμική ευκολία πρόσληψης κάθε είδους γευστικού ηδονισμού και από την εξωτερική και εσωτερική απαξίωση της ευλογημένης αυτής συνήθειας αιώνων. Ο ονειδισμός, φανερός ή και τεχνηέντως κρυπτόμενος – ο και πιο οδυνηρός – δυσκολεύει, πολλές φορές ματαιώνει ή ενίοτε κουτσουρεύει (οι γνωστές εκπτώσεις στην επιλογή των νηστήσιμων φαγητών και στον αριθμό των ημερών κατά το δοκούν) τη νηστευτική διαδρομή της περιόδου αυτής μέχρι το Πάσχα. Χάνεται έτσι η ευκαιρία συσταύρωσης με τον Χριστό και της συνακόλουθης συνανάστασης. Η μεγαλύτερη απώλεια είναι η παράταση της πνευματικής μας αναισθησίας και η αναβολή της μετάνοιας. Συνεχίζουμε να ζούμε στο δαιμονοκρατούμενο κόσμο και να αρκούμαστε – έως να αρεσκόμαστε – στην τροφή των χοίρων που καταναλώνουμε όπως ο άσωτος της παραβολής. Το δε πιο θλιβερό: χάνουμε μια ακόμα ευκαιρία να νιώσουμε πείνα για τον Θεό, την οποία παντοιοτρόπως «χορταίνουμε» με άλλα υποκατάστατα κτιστά και θνησιγενή, άρα και θανατηφόρα.
Η νηστεία και η επιθυμία της είναι δείκτης πνευματικής ζωής και κατάστασης. Οι άγιοι εξέφραζαν μέσα από αιματηρές νηστείες – και όχι τις δικές μας κακότεχνες και γογγυστικές προσπάθειες – τον έρωτά τους στον Θεό. Πώς αλλιώς άραγε ο ταλαίπωρος άνθρωπος να δείξει στη θεότητα τα αιτήματα και αισθήματα προς αυτήν ει μη με κόπους και πόνους, και πάλι απλώς ενδεικτικούς και σημειωτικούς; Εμείς οι λοιποί χριστιανοί, αν θέλουμε να μην εμπαίζουμε εαυτούς, αλλήλους και – το πιο φοβερό – τον ίδιο τον Θεό, πρέπει να κρατήσουμε ένα από τα βασικά στοιχεία της χριστιανικής μας ασκητικής ταυτότητας. Και αυτό είναι η νηστεία. Είμαστε ανίκανοι και μεμψίμοιροι και δεν την πραγματώνουμε θεάρεστα. Έστω και με το ζόρι – όχι βέβαια υποκρινόμενοι προς τα έξω, αλλά από φιλότιμο και λίγη αγάπη στον Κύριο – ας προσποιούμαστε στον εαυτό μας ότι νηστεύουμε. Ίσως μια μέρα ο Κύριος, βλέποντας την εν ταπεινώσει εσωτερική μας αυτοεξουθένωση και απογοήτευση από το εγώ μας, μας δωρίσει και αυτό το χάρισμα – διότι έτσι και μόνο ασκείται και η νηστεία θεοπρεπώς – ώστε να την προσδοκάμε, να την απολαμβάνουμε και δι’ αυτής να αποκτήσουμε και ανώτερες καταστάσεις, τις οποίες οι άγιοι μας απέδειξαν οντολογικές πραγματικότητες και όχι φανταστικά μυθεύματα.
Αν και στις κορεσμένες υλικών αγαθών δυτικές κοινωνίες θα έπρεπε να αυξηθεί ο χρόνος και να εξαντληθεί η αυστηρότητα του τρόπου των νηστειών για καθαρά ιατρικούς λόγους, αυτό που ενδιαφέρει κατ΄ουσίαν την Εκκλησία είναι η πνευματική ενηλικίωση των ανθρώπων. Πράγματι, πολλούς λόγους θα μπορούσε να επικαλεστεί κανένας για τη χρησιμότητα, να μην πούμε αναγκαιότητα και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα αποχής από υλικές τροφές: την τήρηση της πρώτης παραδείσιας εντολής ως θεραπεία της προπατορικής και μεταπατορικής αμαρτωλότητας, τη συνακόλουθη αύξηση της νήψης, την υπακοή συστράτευσης σε μια συλλογική – τουτέστιν εκκλησιαστική - χριστοκεντρική αγιοπνευματική ψυχοσωματική άσκηση, την εμπράγματη έκφραση της αγάπης μας στον Θεό, την υπέρβαση της μονοφυσιτικής υποσυνείδητης προκατάληψης περί μιας νοερούς και νεφελώδους πνευματικότητας άνευ σωματικότητας, μαζί με την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση της του συναμφοτέρου – ψυχοσωματικού ανθρωπίνου όλου δηλαδή – ανόδου (θέωσης) ή καθόδου (κόλασης).
Είμαστε τω όντι πόρρω απέχοντες μιας βαθύτερης πνευματικής κατάστασης και σχέσης με τον Χριστό. Σε όλα σχεδόν τα νηπτικά και ασκητικά συγγράμματα τονίζεται η αξία της νηστείας ως μέσου έλξης της θείας χάριτος και λήψης αγιοπνευματικών δωρεών – νηστεία… χαρίσματα λαβών, ψάλλεται σε μια από τα πιο συνηθισμένες μορφές εκκλησιαστικών ύμνων. Για πολλούς ίσως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το Άγιο Πνεύμα δεν αναπαύεται και δεν επισκέπτεται τον εμπεπλησμένο, κείνο όμως που μετρά για όλους είναι ο πόνος και ο θάνατος. Αυτοί έρχονται αργά ή γρήγορα. Και σήμερα που τα έχουμε όλα, ζούμε σε ένα ψευδαισθητικό βόλεμα και απωθούμε τις προαναφερθείσες τραγικές πραγματικότητες απλώς και ως σκέψεις. Αυτό το πετυχαίνουμε, συνεργεία δαιμονική, με τις πλείστες όσες και πολυποίκιλες υλικές τροφές είτε τις χονδροειδείς που σχετίζονται με τη βιολογική μας συντήρηση είτε και τις λεπτότερες που άπτονται του «πνευματικού» μας οργανισμού, που είναι και οι πιο επικίνδυνες. Με όχημα αυτές οι ψυχολογικοί μηχανισμοί λειτουργούν άριστα προς μια φαντασιακή αυτασφάλιση στην εγκόσμια ενθαδικότητα και εσκεμμένη αμνησία της αλήθειας του Θεού και των συνεπειών των σχέσεων μαζί του. Εδώ έγκειται η τεράστια προσφορά της νηστείας. Αφού δεν μπορούμε να συναισθανθούμε σε τι πλάνη βρισκόμαστε θεωρώντας ότι δια της υπεραφθονίας των υλικών «αγαθών» επιβιώνουμε και ευδαιμονούμε, έρχεται η νηστεία να μας υπενθυμίσει δια της εμπειρικής στέρησης την αυταπάτη μας και να μας οδηγήσει σε εκείνο το αίσθημα της οντολογικής ένδειας και πενίας μας χωρίς τον Θεό, τον μόνο πραγματικά που έχουμε ανάγκη και δια του οποίου όντως ζούμε και στον κόσμο εδώ της φθοράς αλλά κυρίως στην άληκτη αιωνιότητα.
Δύσκολο να νηστέψει κανείς σήμερα και από την πειρασμική ευκολία πρόσληψης κάθε είδους γευστικού ηδονισμού και από την εξωτερική και εσωτερική απαξίωση της ευλογημένης αυτής συνήθειας αιώνων. Ο ονειδισμός, φανερός ή και τεχνηέντως κρυπτόμενος – ο και πιο οδυνηρός – δυσκολεύει, πολλές φορές ματαιώνει ή ενίοτε κουτσουρεύει (οι γνωστές εκπτώσεις στην επιλογή των νηστήσιμων φαγητών και στον αριθμό των ημερών κατά το δοκούν) τη νηστευτική διαδρομή της περιόδου αυτής μέχρι το Πάσχα. Χάνεται έτσι η ευκαιρία συσταύρωσης με τον Χριστό και της συνακόλουθης συνανάστασης. Η μεγαλύτερη απώλεια είναι η παράταση της πνευματικής μας αναισθησίας και η αναβολή της μετάνοιας. Συνεχίζουμε να ζούμε στο δαιμονοκρατούμενο κόσμο και να αρκούμαστε – έως να αρεσκόμαστε – στην τροφή των χοίρων που καταναλώνουμε όπως ο άσωτος της παραβολής. Το δε πιο θλιβερό: χάνουμε μια ακόμα ευκαιρία να νιώσουμε πείνα για τον Θεό, την οποία παντοιοτρόπως «χορταίνουμε» με άλλα υποκατάστατα κτιστά και θνησιγενή, άρα και θανατηφόρα.
Η νηστεία και η επιθυμία της είναι δείκτης πνευματικής ζωής και κατάστασης. Οι άγιοι εξέφραζαν μέσα από αιματηρές νηστείες – και όχι τις δικές μας κακότεχνες και γογγυστικές προσπάθειες – τον έρωτά τους στον Θεό. Πώς αλλιώς άραγε ο ταλαίπωρος άνθρωπος να δείξει στη θεότητα τα αιτήματα και αισθήματα προς αυτήν ει μη με κόπους και πόνους, και πάλι απλώς ενδεικτικούς και σημειωτικούς; Εμείς οι λοιποί χριστιανοί, αν θέλουμε να μην εμπαίζουμε εαυτούς, αλλήλους και – το πιο φοβερό – τον ίδιο τον Θεό, πρέπει να κρατήσουμε ένα από τα βασικά στοιχεία της χριστιανικής μας ασκητικής ταυτότητας. Και αυτό είναι η νηστεία. Είμαστε ανίκανοι και μεμψίμοιροι και δεν την πραγματώνουμε θεάρεστα. Έστω και με το ζόρι – όχι βέβαια υποκρινόμενοι προς τα έξω, αλλά από φιλότιμο και λίγη αγάπη στον Κύριο – ας προσποιούμαστε στον εαυτό μας ότι νηστεύουμε. Ίσως μια μέρα ο Κύριος, βλέποντας την εν ταπεινώσει εσωτερική μας αυτοεξουθένωση και απογοήτευση από το εγώ μας, μας δωρίσει και αυτό το χάρισμα – διότι έτσι και μόνο ασκείται και η νηστεία θεοπρεπώς – ώστε να την προσδοκάμε, να την απολαμβάνουμε και δι’ αυτής να αποκτήσουμε και ανώτερες καταστάσεις, τις οποίες οι άγιοι μας απέδειξαν οντολογικές πραγματικότητες και όχι φανταστικά μυθεύματα.
Κ.Ν. 6/3/2011
Πολύ πνευματική ανάλυση της νηστείας. Ευχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή