Mόλις κυκλοφόρησε το 115 φύλλο της Πολιτικής - Φιλολογικής των Πατρών, της εφημερίδας - Ιδιωτικής Οδού του έγκριτου νομικού και συγγραφέα Γεωργίου Θ. Γιαννοπούλου. Μια πρωτοβουλία της άλλης Ελλάδας, αυτής της αρχοντιάς και του πνεύματος.
Η ύλη και αυτού του φύλλου άκρως ερεθιστική: Ρωμανός ο Μελωδός, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Τσιρόπουλος, Σαράντος Καργάκος, η περίφημη στήλη Τα Γλωσσικά, πολιτικές αναλύσεις και μια έκπληξη για με. Ο κ. Γιαννόπουλος, με την ευγένεια και την αληθινή Πατρινολατρία που τον διακρίνει, διάβασε το μικρό κείμενό μου για τον λόγιο Διονύσιο Φωτεινό, και προέβη σε μια παρουσίαση για την οποία τον ευχαριστώ θερμότατα από καρδιάς. Τον διαβεβαιώ ότι το κίνητρό μου δεν ήταν άλλο παρά η ανάδειξη ενός λησμονημένου, εν πολλοίς, λογίου ανδρός, που καταγόταν από την Πάτρα και διέπρεψε στη Ρουμανία. Μια ψηφίδα στην ιστορία των πατρινών λογίων.
Παραθέτω εν συνεχεία την παρουσίαση του κ. Γ.Θ. Γιαννοπούλου.
Παναγιώτου Ἀντ. Ἀνδριοπούλου
«Διονύσιος Φωτεινός ἐκ Πατρῶν λόγιος τοῦ 18ου-19ου αἰῶνος».
Ὁ πολυτάλαντος φίλος κ. Παναγιώτης Ἀνδριόπουλος, θεολόγος καί μουσικός, εἶχε τήν ἀγαθήν ἔμπνευσιν νά παρουσιάσῃ ἕν λησμονημένον τέκνον τῆς πόλεως Πατρῶν ἀθλῆσαν εἰς πολλά ἐπίπεδα, τόν Διονύσιον Φωτεινόν, συνδέσαντα τό ὄνομά του μέ τήν Ρουμανίαν, τότε (ἀρχάς τοῦ 19ου αἰῶνος) γνωστήν ὡς Μολδοβλαχίαν ἤ παραδουναβίους ἡγεμονίας.
Ἡ ἄκρως ἐμπεριστατωμένη μελέτη του ὑπῆρξεν εἰσήγησίς του εἰς συνέδριον ὀργανωθέν εἰς τήν πόλιν τοῦ Αἰγίου (26 Μαΐου 2006) ὑπό τῆς Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, ἡ ὁποία μετά ταῦτα ἐξεδόθη ὡς ἀνάτυπον ἐκ τῶν πρακτικῶν (2009).
Ὁ Διονύσιος Φωτεινός, λόγιος, ἱστοριογράφος, ποιητής καί μουσικός, ἐγεννήθη εἰς τάς Πάτρας τό 1777 καί ἀπέθανεν εἰς τό Βουκουρέστι τήν 10ην Ὀκτωβρίου 1821, εἰς ἡλικίαν 44 ἐτῶν.
Ὑπῆρξεν υἱός τοῦ Ἀθανασίου Φωτεινοῦ, ἱατροῦ καί ψάλτου ἀπό τά Νεζερά, περιοχήν ἀπέχουσαν τῶν Πατρῶν περί τά 40 χιλιόμετρα, εἰς τήν ὁδόν Πατρῶν-Καλαβρύτων. Ὁ πατήρ του ἤσκησε καί τάς δύο τέχνας του εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου κατώρθωσε νά προσληφθῇ ὡς ἰατρός τοῦ Σουλτάνου, μετά τόν θάνατον τοῦ ὁποίου ἐπέστρεψεν εἰς τήν Πελοπόννησον, ἐνῶ ὁ υἱός του Διονύσιος ἔκαμε ἀντίστροφον πορείαν: μετέβη εἰς τήν Πόλιν δι᾿ εὐρυτέρας σπουδάς καί ἐφοίτησε πιθανῶς εἰς τήν εκεῖ Ἀκαδημίαν.
Ὁ Διονύσιος, ἔχων μυηθῆ εἰς τήν βυζαντινήν μουσικήν ἀπό τόν πατέρα του, ὡλοκλήρωσε τήν κατάρτισίν του εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν πλησίον μεγάλων διδασκάλων, τοῦ Ἰακώβου Πρωτοψάλτου καί τοῦ Πέτρου Βυζαντίου.
Ἀλλ᾿ εἰς τήν Πόλιν δέν ἔμεινε πολύ. Κατέφυγεν εἰς τήν Βλαχίαν, περί τό ἔτος 1797, ὅπου εἰργάσθη ὡς ψάλτης καί διδάσκαλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἐνῶ ἠσχολεῖτο καί μέ τήν εὐρωπαϊκήν (ἔπαιζε πιάνο) ἀποκτήσας τήν εὐαρέσκειαν τῆς ἐκεῖ κοινωνίας. Κατέκτησε καί τήν ἐκεῖ διοικοῦσαν φαναριωτικήν αὐλήν, ἡ ὁποία τόν ἀνεβίβασεν εἰς καίρια διοικητικά ἀξιώματα.
Κατά τόν Παν. Ἀνδριόπουλον ὁ Φωτεινός ἐμυήθη καί εἰς τήν Φιλικήν Ἑταιρείαν ἀπό τόν φίλον του Ἰακωβάκην Ρίζον Νερουλόν καί ὑπῆρξε «γνήσιος Φαναριώτης καί πατριώτης».
Τό ἔργον του ὑπῆρξε πολυσχιδές καί, διά τά μέτρα τῆς ἐποχῆς, ἐντυπωσιακόν.
Τά μουσικά του ἔργα, ἅπαντα εἰς τόν χῶρον τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, ἀπήρτισαν τόμον ἐκ 491 σελίδων, περιλαμβάνοντα ἄπειρον ποικιλίαν ἐκ δοξαστικῶν, δοξολογιῶν, χερουβικῶν, ἰδιομέλων, ἀναστασίμων καί λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν. Τό ἔργον του ἐπηρέασε βαθύτατα τήν ρουμανικήν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν, διαδοθέν ὑπό πολλῶν μαθητῶν του. Παρά ταῦτα, ὁ Φωτεινός δέν εἶναι εὐρύτερα γνωστός ὡς μελοποιός· ἡ «μουσική του προσωπικότητα παρέμεινε μέχρι σήμερα στό ἡμίφως». Παρεγνωρισμένος παρέμεινεν ὁ Φωτεινός καί διά τό λογοτεχνικόν του ἔργον. Ὁμιλοῦντες διά λογοτεχνικόν ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ ἐννοοῦμεν κατ᾿ ἐξοχήν ἕν ριψοκίνδυνον, ὅσον καί δυσχερές, ἐγχείρημά του: τήν παράφρασιν τοῦ Ἐρωτοκρίτου τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου, εἰς τήν ὁποίαν ἔδωσε τό ὄνομα «Νέος Ἐρωτόκριτος». Πρόκειται δι᾿ ἔμμετρον διασκευήν εἰς «φαναριωτικήν καθαρεύουσαν», ἡ ὁποία κατέστη τόσον δημοφιλής, ὥστε τό ἔργον ἐγνώρισε τέσσαρας τοὐλάχιστον ἐπανεκδόσεις: μίαν εἰς Κωνσταντινούπολιν (1845), δύο εἰς Σμύρνην (1864 καί 1879) καί μίαν εἰς Ἀθήνας.
Ὁ Παν. Ἀνδριόπουλος παραθέτει, ἐκτός ἄλλων, δύο κρίσεις περί τοῦ ἔργου αὐτοῦ τοῦ Φωτεινοῦ. Ἡ πρώτη, εἶναι τοῦ Γ. Σαββίδη, καθ᾿ ὅν: «ἀφετηρία τῆς σημερινῆς παραγνωρίσεως τοῦ Διονυσίου Φωτεινοῦ ἀπετέλεσε ἡ δημοτικιστική προκατάληψη ἐναντίον τοῦ Νέου Ἐρωτοκρίτου, τῆς νεοκλασικῆς του διασκευῆς τοῦ ἀριστουγήματος τοῦ Κορνάρου».
Ἡ Δευτέρα, ἀνήκει εἰς τόν Κ. Δημαρᾶν, καθ᾿ ὅν: «ἡ ἐργασία αὐτή ἐκφράζει πολύ καθαρά τόν ἀδιάκοπο σύνδεσμο τοῦ Κορνάρου μέ τόν Νέο Ἑλληνισμό καί, ἀφ᾿ ἑτέρου, τό νεοκλασικιστικό πνεῦμα, πού πρυτανεύει τότε στά γράμματά μας».
Ἕτερος παρατιθέμενος συγγραφεύς (ὁ Ἄλκης Ἀγγέλου) ἀποδίδει τήν δημοφιλίαν, ἧς ἀπελάμβανεν ὁ Νέος Ἐρωτόκριτος, ἀκριβῶς εἰς τήν γλῶσσαν τῆς παραφράσεως. Γράφει: «τό φαναριώτικο κοινό, ἐνῶ ἀποδέχτηκε τό ἀριστούργημα τοῦ Κορνάρου, μετά ἀπό κάποιο σχετικά μεγάλο διάστημα, δέν μποροῦσε νά τό ἀπολαύση, παρά μέ τήν γλωσσική ἐπένδυση μέ τήν ὁποία ἀπολάμβανε κατά κανόνα τά λογοτεχνικά δημιουργήματα τῆς ἐποχῆς του».
Ἡ ἀπήχησις τοῦ Νέου Ἐρωτοκρίτου εἰς τήν Ρουμανίαν ὑπῆρξε μεγάλη, τόσον μεταξύ τῆς ἀστικῆς τάξεως, ὅσον καί μεταξύ τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Ρουμάνοι ποιηταί ἐνεπνεύσθησαν ἀπό τό ἔργον αὐτό τοῦ Φωτεινοῦ καί Ρουμάνοι ἀκαδημαϊκοί τό ἐπαινοῦν, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρός τούς Ἕλληνας ἐπικριτάς του.
Ἄλλο μέγα ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ, διά τήν Ρουμανίαν ὅμως,εἶναι ἡ «Ἱστορία τῆς πάλαι Δακίας τά νῦν Τρανσυλβανίας, Βλαχίας καί Μολδαυΐας». Ἐξεδόθη ἐν Βιέννῃ, τό 1818 οἱ δύο πρῶτοι τόμοι καί τό 1819 ὁ τρίτος καί τελευταῖος.
Τό ἱστορικόν αὐτό ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ εἶχεν ἀπήχησιν καί εἰς τήν γενέτειράν του, τάς Πάτρας. Μεταξύ τῶν ἐγγραφέντων ὡς συνδρομητῶν ἔχουν διασωθῆ τά ὀνόματα κορυφαίων Πατρινῶν, ὅπως τά: Ἀθανάσιος Κανακάρης Ροῦφος, Α. καί Γ. Καλαμογδάρτης, Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, κ.ἄ.
Τέλος, ὁ Φωτεινός συνέγραψε καί ἔργον ὑπό τόν τίτλον: «Γενική ἐπιτομή τῆς ὀθωμανικῆς Ἱστορίας», δηλαδή τήν βιογραφίαν τῶν Σουλτάνων. Τό ἔργον αὐτό, ὄν ἀνέκδοτον, ἀνεκαλύφθη ἀπό τόν Ρουμᾶνον ἱστορικόν Victor Papacostea, ὁ ὁποῖος ἀνεῦρε καί τάς πηγάς τοῦ Φωτεινοῦ, κυρίως Τούρκους ἱστοριογράφους. Θά ἐλέγομεν ὅτι εἶναι τό πλέον «φαναριωτικόν» ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ.
Ἡ μελέτη αὕτη τοῦ Παν. Ἀνδριοπούλου εἶναι ἀξία πάσης ἐξάρσεως. Δέν γνωρίζομεν, ἄν ὑπάρχουν εἰς τάς ἡμέρας μας πολλαί διδακτορικαί διατριβαί, αἱ ὁποῖαι νά παρουσιάζουν τοιαύτην πληρότητα· τοιαύτην ἐξονυχιστικήν συγκέντρωσιν τῆς ὕλης (συμπεριλαμβανομένων καί χειρογράφων βυζαντινῆς μουσικῆς) περί ἑνός λογίου τῆς τουρκοκρατίας, τόν ὁποῖον ἀγνοεῖ ἀκόμη καί ὁ Κ. Σάθας, ὡς καί ὁ διορθωτής τῶν ἐλλείψεών του Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος.
Ὁ Παν. Ἀνδριόπουλος συμπληρώνει καί ἀρτιώνει τά περί Φωτεινοῦ δυσεύρετα, ἀλλ᾿ ὀλίγα, γραφέντα ὑπό τοῦ ἀοιδίμου ἱστορικοῦ τῶν Πατρῶν Στεφάνου Θωμοπούλου, προσθέσας καί ἀναλύσας πλείστας ἄλλας πηγάς.
Τοῦ ἀξίζει μέγας καί δίκαιος ἔπαινος.
«Διονύσιος Φωτεινός ἐκ Πατρῶν λόγιος τοῦ 18ου-19ου αἰῶνος».
Ὁ πολυτάλαντος φίλος κ. Παναγιώτης Ἀνδριόπουλος, θεολόγος καί μουσικός, εἶχε τήν ἀγαθήν ἔμπνευσιν νά παρουσιάσῃ ἕν λησμονημένον τέκνον τῆς πόλεως Πατρῶν ἀθλῆσαν εἰς πολλά ἐπίπεδα, τόν Διονύσιον Φωτεινόν, συνδέσαντα τό ὄνομά του μέ τήν Ρουμανίαν, τότε (ἀρχάς τοῦ 19ου αἰῶνος) γνωστήν ὡς Μολδοβλαχίαν ἤ παραδουναβίους ἡγεμονίας.
Ἡ ἄκρως ἐμπεριστατωμένη μελέτη του ὑπῆρξεν εἰσήγησίς του εἰς συνέδριον ὀργανωθέν εἰς τήν πόλιν τοῦ Αἰγίου (26 Μαΐου 2006) ὑπό τῆς Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, ἡ ὁποία μετά ταῦτα ἐξεδόθη ὡς ἀνάτυπον ἐκ τῶν πρακτικῶν (2009).
Ὁ Διονύσιος Φωτεινός, λόγιος, ἱστοριογράφος, ποιητής καί μουσικός, ἐγεννήθη εἰς τάς Πάτρας τό 1777 καί ἀπέθανεν εἰς τό Βουκουρέστι τήν 10ην Ὀκτωβρίου 1821, εἰς ἡλικίαν 44 ἐτῶν.
Ὑπῆρξεν υἱός τοῦ Ἀθανασίου Φωτεινοῦ, ἱατροῦ καί ψάλτου ἀπό τά Νεζερά, περιοχήν ἀπέχουσαν τῶν Πατρῶν περί τά 40 χιλιόμετρα, εἰς τήν ὁδόν Πατρῶν-Καλαβρύτων. Ὁ πατήρ του ἤσκησε καί τάς δύο τέχνας του εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, ὅπου κατώρθωσε νά προσληφθῇ ὡς ἰατρός τοῦ Σουλτάνου, μετά τόν θάνατον τοῦ ὁποίου ἐπέστρεψεν εἰς τήν Πελοπόννησον, ἐνῶ ὁ υἱός του Διονύσιος ἔκαμε ἀντίστροφον πορείαν: μετέβη εἰς τήν Πόλιν δι᾿ εὐρυτέρας σπουδάς καί ἐφοίτησε πιθανῶς εἰς τήν εκεῖ Ἀκαδημίαν.
Ὁ Διονύσιος, ἔχων μυηθῆ εἰς τήν βυζαντινήν μουσικήν ἀπό τόν πατέρα του, ὡλοκλήρωσε τήν κατάρτισίν του εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν πλησίον μεγάλων διδασκάλων, τοῦ Ἰακώβου Πρωτοψάλτου καί τοῦ Πέτρου Βυζαντίου.
Ἀλλ᾿ εἰς τήν Πόλιν δέν ἔμεινε πολύ. Κατέφυγεν εἰς τήν Βλαχίαν, περί τό ἔτος 1797, ὅπου εἰργάσθη ὡς ψάλτης καί διδάσκαλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς, ἐνῶ ἠσχολεῖτο καί μέ τήν εὐρωπαϊκήν (ἔπαιζε πιάνο) ἀποκτήσας τήν εὐαρέσκειαν τῆς ἐκεῖ κοινωνίας. Κατέκτησε καί τήν ἐκεῖ διοικοῦσαν φαναριωτικήν αὐλήν, ἡ ὁποία τόν ἀνεβίβασεν εἰς καίρια διοικητικά ἀξιώματα.
Κατά τόν Παν. Ἀνδριόπουλον ὁ Φωτεινός ἐμυήθη καί εἰς τήν Φιλικήν Ἑταιρείαν ἀπό τόν φίλον του Ἰακωβάκην Ρίζον Νερουλόν καί ὑπῆρξε «γνήσιος Φαναριώτης καί πατριώτης».
Τό ἔργον του ὑπῆρξε πολυσχιδές καί, διά τά μέτρα τῆς ἐποχῆς, ἐντυπωσιακόν.
Τά μουσικά του ἔργα, ἅπαντα εἰς τόν χῶρον τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, ἀπήρτισαν τόμον ἐκ 491 σελίδων, περιλαμβάνοντα ἄπειρον ποικιλίαν ἐκ δοξαστικῶν, δοξολογιῶν, χερουβικῶν, ἰδιομέλων, ἀναστασίμων καί λοιπῶν ἐκκλησιαστικῶν μελῶν. Τό ἔργον του ἐπηρέασε βαθύτατα τήν ρουμανικήν ἐκκλησιαστικήν μουσικήν, διαδοθέν ὑπό πολλῶν μαθητῶν του. Παρά ταῦτα, ὁ Φωτεινός δέν εἶναι εὐρύτερα γνωστός ὡς μελοποιός· ἡ «μουσική του προσωπικότητα παρέμεινε μέχρι σήμερα στό ἡμίφως». Παρεγνωρισμένος παρέμεινεν ὁ Φωτεινός καί διά τό λογοτεχνικόν του ἔργον. Ὁμιλοῦντες διά λογοτεχνικόν ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ ἐννοοῦμεν κατ᾿ ἐξοχήν ἕν ριψοκίνδυνον, ὅσον καί δυσχερές, ἐγχείρημά του: τήν παράφρασιν τοῦ Ἐρωτοκρίτου τοῦ Βιτσέντζου Κορνάρου, εἰς τήν ὁποίαν ἔδωσε τό ὄνομα «Νέος Ἐρωτόκριτος». Πρόκειται δι᾿ ἔμμετρον διασκευήν εἰς «φαναριωτικήν καθαρεύουσαν», ἡ ὁποία κατέστη τόσον δημοφιλής, ὥστε τό ἔργον ἐγνώρισε τέσσαρας τοὐλάχιστον ἐπανεκδόσεις: μίαν εἰς Κωνσταντινούπολιν (1845), δύο εἰς Σμύρνην (1864 καί 1879) καί μίαν εἰς Ἀθήνας.
Ὁ Παν. Ἀνδριόπουλος παραθέτει, ἐκτός ἄλλων, δύο κρίσεις περί τοῦ ἔργου αὐτοῦ τοῦ Φωτεινοῦ. Ἡ πρώτη, εἶναι τοῦ Γ. Σαββίδη, καθ᾿ ὅν: «ἀφετηρία τῆς σημερινῆς παραγνωρίσεως τοῦ Διονυσίου Φωτεινοῦ ἀπετέλεσε ἡ δημοτικιστική προκατάληψη ἐναντίον τοῦ Νέου Ἐρωτοκρίτου, τῆς νεοκλασικῆς του διασκευῆς τοῦ ἀριστουγήματος τοῦ Κορνάρου».
Ἡ Δευτέρα, ἀνήκει εἰς τόν Κ. Δημαρᾶν, καθ᾿ ὅν: «ἡ ἐργασία αὐτή ἐκφράζει πολύ καθαρά τόν ἀδιάκοπο σύνδεσμο τοῦ Κορνάρου μέ τόν Νέο Ἑλληνισμό καί, ἀφ᾿ ἑτέρου, τό νεοκλασικιστικό πνεῦμα, πού πρυτανεύει τότε στά γράμματά μας».
Ἕτερος παρατιθέμενος συγγραφεύς (ὁ Ἄλκης Ἀγγέλου) ἀποδίδει τήν δημοφιλίαν, ἧς ἀπελάμβανεν ὁ Νέος Ἐρωτόκριτος, ἀκριβῶς εἰς τήν γλῶσσαν τῆς παραφράσεως. Γράφει: «τό φαναριώτικο κοινό, ἐνῶ ἀποδέχτηκε τό ἀριστούργημα τοῦ Κορνάρου, μετά ἀπό κάποιο σχετικά μεγάλο διάστημα, δέν μποροῦσε νά τό ἀπολαύση, παρά μέ τήν γλωσσική ἐπένδυση μέ τήν ὁποία ἀπολάμβανε κατά κανόνα τά λογοτεχνικά δημιουργήματα τῆς ἐποχῆς του».
Ἡ ἀπήχησις τοῦ Νέου Ἐρωτοκρίτου εἰς τήν Ρουμανίαν ὑπῆρξε μεγάλη, τόσον μεταξύ τῆς ἀστικῆς τάξεως, ὅσον καί μεταξύ τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Ρουμάνοι ποιηταί ἐνεπνεύσθησαν ἀπό τό ἔργον αὐτό τοῦ Φωτεινοῦ καί Ρουμάνοι ἀκαδημαϊκοί τό ἐπαινοῦν, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρός τούς Ἕλληνας ἐπικριτάς του.
Ἄλλο μέγα ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ, διά τήν Ρουμανίαν ὅμως,εἶναι ἡ «Ἱστορία τῆς πάλαι Δακίας τά νῦν Τρανσυλβανίας, Βλαχίας καί Μολδαυΐας». Ἐξεδόθη ἐν Βιέννῃ, τό 1818 οἱ δύο πρῶτοι τόμοι καί τό 1819 ὁ τρίτος καί τελευταῖος.
Τό ἱστορικόν αὐτό ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ εἶχεν ἀπήχησιν καί εἰς τήν γενέτειράν του, τάς Πάτρας. Μεταξύ τῶν ἐγγραφέντων ὡς συνδρομητῶν ἔχουν διασωθῆ τά ὀνόματα κορυφαίων Πατρινῶν, ὅπως τά: Ἀθανάσιος Κανακάρης Ροῦφος, Α. καί Γ. Καλαμογδάρτης, Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, κ.ἄ.
Τέλος, ὁ Φωτεινός συνέγραψε καί ἔργον ὑπό τόν τίτλον: «Γενική ἐπιτομή τῆς ὀθωμανικῆς Ἱστορίας», δηλαδή τήν βιογραφίαν τῶν Σουλτάνων. Τό ἔργον αὐτό, ὄν ἀνέκδοτον, ἀνεκαλύφθη ἀπό τόν Ρουμᾶνον ἱστορικόν Victor Papacostea, ὁ ὁποῖος ἀνεῦρε καί τάς πηγάς τοῦ Φωτεινοῦ, κυρίως Τούρκους ἱστοριογράφους. Θά ἐλέγομεν ὅτι εἶναι τό πλέον «φαναριωτικόν» ἔργον τοῦ Φωτεινοῦ.
Ἡ μελέτη αὕτη τοῦ Παν. Ἀνδριοπούλου εἶναι ἀξία πάσης ἐξάρσεως. Δέν γνωρίζομεν, ἄν ὑπάρχουν εἰς τάς ἡμέρας μας πολλαί διδακτορικαί διατριβαί, αἱ ὁποῖαι νά παρουσιάζουν τοιαύτην πληρότητα· τοιαύτην ἐξονυχιστικήν συγκέντρωσιν τῆς ὕλης (συμπεριλαμβανομένων καί χειρογράφων βυζαντινῆς μουσικῆς) περί ἑνός λογίου τῆς τουρκοκρατίας, τόν ὁποῖον ἀγνοεῖ ἀκόμη καί ὁ Κ. Σάθας, ὡς καί ὁ διορθωτής τῶν ἐλλείψεών του Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος.
Ὁ Παν. Ἀνδριόπουλος συμπληρώνει καί ἀρτιώνει τά περί Φωτεινοῦ δυσεύρετα, ἀλλ᾿ ὀλίγα, γραφέντα ὑπό τοῦ ἀοιδίμου ἱστορικοῦ τῶν Πατρῶν Στεφάνου Θωμοπούλου, προσθέσας καί ἀναλύσας πλείστας ἄλλας πηγάς.
Τοῦ ἀξίζει μέγας καί δίκαιος ἔπαινος.
Καθόλου δεν είχαμε αμφοβολία για τις μουσικές ικανότητες του κ. Ανδριόπουλου και του αξίζει ο δίκαιος έπαινος γι' αυτά τα τάλαντα που καλλιέργησε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεί που μας στενοχωρά είναι οι θέσεις που παίρνει συστηματικά για θέματα Οικουμενισμού, Νεοβαρλααμισμού, και άλλων θεμάτων πίστεως.