Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ: Ένα βαρυσήμαντο κείμενο του π. Γεωργίου Τσέτση


Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση

[Περίληψη εισηγήσεως κατά την συνάντηση κλιμακίου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του «Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος» (ΕΛΚ) στό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με Ἀντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που πραγματοποιήθηκε στην Πόλη (8-9 Δεκεμβρίου 2010), υπό την αιγίδα της Α.Θ.Π., του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου].

Ενώ το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας βρίσκεται εδώ και πολλές δεκαετίες στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων πολλών Κυβερνήσεων και Εκκλησιών του Ευρωπαϊκού χώρου, και όχι μόνο, εκείνο που αφορά στην σχέση Θρησκείας και Πολιτικής, παρέμεινε σε δεύτερο πλάνο και δεν έτυχε της δεούσης προσοχής. Ως εκ τούτου, πρέπει να χαιρετισθεί η πρωτοβουλία των Ευρωπαίων Χριστιανοδημοκρατών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, όπως στην ημερησία διάταξη της παρούσης συναντήσεως ενταχθεί και το λεπτό και άκρως επίκαιρο τούτο ζήτημα.
Από αμνημονεύτων χρόνων η Ευρώπη, αλλά και η γειτνιάζουσα προς αυτήν Ανατολική Μεσόγειος, υπήρξαν κατ΄επανάληψη θύματα προστριβών και διενέξεων, οι οποίες παρά τα σαφή πολιτικά τους ελατήρια και τους εμφανείς στρατηγικούς στόχους που σημάδευαν, είχαν χαρακτηρισθεί ως «θρησκευτικές διενέξεις». Αυτοκράτορες και Βασιλείς συχνά χρησιμοποίησαν τον θρησκευτικό παράγοντα προκειμένου όπως αποκτήσουν επιρροή σε μια δεδομένη περιοχή, ή να προωθήσουν τα γεωπολιτικά τους σχέδια και προβούν, έτσι, σε εδαφικές κατακτήσεις.
Τo θέμα της χρησιμοποιήσεως, ή μάλλον της «εργαλειοποιήσεως», (instrumentalisation) της θρησκείας για πολιτικούς λόγους, έντονα απασχόλησε την παγκόσμια κοινή γνώμη κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έπειτα από το ξέσπασμα πολιτικών, ιδεολογικών και εθνοφυλετικών διενέξεων σε πολλά σημεία της υφηλίου. Στο Κασμίρ, στον Καύκασο, στη Ρουάντα, στην Αιθιοπία, στην Παλαιστίνη, στο Λίβανο. Φυσικά δε, μετά την κατάρρευση τού Ανατολικού Μπλοκ, και στην γειτονική Γιουγκοσλαβία. Στη χώρα αυτή που αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, ένα πρότυπο της πολυεθνικής, πολυθρησκευτικής, πολυπολιτισμικής και πολύγλωσσης «Ενωμένης Ευρώπης» την οποία με πολύ κόπο προσπαθούν να διαπλάσουν οι Βρυξέλλες. Μια «εν σμικρογραφία Ευρώπη», η οποία, ωστόσο, διελύθη με την σύμπραξη πολλών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για ποικίλους στρατηγικούς, γεωπολιτικούς και οικονομικούς λόγους και συμφέροντα. Και τούτο, παρά την ξεκάθαρη ρήτρα της Συμφωνίας τού Ελσίνκι (Helsinki Final Act) το 1975, η οποία μιλούσε περί «εδαφικής ακεραιότητος» και θέσπιζε το «απαραβίαστο των συνόρων»!
Πολλοί θυμούνται πως ευθύς μετά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, οι εμπόλεμοι είχαν χαρακτηρισθεί όχι υπό το πρίσμα των εθνικιστικών στόχων και των ιδεολογικών τους πεποιθήσεων, αλλά βάσει του θρησκεύματος στο οποίο αυτοί ανήκαν. Τουτέστι, «Σέρβοι ορθόδοξοι εναντίον ρωμαιοκαθολικών Κροατών», «Βόσνιοι μουσουλμάνοι εναντίον Σέρβων ορθοδόξων», «ορθόδοξοι Σέρβοι και καθολικοί Κροάτες εναντίον Βοσνίων μουσουλμάνων», «Βόσνιοι μουσουλμάνοι και καθολικοί Κροάτες εναντίον ορθοδόξων Βοσνο-Σέρβων»! Ειρήσθω δ΄ εν παρόδω ότι στο αποκορύφωμα του πολέμου στην Κροατία και την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπως και κατά τους βομβαρδισμούς της Σερβίας από το ΝΑΤΟ, μετά την κρίση του Κοσσυφοπεδίου, κατά κόρον είχε λεχθεί πως τα διαδραματιζόμενα αποτελούσαν ένα είδος νεοφανούς «σταυροφορίας» της «καθολικο-προτεσταντικής» Δύσεως εναντίον της «ορθοδόξου» Ανατολής. Μερικοί μάλιστα είχαν την έμπνευση να επικαλεσθούν ακόμη και την θεολογική διαμάχη μεταξύ ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών ως προς την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, το γνωστό filioque, προκειμένου όπως δώσουν κάποια «θεολογική»(!) ερμηνεία στη συμπεριφορά της Ατλαντικής Συμμαχίας έναντι της «ορθοδόξου Σερβίας»! Άσχετο αν οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής εκείνης, στο άκουσμα της λέξης filioque, θα διερωτώντο με κάποια απορία «περί τίνος ο λόγος»;!


Θρησκευτικός χαρακτήρας είχε αποδοθεί προηγουμένως και στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου. Έστω και αν το βασικό αίτιο της αδελφοκτόνου αυτής διαμάχης δεν ήταν μια οποιαδήποτε θεολογική έριδα μεταξύ Μαρωνιτών Χριστιανών και Σιϊτών Μουσουλμάνων, αλλά η μιζέρια του κόσμου που ζούσε στην Κοιλάδα της Μπέκαα και στους πέριξ της Βηρυτού παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς. Ενός απεγνωσμένου κόσμου, που δεν μπορούσε πλέον να ανεχθεί τον προκλητικό τρόπο ζωής μιας εύπορης και αλαζονικής Λιβανικής «υψηλής κοινωνίας», την οποία αποτελούσαν ομού χριστιανοί και σουνίτες μουσουλμάνοι. Καθώς έλεγε κάποτε ο (ορθόδοξος) Υπουργούς Πολιτισμού του Λιβάνου Τάρεκ Μίτρι, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου αυτού πολέμου «εκατέρωθεν των χαρακωμάτων υπήρχαν άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν πάει σε Εκκλησία ή σε Τέμενος, που ουδέποτε είχαν αναγνώσει το Ευαγγέλιο ή το Κοράνιο»!
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για όσους σήμερα χρησιμοποιούν τον θρησκευτικό παράγοντα προκειμένου όπως προωθήσουν τις εαυτών ιδεολογικές, γεωπολιτικές και εθνοτικές επιδιώξεις, ενίοτε δε και εδαφικές διεκδικήσεις.
Είναι αλήθεια ότι Εκκλησίες και Διεκκλησιαστικοί οργανισμοί επανειλημμένα καταδίκασαν την εκμετάλλευση της θρησκείας από τον πολιτικό παράγοντα, και συνηγόρησαν υπέρ της κινητοποιήσεως των Εκκλησιών, και γενικά των θρησκευμάτων, στην προσπάθεια επιλύσεως των διενέξεων κατά τρόπο ειρηνικό. Ποιός δεν θυμάται τον αφορισμό της «Διακηρύξεως του Βοσπόρου», την οποία είχε εξαπολύσει το «Διεθνές Συνέδριο περί Ειρήνης και Ανεξιθρησκείας», που συνήλθε στην Πόλη το 1994 υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ότι «η εκμετάλλευση θρησκευτικών συμβόλων προς προώθηση επιθετικού εθνικισμού αποτελεί προδοσία της παγκοσμιότητος της θρησκευτικής πίστεως», και ότι «κάθε έγκλημα που διαπράττεται εν ονόματι της θρησκείας, αποτελεί έγκλημα εναντίον αυτής ταύτης της θρησκείας»;
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες να εμπεδωθεί ειρήνη στο κόσμο και επιτευχθεί μια αρμονική συμβίωση των λαών, η θρησκεία συνεχίζει να γίνεται, κατα διαφόρους τρόπους, αντικείμενο εκμεταλλεύσεως εκ μέρους των πολιτικών για την προώθηση στρατηγικών και γεωπολιτικών στόχων τους οποίους επιδιώκουν. Το διαπιστώνουμε κατά διαστήματα στο χώρο της Βαλτικής, στον Καύκασο, στην Ουκρανία, την Μολδαβία, την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, φυσικά δε και στη Βόρειο Ιρλανδία, την τραγική αυτή χώρα, όπου εδώ και ένα αιώνα περίπου συγκρούονται ανελέητα θρησκεία και πολιτική.
Ενώπιον του φαινομένου αυτού γεννάται το εξής ερώτημα. Με ποιό τρόπο οι εκκλησιαστικοί ηγέτες αφ΄ενός, και οι πολιτικοί που κινούνται στην Χριστιανοδημοκρατική τροχιά αφ΄ετέρου, θα μπορούσαν να τείνουν χείρα συνεργασίας και να συμβάλουν από κοινού στον τερματισμό της εκμετάλλευσης της θρησκείας από τον πολιτικό παράγοντα; Πώς θα μπορούσαν να συμβάλουν μαζί στην πρόοδο και ευμάρεια της χώρας στην οποία ζουν; Πώς θα εύρισκαν τρόπους συνεργασίας, προκειμένου να επιτύχουν την αρμονική συμβίωση των, από πλευράς γλώσσας, θρησκείας και πολιτισμού, «ετερόκλητων» πολιτών της σημερινής Ευρωπαϊκής κοινωνίας;
Και το συνακόλουθο ερώτημα είναι το εξής: Με τον τρόπο που εξελίσσεται ο κόσμος, και έτσι όπως η κοινωνία οδεύει αλματωδώς προς μιά μη αναστρέψιμη κατεύθυνση εκκοσμίκευσης (το διαπιστώνουμε σε καθημερινή βάση τόσο στα εθνικά Κοινοβούλια, όσο και στην Ευρωβουλή), πώς τα πολιτικά εκείνα κόμματα που χαρακτηρίζουν εαυτά ως «Χριστιανοδημοκρατικά», θα μπορούσαν προβάλλουν χριστιανικές αξίες στον αγώνα δημιουργίας ενός καλλίτερου κόσμου, μιας πιο δίκαιης, ανεκτικής και «ανθρώπινης» κοινωνίας; Πώς στρατευμένοι χριστιανοί, τους οποίους η ψήφος του λαού έταξε να διαδραματίζουν ρόλο πολιτικό μέσα στην εθνική ή διεθνή πολιτική κονίστρα, θα μπορούσαν να διανθίσουν τον πολιτικό τους λόγο και με κάποια Ευαγγελικά-«Κυριακά» λόγια (έστω με τον κίνδυνο να λοιδορηθούν από «προοδευτικούς» κοινοβουλευτικούς συναδέλφους τους!), όσον αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις, τις κοινωνικές αδικίες, την αντιμετώπιση του «άλλου» και του «ξένου», την θεραπεία των αναγκών του πάσχοντος, την συμπαράσταση του εμπερίστατου;
Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι ρητορικά. Αφορούν αυτή την υπόσταση ενός πολιτικού κόμματος που χαρακτηρίζει εαυτό ως «Χριστιανικό». Δεν μπορεί, λ.χ. να υπάρχει ένα κόμμα, αυτοχαρακτηριζόμενο (προφανώς για ψηφοθηρικούς λόγους) ως «Ορθόδοξο», και στην πράξη να ασκεί ανορθόδοξη πολιτική, κηρύττοντας μισαλλοδοξία, ξενοφοβία και εθνοφυλετισμό.
Κατά τον ΙΑ΄ Διάλογο μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του ΕΛΚ, που συνήλθε προ διετίας στο Ιάσιο της Ρουμανίας, είχαμε υπογραμμίσει την ανάγκη ενός συνεχούς διαλόγου και μιας στενής συνεργασίας των Εκκλησιών με τους πολιτικούς παράγοντες του Ευρωπαϊκού χώρου, σε μια κοινή προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας Ευρώπης. Μιας Ευρώπης συμφιλιωμένης με το αμαρτωλό παρελθόν της. Μιας δίκαιης και «φιλάνθρωπης» Ευρώπης, που θα συνειδητοποιεί τις ευθύνες της και θα παραμένει ανοικτή προς όλους.
Στην προσπάθεια αυτή, και με πρωτεργάτη το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συμμετέχει ολόθυμα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και είναι έτοιμη να κομίσει την συμβολή της στην εφαρμογή των αξιών και αρχών εκείνων που κηρύττει το Ευαγγέλιο. Αρχών και αξιών που είναι σημαντικές, τόσο για την οριοθέτηση της ευρωπαϊκής ενότητας, όσο και για τον προσδιορισμό της ευρωπαϊκής ταυτότητας.

1 σχόλιο:

  1. ΦΟΒΟΥΜΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΟΝΤΩΣ ΒΑΡΥΣΗΜΑΝΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΤΣΕΤΣΗ "ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ.." ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΔΗ ΤΗΝ "ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΧΡΗΣΙΜΟΘΗΡΙΑ" ΤΩΝ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΩΝ, ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ...., ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ Ή, ΚΑΛΥΤΕΡΑ, ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή