Oι παραλείψεις του κ. Μπάκου
Του Χάρη Ανδρεόπουλου
Προς τον Διευθυντή της εφημερίδος "Ορθόδοξος Τύπος" και τους διαχειριστές των ιστολογίων "Θρησκευτικά", "Ακτίνες" και "Ζωηφόρος" (που αναπαρήγαγαν - αναδημοσίευσαν επιστολή δημοσιευθείσα στον"Ο.Τ.") εστάλη σήμερα (17/12/2010) η παρακάτω επιστολή:
Προς τον Διευθυντή
της εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος»
κ. Γεώργιο Ζερβό.
* ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ στα ιστολόγια:
α) ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ (thriskeftika@gmail.com )
β) ΑΚΤΙΝΕΣ (aktinesblogspot@gmail.com )
γ) ΖΩΗΦΟΡΟΣ (zoiforos@yahoo.gr )
Αξιότιμε κύριε Διευθυντά,
Στο υπ’ αριθμ. 1858 / 17-12-2010 φύλλο της εφημερίδος σας και στη «Στήλη της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων» δημοσιεύθηκε άρθρο του κ. Ηλία Μπάκου. Σ’ αυτό το - υπό τον τίτλο «Σύγχυσις και αφωνία» - άρθρο του ο συνεργάτης σας κ. Μπάκος εκφράζοντας - απολύτως δικαιωματικά, ασφαλώς - τις απόψεις του για τη διδασκαλία και το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, παραθέτει επιστολή της συμπολίτιδος, Λαρισαίας, κυρίας Αννας Ζακατού, η οποία είχε την ευγενή (ευγενέστατη!) καλοσύνη να σχολιάσει δικό μου άρθρο στην εφημερίδα «Ελευθερία». Και ενώ ο κ. Μπάκος εξυμνεί (επίσης, απολύτως, δικαιωματικά) το περιεχόμενο της δημοσιευομένης επιστολής, παραλείπει, (τυχαίο;) ν’ αναφερθεί τόσο στο υπό τον τίτλο «Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές» στο άρθρο μου («Ελευθερία», 11/11/2010, σελ. 8), το οποίο σχολιάζει η κ. Ζακατού με την επιστολή της στην εφημερίδα (18/11/2010, σελ. 8), όσο και με την απάντηση που εγώ έδωσα στην επιστολή της και η οποία δημοσιεύθηκε στην «Ελευθερία» («Διάλογος για τα Θρησκευτικά», 20/11/2010, σελ. 8).
Κύριε Διευθυντά, δεν ξέρω, ειλικρινώς, ποιούς σκοπούς υπηρετεί αυτή η μονομέρεια στο προδήλως ελλειματικό - εξ επόψεως παραθέσεως των κρινομένων απόψεων - άρθρο του κ. Μπάκου, καθώς δεν γνωρίζω τον άνδρα και τις αρχές του. Γνωρίζω, όμως, ότι ο «Ορθόδοξος Τύπος» σεβόμενος τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, προσέτι δε και της χριστιανικής ηθικής, που θέλει και επιδιώκει τον εν αληθεία διάλογο, δημοσιεύει επιστολές που επιχειρούν φωτίσουν την αλήθεια προκειμένου ο αναγνώστης να σχηματίσει έντιμη γνώμη και άποψη. Και γι’ αυτό τον λόγο, επειδή γίνεται αναφορά σε άρθρο μου και επειδή θα ήθελα να αποφευχθούν οι όποιες παρερμηνείες, σας παραθέτω τα δύο κρίσιμα κείμενα τα οποία παραλείπει (ούτε μια κουβέντα!...) στην επιστολή του ο κ. Μπάκος (το άρθρο μου και την απάντησή μου στην αναδημοσιευόμενη στον «Ο.Τ.» επιστολή της αξιότιμης κ. Αννας Ζακατού) και ας αφήσουμε τους αναγνώστες να βγάλουν μόνοι τα συμπεράσματά τους:
α) Το άρθρο («Ελευθερία», 11/11/2010, σελ. 8):
ΣΤΟ ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ
Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές!
Να εξελιχθεί σ’ ένα μάθημα γενικής παιδείας με γνωσιολογικό χαρακτήρα που θ’ απευθύνεται σ’ όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικής προέλευσης
Του Χάρη Ανδρεόπουλου
Τι είδους μάθημα θέλουμε νά’ ναι τα Θρησκευτικά, ομολογιακό ή γνωσιολογικό; Υποχρεωτικό μόνο για τους ορθοδόξους μαθητές και προαιρετικό για όλους τους άλλους (ετεροδόξους και αλλοθρήσκους) ή μήπως υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικής προέλευσης, όπως είναι (υποχρεωτικό, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης) το μάθημα της Ιστορίας;
To ερώτημα καθίσταται επίκαιρο εξαιτίας της συζήτησης που (ξανα-) ξεκίνησε μ’ αφορμή τις «διαρροές» για τη δομή του νέου Λυκείου που είδαν προσφάτως το φως της δημοσιότητας και θέλουν τα Θρησκευτικά, στο ωρολόγιο πρόγραμμα του νέου Λυκείου, υποβαθμιζόμενα στην κατηγορία των προαιρετικών μαθημάτων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δηλώσεις της υπουργού Παιδείας Αννας Διαμαντοπούλου ότι οι «διαρροές» αυτές δεν αποτελούν πρόταση του υπουργείου, παρά προσωπικές απόψεις τινών στελεχών που σε τίποτα, φυσικά, δεν δεσμεύουν το υπουργείο και ότι η (πραγματική) πρόταση για τα Θρησκευτικά (όπως και για τα άλλα μαθήματα) θα δημοσιοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαβούλευσης, και συμμετέχοντας στο εξελισσόμενο δημόσιο διάλογο καταθέτουμε τις παρακάτω σκέψεις μας για τον χαρακτήρα του μαθήματος, ο σαφής προσδιορισμός του οποίου θα παίξει, κατά τη γνώμη μας, καθοριστικό ρόλο για την ειδική βαρύτητα που θα έχει το μάθημα (υποχρεωτικό ή προαιρετικό) στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου.
Κατά τη γνώμη μας το μάθημα τα τελευταία χρόνια απέκτησε σαφή παιδαγωγικό προσανατολισμό και άρχισε να απομακρύνεται με σταθερά βήματα από τον παραδοσιακό κατηχητισμό και μέσα από αλλαγές που συντελέσθηκαν στα αναλυτικά προγράμματα και με την παράλληλη αναβάθμιση της ποιότητας των σχολικών βιβλίων το μάθημα άρχισε προοδευτικά να παίρνει έναν χαρακτήρα κατά βάσιν γνωσιολογικό, σαν αυτόν που χαρακτηρίζει και τα υπόλοιπα σχολικά μαθήματα, έχοντας, αναμφιβόλως, ενσωματωμένο και το βιωματικό στοιχείο.
Διευκρινίζω ότι όχι μόνο δεν διάκειμαι αρνητικά στη κατήχηση, αλλά τη θεωρώ πολύ σοβαρή υπόθεση και ότι όταν μου δίδεται η ευκαιρία συμμετέχω και υποστηρίζω κάθε κατηχητικό έργο και δράση της Ιεράς μας Μητροπόλεως μαζί με άλλους εκλεκτούς συναδέλφους. Θεωρώ, όμως, ότι άλλο κατήχηση, κι άλλο εκπαίδευση. Αλλοι είναι οι σκοποί της κατήχησης (η οποία γίνεται εντός της Εκκλησίας και απευθύνεται αποκλειστικά σε ορθοδόξους), και άλλοι οι σκοποί της εκπαίδευσης (η οποία παρέχεται μέσα στο σχολείο και απευθύνεται, ειδικά στις μέρες μας, σε μαθητές διαφορετικών θρησκειών). Το ένα (κατήχηση) δεν αποκλείει το άλλο (εκπαίδευση), ωστόσο, οι ρόλοι και οι σκοποί τους (πρέπει να) είναι διακριτοί.
Το θρησκευτικό μάθημα είναι μάθημα θεολογικό - εκπαιδευτικό, το διδάσκουν εκπαιδευτικοί που σπούδασαν τη θεολογική επιστήμη στα Θεολογικά Τμήματα των Πανεπιστήμιων μας και διδάσκουν μαθήματα όπως Βιβλική Θεολογία και Ιστορία, Χριστιανική θεολογία και Παράδοση, Πατερική Γραμματεία, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική θεολογία, Ιστορία και Θεολογία του Ιουδαϊσμού και Ισλαμισμού, και άλλων θρησκειών, έχοντας, φυσικά, ως επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση της χώρας μας, η οποία υποστασιάζεται στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι στο σχολείο, στη τάξη δεν κάνουμε κατήχηση ή «σωτηριολογία», αλλά θεολογία, με βάση τις γνώσεις μας απ’ το πανεπιστήμιο και τις οδηγίες απ’ το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Και, φυσικά, όταν αξιολογούμε τους μαθητές δεν βαθμολογούμε τη πίστη τους, αλλά τον επίδοσή τους στους γνωστικούς στόχους του μαθήματος. Οι συνάδελφοι θεολόγοι που διαγωνίζονται εδώ και χρόνια στη διαδικασία του ΑΣΕΠ δεν εξετάζονται για την πίστη τους, αλλά αξιολογούνται για την επιστημονική τους επάρκεια (όπως οι φιλόλογοι, οι μαθηματικοί, οι χημικοί, κ.ο.κ.), για τις γνώσεις τους, τις οποίες αργότερα, όταν διορισθούν, καλούνται να προσφέρουν κατά τη διδασκαλία του μαθήματος στην τάξη.
Συνεπώς, το περιεχόμενο του μαθήματος πρέπει να είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί όλα τα παραπάνω στοιχεία και να αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας με τέτοιο τρόπο που να «κρατάει» στη τάξη όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Οπως μένουν στο μάθημα της Ιστορίας όλοι οι μαθητές ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, έτσι να μένουν και στα Θρησκευτικά. Να είναι τα Θρησκευτικά ένα μάθημα (θρησκευτικού) «εγγραμματισμού», όπως πολύ εύστοχα παρετήρησαν και ανέλυσαν σε άρθρο τους στην «Καθημερινή» (28/09/2008, σελ. 7) οι συναδέλφισσες Ολγα Γριζοπούλου και Πηγή Καζλάρη, σαν όλα τ’ άλλα μαθήματα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, με χαρακτήρα κατά βάσιν γνωσιολογικό.
Να είναι ένα μάθημα, επίσης, που να μπορεί να αρθρώσει λόγο και να δώσει απαντήσεις πάνω στα μεγάλα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα. Ένα τέτοιο μάθημα πιστεύουμε πως θα το αγαπάνε οι μαθητές και οι γονείς και θα θέλουν να το διδάσκονται τα παιδιά τους. Μπορούμε να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για ένα τέτοιο μάθημα; Ενα μάθημα, δηλαδή, ευρύτατης αποδοχής και νομιμοποίησης; Νομίζω ναι. Από μας εξαρτάται – ας το προσπαθήσουμε.
* Ενόψει των εξελίξεων που έχουν δρομολογηθεί για το νέο Λύκειο και ευρύτερα για τη Β’/βάθμια Εκπαίδευση θεωρώ ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με υπεύθυνο επιστημονικό λόγο, παιδαγωγικές προτάσεις και εκπαιδευτικά επιχειρήματα τις προσπάθειες για τις όποιες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και να προσπαθήσουμε να τις συνδιαμορφώσουμε με θετικές παρεμβάσεις, χωρίς να κλεινόμαστε αμυντικά στον εαυτό μας, για να μη διαπιστώσουμε κάπως αργά ότι, όπως λέει ο Αλεξανδρινός ποιητής, «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μας έκτισαν τείχη» και πως «ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον κόσμο έξω». Ας το παλέψουμε να το αποτρέψουμε.
Β) Η απάντησή μου στην επιστολή της κ. Ζακατού («Ε», 20/11/2010)
Διάλογος για τα Θρησκευτικά
Αγαπητή «Ελευθερία»,
η αξιότιμη κ. Αννα Ζακατού είχε την ευγενή καλοσύνη, με επιστολή της που δημοσιεύθηκε προχθές (18/11/2010) στην εφημερίδα να σχολιάσει κριτικά το υπό τον τίτλο «Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές» πρόσφατο (11/11/2010, σελ. 8) άρθρο μου στην «Ε».
Κατ’ αρχήν, θα ήθελα να την ευχαριστήσω θερμά που διέθεσε χρόνο για να ασχοληθεί με το άρθρο μου και τις απόψεις μου για το θρησκευτικό μάθημα και να διατυπώσει τις καθ’ όλα σεβαστές παρατηρήσεις της. Είναι, πράγματι, παρήγορο το γεγονός ότι ενδιαφέρον για το μάθημα δεν εκδηλώνεται μόνο από θεολόγους εκπαιδευτικούς (το ενδιαφέρον των οποίων θα μπορούσε κάποιος κάλλιστα να το συνδέσει και με το εύλογο κλαδικό τους συμφέρον), αλλά, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω μ’ αφορμή το εν λόγω άρθρο μου στην «Ε», και σε μεγάλο βαθμό από τους γονείς των μαθητών μας.
Ειλικρινά, χαίρομαι που ανάμεσα στα δεκάδες μηνύματα (e-mails) που έλαβα (ακόμη και από τη μακρινή Αυστραλία – διαβάζεται και εκεί η «Ε»!), στις δεκάδες θετικές αναφορές και τις δεκάδες επισημάνεις και παρατηρήσεις που εισέπραξα, συγκαταλέγεται και η επιστολή της κ. Ζακατού, μέσα από την οποία φαίνεται η μεγάλη αγάπη της για το μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά και η γενικότερη έγνοια και ο προβληματισμός της για τα θέματα της Παιδείας στο τόπο μας.
Με την κ. Ζακατού, όπως και με άλλους συναδέλφους και φίλους ξεκινούμε από διαφορετική αφετηρία (τι μάθημα θέλουμε) και καταλήγουμε σε διαφορετική προσέγγιση για το χαρακτήρα του μαθήματος (ομολογιακό - κατηχητικό ή εκπαιδευτικό - γνωσιολογικό). Ωστόσο, είμαι βέβαιος μέσα απ’ τον ευρύτερο διάλογο που ξεκίνησε μ’ αφορμή το «Νέο Λύκειο» και με τη συνδρομή και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ως θεσμοθετημένου επιστημονικού συμβούλου του υπ. Παιδείας μπορούν να προκύψουν συγκλίσεις που θα αναδεικνύουν τη παιδαγωγική και γνωσιακή αξία του θρησκευτικού μαθήματος, συνεπώς και την ανάγκη να διατηρηθεί στο κορμό των υποχρεωτικών μαθημάτων, ως ένα μάθημα ευρύτατης αποδοχής και νομιμοποίησης που θα το αγαπάνε οι μαθητές και οι γονείς θα θέλουν να το διδάσκονται τα παιδιά τους. Προς αυτή τη κατεύθυνση η συμμετοχή (και) των γονιών στην επικείμενη δημόσια θεματική διαβούλευση πολλά μπορεί να προσφέρει».
* Νομίζω κ. Διευθυντά ότι οι αναγνώστες σας μπορούν να βγάλουν μόνοι τους - ελεύθερα και έχοντας πλήρη εικόνα των δεδομένων - τα όποια συμπεράσματά τους. Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα και Ευλογημένο το Νέο Ετος που ζυγώνει.
Λάρισα, 17/12/2010
Με εκτίμηση
Xάρης Ανδρεόπουλος
Δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr ), καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Δομενίκου Ελασσόνας). Συνεργάτης της πύλης εκκλησιαστικών ειδήσεων “Αmen.gr” (http://www.amen.gr/ ) και διαχειριστής του θεολογικού και εκπαιδευτικού ιστοχώρου «Θεολογικός Σύνδεσμος» (http://religiousnet.blogspot.com/ )
Προς τον Διευθυντή
της εφημερίδος «Ορθόδοξος Τύπος»
κ. Γεώργιο Ζερβό.
* ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ στα ιστολόγια:
α) ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ (thriskeftika@gmail.com )
β) ΑΚΤΙΝΕΣ (aktinesblogspot@gmail.com )
γ) ΖΩΗΦΟΡΟΣ (zoiforos@yahoo.gr )
Αξιότιμε κύριε Διευθυντά,
Στο υπ’ αριθμ. 1858 / 17-12-2010 φύλλο της εφημερίδος σας και στη «Στήλη της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων» δημοσιεύθηκε άρθρο του κ. Ηλία Μπάκου. Σ’ αυτό το - υπό τον τίτλο «Σύγχυσις και αφωνία» - άρθρο του ο συνεργάτης σας κ. Μπάκος εκφράζοντας - απολύτως δικαιωματικά, ασφαλώς - τις απόψεις του για τη διδασκαλία και το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, παραθέτει επιστολή της συμπολίτιδος, Λαρισαίας, κυρίας Αννας Ζακατού, η οποία είχε την ευγενή (ευγενέστατη!) καλοσύνη να σχολιάσει δικό μου άρθρο στην εφημερίδα «Ελευθερία». Και ενώ ο κ. Μπάκος εξυμνεί (επίσης, απολύτως, δικαιωματικά) το περιεχόμενο της δημοσιευομένης επιστολής, παραλείπει, (τυχαίο;) ν’ αναφερθεί τόσο στο υπό τον τίτλο «Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές» στο άρθρο μου («Ελευθερία», 11/11/2010, σελ. 8), το οποίο σχολιάζει η κ. Ζακατού με την επιστολή της στην εφημερίδα (18/11/2010, σελ. 8), όσο και με την απάντηση που εγώ έδωσα στην επιστολή της και η οποία δημοσιεύθηκε στην «Ελευθερία» («Διάλογος για τα Θρησκευτικά», 20/11/2010, σελ. 8).
Κύριε Διευθυντά, δεν ξέρω, ειλικρινώς, ποιούς σκοπούς υπηρετεί αυτή η μονομέρεια στο προδήλως ελλειματικό - εξ επόψεως παραθέσεως των κρινομένων απόψεων - άρθρο του κ. Μπάκου, καθώς δεν γνωρίζω τον άνδρα και τις αρχές του. Γνωρίζω, όμως, ότι ο «Ορθόδοξος Τύπος» σεβόμενος τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, προσέτι δε και της χριστιανικής ηθικής, που θέλει και επιδιώκει τον εν αληθεία διάλογο, δημοσιεύει επιστολές που επιχειρούν φωτίσουν την αλήθεια προκειμένου ο αναγνώστης να σχηματίσει έντιμη γνώμη και άποψη. Και γι’ αυτό τον λόγο, επειδή γίνεται αναφορά σε άρθρο μου και επειδή θα ήθελα να αποφευχθούν οι όποιες παρερμηνείες, σας παραθέτω τα δύο κρίσιμα κείμενα τα οποία παραλείπει (ούτε μια κουβέντα!...) στην επιστολή του ο κ. Μπάκος (το άρθρο μου και την απάντησή μου στην αναδημοσιευόμενη στον «Ο.Τ.» επιστολή της αξιότιμης κ. Αννας Ζακατού) και ας αφήσουμε τους αναγνώστες να βγάλουν μόνοι τα συμπεράσματά τους:
α) Το άρθρο («Ελευθερία», 11/11/2010, σελ. 8):
ΣΤΟ ΝΕΟ ΛΥΚΕΙΟ
Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές!
Να εξελιχθεί σ’ ένα μάθημα γενικής παιδείας με γνωσιολογικό χαρακτήρα που θ’ απευθύνεται σ’ όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικής προέλευσης
Του Χάρη Ανδρεόπουλου
Τι είδους μάθημα θέλουμε νά’ ναι τα Θρησκευτικά, ομολογιακό ή γνωσιολογικό; Υποχρεωτικό μόνο για τους ορθοδόξους μαθητές και προαιρετικό για όλους τους άλλους (ετεροδόξους και αλλοθρήσκους) ή μήπως υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκευτικής προέλευσης, όπως είναι (υποχρεωτικό, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης) το μάθημα της Ιστορίας;
To ερώτημα καθίσταται επίκαιρο εξαιτίας της συζήτησης που (ξανα-) ξεκίνησε μ’ αφορμή τις «διαρροές» για τη δομή του νέου Λυκείου που είδαν προσφάτως το φως της δημοσιότητας και θέλουν τα Θρησκευτικά, στο ωρολόγιο πρόγραμμα του νέου Λυκείου, υποβαθμιζόμενα στην κατηγορία των προαιρετικών μαθημάτων. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις δηλώσεις της υπουργού Παιδείας Αννας Διαμαντοπούλου ότι οι «διαρροές» αυτές δεν αποτελούν πρόταση του υπουργείου, παρά προσωπικές απόψεις τινών στελεχών που σε τίποτα, φυσικά, δεν δεσμεύουν το υπουργείο και ότι η (πραγματική) πρόταση για τα Θρησκευτικά (όπως και για τα άλλα μαθήματα) θα δημοσιοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαβούλευσης, και συμμετέχοντας στο εξελισσόμενο δημόσιο διάλογο καταθέτουμε τις παρακάτω σκέψεις μας για τον χαρακτήρα του μαθήματος, ο σαφής προσδιορισμός του οποίου θα παίξει, κατά τη γνώμη μας, καθοριστικό ρόλο για την ειδική βαρύτητα που θα έχει το μάθημα (υποχρεωτικό ή προαιρετικό) στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου.
Κατά τη γνώμη μας το μάθημα τα τελευταία χρόνια απέκτησε σαφή παιδαγωγικό προσανατολισμό και άρχισε να απομακρύνεται με σταθερά βήματα από τον παραδοσιακό κατηχητισμό και μέσα από αλλαγές που συντελέσθηκαν στα αναλυτικά προγράμματα και με την παράλληλη αναβάθμιση της ποιότητας των σχολικών βιβλίων το μάθημα άρχισε προοδευτικά να παίρνει έναν χαρακτήρα κατά βάσιν γνωσιολογικό, σαν αυτόν που χαρακτηρίζει και τα υπόλοιπα σχολικά μαθήματα, έχοντας, αναμφιβόλως, ενσωματωμένο και το βιωματικό στοιχείο.
Διευκρινίζω ότι όχι μόνο δεν διάκειμαι αρνητικά στη κατήχηση, αλλά τη θεωρώ πολύ σοβαρή υπόθεση και ότι όταν μου δίδεται η ευκαιρία συμμετέχω και υποστηρίζω κάθε κατηχητικό έργο και δράση της Ιεράς μας Μητροπόλεως μαζί με άλλους εκλεκτούς συναδέλφους. Θεωρώ, όμως, ότι άλλο κατήχηση, κι άλλο εκπαίδευση. Αλλοι είναι οι σκοποί της κατήχησης (η οποία γίνεται εντός της Εκκλησίας και απευθύνεται αποκλειστικά σε ορθοδόξους), και άλλοι οι σκοποί της εκπαίδευσης (η οποία παρέχεται μέσα στο σχολείο και απευθύνεται, ειδικά στις μέρες μας, σε μαθητές διαφορετικών θρησκειών). Το ένα (κατήχηση) δεν αποκλείει το άλλο (εκπαίδευση), ωστόσο, οι ρόλοι και οι σκοποί τους (πρέπει να) είναι διακριτοί.
Το θρησκευτικό μάθημα είναι μάθημα θεολογικό - εκπαιδευτικό, το διδάσκουν εκπαιδευτικοί που σπούδασαν τη θεολογική επιστήμη στα Θεολογικά Τμήματα των Πανεπιστήμιων μας και διδάσκουν μαθήματα όπως Βιβλική Θεολογία και Ιστορία, Χριστιανική θεολογία και Παράδοση, Πατερική Γραμματεία, Εκκλησιαστική Ιστορία, Ρωμαιοκαθολική και Προτεσταντική θεολογία, Ιστορία και Θεολογία του Ιουδαϊσμού και Ισλαμισμού, και άλλων θρησκειών, έχοντας, φυσικά, ως επίκεντρο τη θρησκευτική παράδοση της χώρας μας, η οποία υποστασιάζεται στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα πρέπει να ξεκαθαρισθεί ότι στο σχολείο, στη τάξη δεν κάνουμε κατήχηση ή «σωτηριολογία», αλλά θεολογία, με βάση τις γνώσεις μας απ’ το πανεπιστήμιο και τις οδηγίες απ’ το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Και, φυσικά, όταν αξιολογούμε τους μαθητές δεν βαθμολογούμε τη πίστη τους, αλλά τον επίδοσή τους στους γνωστικούς στόχους του μαθήματος. Οι συνάδελφοι θεολόγοι που διαγωνίζονται εδώ και χρόνια στη διαδικασία του ΑΣΕΠ δεν εξετάζονται για την πίστη τους, αλλά αξιολογούνται για την επιστημονική τους επάρκεια (όπως οι φιλόλογοι, οι μαθηματικοί, οι χημικοί, κ.ο.κ.), για τις γνώσεις τους, τις οποίες αργότερα, όταν διορισθούν, καλούνται να προσφέρουν κατά τη διδασκαλία του μαθήματος στην τάξη.
Συνεπώς, το περιεχόμενο του μαθήματος πρέπει να είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να εξυπηρετεί όλα τα παραπάνω στοιχεία και να αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας με τέτοιο τρόπο που να «κρατάει» στη τάξη όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Οπως μένουν στο μάθημα της Ιστορίας όλοι οι μαθητές ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, έτσι να μένουν και στα Θρησκευτικά. Να είναι τα Θρησκευτικά ένα μάθημα (θρησκευτικού) «εγγραμματισμού», όπως πολύ εύστοχα παρετήρησαν και ανέλυσαν σε άρθρο τους στην «Καθημερινή» (28/09/2008, σελ. 7) οι συναδέλφισσες Ολγα Γριζοπούλου και Πηγή Καζλάρη, σαν όλα τ’ άλλα μαθήματα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, με χαρακτήρα κατά βάσιν γνωσιολογικό.
Να είναι ένα μάθημα, επίσης, που να μπορεί να αρθρώσει λόγο και να δώσει απαντήσεις πάνω στα μεγάλα υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματα. Ένα τέτοιο μάθημα πιστεύουμε πως θα το αγαπάνε οι μαθητές και οι γονείς και θα θέλουν να το διδάσκονται τα παιδιά τους. Μπορούμε να διαμορφώσουμε τις προϋποθέσεις για ένα τέτοιο μάθημα; Ενα μάθημα, δηλαδή, ευρύτατης αποδοχής και νομιμοποίησης; Νομίζω ναι. Από μας εξαρτάται – ας το προσπαθήσουμε.
* Ενόψει των εξελίξεων που έχουν δρομολογηθεί για το νέο Λύκειο και ευρύτερα για τη Β’/βάθμια Εκπαίδευση θεωρώ ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με υπεύθυνο επιστημονικό λόγο, παιδαγωγικές προτάσεις και εκπαιδευτικά επιχειρήματα τις προσπάθειες για τις όποιες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και να προσπαθήσουμε να τις συνδιαμορφώσουμε με θετικές παρεμβάσεις, χωρίς να κλεινόμαστε αμυντικά στον εαυτό μας, για να μη διαπιστώσουμε κάπως αργά ότι, όπως λέει ο Αλεξανδρινός ποιητής, «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μας έκτισαν τείχη» και πως «ανεπαισθήτως μας έκλεισαν από τον κόσμο έξω». Ας το παλέψουμε να το αποτρέψουμε.
Β) Η απάντησή μου στην επιστολή της κ. Ζακατού («Ε», 20/11/2010)
Διάλογος για τα Θρησκευτικά
Αγαπητή «Ελευθερία»,
η αξιότιμη κ. Αννα Ζακατού είχε την ευγενή καλοσύνη, με επιστολή της που δημοσιεύθηκε προχθές (18/11/2010) στην εφημερίδα να σχολιάσει κριτικά το υπό τον τίτλο «Θρησκευτικά για όλους τους μαθητές» πρόσφατο (11/11/2010, σελ. 8) άρθρο μου στην «Ε».
Κατ’ αρχήν, θα ήθελα να την ευχαριστήσω θερμά που διέθεσε χρόνο για να ασχοληθεί με το άρθρο μου και τις απόψεις μου για το θρησκευτικό μάθημα και να διατυπώσει τις καθ’ όλα σεβαστές παρατηρήσεις της. Είναι, πράγματι, παρήγορο το γεγονός ότι ενδιαφέρον για το μάθημα δεν εκδηλώνεται μόνο από θεολόγους εκπαιδευτικούς (το ενδιαφέρον των οποίων θα μπορούσε κάποιος κάλλιστα να το συνδέσει και με το εύλογο κλαδικό τους συμφέρον), αλλά, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω μ’ αφορμή το εν λόγω άρθρο μου στην «Ε», και σε μεγάλο βαθμό από τους γονείς των μαθητών μας.
Ειλικρινά, χαίρομαι που ανάμεσα στα δεκάδες μηνύματα (e-mails) που έλαβα (ακόμη και από τη μακρινή Αυστραλία – διαβάζεται και εκεί η «Ε»!), στις δεκάδες θετικές αναφορές και τις δεκάδες επισημάνεις και παρατηρήσεις που εισέπραξα, συγκαταλέγεται και η επιστολή της κ. Ζακατού, μέσα από την οποία φαίνεται η μεγάλη αγάπη της για το μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά και η γενικότερη έγνοια και ο προβληματισμός της για τα θέματα της Παιδείας στο τόπο μας.
Με την κ. Ζακατού, όπως και με άλλους συναδέλφους και φίλους ξεκινούμε από διαφορετική αφετηρία (τι μάθημα θέλουμε) και καταλήγουμε σε διαφορετική προσέγγιση για το χαρακτήρα του μαθήματος (ομολογιακό - κατηχητικό ή εκπαιδευτικό - γνωσιολογικό). Ωστόσο, είμαι βέβαιος μέσα απ’ τον ευρύτερο διάλογο που ξεκίνησε μ’ αφορμή το «Νέο Λύκειο» και με τη συνδρομή και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ως θεσμοθετημένου επιστημονικού συμβούλου του υπ. Παιδείας μπορούν να προκύψουν συγκλίσεις που θα αναδεικνύουν τη παιδαγωγική και γνωσιακή αξία του θρησκευτικού μαθήματος, συνεπώς και την ανάγκη να διατηρηθεί στο κορμό των υποχρεωτικών μαθημάτων, ως ένα μάθημα ευρύτατης αποδοχής και νομιμοποίησης που θα το αγαπάνε οι μαθητές και οι γονείς θα θέλουν να το διδάσκονται τα παιδιά τους. Προς αυτή τη κατεύθυνση η συμμετοχή (και) των γονιών στην επικείμενη δημόσια θεματική διαβούλευση πολλά μπορεί να προσφέρει».
* Νομίζω κ. Διευθυντά ότι οι αναγνώστες σας μπορούν να βγάλουν μόνοι τους - ελεύθερα και έχοντας πλήρη εικόνα των δεδομένων - τα όποια συμπεράσματά τους. Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα και Ευλογημένο το Νέο Ετος που ζυγώνει.
Λάρισα, 17/12/2010
Με εκτίμηση
Xάρης Ανδρεόπουλος
Δημοσιογράφος – θεολόγος ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr ), καθηγητής Β/θμιας εκπαίδευσης (Γυμνάσιο Δομενίκου Ελασσόνας). Συνεργάτης της πύλης εκκλησιαστικών ειδήσεων “Αmen.gr” (http://www.amen.gr/ ) και διαχειριστής του θεολογικού και εκπαιδευτικού ιστοχώρου «Θεολογικός Σύνδεσμος» (http://religiousnet.blogspot.com/ )
Ποιός είναι βρε παιδιά αυτός o κ. Μπάκος; Αξίζουν τόσες πολλές κουβέντες;...
ΑπάντησηΔιαγραφή