Του Κώστα Νούση
Θεολόγου - φιλολόγου Α.Π.Θ.
Η συνώνυμη της κινδυνολογίας αντιχριστολογία δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να σηματοδοτεί δείκτη υγιούς πνευματικότητας αλλά πρέπει να μεταμορφωθεί σε στοιχείο πνευματικής εγρήγορσης ενόψει των εσχάτων ημερών που διανύουμε. Ο γέροντας Πορφύριος τόνιζε εξάλλου ότι «όσοι εξομολογούνται και έχουν μέσα τους το Χριστό, αυτούς σε τίποτε, ούτε στο παραμικρό, δεν μπορεί να τους πειράξει ο αντίχριστος».1
Θεολόγου - φιλολόγου Α.Π.Θ.
Η συνώνυμη της κινδυνολογίας αντιχριστολογία δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να σηματοδοτεί δείκτη υγιούς πνευματικότητας αλλά πρέπει να μεταμορφωθεί σε στοιχείο πνευματικής εγρήγορσης ενόψει των εσχάτων ημερών που διανύουμε. Ο γέροντας Πορφύριος τόνιζε εξάλλου ότι «όσοι εξομολογούνται και έχουν μέσα τους το Χριστό, αυτούς σε τίποτε, ούτε στο παραμικρό, δεν μπορεί να τους πειράξει ο αντίχριστος».1
Μακριά λοιπόν από τους ανθρώπους της Εκκλησίας κάθε νοσηρή εμμονή και φοβικότητα. Και αυτή μπορεί να υπερβαθεί μόνο με τη γνήσια πνευματική ζωή που μορφώνει τον Χριστό μέσα στον άνθρωπο και φυσικά με τη γνώση της δογματικής και της παράδοσης της Εκκλησίας που φωτίζει τα όποια σκοτεινά σημεία προκύπτουν από κραυγές αλλότριες της νηφάλιας θεολογικής προσέγγισης της αλήθειας των πραγμάτων.
Η προβληματική περί του ανεξίτηλου χαρακτήρα του χαράγματος μπορούμε να πούμε ότι έχει πολλές γενεσιουργές αιτίες και αφορμές, μια εκ των οποίων η φράση του Ιππολύτου – που αναφέρεται λεπτομερώς στα χαρακτηριστικά του αντιχρίστου ως προσωπικότητας και της εξουσίας του – για την αμετανοησία των λαβόντων τη σφραγίδα αυτή2.
Η προβληματική περί του ανεξίτηλου χαρακτήρα του χαράγματος μπορούμε να πούμε ότι έχει πολλές γενεσιουργές αιτίες και αφορμές, μια εκ των οποίων η φράση του Ιππολύτου – που αναφέρεται λεπτομερώς στα χαρακτηριστικά του αντιχρίστου ως προσωπικότητας και της εξουσίας του – για την αμετανοησία των λαβόντων τη σφραγίδα αυτή2.
Μια διεξοδικότερη όμως ανάγνωση των λόγων του δε μας ξεδιαλύνει ούτε και τεκμηριώνει επαρκώς τη θέση αυτή, τουλάχιστον όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται ή την εννοούμε εμείς σήμερα με τις νεότερες θεολογικές προκαταλήψεις που προέκυψαν για ποικίλους λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν. Προφανώς δεν είχε στο νου του ο άγιος μια ανεξάλειπτη (τουτέστιν ασυγχώρητη) σφραγίδα – αμαρτία, αλλά αυτό ακριβώς που αναφέρει: την αμετανοησία. Λίγο πιο κάτω στο ίδιο κείμενο μιλώντας για τη συνειδητοποίηση της πλάνης από τους χαραχθέντας μάς τους παρουσιάζει να εκφράζονται ως μεταμεληθέντες για την αφέλειά τους να πιστέψουν τον αντίχριστο και τις υποσχέσεις του και αναφέρεται σε πολλούς που «αποδράσονται εκ της αυτού πλάνης… και μετά δακρύων και συντετριμμένης καρδίας ζητήσουσι τον φιλάνθρωπον. Και αυτός εκσπάσει αυτούς εκ των βρόχων αυτού». Αρχίζει στο σημείο αυτό να κλονίζεται σοβαρά και η προηγουμένως αναφερθείσα αμετανοησία και η υποψία περί της μη συγχωρητικότητας του Θεού σε τόσο βαρέως αμαρτάνοντας. Επειδή το κείμενο δε διαφωτίζει το ζήτημα αρκετά λόγω κάποιων μεταπτώσεων σε χρονικό και νοηματικό επίπεδο, ας δούμε πώς το μετέφρασε – παρέφρασε ο υποδιάκονος Δαμασκηνός στο «Θησαυρό» του: «ταύτα λέγοντες θέλουν φύγει εις τα σπήλαια να κλαίουν την αμαρτίαν τους… ο Θεός ως ελεήμων και φιλάνθρωπος όπου είναι τους θέλει γλυτώσει από τα χέρια του μιαρού Αντιχρίστου». Και λίγο πιο κάτω: « αμή οι τρεις ήμισυ χρόνοι εκείνοι… θέλουν κολοβωθή και ολιγοστεύση διά την μετάνοιαν εκείνων όπου θέλουν φύγει εις τα σπήλαια και εις ταις τρύπαις της γης, να μετανοούν εις την ασέβειάν τους»3.
Αν θεωρήσουμε ότι ο Δαμασκηνός εκφράζει κατά σημαντικό βαθμό την εκκλησιαστική παράδοση, διαβάζοντάς τον αποκομίζουμε την εντύπωση ότι ούτε καν υφίσταται προβληματισμός περί μετάνοιας των σφραγισμένων και περί του προς αυτούς και πάντας θείου ελέους. Μάλιστα εδώ λύνεται και η απορία – ένσταση μερικών για μια ενδεχόμενη «αιχμαλωσία» του νου των δεχομένων το σφράγισμα που δε θα τους επιτρέπει να έρθουν εις εαυτόν και να μετανοήσουν. Από τα παραπάνω κείμενα δεν προκύπτει περίπτωση ελέγχου του νοός που ούτως θα καθιστούσε ανεύθυνο τον άνθρωπο – ίσως κάποια επήρεια και άμβλυνση της θέλησης αλλά όχι κατάργηση του αυτεξουσίου. Δε φαίνεται πάντως να ισχύει εδώ κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, συμφωνεί με την «ακατανόητη» αφοβία του γέροντος Πορφυρίου που προκαλούσε κατά κάποιο τρόπο τον ίδιο τον αντίχριστο να τον σφραγίσει μυριάκις4 και αφαιρεί το άγχος εκείνων που τρομοκρατούνται στην υπόθεση και μόνον ύπαρξης ακούσιων και αόρατων μέσω ακτίνων χαραγμάτων ή κεκρυμμένων επιμελώς σε μαγνητικές ταινίες καρτών. Αν εδώ κάποιος έχει ενδοιασμούς περί ακουσίου μολυσμού από δαιμονικά στοιχεία πάνω σε προϊόντα ή κάρτες ή ταυτότητες, ας θυμηθεί την ελευθερία του Παύλου στη χρήση των ειδωλοθύτων που δεν «κοινούσι»5.
Μια ελευθερία της χάριτος που ξεχάσαμε εμείς οι δειλοί και χλιαροί χριστιανοί των εσχάτων. Επανερχόμαστε στην ουσία τους σφραγίσματος. Πρόκειται περί της άρνησης του Θεού και της προσκύνησης του διαβόλου, του ιδίου, των οργάνων του και των δαιμονικών του θεωριών. Κάτι που έγινε ήδη και γίνεται με τους σατανιστές, τους αλλόθρησκους, τους αλλόδοξους, τους αιρετικούς, τους άθεους. Και περί του ζητήματος αυτού υπάρχει το «θεολογικό δεδικασμένο» των Lapsi κατά τους μεγάλους πρωτοχριστιανικούς διωγμούς. Η μελέτη των εκκλησιαστικών ζυμώσεων εξ αφορμής της δυνατότητας και του τρόπου επιστροφής όλων των κατηγοριών των πεπτωκότων δείχνει περίτρανα την αιώνια πάλη της ορθοδοξίας με τις τάσεις του καθαρεύοντος και ηθικίζοντος φονταμενταλισμού που ως άλλη λερναία ύδρα ξεπετάγεται με νέα κεφάλια σε κάθε εποχή. Οι σύνοδοι των χρόνων εκείνων υπερέβησαν τις μοντανιστικές τάσεις και εξέφρασαν τη δυνατότητα της θείας ελεήμονος Χάρης να εξαλείφει και το πλέον βαρύ αμάρτημα και να σώζει από τα νύχια του διαβόλου τα ανθρώπινα θύματα εγκεντρίζοντάς τα στο εκκλησιαστικό σώμα, που είναι ταυτόσημο με την εισαγωγή τους στη Βασιλεία του Θεού. Η επανάληψη της εκκλησιαστικής «επιείκειας» στην περίπτωση των μεταγενέστερων κρυπτοχριστιανών εδράζεται σίγουρα στην απόλυτη πίστη της Εκκλησίας στο έλεος του Θεού και στην παντοδυναμία της ακτίστου χάριτος, φιμώνοντας την ίδια ώρα κάθε πλειοδοτική σε ορθόδοξη ακρίβεια και ευαισθησία φωνή που ελαφρά τη συνειδήσει αφορίζει από το εκκλησιαστικό σώμα και καταχωρεί από τώρα στην κόλαση τους πιθανούς υποψηφίους λήψης καρτών και ταυτοτήτων αγνώστου πολλές φορές ταυτότητος!
Ίσως έρθει και μια πιο «χονδροειδής» ένσταση περί του ανεξάλειπτου σωματικού χαρακτήρα του δαιμονικού σφραγίσματος. Είναι προφανές ότι η αμαρτία της προδοσίας του Χριστού και της αρνήσεως του εκκλησιαστικού Βαπτίσματος – διότι περί αυτού κατά βάσιν πρόκειται, όπως άλλωστε μαρτυρεί το σύνολο των πατερικών ερμηνειών επ’ αυτού - ευτελίζεται με κάθε πλεονασματική θεώρησή της στο επίπεδο οιασδήποτε σωματικής - σαρκικής διάστασης. Αν θυμηθούμε και τις περιτομές που υπέστησαν πλείστοι όσοι νεομάρτυρες – ανεξάλειπτο εκ των πραγμάτων σωματικό γεγονός που συνιστά σφραγίδα σε αλλότρια και δαιμονική πίστη - που εν συνεχεία μετενόησαν και ετιμήθησαν και ως άγιοι της Εκκλησίας, αντιλαμβανόμαστε πόσο απομακρυνόμαστε από τη βαθύτερη τραγικότητα της πράξης της βλασφημίας του αγίου Πνεύματος που συνιστά το χάραγμα του «αντιθέτου». Εδώ εντοπίζεται και η απάντηση στην απορία της αμετανοησίας των σφραγισθέντων. Μια πιο προσεχτική ματιά στην αγιοπατερική ερμηνεία του χωρίου Λουκ. ιβ΄10 μας φανερώνει ότι η έλλειψη διάθεσης μετάνοιας των ανθρώπων που ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες (π.χ. αιρετικοί, άθεοι) είναι αυτή που εμποδίζει τον Θεό να τους σώσει σεβόμενος την επιλογή της βαθιάς και κεκρυμμένης προαίρεσής τους. Και σε άλλα χωρία της Γραφής η ερμηνεία διίσταται πολλές φορές από την εκ πρώτης όψεως ή και αποσπασματική αντίληψη που σχηματίζουμε, όταν την προσεγγίζουμε με λάθος προϋποθέσεις. Ένα παράλληλο παράδειγμα εδώ είναι το εδάφιο Εφ. ε΄ 5. Σε αυτό είναι σαφές πως όλοι αυτοί δε θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού, εφόσον δε μετανοήσουν και εμμείνουν στην αμαρτία τους. Το ίδιο ισχύει και με τους λαβόντας το χάραγμα. Ειδάλλως, παρερμηνεύεται ο λόγος του Θεού και η περί αφέσεως των αμαρτιών δογματική εκκλησιαστική διδασκαλία. Αυτοαναιρείται μάλιστα ο Κύριος εμφανιζόμενος ως ανίκανος να διαπράξει αυτό που ο ίδιος αψευδώς διεκήρυξε και διέταξε περί συγχωρητικότητας6.
Η βλασφημία εν προκειμένω είναι η απιστία στη δύναμη του Θεού να συγχωρήσει οιοδήποτε παράπτωμα, όσο σοβαρό και βαρύ και αν είναι, ακόμα και την άρνηση της πίστης. Βλασφημία είναι η υπερεκτίμηση ενός κτίσματος – εδώ του εωσφόρου – και η τοποθέτησή του σε ανώτερη του Κτίσαντος θέση, εφόσον δε δύναται ο τελευταίος να καταργήσει μια ενέργεια του δημιουργήματός του. Η βλασφημία προς το Πνεύμα του Θεού σε τελική ανάλυση που διαπράττουν οι χαραγμένοι στην εποχή του αντιχρίστου είναι η αμετανοησία τους, η άρνησή τους να στραφούν στον αληθινό Θεό ως πηγή της ζωής, εξαρκούμενοι στην αυτοθεωτική στροφή στον εαυτό τους ή σε διεστραμμένες απομιμήσεις του Θεού, όπως θα είναι ο αντίχριστος. Και φυσικά αυτό δε χρειάζεται να γίνει μόνο με την παρουσία του Αντιχρίστου, διότι κάθε εποχή έχει τους δικούς της.7
Ίσως έρθει και μια πιο «χονδροειδής» ένσταση περί του ανεξάλειπτου σωματικού χαρακτήρα του δαιμονικού σφραγίσματος. Είναι προφανές ότι η αμαρτία της προδοσίας του Χριστού και της αρνήσεως του εκκλησιαστικού Βαπτίσματος – διότι περί αυτού κατά βάσιν πρόκειται, όπως άλλωστε μαρτυρεί το σύνολο των πατερικών ερμηνειών επ’ αυτού - ευτελίζεται με κάθε πλεονασματική θεώρησή της στο επίπεδο οιασδήποτε σωματικής - σαρκικής διάστασης. Αν θυμηθούμε και τις περιτομές που υπέστησαν πλείστοι όσοι νεομάρτυρες – ανεξάλειπτο εκ των πραγμάτων σωματικό γεγονός που συνιστά σφραγίδα σε αλλότρια και δαιμονική πίστη - που εν συνεχεία μετενόησαν και ετιμήθησαν και ως άγιοι της Εκκλησίας, αντιλαμβανόμαστε πόσο απομακρυνόμαστε από τη βαθύτερη τραγικότητα της πράξης της βλασφημίας του αγίου Πνεύματος που συνιστά το χάραγμα του «αντιθέτου». Εδώ εντοπίζεται και η απάντηση στην απορία της αμετανοησίας των σφραγισθέντων. Μια πιο προσεχτική ματιά στην αγιοπατερική ερμηνεία του χωρίου Λουκ. ιβ΄10 μας φανερώνει ότι η έλλειψη διάθεσης μετάνοιας των ανθρώπων που ανήκουν σε αυτές τις κατηγορίες (π.χ. αιρετικοί, άθεοι) είναι αυτή που εμποδίζει τον Θεό να τους σώσει σεβόμενος την επιλογή της βαθιάς και κεκρυμμένης προαίρεσής τους. Και σε άλλα χωρία της Γραφής η ερμηνεία διίσταται πολλές φορές από την εκ πρώτης όψεως ή και αποσπασματική αντίληψη που σχηματίζουμε, όταν την προσεγγίζουμε με λάθος προϋποθέσεις. Ένα παράλληλο παράδειγμα εδώ είναι το εδάφιο Εφ. ε΄ 5. Σε αυτό είναι σαφές πως όλοι αυτοί δε θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού, εφόσον δε μετανοήσουν και εμμείνουν στην αμαρτία τους. Το ίδιο ισχύει και με τους λαβόντας το χάραγμα. Ειδάλλως, παρερμηνεύεται ο λόγος του Θεού και η περί αφέσεως των αμαρτιών δογματική εκκλησιαστική διδασκαλία. Αυτοαναιρείται μάλιστα ο Κύριος εμφανιζόμενος ως ανίκανος να διαπράξει αυτό που ο ίδιος αψευδώς διεκήρυξε και διέταξε περί συγχωρητικότητας6.
Η βλασφημία εν προκειμένω είναι η απιστία στη δύναμη του Θεού να συγχωρήσει οιοδήποτε παράπτωμα, όσο σοβαρό και βαρύ και αν είναι, ακόμα και την άρνηση της πίστης. Βλασφημία είναι η υπερεκτίμηση ενός κτίσματος – εδώ του εωσφόρου – και η τοποθέτησή του σε ανώτερη του Κτίσαντος θέση, εφόσον δε δύναται ο τελευταίος να καταργήσει μια ενέργεια του δημιουργήματός του. Η βλασφημία προς το Πνεύμα του Θεού σε τελική ανάλυση που διαπράττουν οι χαραγμένοι στην εποχή του αντιχρίστου είναι η αμετανοησία τους, η άρνησή τους να στραφούν στον αληθινό Θεό ως πηγή της ζωής, εξαρκούμενοι στην αυτοθεωτική στροφή στον εαυτό τους ή σε διεστραμμένες απομιμήσεις του Θεού, όπως θα είναι ο αντίχριστος. Και φυσικά αυτό δε χρειάζεται να γίνει μόνο με την παρουσία του Αντιχρίστου, διότι κάθε εποχή έχει τους δικούς της.7
Σε κάθε περίπτωση, η ουσία είναι ότι πρόκειται για βαθιά ριζωμένες ανίατες πνευματικές ασθένειες των όντων αυτών και η κατάληξη είναι πάντοτε η ίδια: η αιώνια απώλεια της ψυχής. Αν μάλιστα θέλαμε να δούμε ανεξάλειπτο χαρακτήρα κάπου, αυτός βρίσκεται στη χάρη των θείων Μυστηρίων, εν προκειμένω του Βαπτίσματος. Η σφραγίδα του Βαπτίσματος είναι ανεξίτηλη, διότι μόνον η θεία ενέργεια έχει τέτοιες ιδιότητες. Αν όμως και σε αυτήν την περίπτωση ο Θεός «αποσύρεται» διακριτικά και επιτρέπει την άρνησή του - εν είδει «απάλειψης» του Βαπτίσματος - παρά την ύπαρξη στους βαπτισμένους της Χάριτός του σεβόμενος το ανθρώπινο αυτεξούσιο, ας αναλογιστούμε εκ του αντιθέτου πόσο περισσότερο ισχύει η δυνατότητα εξάλειψης της αμαρτίας της υποταγής στο δαίμονα και της επίδρασής του στον άνθρωπο. Εδώ θέλει πολύ προσοχή η επιλεκτική χρήση λόγων αγίων και σύγχρονων γερόντων από μερικούς προς επίρρωσιν των θέσεών τους. Αλάθητοι δεν είναι σε όλα οι άγιοι και πολλώ μάλλον κατόπιν παραχάραξης των λόγων τους. Επί παραδείγματι στη γνωστή επιστολή του γέροντος Παϊσίου για τις ταυτότητες πρέπει να εκλέξουμε την υπερβάλλουσα στο Χριστό αγάπη του και την ποιμαντική του αγωνία να μην προδώσει κάποιος την πίστη του πλανώμενος καθ’ οιονδήποτε τρόπο και όχι την κατά γράμμα χρήση στοιχείων του κειμένου του αγίου αυτού ανδρός που ίσως να αποτελούν και προσωπικές θέσεις που μπορεί και να σφάλλουν ή να τις θωρούμε εμείς στραβά, όπως συνέβη και συμβαίνει με πολλούς αγίους ανά τους αιώνες και με γνώμες τους που προκάλεσαν σύγχυση ή και αιρέσεις ακόμη (βλ. άγιο Αυγουστίνο). Το αλάθητο ανήκει στην Εκκλησία και μόνο ως Σώμα Χριστού.
Τελικά, θα αναρωτηθεί κάποιος, ο γράφων ωθεί στην άνευ πολλών ενδοιασμών και με την υφέρπουσα «κουτοπονηριά» μιας επικείμενης μετάνοιας λήψη μιας εξαλείψιμης δαιμονικής σφραγίδας; Σε καμία περίπτωση. Η βεβαιότητα της σωτηρίας δεν είναι κτήμα κανενός, ούτε και των μεγάλων αγίων που έτρεμαν την κρίση του Θεού ο οποίος άλλωστε «ου μυκτηρίζεται»8.
Τελικά, θα αναρωτηθεί κάποιος, ο γράφων ωθεί στην άνευ πολλών ενδοιασμών και με την υφέρπουσα «κουτοπονηριά» μιας επικείμενης μετάνοιας λήψη μιας εξαλείψιμης δαιμονικής σφραγίδας; Σε καμία περίπτωση. Η βεβαιότητα της σωτηρίας δεν είναι κτήμα κανενός, ούτε και των μεγάλων αγίων που έτρεμαν την κρίση του Θεού ο οποίος άλλωστε «ου μυκτηρίζεται»8.
Η απελπισία όμως από μια για οιονδήποτε λόγο άρνηση της πίστεως σε τραγικές περιπτώσεις διωγμών, όπως ήδη κατέγραψε η εκκλησιαστική ιστορία, μας προσγειώνει σε μια επελαύνουσα πραγματικότητα που ίσως μερικοί εκ των συγχρόνων βιώσουν. Το να έχεις να θρέψεις ένα μικρό παιδί και να το βλέπεις να πεθαίνει από ασιτία είναι άλλο από το να λες καθήμενος αναπαυτικά στο γραφείο σου – όπως κάνουν άπαντες σχεδόν σήμερα – και να διακηρύσσεις διαπρυσίως ότι δε θα προδώσεις ποτέ το Χριστό. Αυτά έλεγε και ο μέγας Πέτρος και εξέπεσε παταγωδώς. Όμως έκλαυσε πικρώς και ηλεήθη. Ας επιδείξουμε εν προσευχή και ταπεινώσει στάση νηφαλιότητος και ας προκόπτουμε αδιαλείπτως εν Πνεύματι, για να ανταπεξέλθουμε στα επερχόμενα δεινά άνευ απογνώσεως και ψευδαισθητικής υπερεκτίμησης των δυνάμεών μας. Ας ελπίζουμε στο έλεος του Θεού και ας είμαστε έτοιμοι για σωτήρια φυγή και – οι πιο δυνατοί – για μαρτύριο. Από κει και πέρα ποιος θα σωθεί από τους λαβόντες και μη λαβόντες το χάραγμα είναι θέμα Θεού και μόνο. Το σίγουρο είναι ότι ο Θεός ως καρδιογνώστης δεν εμπαίζεται από κανέναν και ως Αγάπη ελεεί πάντας ακαταλήπτως.
Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι οι σφραγισμένοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία θα είναι ήδη αποστάτες της κατά Θεόν ζωής και η αντίχριστη βούλα απλώς θα επισφραγίσει την ήδη εν αυτοίς εσωτερική πραγματικότητα. Το παρόν κείμενο απευθύνεται επομένως μάλλον στους καλοπροαίρετους ολίγους εκείνους που θέλουν να μείνουν με τον Θεό και να μην απωλέσουν τη μετ’ αυτού αιωνιότητα. Και το βέβαιο είναι ότι δε θα αφήσει ο Κύριος να χαθεί καμιά ψυχή που θέλει ειλικρινώς και τώρα και στις φοβερές εκείνες μέρες να μην πλανηθεί από τον αντίδικο. Εξάλλου «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστιν»9.
K. Noύσης
Λάρισα 17/12/2010
1. Γ. Πορφυρίου - Ανθολόγιο Συμβουλών. Μήλεσι: Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, 2003, σ. 72.
2. PG τ. 10. De consummatione mundi.
3. Θησαυρός Δαμασκηνού, επιμελεία Ν. Παπαδοπούλου, έκδοσις νεωτάτη. Αθήνα: Β. Σαλίβερος, σ. 357- 358.
4. Γ. Πορφυρίου, ό.π. σ. 74.
5. Α’ Κορ. ι’ 25-28.
6. Ματθ. στ’ 14 – 15. Ματθ. ιη’ 22.
7. Α’ Ιω. β’ 18.
8. Γαλ. στ’ 7.
9. Λουκ. ιη’ 27.
K. Noύσης
Λάρισα 17/12/2010
1. Γ. Πορφυρίου - Ανθολόγιο Συμβουλών. Μήλεσι: Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, 2003, σ. 72.
2. PG τ. 10. De consummatione mundi.
3. Θησαυρός Δαμασκηνού, επιμελεία Ν. Παπαδοπούλου, έκδοσις νεωτάτη. Αθήνα: Β. Σαλίβερος, σ. 357- 358.
4. Γ. Πορφυρίου, ό.π. σ. 74.
5. Α’ Κορ. ι’ 25-28.
6. Ματθ. στ’ 14 – 15. Ματθ. ιη’ 22.
7. Α’ Ιω. β’ 18.
8. Γαλ. στ’ 7.
9. Λουκ. ιη’ 27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου