Μετά την Ανθολογία Καρυωτάκη - Πολυδούρη ο φιλόλογος Γιάννης Η. Παππάς επανέρχεται με μια ιδιαίτερη ανθολογία, πάλι από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία! Μια πολύ πλούσια ανθολογία, όσο και αντιπροσωπευτική, που έρχεται ...πάνω στην ώρα! Δηλ. την ώρα του Μουντιάλ 2010 στη Νότιο Αφρική.
Μια ανθολογία στην οποία βρίσκονται συγκεντρωμένα ποιήματα, διηγήματα, αποσπάσματα από μυθιστορήματα ελλήνων και ξένων δημιουργών που έχουν ως θέμα τους το ποδόσφαιρο. Μια απόδειξη πως η μπάλα μπορεί να συναντήσει τον λόγο και πως η λογοτεχνία συμβαδίζει με το ποδόσφαιρο.
Νομίζω πως ο Γ. Παππάς ξέρει πολύ καλά το θέμα και γι' αυτό η ανθολογία του είναι μαζί και ανατομία του ποδοσφαιρικού φαινομένου. Και ταυτόχρονα προσωπική κατάθεση.
Η ανθολογία "Αρχίζει το ματς" παρουσιάστηκε προχθές Τρίτη βράδυ, στο βιβλιοπωλείο Ιανός στην Αθήνα (απ' όπου και οι φωτό).
Για το βιβλίο μίλησαν οι: Λάμπης Ταγματάρχης, δημοσιογράφος, Χρίστος Χαραλαμπόπουλος, αθλητικός συντάκτης, Θανάσης Χειμωνάς, συγγραφέας και ο επιμελητής του βιβλίου. Τη συζήτηση συντόνισε ο Βασίλης Χατζηϊακώβου, εκδότης.
Σε μια συζήτηση που είχε ο διάσημος Ρώσος ποιητής Εβγκένι Γεφτουσένκο με ένα Ιταλό δημοσιογράφο λέει:
«Παιδικά χρόνια χωρίς μπάλα δεν νοούνται. Δεν είναι χαρά, δεν είναι παιχνίδι. Και ξέρετε γιατί οι σημερινοί ποδοσφαιριστές είναι ψυχροί και χωρίς ψυχή; Να σας το πω εγώ. Γιατί ξόδεψαν τα νιάτα τους άσκοπα κι έχασαν ό,τι παιδικό είχαν μέσα τους. Το ποδόσφαιρο δεν το βλέπουν σήμερα σαν παιχνίδι, αλλά ως επάγγελμα.»
Παιδικά χρόνια λοιπόν χωρίς μπάλα δεν νοούνται. Ιδιαίτερα για όσους , όπως η δική μου η γενιά, μεγάλωσαν στην επαρχία τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70, παίζοντας σε αλάνες και χωμάτινους δρόμους, σε αυτοσχέδια γήπεδα, με πλαστικές και καμιά φορά και με δερμάτινες μπάλες.
Παιδικά χρόνια λοιπόν με γρατσουνισμένα και ματωμένα γόνατα, με σκισμένα παντελόνια και λαστιχένια παπούτσια να κλωτσάμε και όλο να κλωτσάμε. Παίζοντας ώρες ολόκληρες αφού δεν είχαμε κανέναν να μας φωνάζει μιας και οι δικοί μας δούλευαν στα χωράφια όλη μέρα· ο μοναδικός εχθρός μας ήταν το σκοτάδι. Μόνο σαν έπεφτε η νύχτα μαζευόμαστε στα σπίτια μας και δίναμε ραντεβού για παιχνίδι την επόμενη μέρα.
Για μας το ποδόσφαιρο ήταν μαγεία, ένα όνειρο που το ζούσαμε κάθε μέρα όλη μέρα.
Τους παίκτες τους γνωρίζαμε από τις κάρτες που αγοράζαμε από το ψιλικατζίδικο, απέναντι από το Υδραγωγείο του χωριού. Οι παίκτες που ήταν πιο δημοφιλείς τότε (περίπου το 1968-70) ήταν :
Από τον Παναθηναϊκό οι: Οικονομόπουλος, Καμάρας, Καψής, Δομάζος, Φυλακούρης, Ελευθεράκης, Αντωνιάδης.
Από τον Ολυμπιακό οι: Σιδέρης, Γιούτσος, Καραβίτης, Μποτίνος, Αγγελής, Δεληκάρης, Σιώκος.
Από την ΑΕΚ οι: Σοφιανίδης, Παπαϊωάννου, Νικολαϊδης, Καραφέσκος, Μπαλόπουλος
Από τον ΠΑΟΚ οι : Κούδας, Τερζανίδης, Σαράφης
Από τον Ηρακλή: Χαλιαμπάλιας, Νικολούδης,
και από τον Άρη οι Χρηστίδης, Ναλμπάντης, Συρόπουλος, κα.
Τα παιχνίδια τ’ ακούγαμε από το ραδιόφωνο κάθε Κυριακή απόγευμα και μετά το βράδυ βλέπαμε την «Αθλητική Κυριακή» με τον μυθικό και εξαίρετο Γιάννη Διακογιάννη.
Το γεγονός όμως που… απογείωσε την τηλεθέαση αλλά και μας, μικρά παιδιά 8 χρονών τότε ήταν, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 που έγινε στο Μεξικό. Όπως λέει και ο Γιάννης Διακογιάννης, που ανέλαβε να περιγράψει από το στούντιο απ' ευθείας εκείνους τους αγώνες:
Ήταν το ωραιότερο ίσως Μουντιάλ με πολλά ιερά τέρατα του ποδοσφαίρου στην καλύτερη στιγμή τους. Κι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, εδώ στην Ελλάδα, να δούμε καλό ποδόσφαιρο. Αν και οι ώρες δεν βόλευαν, στα σπίτια που υπήρχαν τηλεοράσεις υπήρχε το αδιαχώρητο. Θυμάμαι πως ο ημιτελικός Ιταλία - Γερμανία τελείωσε στις 2.30 το πρωί. Άξιζε όμως τον κόπο.
Να αναφέρω εδώ κάποιους παίκτες που συμμετείχαν σε κείνο το μυθικό Μουντιάλ. Από την Βραζιλία οι : Πελέ, Κάρλος Αλμπέρτο Τόρες, Τόσταο, Ζαϊρζίνιο, Γκέρσον. Από την Ιταλία οι: Λουίτζι Ρίβα, Σάντρο Ματσόλα, Ρομπέρτο Μπονινσέγκνα, Τζιάνι Ριβέρα από τη Δυτική Γερμανία οι Μπεκενμπάουερ, Μίλλερ, ο Μπόμπι Μουρ και ο Μπόμπι Τσάλρτον από την Αγγλία, ο Λέβ Γιασίν από την τότε Σοβιετική Ένωση κ.ά.
Στον τελικό η Βραζιλία του Πελέ νίκησε με 3-1 την Ιταλία του Λουίτζι Ρίβα.
Βέβαια εμείς δεν μπορέσαμε να δούμε πολλά παιχνίδια λόγω της ώρας, αλλά το ότι βλέπαμε τους καλύτερους παίχτες του κόσμου αυτό από μόνο του ήταν μαγικό.
Το γεγονός όμως που προκάλεσε πραγματικό ντελίριο ενθουσιασμού σε όλη την Ελλάδα (βοηθούσης βέβαια και της Χούντας) ήταν η πορεία του Παναθηναϊκού με προπονητή τον μεγάλο Φέρεντς Πούσκας προς τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων και ο μεγάλος τελικός με τον Άγιαξ στο Γουέμπλευ στις 2 Ιουνίου του 1971. Το ματς μεταδόθηκε από το ΕΙΡΤ τότε, στις 21.45 μμ σε περιγραφή βέβαια του Γιάννη Διακογιάννη. Από τον Άγιαξ ο οποίος κέρδισε τον Παναθηναϊκό με 2-0 οι πιο γνωστοί ήταν οι : Kρόιφ, T. Mιούρεν, Nέεσκενς, Bαν Nτάικ, Kάιζερ.
«Παιδικά χρόνια χωρίς μπάλα δεν νοούνται. Δεν είναι χαρά, δεν είναι παιχνίδι. Και ξέρετε γιατί οι σημερινοί ποδοσφαιριστές είναι ψυχροί και χωρίς ψυχή; Να σας το πω εγώ. Γιατί ξόδεψαν τα νιάτα τους άσκοπα κι έχασαν ό,τι παιδικό είχαν μέσα τους. Το ποδόσφαιρο δεν το βλέπουν σήμερα σαν παιχνίδι, αλλά ως επάγγελμα.»
Παιδικά χρόνια λοιπόν χωρίς μπάλα δεν νοούνται. Ιδιαίτερα για όσους , όπως η δική μου η γενιά, μεγάλωσαν στην επαρχία τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70, παίζοντας σε αλάνες και χωμάτινους δρόμους, σε αυτοσχέδια γήπεδα, με πλαστικές και καμιά φορά και με δερμάτινες μπάλες.
Παιδικά χρόνια λοιπόν με γρατσουνισμένα και ματωμένα γόνατα, με σκισμένα παντελόνια και λαστιχένια παπούτσια να κλωτσάμε και όλο να κλωτσάμε. Παίζοντας ώρες ολόκληρες αφού δεν είχαμε κανέναν να μας φωνάζει μιας και οι δικοί μας δούλευαν στα χωράφια όλη μέρα· ο μοναδικός εχθρός μας ήταν το σκοτάδι. Μόνο σαν έπεφτε η νύχτα μαζευόμαστε στα σπίτια μας και δίναμε ραντεβού για παιχνίδι την επόμενη μέρα.
Για μας το ποδόσφαιρο ήταν μαγεία, ένα όνειρο που το ζούσαμε κάθε μέρα όλη μέρα.
Τους παίκτες τους γνωρίζαμε από τις κάρτες που αγοράζαμε από το ψιλικατζίδικο, απέναντι από το Υδραγωγείο του χωριού. Οι παίκτες που ήταν πιο δημοφιλείς τότε (περίπου το 1968-70) ήταν :
Από τον Παναθηναϊκό οι: Οικονομόπουλος, Καμάρας, Καψής, Δομάζος, Φυλακούρης, Ελευθεράκης, Αντωνιάδης.
Από τον Ολυμπιακό οι: Σιδέρης, Γιούτσος, Καραβίτης, Μποτίνος, Αγγελής, Δεληκάρης, Σιώκος.
Από την ΑΕΚ οι: Σοφιανίδης, Παπαϊωάννου, Νικολαϊδης, Καραφέσκος, Μπαλόπουλος
Από τον ΠΑΟΚ οι : Κούδας, Τερζανίδης, Σαράφης
Από τον Ηρακλή: Χαλιαμπάλιας, Νικολούδης,
και από τον Άρη οι Χρηστίδης, Ναλμπάντης, Συρόπουλος, κα.
Τα παιχνίδια τ’ ακούγαμε από το ραδιόφωνο κάθε Κυριακή απόγευμα και μετά το βράδυ βλέπαμε την «Αθλητική Κυριακή» με τον μυθικό και εξαίρετο Γιάννη Διακογιάννη.
Το γεγονός όμως που… απογείωσε την τηλεθέαση αλλά και μας, μικρά παιδιά 8 χρονών τότε ήταν, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 που έγινε στο Μεξικό. Όπως λέει και ο Γιάννης Διακογιάννης, που ανέλαβε να περιγράψει από το στούντιο απ' ευθείας εκείνους τους αγώνες:
Ήταν το ωραιότερο ίσως Μουντιάλ με πολλά ιερά τέρατα του ποδοσφαίρου στην καλύτερη στιγμή τους. Κι ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, εδώ στην Ελλάδα, να δούμε καλό ποδόσφαιρο. Αν και οι ώρες δεν βόλευαν, στα σπίτια που υπήρχαν τηλεοράσεις υπήρχε το αδιαχώρητο. Θυμάμαι πως ο ημιτελικός Ιταλία - Γερμανία τελείωσε στις 2.30 το πρωί. Άξιζε όμως τον κόπο.
Να αναφέρω εδώ κάποιους παίκτες που συμμετείχαν σε κείνο το μυθικό Μουντιάλ. Από την Βραζιλία οι : Πελέ, Κάρλος Αλμπέρτο Τόρες, Τόσταο, Ζαϊρζίνιο, Γκέρσον. Από την Ιταλία οι: Λουίτζι Ρίβα, Σάντρο Ματσόλα, Ρομπέρτο Μπονινσέγκνα, Τζιάνι Ριβέρα από τη Δυτική Γερμανία οι Μπεκενμπάουερ, Μίλλερ, ο Μπόμπι Μουρ και ο Μπόμπι Τσάλρτον από την Αγγλία, ο Λέβ Γιασίν από την τότε Σοβιετική Ένωση κ.ά.
Στον τελικό η Βραζιλία του Πελέ νίκησε με 3-1 την Ιταλία του Λουίτζι Ρίβα.
Βέβαια εμείς δεν μπορέσαμε να δούμε πολλά παιχνίδια λόγω της ώρας, αλλά το ότι βλέπαμε τους καλύτερους παίχτες του κόσμου αυτό από μόνο του ήταν μαγικό.
Το γεγονός όμως που προκάλεσε πραγματικό ντελίριο ενθουσιασμού σε όλη την Ελλάδα (βοηθούσης βέβαια και της Χούντας) ήταν η πορεία του Παναθηναϊκού με προπονητή τον μεγάλο Φέρεντς Πούσκας προς τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων και ο μεγάλος τελικός με τον Άγιαξ στο Γουέμπλευ στις 2 Ιουνίου του 1971. Το ματς μεταδόθηκε από το ΕΙΡΤ τότε, στις 21.45 μμ σε περιγραφή βέβαια του Γιάννη Διακογιάννη. Από τον Άγιαξ ο οποίος κέρδισε τον Παναθηναϊκό με 2-0 οι πιο γνωστοί ήταν οι : Kρόιφ, T. Mιούρεν, Nέεσκενς, Bαν Nτάικ, Kάιζερ.
Από τότε πέρασαν αρκετά χρόνια, μεγαλώσαμε και μεις, είχαμε πολλές επιτυχίες σε επίπεδο ομάδων, αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε επιτυχίες όπως η κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου το 2004 στην Πορτογαλία και η πρόκριση της Εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο κύπελλο στη Νότια Αφρική το 2010.
Το ποδόσφαιρο είναι ο «βασιλιάς των σπορ» γιατί είναι το πιο συναρπαστικό το πιο συγκλονιστικό άθλημα. Και όπως λέει και ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος : «Εκεί στις κερκίδες των γηπέδων συναντιούνται άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων, κύρια όμως άνθρωποι από τις λαϊκές τάξεις, για να σπάσουν τη μοναξιά τους, να ξαναβρούν τη χαμένη τους κοινωνικότητα, να ξεχάσουν τις έγνοιες και τα προβλήματά τους, κάνοντας χιούμορ και σατιρίζοντας τον αντίπαλο, ενώ στις ακραίες περιπτώσεις δεν λείπει ο τσακωμός και η βία».
Όποιος δεν έχει παίξει ως παιδί μπάλα δεν μπορεί να νοιώσει την μαγεία του ποδοσφαίρου. Θα αγαπάμε πάντα το ποδόσφαιρο, γιατί θα μας θυμίζει την παιδική μας ηλικία και τις συγκινήσεις που βιώσαμε τότε που ήταν όλα μαγικά και ονειρεμένα.
Για τη σχέση των διανοουμένων με το ποδόσφαιρο ο λατινοαμερικάνος Εντουάρντο Γκαλεάνο αναφέρει ότι ο βρετανός ποιητής Κίπλινγκ το 1902 στο Λονδίνο δεν έπαιρνε στα σοβαρά αυτούς που αγωνίζονταν οι ψυχές τους με «βορβορώδεις βλάκες για τα γκολ». Εβδομήντα έξι χρόνια αργότερα όμως, στο Μπουένος Αϊρες, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες ήταν περισσότερο λεπτός: έδωσε μια διάλεξη για την αθανασία την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα που η Αργεντινή έπαιζε τον πρώτο της αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
Το ποδόσφαιρο βέβαια, όπως και όλα τα πράγματα, έχει και την καλή και την κακή του πλευρά. Η καλή του, είναι οι χαρές και οι συγκινήσεις που προσφέρει. Η κακή του ή η σκοτεινή του πλευρά είναι όταν χρησιμοποιείται από τις ηγεσίες και την εξουσία για να αποπροσανατολίσουν και να φανατίσουν λαούς ή γενικά όταν χρησιμοποιούν το άθλημα για άσκηση πολιτικής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το 1942, κατά τη γερμανική κατοχή, όταν η Δυναμό Κιέβου τόλμησε να διαπράξει την τρέλα και να νικήσει τη γερμανική ομάδα, παρ' ότι τους είχαν προειδοποιήσει οι Γερμανοί ότι έπρεπε οι Ουκρανοί να «δώσουν» τον αγώνα. Οι Ουκρανοί όμως το πήραν το θέμα εθνικά και κατατρόπωσαν τους Γερμανούς. Το αποτέλεσμα ήταν οι δυνάμεις κατοχής να εκτελέσουν και τους 11 παίκτες της Δυναμό, έναν προς έναν, ενώ φορούσαν ακόμη τις φανέλες της ομάδας τους.
Ένα άλλο παράδειγμα της σκοτεινής πλευράς του ποδοσφαίρου είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938. Την παραμονή του αγώνα Ιταλία - Ουγγαρία ο Μουσολίνι στέλνει από ένα πανομοιότυπο τηλεγράφημα στους ιταλούς παίκτες όπου τους έλεγε «Κερδίστε ή πεθάνετε». Ευτυχώς οι Ιταλοί στάθηκαν πιο τυχεροί από τους Ουκρανούς και κέρδισαν με 4-2.
Άλλο σύγχρονο παράδειγμα ο αμυντικός της Κολομβίας Αντρές Εσκομπάρ, που με το αυτογκόλ του ήταν η αιτία η ομάδα του να χάσει τον αγώνα στο Κύπελλο του 1994 και ο οποίος λίγες ημέρες αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεντεγίν από φανατικούς φιλάθλους.
Στους θαυμαστές του ποδοσφαίρου συμπεριλαμβάνονται επίσης οι: Λεονάρντο ντα Βίντσι, Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Νικολό Μακιαβέλι, Αλμπέρ Καμύ, Αντόνιο Γκράμσι, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Πάμπλο Νερούδα, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ζαν Ζενέ, Χένρι Μουρ, Νέλσον Μαντέλα και άλλοι.
Η ανθολογία που κρατάτε στα χέρια σας αποδεικνύει ότι η μπάλα μπορεί να συναντήσει τον λόγο και ότι η λογοτεχνία δεν είναι κάτι που δεν συμβαδίζει με το ποδόσφαιρο όσο κι αν κάποιοι επιμένουν για το αντίθετο.
Η πρωτοτυπία της ανθολογίας αυτής έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά βρίσκονται συγκεντρωμένα, σε έναν τόμο, τα καλύτερα ελληνικά και ξένα ποιήματα, διηγήματα και αποσπάσματα από μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα τους το ποδόσφαιρο ή που αναφέρονται εν μέρει σ’ αυτό.
Βασική πηγή για τους έλληνες ποιητές ήταν το βιβλίο του καλού μου φίλου ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου και τα δύο τεύχη του περιοδικού Το Δέντρο που είναι αφιερωμένα στο ποδόσφαιρο. Επίσης αρκετά χρήσιμο ήταν το κείμενο του φίλου Δημήτρη Κόκκορη στο περιοδικό Πόρφυρας (τχ.94, 2000). Ευχαριστώ τον Δημήτρη για την καλοσύνη του να μου στείλει το κείμενο. Για τους ξένους ποιητές βασική πηγή ήταν το αφιέρωμα του ιταλικού περιοδικού Poesia τχ.208, Σεπτέμβριος του 2006. Πολύτιμη πηγή αποτέλεσαν και τα δύο τεύχη του περιοδικού το Δέντρο που είναι αφιερωμένα στο ποδόσφαιρο. Ευχαριστώ τον φίλο Κώστα Μαυρουδή για την βοήθειά του.
Το ποδόσφαιρο είναι ο «βασιλιάς των σπορ» γιατί είναι το πιο συναρπαστικό το πιο συγκλονιστικό άθλημα. Και όπως λέει και ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος : «Εκεί στις κερκίδες των γηπέδων συναντιούνται άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων, κύρια όμως άνθρωποι από τις λαϊκές τάξεις, για να σπάσουν τη μοναξιά τους, να ξαναβρούν τη χαμένη τους κοινωνικότητα, να ξεχάσουν τις έγνοιες και τα προβλήματά τους, κάνοντας χιούμορ και σατιρίζοντας τον αντίπαλο, ενώ στις ακραίες περιπτώσεις δεν λείπει ο τσακωμός και η βία».
Όποιος δεν έχει παίξει ως παιδί μπάλα δεν μπορεί να νοιώσει την μαγεία του ποδοσφαίρου. Θα αγαπάμε πάντα το ποδόσφαιρο, γιατί θα μας θυμίζει την παιδική μας ηλικία και τις συγκινήσεις που βιώσαμε τότε που ήταν όλα μαγικά και ονειρεμένα.
Για τη σχέση των διανοουμένων με το ποδόσφαιρο ο λατινοαμερικάνος Εντουάρντο Γκαλεάνο αναφέρει ότι ο βρετανός ποιητής Κίπλινγκ το 1902 στο Λονδίνο δεν έπαιρνε στα σοβαρά αυτούς που αγωνίζονταν οι ψυχές τους με «βορβορώδεις βλάκες για τα γκολ». Εβδομήντα έξι χρόνια αργότερα όμως, στο Μπουένος Αϊρες, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες ήταν περισσότερο λεπτός: έδωσε μια διάλεξη για την αθανασία την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα που η Αργεντινή έπαιζε τον πρώτο της αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
Το ποδόσφαιρο βέβαια, όπως και όλα τα πράγματα, έχει και την καλή και την κακή του πλευρά. Η καλή του, είναι οι χαρές και οι συγκινήσεις που προσφέρει. Η κακή του ή η σκοτεινή του πλευρά είναι όταν χρησιμοποιείται από τις ηγεσίες και την εξουσία για να αποπροσανατολίσουν και να φανατίσουν λαούς ή γενικά όταν χρησιμοποιούν το άθλημα για άσκηση πολιτικής.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το 1942, κατά τη γερμανική κατοχή, όταν η Δυναμό Κιέβου τόλμησε να διαπράξει την τρέλα και να νικήσει τη γερμανική ομάδα, παρ' ότι τους είχαν προειδοποιήσει οι Γερμανοί ότι έπρεπε οι Ουκρανοί να «δώσουν» τον αγώνα. Οι Ουκρανοί όμως το πήραν το θέμα εθνικά και κατατρόπωσαν τους Γερμανούς. Το αποτέλεσμα ήταν οι δυνάμεις κατοχής να εκτελέσουν και τους 11 παίκτες της Δυναμό, έναν προς έναν, ενώ φορούσαν ακόμη τις φανέλες της ομάδας τους.
Ένα άλλο παράδειγμα της σκοτεινής πλευράς του ποδοσφαίρου είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938. Την παραμονή του αγώνα Ιταλία - Ουγγαρία ο Μουσολίνι στέλνει από ένα πανομοιότυπο τηλεγράφημα στους ιταλούς παίκτες όπου τους έλεγε «Κερδίστε ή πεθάνετε». Ευτυχώς οι Ιταλοί στάθηκαν πιο τυχεροί από τους Ουκρανούς και κέρδισαν με 4-2.
Άλλο σύγχρονο παράδειγμα ο αμυντικός της Κολομβίας Αντρές Εσκομπάρ, που με το αυτογκόλ του ήταν η αιτία η ομάδα του να χάσει τον αγώνα στο Κύπελλο του 1994 και ο οποίος λίγες ημέρες αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεντεγίν από φανατικούς φιλάθλους.
Στους θαυμαστές του ποδοσφαίρου συμπεριλαμβάνονται επίσης οι: Λεονάρντο ντα Βίντσι, Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Νικολό Μακιαβέλι, Αλμπέρ Καμύ, Αντόνιο Γκράμσι, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Πάμπλο Νερούδα, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Ζαν Ζενέ, Χένρι Μουρ, Νέλσον Μαντέλα και άλλοι.
Η ανθολογία που κρατάτε στα χέρια σας αποδεικνύει ότι η μπάλα μπορεί να συναντήσει τον λόγο και ότι η λογοτεχνία δεν είναι κάτι που δεν συμβαδίζει με το ποδόσφαιρο όσο κι αν κάποιοι επιμένουν για το αντίθετο.
Η πρωτοτυπία της ανθολογίας αυτής έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά βρίσκονται συγκεντρωμένα, σε έναν τόμο, τα καλύτερα ελληνικά και ξένα ποιήματα, διηγήματα και αποσπάσματα από μυθιστορήματα που έχουν ως θέμα τους το ποδόσφαιρο ή που αναφέρονται εν μέρει σ’ αυτό.
Βασική πηγή για τους έλληνες ποιητές ήταν το βιβλίο του καλού μου φίλου ποιητή Γιώργου Μαρκόπουλου και τα δύο τεύχη του περιοδικού Το Δέντρο που είναι αφιερωμένα στο ποδόσφαιρο. Επίσης αρκετά χρήσιμο ήταν το κείμενο του φίλου Δημήτρη Κόκκορη στο περιοδικό Πόρφυρας (τχ.94, 2000). Ευχαριστώ τον Δημήτρη για την καλοσύνη του να μου στείλει το κείμενο. Για τους ξένους ποιητές βασική πηγή ήταν το αφιέρωμα του ιταλικού περιοδικού Poesia τχ.208, Σεπτέμβριος του 2006. Πολύτιμη πηγή αποτέλεσαν και τα δύο τεύχη του περιοδικού το Δέντρο που είναι αφιερωμένα στο ποδόσφαιρο. Ευχαριστώ τον φίλο Κώστα Μαυρουδή για την βοήθειά του.
Μεταξύ άλλων ανθολογούνται:
Ραφαέλ Αθκόνα, Κώστας Ακρίβος, Τηλέμαχος Αλαβέρας, Ραφαέλ Αλμπέρτι, Μανόλης Αναγνωστάκης, Μίνως Αργυράκης, Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Γιάννης Ατζακάς, Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Βέης, Θανάσης Βενέτης, Χάρης Βλαβιανός, Δημήτρης Βλαχοπάνος, Χούλιο Γιαμαθάρες, Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, Αλφόνσο Γκάτο, Ζακ Γκιλ, Θοδωρής Γκόνης, Βασίλης Γκουρογιάννης, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Γεράσιμος Δενδρινός, Άρης Δικταίος, Νίκος Εγγονόπουλος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Γιώργος Καραβασίλης, Τάκης Καρβέλης, Νίκος Καρούζος, Γιώργος Κεντρωτής, Θωμάς Κοροβίνης, Γιάννης Κουβαράς, Μένης Κουμανταρέας, Στάθης Κουτσούνης, Ηλίας Λάγιος, Βιθέντε Ζίτο Λέμα, Τζο ΜακΓκίνις, Αργυρώ Μαντόγλου, Γιώργος Μαρκόπουλος, Θανάσης Μαρκόπουλος, Κώστας Μαυρουδής, Μάρκος Μέσκος, Δημήτρης Μίγγας, Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Ανρί ντε Μοντερλάν, Βινίσιους ντε Μοράες, Ενρίκε Μπαντόσα, Έκτωρ Νέγκρο, Αρμάντο Νογκουέιρα, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Ορχάν Παμούκ, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Λάκης Παπαστάθης, Γιάννης Η.Παππάς, Γιάννης Πατίλης, Δημήτρης Πετσετίδης, Λευτέρης Πούλιος, Μανόλης Πρατικάκης, Γιάννης Ρίτσος, Γιώργος Ρωμανός, Οράσιο Σάλας, Ουμπέρτο Σάμπα, Βιτόριο Σερένι, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Θωμάς Σκάσσης, Μίμης Σουλιώτης, Αλέξης Σταμάτης, Βασίλης Στεριάδης, Περικλής Σφυρίδης, Κώστας Ταχτσής, Οράσιο Φερέρ, Αντρέας Φραγκιάς, Αντώνης Φωστιέρης, Χρίστος Χαραλαμπόπουλος, Διονύσης Χαριτόπουλος, Κώστας Χατζηαργύρης, Μάνος Χατζιδάκις, Αργύρης Χιόνης, Νίκος Χουλιαράς, Γιώργος Χρονάς
Στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης
ΑπάντησηΔιαγραφήΜουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Πρώτη εκτέλεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης
"Αρχίζει το ματς αδειάσαν οι δρόμοι
Η ώρα ζυγώνει αρχίζει το μάτς
Αρχίζει το ματς ερήμωσε η πόλη
Τρεχάτε κι αρχίζει το ματς
Πω πω γουστάρω να βλέπω κασκόλ
Να βλέπω σημαίες να μπαίνουνε γκολ
Πώς μας ενώνει και πως μας δονεί
Του Διακογιάννη η φωνή
Αρχίζει το ματς
Παράταμε τώρα
Πλησίασ' η ώρα
Αρχίζει το ματς
Αρχίζει το ματς
Κανείς μην κουνιέται σωπάστε
Κι αρχίζει το ματς"