ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΩΝ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ;
ΤΩΝ ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ;
Aρχιμανδρίτου Μελετίου Κουράκλη
Στρατιωτικού Ιεροκήρυκος
Στὴν Παρέκβαση ποὺ ἀκολουθεῖ, ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε τὸ πρῶτον τὸ 2002 ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἀνακύψαντος τότε ζητήματος περὶ τῆς «ἁγιοποιήσεως» τῶν ἐθνομαρτύρων κληρικῶν, ἐξετάζεται κατὰ πόσον εἶναι ἐπιτρεπτὸ ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀναγνώριση, ὡς ἁγίων, κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴ διάρκεια ἐθνικῶν ἀγώνων ἔλαβαν ὅπλα, συμμετεῖχαν ἐνεργὰ σὲ μάχες καὶ εἴτε ἔπεσαν στὸ πολεμικὸ πεδίο μαχόμενοι, εἴτε μαρτύρησαν ὑπὲρ πατρίδος στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Τὸ συμπέρασμα ποὺ προκύπτει βασίζεται στὴν πεποίθηση ὅτι ὁ χαρακτήρας τῆς ἀποστολῆς τῶν ἱερέων ἐντὸς τοῦ στρατεύματος εἶναι ἀμιγῶς πνευματικός, ἐνῷ ἡ ἀνάμειξη κληρικῶν σὲ ἔνοπλες συγκρούσεις συνιστᾶ παρέκκλιση τόσο ἀπὸ τὴν οὐσία ὅσο καὶ ἀπὸ καὶ τοὺς κανόνες τῆς διακονίας ἑνὸς ἱερέως. Βέβαια, ἡ συγκεκριμένη παρέκκλιση γίνεται κατανοητὴ στὸ πλαίσιο τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ τῆς Ἐπαναστάσεως, δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸ νὰ ἐξαγιάζεται. Γι’ αὐτὸ τὰ παραδείγματα τῶν κληρικῶν αὐτῶν εἶναι μὲν ἀξιοθαύμαστα ὄχι ὅμως καὶ ἀξιομίμητα.
Παρακολουθῶντας, ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ μαχητικοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου (=O.T.) τὶς τοποθετήσεις τοῦ ἐλλογιμ. Καθηγητῆ κ. Μέγα Λ. Φαράντου, σχετικῶς μὲ τὴν πρόταση «ἁγιοποιήσεως» τοῦ ἐπισκόπου Σαλώνων Ἠσαΐου, τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Παπα-Γιάννη καὶ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου1 καὶ τοῦ Ἀρχιμ. π. Νικοδήμου Μπαρούση2, καὶ μὲ τὰ ἐξ’ αὐτῆς ἀναφυέντα θεολογικὰ ζητήματα3, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ μεταφέρουμε στὸν ὁρίζοντα τοῦ κοινοῦ προβληματισμοῦ τρία σημεῖα, ἀπὸ πηγὲς καὶ μελετήματα, ἀμέσου συναφείας καὶ ἀναφορᾶς ὡς πρὸς τὸ θέμα μας. Τὴν παράθεση αὐτὴ θεωρήσαμε καθῆκον μας, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ἐκτιμοῦμε ὅτι οἱ ἐκφραζόμενες στὰ σημεῖα αὐτὰ θέσεις εἶναι καίριας σημασίας καὶ σπουδαιότητος, καὶ ὡς ἐκ τούτου συνεισφέρουν ἀποφασιστικὰ στὴν ὀρθὴ τοποθέτηση ἐπὶ τοῦ προκείψαντος θέματος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι θεωροῦμε ὅτι τὸ ὅλο ζήτημα δὲν ἅπτεται ἁπλῶς καὶ μόνον τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως τῶν τριῶν ἀοιδίμων ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἐγγίζει γενικότερα τὴ μεγάλη εὐθύνη διαφυλάξεως ἀνοθεύτων τῶν ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων καὶ τοῦ θεολογικοῦ αἰσθητηρίου μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ὀρθοτομοῦμε, χωρὶς παρεκκλίσεις, τὸ λόγον τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας.
Ἐπειδὴ τὰ παρατιθέμενα στοιχεῖα δὲ χρήζουν περαιτέρω θεολογικῆς ὑποστηρίξεως, ἀφοῦ διαθέτουν αὐτοδύναμη ἀξία καὶ αὐτοπόδεικτη πειστικότητα, τὰ παραθέτουμε εὐθὺς ἀμέσως, μὲ τὴν ἐλάχιστη δική μας παρέμβαση.
1ον. Ἡ θέση τοῦ Κωνσταντίνου Καλλινίκου
Ὁ πολὺς καὶ βαθυστόχαστος, ἀοίδιμος Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, στὸ περισπούδαστο ἔργο του Χριστιανισμὸς καὶ Πόλεμος4 ἀναφέρεται -κατὰ θαυμαστὴ σύμπτωση- ad hoc στὸ ἀναφυὲν ζήτημα, καὶ μὲ σαφῆ καὶ ὁλοκληρωμένη θέση διαλύει κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπιφύλαξη, ὡς πρὸς τὸ ποιά εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη τοποθέτηση. Ἀντιδιαστέλλοντας τὶς περιπτώσεις τῶν Ἐπισκόπου Σαλώνων Ἠσαΐου καὶ Ἀθανασίου Διάκου, πρὸς αὐτὴν τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, ἀποφαίνεται ἐπὶ λέξει:
«Ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Βρεσθένης Θεοδώρητος, ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, ὁ Ταλαντίου Νεόφυτος, ὁ Καρύστου Νεόφυτος, αὐτὸς ὁ μαρτυρικώτατος ἐν τῇ πλήρει ἀνδρικῇ του βλαστήσει Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ ὠμότατα ὑπὸ τῶν κτηνωδῶν δημίων του σουβλισθείς, ἀλλὰ μὲ ἐσπασμένον τὸ ξίφος εἰς τὴν τεθραυσμένην χεῖρα του καὶ αἱματοστάζουσαν τὴν φουστανέλλαν, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ρασοφόροι τῶν τελευταίων μας χρόνων οἱ φορέσαντες εἰς τὸ σελάχι τὸ γιαταγάνιον καὶ ἀτρομήτως τὸν Τοῦρκον ἀντιμετωπίσαντες, δὲν δύνανται νὰ τεθῶσιν εἰς τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς μοῖραν μὲ ἕναν Ἀπόστολο Ἰάκωβον, μὲ ἕναν Ἱερομάρτυρα Κυπριανόν, μὲ ἕναν Πρωτομάρτυρα Στέφανον, μὲ ἕναν Πατριάρχην Γρηγόριον Ε΄ καὶ τοὺς συναρχιερεῖς του, οἵτινες ἀπῆλθον τοῦ κόσμου τούτου τελειωθέντες ἐν τῷ ἰδίῳ καὶ ὄχι τῷ ἀλλοτρίῳ αἵματι.
Οἱ προμνημονευθέντες εὐεργετικώτατοι ὄντως ἄνδρες, οἱ ἐξ ἀνάγκης μαχαιροφορέσαντες καὶ τουρκικὸν ἐκχύσαντες αἷμα, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀνυψωθοῦν εἰς τὴν τάξιν τῶν ἁγίων, οἱ ἀείμνηστοι τοῦ Εἰκοσιένα μας κληρικοί, οἱ καταφυγόντες εἰς τὰ ὅρη καὶ τὰς ὀπᾶς τῆς γῆς, ἀφοῦ ἄλλος τρόπος ζωῆς δὲν τοῖς ὑπελήφθη, δὲν ἐκπροσωποῦν τὴν λευκὴν καὶ χιονώδη Χριστιανικὴν τελειότητα...»5.
Σὲ διαφορετικό, ἐξ’ ἄλλου, σημεῖο τοῦ ἰδίου ἔργου του, καὶ ἑρμηνεύοντας τὸ γνωστὸ σχετικὸ Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, θεμελιώνει μὲ ἐπιχειρήματα τὴν κατηγορηματικὴ καὶ σαφῆ αὐτὴ θέση του, ἀναφέροντας, μεταξὺ ἄλλων, «ὅτι, ὡς ὁ πρὸς αὐτάμυναν καὶ ἐξ ἀνάγκης φόνος, οὕτω καὶ ἡ ἐν τοῖς δικαίοις πολέμοις αἱματοχυσία σπίλον ψυχικὸν ὅπως δήποτε ἀποτελεῖ, ὁ δὲ ἀνθρωποκτονήσας ἐν τῇ μάχῃ, ἔστω καὶ καταναγκασθεὶς ὑπὸ τῶν ἐπιβούλων, ἔστω καὶ πρὸς τὴν τῶν κοινῶν ὑπεράσπισιν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ τίθεται, μεθ’ ὅλας τὰς εἰς αὐτὸν εὐγνωμόνως προσφερομένας ἐπιγείους τιμάς, μεταξὺ τῶν ἁγίων προσώπων τῶν περικοσμούντων τὴν πινακοθήκην τῆς οὐρανίου βασιλείας, βασιλείας πολλῶ ἰδανικωτέρας καὶ ἁγνοτέρας ἢ ἡ ἐν μέσῳ ἀγώνων καὶ σπαραγμῶν τό γε νῦν ἀναπτυσσομένην γηΐνην ζωήν»6.
Ὁ αὐστηρὸς περιορισμὸς τῶν κληρικῶν στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀμιγῶς πνευματικῆς ἀποστολῆς τους, δὲ συνεπάγεται, ἐπ’ οὐδενί, καὶ ἀπάρνηση τῶν ἐθνικῶν τους εὐθυνῶν. Δὲ σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὴν προάσπιση τῶν δικαίων ἐθνικῶν ὑποθέσεων τοῦ ποιμνίου τους ἢ ἀπάθεια ἔναντι τῶν ἱερῶν ἐθνικῶν ἀγώνων τους. Ἀντίθετα, σύμφωνα μὲ τὸν Κων. Καλλίνικο, «οἱ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, ὡς ὁ Μωϋσῆς, ἐν πάσῃ κρισίμῳ τῆς πατρίδος περιστάσει δὲν ἀποσύρονται ἀφρόντιδες, ... , καθ’ ὃν χρόνον ἄλλοι χύνουν τὸ αἷμα των, ἀλλὰ συναγωνίζονται καὶ συναγωνιοῦσι καὶ αὐτοί. Ἐπαίρουν πρὸς τὸν Σαβαὼθ τὰς χεῖρας καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν συναντίληψίν Του πρὸς θρίαμβον τοῦ δικαίου». Δὲ θὰ πολεμήσουν οἱ ἴδιοι, ἀλλ’ ἔχουν πολλὰ νὰ πράξουν. «Ἐπευλογοῦν τὴν ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας ἐπαρθεῖσαν σημαίαν. Ἐμπνέουν διὰ κηρυγμάτων εἰς τοὺς μαχητὰς τὴν πεποίθησιν ὅτι μετ’ αὐτῶν συμπολεμεῖ ὁ Θεός. Παρακολουθοῦν τὸν στρατὸν ἐν αὐτοθυσίᾳ καὶ παντελεῖ περιφρονήσει τῆς ἀτομικῆς ζωῆς των. Ἱερουργοῦν τὴν Ἀναίμακτον Θυσίαν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. Δέχονται τὰς ἐξομολογήσεις τῶν παλαιόντων. Μεταδίδουν τὴν Ἁγίαν Μετάληψιν. Θάπτουν τοὺς πεσόντας... Παρορμοῦν εἰς καρτερίαν τοὺς μακρὰν τῆς μάχης ἀπομείναντες (εἰς τὰ μετόπισθεν). Συγκροτοῦν συνδέσμους βοηθητικοὺς ὑπὲρ τῶν θυμάτων... Καὶ ἐν ἐσχάτῃ ἀνάγκῃ, μὲ τὸν εἰρηνικὸν Σταυρὸν ἀνὰ χεῖρας μαρτυροῦν ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου των, ὡς ὁ Φώτιος Κορυτσᾶς, Αἰμιλιανὸς ὁ Γρεβενῶν, Κωνσταντῖνος ὁ Μελενίκου... τόσοι καὶ τόσοι μαρτυρικοί μας Ἕλληνες ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς...
Ἐὰν τοιαύτη ἐκκληφθῇ ἡ στάσις τῶν κληρικῶν πρὸς τὸν πόλεμον, τίς θὰ εὑρεθῇ, ὅστις θὰ διαμφισβητήσῃ τὴν χρησιμότητα τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος, μὴ φοροῦντος μὲν χακὶ καὶ μὴ χειριζομένου τὸ μάουζερ, ἀγογγύστως ὅμως κακοπαθοῦντος μετὰ τῶν λοιπῶν καὶ προκινδυνεύοντος εἰς τὰς πρώτας τάξεις...; Ἡ τάξις τῶν ἰατρῶν δὲν πολεμεῖ, διότι ἔχει ἄλλο εἰδικὸν ἔργον, τὸ θεραπεύειν τοὺς τραυματίας, ὅπερ οὐδεὶς ἄλλος θὰ ἠδύνατο νὰ ἀναλάβῃ. Παρομοίως εἰδικὸν καὶ εἰς ὕψιστον βαθμὸν ἐπιτακτικὸν εἶναι τὸ ἔργον τῶν ἱερέων, ἀποκλεῖον αὐτοὺς ἀπὸ τῆς στρατολογίας»7.
Παρακολουθῶντας, ἀπὸ τὶς σελίδες τοῦ μαχητικοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου (=O.T.) τὶς τοποθετήσεις τοῦ ἐλλογιμ. Καθηγητῆ κ. Μέγα Λ. Φαράντου, σχετικῶς μὲ τὴν πρόταση «ἁγιοποιήσεως» τοῦ ἐπισκόπου Σαλώνων Ἠσαΐου, τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Παπα-Γιάννη καὶ τοῦ Ἀθανασίου Διάκου1 καὶ τοῦ Ἀρχιμ. π. Νικοδήμου Μπαρούση2, καὶ μὲ τὰ ἐξ’ αὐτῆς ἀναφυέντα θεολογικὰ ζητήματα3, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ μεταφέρουμε στὸν ὁρίζοντα τοῦ κοινοῦ προβληματισμοῦ τρία σημεῖα, ἀπὸ πηγὲς καὶ μελετήματα, ἀμέσου συναφείας καὶ ἀναφορᾶς ὡς πρὸς τὸ θέμα μας. Τὴν παράθεση αὐτὴ θεωρήσαμε καθῆκον μας, ἀφ’ ἑνὸς μὲν διότι ἐκτιμοῦμε ὅτι οἱ ἐκφραζόμενες στὰ σημεῖα αὐτὰ θέσεις εἶναι καίριας σημασίας καὶ σπουδαιότητος, καὶ ὡς ἐκ τούτου συνεισφέρουν ἀποφασιστικὰ στὴν ὀρθὴ τοποθέτηση ἐπὶ τοῦ προκείψαντος θέματος, ἀφ’ ἑτέρου δὲ διότι θεωροῦμε ὅτι τὸ ὅλο ζήτημα δὲν ἅπτεται ἁπλῶς καὶ μόνον τῆς συγκεκριμένης περιπτώσεως τῶν τριῶν ἀοιδίμων ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἐγγίζει γενικότερα τὴ μεγάλη εὐθύνη διαφυλάξεως ἀνοθεύτων τῶν ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων καὶ τοῦ θεολογικοῦ αἰσθητηρίου μας, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ὀρθοτομοῦμε, χωρὶς παρεκκλίσεις, τὸ λόγον τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας.
Ἐπειδὴ τὰ παρατιθέμενα στοιχεῖα δὲ χρήζουν περαιτέρω θεολογικῆς ὑποστηρίξεως, ἀφοῦ διαθέτουν αὐτοδύναμη ἀξία καὶ αὐτοπόδεικτη πειστικότητα, τὰ παραθέτουμε εὐθὺς ἀμέσως, μὲ τὴν ἐλάχιστη δική μας παρέμβαση.
1ον. Ἡ θέση τοῦ Κωνσταντίνου Καλλινίκου
Ὁ πολὺς καὶ βαθυστόχαστος, ἀοίδιμος Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, στὸ περισπούδαστο ἔργο του Χριστιανισμὸς καὶ Πόλεμος4 ἀναφέρεται -κατὰ θαυμαστὴ σύμπτωση- ad hoc στὸ ἀναφυὲν ζήτημα, καὶ μὲ σαφῆ καὶ ὁλοκληρωμένη θέση διαλύει κάθε ἀμφιβολία καὶ ἐπιφύλαξη, ὡς πρὸς τὸ ποιά εἶναι ἡ ἐνδεδειγμένη τοποθέτηση. Ἀντιδιαστέλλοντας τὶς περιπτώσεις τῶν Ἐπισκόπου Σαλώνων Ἠσαΐου καὶ Ἀθανασίου Διάκου, πρὸς αὐτὴν τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, ἀποφαίνεται ἐπὶ λέξει:
«Ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Βρεσθένης Θεοδώρητος, ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ, ὁ Ταλαντίου Νεόφυτος, ὁ Καρύστου Νεόφυτος, αὐτὸς ὁ μαρτυρικώτατος ἐν τῇ πλήρει ἀνδρικῇ του βλαστήσει Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ ὠμότατα ὑπὸ τῶν κτηνωδῶν δημίων του σουβλισθείς, ἀλλὰ μὲ ἐσπασμένον τὸ ξίφος εἰς τὴν τεθραυσμένην χεῖρα του καὶ αἱματοστάζουσαν τὴν φουστανέλλαν, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ρασοφόροι τῶν τελευταίων μας χρόνων οἱ φορέσαντες εἰς τὸ σελάχι τὸ γιαταγάνιον καὶ ἀτρομήτως τὸν Τοῦρκον ἀντιμετωπίσαντες, δὲν δύνανται νὰ τεθῶσιν εἰς τὴν αὐτὴν ἀκριβῶς μοῖραν μὲ ἕναν Ἀπόστολο Ἰάκωβον, μὲ ἕναν Ἱερομάρτυρα Κυπριανόν, μὲ ἕναν Πρωτομάρτυρα Στέφανον, μὲ ἕναν Πατριάρχην Γρηγόριον Ε΄ καὶ τοὺς συναρχιερεῖς του, οἵτινες ἀπῆλθον τοῦ κόσμου τούτου τελειωθέντες ἐν τῷ ἰδίῳ καὶ ὄχι τῷ ἀλλοτρίῳ αἵματι.
Οἱ προμνημονευθέντες εὐεργετικώτατοι ὄντως ἄνδρες, οἱ ἐξ ἀνάγκης μαχαιροφορέσαντες καὶ τουρκικὸν ἐκχύσαντες αἷμα, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀνυψωθοῦν εἰς τὴν τάξιν τῶν ἁγίων, οἱ ἀείμνηστοι τοῦ Εἰκοσιένα μας κληρικοί, οἱ καταφυγόντες εἰς τὰ ὅρη καὶ τὰς ὀπᾶς τῆς γῆς, ἀφοῦ ἄλλος τρόπος ζωῆς δὲν τοῖς ὑπελήφθη, δὲν ἐκπροσωποῦν τὴν λευκὴν καὶ χιονώδη Χριστιανικὴν τελειότητα...»5.
Σὲ διαφορετικό, ἐξ’ ἄλλου, σημεῖο τοῦ ἰδίου ἔργου του, καὶ ἑρμηνεύοντας τὸ γνωστὸ σχετικὸ Κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, θεμελιώνει μὲ ἐπιχειρήματα τὴν κατηγορηματικὴ καὶ σαφῆ αὐτὴ θέση του, ἀναφέροντας, μεταξὺ ἄλλων, «ὅτι, ὡς ὁ πρὸς αὐτάμυναν καὶ ἐξ ἀνάγκης φόνος, οὕτω καὶ ἡ ἐν τοῖς δικαίοις πολέμοις αἱματοχυσία σπίλον ψυχικὸν ὅπως δήποτε ἀποτελεῖ, ὁ δὲ ἀνθρωποκτονήσας ἐν τῇ μάχῃ, ἔστω καὶ καταναγκασθεὶς ὑπὸ τῶν ἐπιβούλων, ἔστω καὶ πρὸς τὴν τῶν κοινῶν ὑπεράσπισιν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ τίθεται, μεθ’ ὅλας τὰς εἰς αὐτὸν εὐγνωμόνως προσφερομένας ἐπιγείους τιμάς, μεταξὺ τῶν ἁγίων προσώπων τῶν περικοσμούντων τὴν πινακοθήκην τῆς οὐρανίου βασιλείας, βασιλείας πολλῶ ἰδανικωτέρας καὶ ἁγνοτέρας ἢ ἡ ἐν μέσῳ ἀγώνων καὶ σπαραγμῶν τό γε νῦν ἀναπτυσσομένην γηΐνην ζωήν»6.
Ὁ αὐστηρὸς περιορισμὸς τῶν κληρικῶν στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀμιγῶς πνευματικῆς ἀποστολῆς τους, δὲ συνεπάγεται, ἐπ’ οὐδενί, καὶ ἀπάρνηση τῶν ἐθνικῶν τους εὐθυνῶν. Δὲ σημαίνει ἀδιαφορία γιὰ τὴν προάσπιση τῶν δικαίων ἐθνικῶν ὑποθέσεων τοῦ ποιμνίου τους ἢ ἀπάθεια ἔναντι τῶν ἱερῶν ἐθνικῶν ἀγώνων τους. Ἀντίθετα, σύμφωνα μὲ τὸν Κων. Καλλίνικο, «οἱ Χριστιανοὶ ἱερεῖς, ὡς ὁ Μωϋσῆς, ἐν πάσῃ κρισίμῳ τῆς πατρίδος περιστάσει δὲν ἀποσύρονται ἀφρόντιδες, ... , καθ’ ὃν χρόνον ἄλλοι χύνουν τὸ αἷμα των, ἀλλὰ συναγωνίζονται καὶ συναγωνιοῦσι καὶ αὐτοί. Ἐπαίρουν πρὸς τὸν Σαβαὼθ τὰς χεῖρας καὶ ἐπικαλοῦνται τὴν συναντίληψίν Του πρὸς θρίαμβον τοῦ δικαίου». Δὲ θὰ πολεμήσουν οἱ ἴδιοι, ἀλλ’ ἔχουν πολλὰ νὰ πράξουν. «Ἐπευλογοῦν τὴν ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας ἐπαρθεῖσαν σημαίαν. Ἐμπνέουν διὰ κηρυγμάτων εἰς τοὺς μαχητὰς τὴν πεποίθησιν ὅτι μετ’ αὐτῶν συμπολεμεῖ ὁ Θεός. Παρακολουθοῦν τὸν στρατὸν ἐν αὐτοθυσίᾳ καὶ παντελεῖ περιφρονήσει τῆς ἀτομικῆς ζωῆς των. Ἱερουργοῦν τὴν Ἀναίμακτον Θυσίαν ἐν τῷ στρατοπέδῳ. Δέχονται τὰς ἐξομολογήσεις τῶν παλαιόντων. Μεταδίδουν τὴν Ἁγίαν Μετάληψιν. Θάπτουν τοὺς πεσόντας... Παρορμοῦν εἰς καρτερίαν τοὺς μακρὰν τῆς μάχης ἀπομείναντες (εἰς τὰ μετόπισθεν). Συγκροτοῦν συνδέσμους βοηθητικοὺς ὑπὲρ τῶν θυμάτων... Καὶ ἐν ἐσχάτῃ ἀνάγκῃ, μὲ τὸν εἰρηνικὸν Σταυρὸν ἀνὰ χεῖρας μαρτυροῦν ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου των, ὡς ὁ Φώτιος Κορυτσᾶς, Αἰμιλιανὸς ὁ Γρεβενῶν, Κωνσταντῖνος ὁ Μελενίκου... τόσοι καὶ τόσοι μαρτυρικοί μας Ἕλληνες ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς...
Ἐὰν τοιαύτη ἐκκληφθῇ ἡ στάσις τῶν κληρικῶν πρὸς τὸν πόλεμον, τίς θὰ εὑρεθῇ, ὅστις θὰ διαμφισβητήσῃ τὴν χρησιμότητα τοῦ ἱερατικοῦ ἀξιώματος, μὴ φοροῦντος μὲν χακὶ καὶ μὴ χειριζομένου τὸ μάουζερ, ἀγογγύστως ὅμως κακοπαθοῦντος μετὰ τῶν λοιπῶν καὶ προκινδυνεύοντος εἰς τὰς πρώτας τάξεις...; Ἡ τάξις τῶν ἰατρῶν δὲν πολεμεῖ, διότι ἔχει ἄλλο εἰδικὸν ἔργον, τὸ θεραπεύειν τοὺς τραυματίας, ὅπερ οὐδεὶς ἄλλος θὰ ἠδύνατο νὰ ἀναλάβῃ. Παρομοίως εἰδικὸν καὶ εἰς ὕψιστον βαθμὸν ἐπιτακτικὸν εἶναι τὸ ἔργον τῶν ἱερέων, ἀποκλεῖον αὐτοὺς ἀπὸ τῆς στρατολογίας»7.
2ον. Ἡ περίπτωση τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων
Ἡ θέση αὐτὴ τοῦ Κων. Καλλινίκου βρίσκει τὴν ἐφαρμογή της, μὲ τὸν πλέον ἁπτὸ τρόπο, στὴν περίπτωση τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων, ποὺ στελεχώνουν τὴ Θρησκευτικὴ Ὑπηρεσία τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τῆς Πατρίδος μας. Οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ προσέφεραν ἀνεκτίμητες ἐθνικὲς ὑπηρεσίες σ’ ὅλες τὶς περιόδους τῶν ἀγώνων τοῦ Ἔθνους μας, ἀπὸ τὸ 1821 ἕως σήμερα. Διαφύλαξαν ὅμως ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸν πνευματικὸ καὶ ἁγιαστικὸ χαρακτήρα τοῦ λειτουργήματός τους. Ἀπὸ τὸ μελέτημά μας Ἡ συμβολὴ τῶν Στρατιωτικῶν Ἱερέων στοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους8, στὸ ὁποῖο δημοσιεύεται πρωτοτύπως καὶ ἐπιστολὴ στρατιωτικοῦ ἱερέα, ὅπου ἀποτυπώνεται - ἔστω καὶ ἐπιγραμματικῶς - ἡ ὀρθόδοξη ἱερατικὴ αὐτοσυνειδησία του περὶ τῆς ἀποστολῆς του ἐν καιρῷ πολέμου, ἀντιγράφουμε σχετικῶς:
«Ἀποστολή τους [σ.Σ. τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων] ἦταν νὰ βρεθοῦν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός, στὸ πλευρὸ τοῦ μαχομένου ποιμνίου τους. Ὄχι βεβαίως γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅπλα κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἀλλά, μένοντας πιστοὶ στὸν πνευματικὸ χαρακτήρα τοῦ λειτουργήματός τους, νὰ σταθοῦν ζωντανὰ παραδείγματα αὐταπαρνήσεως καὶ ἐθελοθυσίας, χάριν τῆς Πατρίδας καὶ τοῦ προκινδυνεύοντος ἀδελφοῦ, ἐφαρμόζοντας τὸ εὐαγγελικό: ”ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ἰω. 10,11). Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα στρατιωτικοῦ ἱερέα μὲ ἔντονη συνείδηση τοῦ πνευματικοῦ χαρακτήρα τῆς ἀποστολῆς του στὸ στράτευμα, σὲ πολεμικὴ περίοδο, εἶναι αὐτὸ τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέα Ἀρχιμ. Νικηφόρου Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος σὲ ἀναφορά του πρὸς τὴ στρατιωτικὴ ὑπηρεσία του μὲ ἡμερομηνία 13 Δεκεμβρίου 1837 ὁριοθετεῖ, ἀκροθιγῶς, τὴν ἀποστολὴ τοῦ λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου στὸν πόλεμο:
“Τὸ ἀντικείμενον λοιπὸν ταύτης (σ.Σ. τῆς ἀναφορᾶς του) ἦτον καὶ εἶναι ὅτι, ἀφ’ οὗ ὑπηρετῶ ἤδη δεκαεπτὰ ἔτη, καὶ διὰ θαλάσσης μετὰ τοῦ μακαρίτου Ναυάρχου Μιαούλη, καὶ διὰ ξηρᾶς ἐννέα σχεδὸν ἔτη εἰς τὰ τῆς Γραμμῆς Τάγματα ἤλπιζον λοιπὸν ὅτι ἤθελα ἀνταμειφθῶ ἀναλόγως μὲ τὰς πολυχρονίους ἐκδουλεύσεις μου, καθὼς καὶ ἄλλοι παλαιοὶ συναγωνισταί μου. Ἀλλὰ θεωρήσας ὅτι κατὰ τὸν περὶ ἱερέων τοῦ στρατοῦ διοργανισμὸν δὲν ὑπάρχει ἀνώτερος βαθμὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατέχω, ἐν ᾧ χαίρουσι μάλιστα τὸν αὐτὸν καὶ οἱ νεοδιωρισθέντες Ἱερεῖς. Ἐν ᾧ ἂν ἐνηγκάλιζον ἰδίαις χερσὶ τὰ ὅπλα ἐξ ἀρχῆς ἤθελον χαίρει βεβαίως ἀνώτερον βαθμὸν καθὼς ἄλλοι. Πλὴν δὲν εἶναι νομίζω εὐκαταφρόνητον ὅτι ἐφύλαξα τὸ Ἱερατικὸν ἐπάγγελμα, καὶ ἐβοήθησα τὸν στρατὸν λόγῳ καὶ ἔργῳ πραγματικῶς, χρηματίσας μάλιστα εἰς πολλὰ Σώματα ὡς διδάσκαλος ἄνευ τινὸς ἐπιμισθίου”9».
3ον. Ρυθμίσεις τοῦ Διεθνοῦς Ἀνθρωπιστικοῦ Δικαίου
Τέλος, καὶ πέραν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὸ χῶρο τοῦ διεθνοῦς Ἀνθρωπιστικοῦ Δικαίου, ἀποτελεῖ θεμελιώδη θέση καὶ κατάκτηση, ἡ κατοχύρωση τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ καὶ πνευματικοῦ ρόλου τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν, σὲ περιόδους ἐνόπλων συρράξεων. Οἱ Συμβάσεις Γενεύης καὶ Χάγης, ποὺ ρυθμίζουν τὸ δίκαιο τοῦ πολέμου ἢ τῶν ἐνόπλων συρράξεων, κατατάσσουν τοὺς θρησκευτικοὺς λειτουργοὺς στὴν κατηγορία τῶν ἀμάχων, τοὺς προστατεύουν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τοὺς παρέχουν κάθε κάλυψη γιὰ τὴν ἀκώλυτη ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τους. Ἔτσι, στὰ σχετικὰ κείμενα τῶν Συμβάσεων10, διαβάζουμε:
«Μέλη τῶν ἐνόπλων δυνάμεων ἑνὸς ἐμπολέμου μέρους εἶναι μάχιμοι, δηλαδή, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συμμετέχουν ἀπ’ εὐθείας σὲ ἐχθροπραξίες, ἐκτὸς τοῦ ἰατρικοῦ προσωπικοῦ καὶ τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων ποὺ καλύπτονται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 33 τῆς Τρίτης Σύμβασης»11.
«Τὸ ἰατρικὸ καὶ θρησκευτικὸ προσωπικὸ θὰ τυγχάνει σεβασμοῦ καὶ προστασίας καὶ θὰ τοῦ παρέχεται ὅλη ἡ διαθέσιμη συνδρομὴ γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων του. Δὲν θὰ ἀξαναγκάζεται νὰ ἐπιτελεῖ ἔργα, ποὺ δὲν θὰ εἶναι συμβατὰ μὲ τὴν ἀνθρωπιστικὴ ἀποστολή του»12.
Οἱ ἀρχὲς αὐτὲς ἔχουν υἱοθετηθεῖ ἀπὸ ὅλα σχεδὸν τὰ Κράτη - μέλη τοῦ ΟΗΕ, καὶ ἔχουν ἀποτυπωθεῖ καὶ στοὺς στρατιωτικοὺς κανονισμούς, ποὺ διέπουν τὴ λειτουργία τῶν θρησκευτικῶν ὑπηρεσιῶν τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεών τους. Ἔτσι, ὡς παράδειγμα, ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸν κανονισμὸ τῆς Ἀμερικανικῆς Θρησκευτικῆς Ὑπηρεσίας τῶν Ε.Δ., σὲ δική μας ἀπόδοση: «Οἱ στρατιωτικοὶ ἱερεῖς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φέρουν ὅπλα. Οἱ συμβάσεις Γενεύης καὶ Χάγης, τὸ ἐθιμικὸ καὶ Διεθνὲς Δίκαιο παρέχουν στὸν ἱερέα τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀμάχου. Σὲ περίπτωση αἰχμαλωσίας του ἀπὸ ἐχθρικὲς δυνάμεις (ἢ κατακρατοῦσες δυνάμεις), ὁ στρατιωτικὸς ἱερέας δὲ θεωρεῖται αἰχμάλωτος πολέμου (POW), ἀλλὰ ἐπιστρατεύεται γιὰ τὸ μοναδικὸ σκοπὸ τῆς ποιμαντικῆς καὶ πνευματικῆς διακονίας τῶν αἰχμαλώτων πολέμου, ποὺ ἔχουν συλληφθεῖ ἀπὸ τὶς κατακρατοῦσες δυνάμεις»13.
Κατόπιν τούτων, κατακλείουμε τὴν Παρέκβασή μας, ἀφοῦ θεωροῦμε ὅτι τὰ παρατεθέντα στοιχεῖα ὁμιλοῦν μὲ τὸν πλέον πειστικὸ τρόπο ὑπὲρ τοῦ μὴ δυνατοῦ τῆς ἁγιοποιήσεως τῶν προαναφερθέντων ἡρωϊκῶς πεσόντων ἐνόπλων κληρικῶν ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ θέση αὐτὴ τοῦ Κων. Καλλινίκου βρίσκει τὴν ἐφαρμογή της, μὲ τὸν πλέον ἁπτὸ τρόπο, στὴν περίπτωση τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων, ποὺ στελεχώνουν τὴ Θρησκευτικὴ Ὑπηρεσία τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων τῆς Πατρίδος μας. Οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ προσέφεραν ἀνεκτίμητες ἐθνικὲς ὑπηρεσίες σ’ ὅλες τὶς περιόδους τῶν ἀγώνων τοῦ Ἔθνους μας, ἀπὸ τὸ 1821 ἕως σήμερα. Διαφύλαξαν ὅμως ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὸν πνευματικὸ καὶ ἁγιαστικὸ χαρακτήρα τοῦ λειτουργήματός τους. Ἀπὸ τὸ μελέτημά μας Ἡ συμβολὴ τῶν Στρατιωτικῶν Ἱερέων στοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους8, στὸ ὁποῖο δημοσιεύεται πρωτοτύπως καὶ ἐπιστολὴ στρατιωτικοῦ ἱερέα, ὅπου ἀποτυπώνεται - ἔστω καὶ ἐπιγραμματικῶς - ἡ ὀρθόδοξη ἱερατικὴ αὐτοσυνειδησία του περὶ τῆς ἀποστολῆς του ἐν καιρῷ πολέμου, ἀντιγράφουμε σχετικῶς:
«Ἀποστολή τους [σ.Σ. τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων] ἦταν νὰ βρεθοῦν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός, στὸ πλευρὸ τοῦ μαχομένου ποιμνίου τους. Ὄχι βεβαίως γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουν καὶ αὐτοὶ τὰ ὅπλα κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἀλλά, μένοντας πιστοὶ στὸν πνευματικὸ χαρακτήρα τοῦ λειτουργήματός τους, νὰ σταθοῦν ζωντανὰ παραδείγματα αὐταπαρνήσεως καὶ ἐθελοθυσίας, χάριν τῆς Πατρίδας καὶ τοῦ προκινδυνεύοντος ἀδελφοῦ, ἐφαρμόζοντας τὸ εὐαγγελικό: ”ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ἰω. 10,11). Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα στρατιωτικοῦ ἱερέα μὲ ἔντονη συνείδηση τοῦ πνευματικοῦ χαρακτήρα τῆς ἀποστολῆς του στὸ στράτευμα, σὲ πολεμικὴ περίοδο, εἶναι αὐτὸ τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέα Ἀρχιμ. Νικηφόρου Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος σὲ ἀναφορά του πρὸς τὴ στρατιωτικὴ ὑπηρεσία του μὲ ἡμερομηνία 13 Δεκεμβρίου 1837 ὁριοθετεῖ, ἀκροθιγῶς, τὴν ἀποστολὴ τοῦ λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου στὸν πόλεμο:
“Τὸ ἀντικείμενον λοιπὸν ταύτης (σ.Σ. τῆς ἀναφορᾶς του) ἦτον καὶ εἶναι ὅτι, ἀφ’ οὗ ὑπηρετῶ ἤδη δεκαεπτὰ ἔτη, καὶ διὰ θαλάσσης μετὰ τοῦ μακαρίτου Ναυάρχου Μιαούλη, καὶ διὰ ξηρᾶς ἐννέα σχεδὸν ἔτη εἰς τὰ τῆς Γραμμῆς Τάγματα ἤλπιζον λοιπὸν ὅτι ἤθελα ἀνταμειφθῶ ἀναλόγως μὲ τὰς πολυχρονίους ἐκδουλεύσεις μου, καθὼς καὶ ἄλλοι παλαιοὶ συναγωνισταί μου. Ἀλλὰ θεωρήσας ὅτι κατὰ τὸν περὶ ἱερέων τοῦ στρατοῦ διοργανισμὸν δὲν ὑπάρχει ἀνώτερος βαθμὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον κατέχω, ἐν ᾧ χαίρουσι μάλιστα τὸν αὐτὸν καὶ οἱ νεοδιωρισθέντες Ἱερεῖς. Ἐν ᾧ ἂν ἐνηγκάλιζον ἰδίαις χερσὶ τὰ ὅπλα ἐξ ἀρχῆς ἤθελον χαίρει βεβαίως ἀνώτερον βαθμὸν καθὼς ἄλλοι. Πλὴν δὲν εἶναι νομίζω εὐκαταφρόνητον ὅτι ἐφύλαξα τὸ Ἱερατικὸν ἐπάγγελμα, καὶ ἐβοήθησα τὸν στρατὸν λόγῳ καὶ ἔργῳ πραγματικῶς, χρηματίσας μάλιστα εἰς πολλὰ Σώματα ὡς διδάσκαλος ἄνευ τινὸς ἐπιμισθίου”9».
3ον. Ρυθμίσεις τοῦ Διεθνοῦς Ἀνθρωπιστικοῦ Δικαίου
Τέλος, καὶ πέραν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὸ χῶρο τοῦ διεθνοῦς Ἀνθρωπιστικοῦ Δικαίου, ἀποτελεῖ θεμελιώδη θέση καὶ κατάκτηση, ἡ κατοχύρωση τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ καὶ πνευματικοῦ ρόλου τῶν θρησκευτικῶν λειτουργῶν ὅλων τῶν γνωστῶν θρησκειῶν, σὲ περιόδους ἐνόπλων συρράξεων. Οἱ Συμβάσεις Γενεύης καὶ Χάγης, ποὺ ρυθμίζουν τὸ δίκαιο τοῦ πολέμου ἢ τῶν ἐνόπλων συρράξεων, κατατάσσουν τοὺς θρησκευτικοὺς λειτουργοὺς στὴν κατηγορία τῶν ἀμάχων, τοὺς προστατεύουν ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία καὶ τοὺς παρέχουν κάθε κάλυψη γιὰ τὴν ἀκώλυτη ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τους. Ἔτσι, στὰ σχετικὰ κείμενα τῶν Συμβάσεων10, διαβάζουμε:
«Μέλη τῶν ἐνόπλων δυνάμεων ἑνὸς ἐμπολέμου μέρους εἶναι μάχιμοι, δηλαδή, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συμμετέχουν ἀπ’ εὐθείας σὲ ἐχθροπραξίες, ἐκτὸς τοῦ ἰατρικοῦ προσωπικοῦ καὶ τῶν στρατιωτικῶν ἱερέων ποὺ καλύπτονται ἀπὸ τὸ ἄρθρο 33 τῆς Τρίτης Σύμβασης»11.
«Τὸ ἰατρικὸ καὶ θρησκευτικὸ προσωπικὸ θὰ τυγχάνει σεβασμοῦ καὶ προστασίας καὶ θὰ τοῦ παρέχεται ὅλη ἡ διαθέσιμη συνδρομὴ γιὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν καθηκόντων του. Δὲν θὰ ἀξαναγκάζεται νὰ ἐπιτελεῖ ἔργα, ποὺ δὲν θὰ εἶναι συμβατὰ μὲ τὴν ἀνθρωπιστικὴ ἀποστολή του»12.
Οἱ ἀρχὲς αὐτὲς ἔχουν υἱοθετηθεῖ ἀπὸ ὅλα σχεδὸν τὰ Κράτη - μέλη τοῦ ΟΗΕ, καὶ ἔχουν ἀποτυπωθεῖ καὶ στοὺς στρατιωτικοὺς κανονισμούς, ποὺ διέπουν τὴ λειτουργία τῶν θρησκευτικῶν ὑπηρεσιῶν τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεών τους. Ἔτσι, ὡς παράδειγμα, ἀντιγράφουμε ἀπὸ τὸν κανονισμὸ τῆς Ἀμερικανικῆς Θρησκευτικῆς Ὑπηρεσίας τῶν Ε.Δ., σὲ δική μας ἀπόδοση: «Οἱ στρατιωτικοὶ ἱερεῖς δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φέρουν ὅπλα. Οἱ συμβάσεις Γενεύης καὶ Χάγης, τὸ ἐθιμικὸ καὶ Διεθνὲς Δίκαιο παρέχουν στὸν ἱερέα τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀμάχου. Σὲ περίπτωση αἰχμαλωσίας του ἀπὸ ἐχθρικὲς δυνάμεις (ἢ κατακρατοῦσες δυνάμεις), ὁ στρατιωτικὸς ἱερέας δὲ θεωρεῖται αἰχμάλωτος πολέμου (POW), ἀλλὰ ἐπιστρατεύεται γιὰ τὸ μοναδικὸ σκοπὸ τῆς ποιμαντικῆς καὶ πνευματικῆς διακονίας τῶν αἰχμαλώτων πολέμου, ποὺ ἔχουν συλληφθεῖ ἀπὸ τὶς κατακρατοῦσες δυνάμεις»13.
Κατόπιν τούτων, κατακλείουμε τὴν Παρέκβασή μας, ἀφοῦ θεωροῦμε ὅτι τὰ παρατεθέντα στοιχεῖα ὁμιλοῦν μὲ τὸν πλέον πειστικὸ τρόπο ὑπὲρ τοῦ μὴ δυνατοῦ τῆς ἁγιοποιήσεως τῶν προαναφερθέντων ἡρωϊκῶς πεσόντων ἐνόπλων κληρικῶν ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
1 Βλ. Μ. ΦΑΡΑΝΤΟΥ, «Οἱ ἅγιοι ἐθνομάρτυτες: πρότασις ἁγιοποιήσεως τοῦ Διάκου καὶ ἄλλων κληρικῶν» Ο.Τ., 1405 (2001) 1, 4· τοῦ ἰδίου, «Πότε ἐπιτρέπεται ὁ φόνος ἐν πολέμῳ», Ο.Τ., 1439 (2001) 1, 5· τοῦ ἰδίου, «Ὁ ἱερο-εθνο-μάρτυς ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἠσαΐας (1ον)», Ο.Τ., 1442 (2002) 3, 4· τοῦ ἰδίου, ««Ὁ ἱερο-εθνο-μάρτυς ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἠσαΐας (2ον)», Ο.Τ., 1443 (2002) 3, 4.
2 Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, Ἀρχιμανδρίτου, «Ὁ φόνος ἐν πολέμῳ καὶ ἡ παρ’ ἡμῖν Ἱερωσύνη» Ο.Τ., 1434 (2001) 4· τοῦ ἰδίου, «Ὁ φόνος ἐν πολέμῳ καὶ ἡ παρ’ ἡμῖν Ἱερωσύνη: ἀπάντησις εἰς τὸν καθηγητὴν κ. Μ. Φαράντον (1ον)», Ο.Τ., 1444 (2002) 3, 4· τοῦ ἰδίου, ««Ὁ φόνος ἐν πολέμῳ καὶ ἡ παρ’ ἡμῖν Ἱερωσύνη: ἀπάντησις εἰς τὸν καθηγητὴν κ. Μ. Φαράντον (2ον)», Ο.Τ., 1445 (2002) 3, 4.
3 Ὡς θεολογικὰ ζητήματα ἐννοοῦμε κυρίως τὸ κατὰ πόσον εἶναι ἐπιτρεπτὸ ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀθροδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀναγνώριση ὡς ἁγίων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τὴ διάρκεια ἐθνικῶν ἀγώνων ἔλαβαν ὅπλα, συμμετεῖχαν ἐνεργὰ σὲ μάχες καὶ εἴτε ἔπεσαν στὸ πολεμικὸ πεδίο μαχόμενοι, εἴτε μαρτύρησαν ὑπὲρ πατρίδος στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ.
4 Ἔκδ. «Ἡ Περιστερά-Κ. Μ. Γρηγόρη», ἐν Ἀθήναις 1963.
5 Αὐτόθι, σελ. 42.
6 Αὐτόθι, σελ. 39.
7 Αὐτόθι, σσ. 43,44,45.
8 Βλέπε στὶς σσ. 559-582 τοῦ παρόντος τόμου.
9 ΓΑΚ/ΟΘΩΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ/ΒΧΧV2/Φ.218, α.ἀ. ἐγγράφου 162.
10Βλ. ἔκδοση ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΡΡΑΚΗ-ΜΑΡΙΑΣ-ΝΤΑΝΙΕΛΛΑΣ ΜΑΡΟΥΔΑ, Ἔνοπλες Συρράξεις καὶ Διεθνὲς Ἀνθρωπιστικὸ Δίκαιο - Κείμενα Διεθνοῦς Πρακτικῆς, Ἀθήνα – Κομοτηνὴ 2001.
11 Αὐτόθι, σ. 240 (Πρωτόκολλο Ι Γενεύης 1977, Τμῆμα ΙΙ, Καθεστὼς Μαχίμων καὶ Αἰχμαλώτων Πολέμων, Ἄρθρον 43ον-Ἔνοπλες δυνάμεις). Τὸ δὲ ἄρθρο 33 τῆς Τρίτης Συμβάσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τὰ μέλη τοῦ ὑγειονομικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ προσωπικοῦ, τὰ εἰς διάθεσιν τῆς κατακρατούσης Δυνάμεως πρὸς περίθαλψιν τῶν αἰχμαλώτων πολέμου δὲ θὰ θεωροῦνται αἰχμάλωτοι πολέμου. Οὐχ’ ἧττον θὰ ἀπολαύουν τουλάχιστον πάντων των πλεονεκτημάτων καὶ τῆς προστασίας τῆς παρούσης Συμβάσεως, ὡς καὶ πασῶν τῶν εὐκολιῶν τῶν ἀναγκαίων ἵνα δυνηθοῦν νὰ προσφέρουν τὰς ἰατρικάς των ὑπηρεσίας καὶ τὴν θρησκευτικήν των ἀρωγὴν εἰς τοὺς αἰχμαλώτους πολέμου. Θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ἀσκοῦν, ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῶν νόμων καὶ στρατιωτικῶν κανονισμῶν τῆς κατακρατούσης Δυνάμεως, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῶν ἁρμοδίων αὐτῆς ὑπηρεσιῶν καὶ συμφώνως πρὸς τὴν ἐπαγγελματικήν των συνείδησιν, τὰ ἰατρικὰ ἢ πνευματικά των καθήκοντα ὑπὲρ τῶν αἰχμαλώτων πολέμου, τῶν ἀνηκόντων κατὰ προτίμησιν εἰς τὰς ἐνόπλους δυνάμεις εἰς τὰς ὁποίας καὶ αὐτοὶ ἀνήκουν...» (Σύμβαση ΙΙΙ Γενεύης 1949, Κεφάλαιον 4ον, Ἰατρικὸν καὶ Θρησκευτικὸν Προσωπικὸν Κρατηθὲν πρὸς Περίθαλψιν τῶν Αἰχμαλώτων Πολέμου, Ἄρθρον 33ον, αὐτόθι, σ. 93).
12 Αὐτόθι, σ. 297 (Πρωτόκολλο II Γενεύης 1977, Μέρος ΙΙΙ, Ἄρθρον 9ον, Προστασία ἰατρικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ προσωπικοῦ).
13 RB1-1, Unit Ministry Team Handbook, Department of the Army, 1990.
2 Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, Ἀρχιμανδρίτου, «Ὁ φόνος ἐν πολέμῳ καὶ ἡ παρ’ ἡμῖν Ἱερωσύνη» Ο.Τ., 1434 (2001) 4· τοῦ ἰδίου, «Ὁ φόνος ἐν πολέμῳ καὶ ἡ παρ’ ἡμῖν Ἱερωσύνη: ἀπάντησις εἰς τὸν καθηγητὴν κ. Μ. Φαράντον (1ον)», Ο.Τ., 1444 (2002) 3, 4· τοῦ ἰδίου, ««Ὁ φόνος ἐν πολέμῳ καὶ ἡ παρ’ ἡμῖν Ἱερωσύνη: ἀπάντησις εἰς τὸν καθηγητὴν κ. Μ. Φαράντον (2ον)», Ο.Τ., 1445 (2002) 3, 4.
3 Ὡς θεολογικὰ ζητήματα ἐννοοῦμε κυρίως τὸ κατὰ πόσον εἶναι ἐπιτρεπτὸ ἐξ ἐπόψεως Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀθροδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ἀναγνώριση ὡς ἁγίων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τὴ διάρκεια ἐθνικῶν ἀγώνων ἔλαβαν ὅπλα, συμμετεῖχαν ἐνεργὰ σὲ μάχες καὶ εἴτε ἔπεσαν στὸ πολεμικὸ πεδίο μαχόμενοι, εἴτε μαρτύρησαν ὑπὲρ πατρίδος στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ.
4 Ἔκδ. «Ἡ Περιστερά-Κ. Μ. Γρηγόρη», ἐν Ἀθήναις 1963.
5 Αὐτόθι, σελ. 42.
6 Αὐτόθι, σελ. 39.
7 Αὐτόθι, σσ. 43,44,45.
8 Βλέπε στὶς σσ. 559-582 τοῦ παρόντος τόμου.
9 ΓΑΚ/ΟΘΩΝΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ/ΒΧΧV2/Φ.218, α.ἀ. ἐγγράφου 162.
10Βλ. ἔκδοση ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΡΡΑΚΗ-ΜΑΡΙΑΣ-ΝΤΑΝΙΕΛΛΑΣ ΜΑΡΟΥΔΑ, Ἔνοπλες Συρράξεις καὶ Διεθνὲς Ἀνθρωπιστικὸ Δίκαιο - Κείμενα Διεθνοῦς Πρακτικῆς, Ἀθήνα – Κομοτηνὴ 2001.
11 Αὐτόθι, σ. 240 (Πρωτόκολλο Ι Γενεύης 1977, Τμῆμα ΙΙ, Καθεστὼς Μαχίμων καὶ Αἰχμαλώτων Πολέμων, Ἄρθρον 43ον-Ἔνοπλες δυνάμεις). Τὸ δὲ ἄρθρο 33 τῆς Τρίτης Συμβάσεως ἔχει ὡς ἑξῆς: «Τὰ μέλη τοῦ ὑγειονομικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ προσωπικοῦ, τὰ εἰς διάθεσιν τῆς κατακρατούσης Δυνάμεως πρὸς περίθαλψιν τῶν αἰχμαλώτων πολέμου δὲ θὰ θεωροῦνται αἰχμάλωτοι πολέμου. Οὐχ’ ἧττον θὰ ἀπολαύουν τουλάχιστον πάντων των πλεονεκτημάτων καὶ τῆς προστασίας τῆς παρούσης Συμβάσεως, ὡς καὶ πασῶν τῶν εὐκολιῶν τῶν ἀναγκαίων ἵνα δυνηθοῦν νὰ προσφέρουν τὰς ἰατρικάς των ὑπηρεσίας καὶ τὴν θρησκευτικήν των ἀρωγὴν εἰς τοὺς αἰχμαλώτους πολέμου. Θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ ἀσκοῦν, ἐντὸς τοῦ πλαισίου τῶν νόμων καὶ στρατιωτικῶν κανονισμῶν τῆς κατακρατούσης Δυνάμεως, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τῶν ἁρμοδίων αὐτῆς ὑπηρεσιῶν καὶ συμφώνως πρὸς τὴν ἐπαγγελματικήν των συνείδησιν, τὰ ἰατρικὰ ἢ πνευματικά των καθήκοντα ὑπὲρ τῶν αἰχμαλώτων πολέμου, τῶν ἀνηκόντων κατὰ προτίμησιν εἰς τὰς ἐνόπλους δυνάμεις εἰς τὰς ὁποίας καὶ αὐτοὶ ἀνήκουν...» (Σύμβαση ΙΙΙ Γενεύης 1949, Κεφάλαιον 4ον, Ἰατρικὸν καὶ Θρησκευτικὸν Προσωπικὸν Κρατηθὲν πρὸς Περίθαλψιν τῶν Αἰχμαλώτων Πολέμου, Ἄρθρον 33ον, αὐτόθι, σ. 93).
12 Αὐτόθι, σ. 297 (Πρωτόκολλο II Γενεύης 1977, Μέρος ΙΙΙ, Ἄρθρον 9ον, Προστασία ἰατρικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ προσωπικοῦ).
13 RB1-1, Unit Ministry Team Handbook, Department of the Army, 1990.
Εις κάθε περίπτωσιν η καθ' Ελλάδα Σύνοδος αδυνατεί να πράξει το παραμικρόν ειμή μόνον κατόπιν αδείας και συγκαταθέσεως της Μητρός Εκκλησίας, του Οικουμενικού Παριαρχείου. Γνωστόν ότι η συγκατάθεσις αύτη, εθεωρήθη ως "δεδομένη" και κατά την περίπτωσιν των +Χρυσοστόμου Σμύρνης και των μετ' αυτού αναιρεθέντων αδίκω θανάτω αδελφών Αρχιερέων. Ο πρωτοστατήσας τότε επί του θέματος +Αθηνών Χριστόδουλος, εις το σχετικόν υπόμνημά του -ως Δημητριάδος- είχεν αναγνωρίσει το σχετικόν δικαίωμα της Πατριαρχικής Συνόδου και ανέφερεν εν συνεχεία πως τούτο δεν δύναται να ασκηθεί εκεί, τότε, καθόσον η Πατριαρχική Σύνοδος τυγχάνει εισέτι, κρίμασιν οις Κύριος οίδεν, ευρισκομένη εις την καρδίαν του "θύτου....."(βλ. σχετ. εισήγησιν εις την Ελλαδικήν Σύνοδον εν όψει της αναγνωρίσεως της αγιότητος εν έτει 1993). Η περίπτωσις αυτή είναι βεβαίως ιδιάζουσα πως, καθότι επί παλαιοτέρου απευθείας ο Οικουμ. Θρόνος προέβη, και δη κατ' εξακολούθησιν, εις αναγνώρισιν της αγιότητος των νεομαρτύρων του Γένους, κληρικών και λαικών, εχόντων αρχηγόν τον Ιερομάρτυρα Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε΄.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕννοείται δε ότι εις απάσας τας περιπτώσεις ελήφθησαν σοβαρώς υπ' όψιν, και μελλοντικώς επίσης τούτο θα συμβεί, αι "εκκλησιολογικαί", κατ' αρχήν, παράμετροι(βλ. σχετικάς αγιολογικάς μελέτας) επί των οποίων εδράζεται η υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας "αναγνώρισις της αγιότητος" οιουδήποτε προσώπου(η "αγιοποίησις" ως θεωρία και πράξις τυγχάνει προιόν της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας).