Ο Σπύρος Γιανναράς είναι άξιος γιός του καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, ακριβώς γιατί διαφέρει αρκετά από τον πατέρα του. Ο Σπύρος Γιανναράς ασχολήθηκε φυσικά με τα γράμματα, αλλά ως αυτόφωτος εξ αρχής.
Έζησε έξι χρόνια στη Γαλλία, όπου μετά από μια σύντομη ενασχόληση με την Aρχιτεκτονική στο Στρασβούργο, κατέληξε στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε Γαλλική Φιλολογία. Σήμερα εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Kαθημερινή. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και άρθρα στα περιοδικά Nέα Eστία, Διαβάζω, Eπίγνωση, Mανιφέστο, Eυθύνη και Nέα Πολιτική.
Τα διηγήματά του από τις εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, με τον τίτλο Ο Λοξίας, μας αποκαλύπτουν ένα νέο λογοτέχνη, πολλά υποσχόμενο. Έχει αναμφισβήτητα φιλοσοφικές καταβολές ο Σ. Γιανναράς. Αυτές, όμως, τις μετουσιώνει σε λογοτεχνία. Δεν είναι εύκολος δρόμος αυτός. Γιατί μπορεί τα αφηγήματα να γλιστρίσουν σε δοκιμιακά κείμενα. Όμως ο Σ. Γιανναράς αν κάτι σίγουρα πήρε από τον πατέρα του είναι η πάλη με τις λέξεις και τις ιδέες. Κι αυτό σηματοδοτεί μια πορεία χωρίς αυτονόητα, αλλά με επαναπροσδιορισμό κάθε στιγμή.
Διαβάζω με βουλιμία και τα άρθρα του στην Καθημερινή, τα οποία θεωρώ καίρια και ουσιαστικά, παρά τον επικαιρικό τους χαρακτήρα.
(Η φωτό των Χρήστου και Σπύρου Γιανναρά είναι της Ιδιωτικής Οδού - Πόλις, Δεκ. 2008).
Ζωή χαρισάμενη
«Καθ' ότι αν κοινωνήσωμεν,
αληθεύομεν, ά δε ιδιάσωμεν, ψευδόμεθα»
Ηράκλειτος
Ο πατήρ Ευτύχιος σηκώθηκε αχάραγα, παραμονή των Βαΐων, αποκαμωμένος από τον κακό ύπνο. Η ζωντάνια του νυχτερινού ενύπνιου ταλάνιζε για ώρες το μυαλό του. Ηταν όντως θαύμα ή μήπως κάποιο από τα υποχθόνια παιχνίδια του εωσφόρου; Οσο όμως το ξανασκεφτόταν, ένιωθε να μετακινείται προς το φως. Το ίδιο άκτιστο φως που κατέκλυζε το όνειρό του. Οχι, δεν έκανε λάθος, ο εαυτός του ήταν που εμφανίστηκε «εν ετέρα μορφή» στον ύπνο του. Ενσώματος, μα άσαρκος, απελευθερωμένος από τα βδελυρά δεσμά της σάρκας και της αμαρτίας.
Στον Αγιο Ανδρέα, την ενορία του, όπου κατέβηκε πριν από τον όρθρο τον περίμενε άλλο χτυποκάρδι. Σκύβοντας να προσκυνήσει την εικόνα του αγίου στον νάρθηκα αντίκρισε το πρόσωπό του στην επιφάνεια του γυαλιού, φωταγωγημένο. Ορθώθηκε απότομα και έριξε ένα πλάγιο βλέμμα κάτω από το τζάμι. Το αίμα του πάγωσε. Οχι, δεν έκανε λάθος, τα δικά του, άκτιστα όμως χαρακτηριστικά, διέκρινε και στο πανάχραντο πρόσωπο του αγίου.
«Αδύνατον!» ψιθύρισε και σταυροκοπήθηκε βιαστικά τρεις φορές. Προχώρησε αλαφροστενάζοντας, με γοργό βήμα προς την Ωραία Πύλη. Δύο βήματα πριν έπεσε απότομα στα γόνατα, σαν πυροβολημένος.
«Θε μου... Θε μου... Νυν απολύεις τον δούλον σου...» ψέλλισε κι αναλύθηκε σε ένα γοερό κλάμα. Το φωτοστεφανωμένο πρόσωπο που είχε απέναντί του ήταν για άλλη μια φορά το δικό του - απαράλλαχτη κορωνίδα πάνω από διαφορετικά σώματα: του Αγιαντρέα, του Προδρόμου, ακόμα και πάνω από εκείνο του Χριστού. Ετσι πεσμένος στα γόνατα έστρεψε το κεφάλι στις τοιχογραφίες που πλαισίωναν το τέμπλο. Παντού το ίδιο, πάμφωτο, μα ωστόσο άτεγκτο, δικό του πρόσωπο. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, είχε διακρίνει τα πρώτα σημεία, αν και αδιόρατα, έναν περίπου χρόνο μετά την έλευσή του στη νέα ενορία. Το ουσιαστικά ακαλλιέργητο χάρισμα λόγου με το οποίο μάγευε το ποίμνιο των απολωλότων προβάτων σε κάθε κήρυγμα. Τα μουσκεμένα μάγουλα και τα αναφιλητά που σαν να πλήθαιναν συν τω χρόνω. Τα διάσπαρτα ξεσπάσματα απελπισμένης αφοσίωσης: οι κοπετοί στην εξομολόγηση, οι περίτρανες μεταμέλειες, ο ζήλος των εθελοντών για το πνευματικό έργο του κατηχητικού, του γηροκομείου και του ραδιοφωνικού σταθμού της ενορίας, που ο ίδιος είχε αναστήσει. Ακόμα και το πάθος με το οποίο οι ψαλτάδες έψαλλαν «εις πολλά έτη». Αλλά και σε ατομικό επίπεδο: στο θείο δώρημα μιας σπάνιας εσωτερικής δύναμης αντίστασης στον ζόφο της αμαρτίας. Στο επαμειβόμενο πνευματικό έπαθλο της αρχιμανδροσύνης - σε τόσο νεαρά ηλικία.
Εκεί καθισμένον ανακούρκουδα απέναντι στο λεπτοπελεκημένο τέμπλο, χύνοντας δάκρυα χαράς τον βρήκε ο Γρηγοράκης καθώς εισέβαλε τρέχοντας στη μακρόστενη εκκλησία. Πίσω του ακολουθούσε, εμφανώς αναστατωμένος από την ανάρμοστη εισβολή, ο επίτροπος, ο κύριος Ζαχαρίας. Επιασαν ο καθένας από ένα μπράτσο και τον τραβούσαν να σηκωθεί. Ο λυγερόκορμος αρχιμανδρίτης, ενώ συνήθως απέφευγε επιμελώς τις επαφές αφέθηκε στα χέρια που πάσχιζαν να τον ξαναστήσουν στα πόδια του.
«Τι βλέπεις γύρω σου Ζαχαρία μου;», σιγοψιθύρισε ανάμεσα στους λυγμούς. «Κοίτα γύρω σου και πες μου τι βλέπεις», πρόσθεσε συγκλονισμένος.
«Τι βλέπω πάτερ μου, τι βλέπω», έκανε αμήχανα εκείνος.
«Δεν βλέπεις το καθαγιασμένο μου πρόσωπο σε όλες τις μορφές των αγίων στεφανωμένο με άκτιστο φως;». Είπε ορθώνοντας τη μπάσα φωνή και το κορμί του, περιφέροντας τον τεντωμένο του βραχίονα σαν ξεναγός. Ο άλλος κοιτούσε με ανοιχτό στόμα τους πολύχρωμους τοίχους, στριφογυρίζοντας γύρω από τον άξονά του. Δεν ξέρω αν ήταν η επιβλητική μορφή του πατέρα Ευτύχιου ή κάποια μύχια, χρόνια καιροφυλακτούσα αντεπιθυμία που τον έριξε κι εκείνον στα γόνατα σπαράζοντας γοερά: «Ναι, ναι βλέπω, βλέπω άγιε πατέρα», φώναξε, ξεσπώντας σε κλάματα, ενώ άρχισε να σταυροπροσκυνάει τον ιερέα, κάνοντας βαθιές μετάνοιες.
Ο νεαρός που παρακολουθούσε αμέτοχος, έπιασε να σέρνει τον παπά απ' το χέρι: «Ελα παππούλη μου, έλα... Η γιαγιά μου πεθαίνει... Ψυχοπαραδίνει όπως λέει, και θέλει να κοινωνήσει πριν αποχαιρετήσει για τις αιώνιες... τα αιώνια μοναστήρια ή κάπως έτσι...».
Ο Γρηγοράκης είχε προλάβει -στα 23 του- να μάθει από την κακή και την ανάποδη τα ελληνικά νοσοκομεία. Είχε περάσει αμέτρητα μερόνυχτα, λίγο πριν κλείσει τα δώδεκα, στο προσκεφάλι της μάνας του που χαροπάλευε από τροχαίο στο ΚΑΤ. Μετά τον θάνατό της, και την αλαφροπάτητη εξαφάνιση του πατέρα, άρχισε να μπαινοβγαίνει και πάλι στις κλινικές συνοδεύοντας τη φιλάσθενη γιαγιά του.
Τούτη τη φορά όμως όλα δείχναν ότι θα ήταν η τελευταία. Το ογκίδιο που είχε διαγνωστεί στον μαστό της κυρά-Σταυρούλας (και δεν έπαιρνε επέμβαση ένεκα του εμφυσήματος που της φιλοδώρησε μαζί με μια πενιχρότατη σύνταξη η δουλειά της καθαρίστριας) είχε ριζοβολήσει μέσα της και θέριευε σε πείσμα των χημειοθεραπειών. Από κοντά και το εμφύσημα συναυτουργούσε στο «κακό», χειροτερεύοντας.
Το περασμένο βράδυ η γραία που ένιωθε ότι τα είχε φάει πια τα ψωμιά της, δεν έκλεισε μάτι. Η αναπνοή της γινόταν ολοένα πιο κοντή, πραγματικό αγκομαχητό. Οι γιατροί την εξέτασαν κι είπαν πως ήταν πια θέμα ημερών. Αν όχι ωρών. Ο Γρηγοράκης που ξενυχτούσε πλάι της δεν σήκωσε κεφάλι από το PlayStation μέχρι που την άκουσε να τον ορμηνεύει για το νεκροσέντουκο και να αποζητάει τον παπά.
«Είμαι πολύ αμαρτωλή πάτερ Ευτύχη μου», ψέλλισε εκείνη πριν αυτός προλάβει να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού, προσέχοντας μην αγγίξει το πολυπλόκαμο σύστημα από σωληνάκια που την κρατούσαν καρφωμένη στο στρώμα. «Ακούω τις καμπάνες να τραγουδούν», συνέχισε με σφυριχτή αναπνοή, «κι εγώ κάθομαι εδωνά και κοιτώ το ταβάνι... Ο Θεός να με συγχωρέσει...» συνέχισε, παλεύοντας να ανασηκωθεί. Ο αρχιμανδρίτης την παρατηρούσε ανέκφραστος σαν να άκουγε το ίδιο το ξεκούτιασμα.
«Και στα καλά σας όμως, δεν ήσασταν τακτική στην εκκλησία, κυρά-Σταυρούλα μου», αποκρίθηκε μ' ένα χαμόγελο ευαρέσκειας. «Κι όταν μ' ακούγατε να υπογραμμίζω πως τα πρόσφορα δεν φτάνουν για να πάρει αντίδωρο το χριστεπώνυμο πλήρωμα, δεν σας είδα να γρηγορείτε. Και να πω πως σας ενδιέφερε η πνευματική τροφή; Ολο ψιλοκουβεντούλα πιάνατε στα κηρύγματα. Δεν σας τα λέω μετά χαράς, κυρά Σταυρούλα μου», συνέχισε απτόητος, «αλλά γιατί πλησιάζει η ώρα που θα σας κρίνει ο Θεός...».
Η γριά ξέσπασε σε αναφιλητά. Η αναπνοή όμως δεν τη βάσταγε και το κλάμα μετατράπηκε πάραυτα σε ρόγχο. Ο παπάς της έδωσε θορυβημένος οξυγόνο. Εκείνη γούρλωνε τα μάτια πασχίζοντας να πάρει ανάσες, στυλώνοντας πάνω του ένα ευσπλαχνικό βλέμμα που του έδινε ακόμα περισσότερο στα νεύρα.
Οταν βρήκε την ανάσα της, έκανε να του μιλήσει: «Πετάγομαι... και στον Προφήτη Ηλία, στο Χαλάνδρι... εκεί λειτουργιέται η Ταμάρα... καλή κοπέλα... μάλαμα... και πολύ ταλαιπωρημένη... αυτή γιατροπόρεψε τη μάνα του Γρηγοράκη μου... Είναι ξωμερίτισσα η καημένη και μόνη... δεν έχει κανέναν εδώ. Μένει εσωτερική σ' ένα πλουσιόσπιτο... φροντίζει μια νεαρή, ξωπαρμένη, που δεν ξεμυτίζει έξω. Οσο... όσο για τα πρόσφορα... μια σφραγίδα έχω μονάχα... και τη δανείζω... τη δανείζω και στις άλλες...».
Την κυρά-Σταυρούλα την ξέχασε ή μάλλον την ξέγραψε αμέσως αφού την κοινώνησε και πάτησε πόδι έξω από το δωμάτιο. Από τότε πέρασε καιρός. Είχε διαβάσει τα δώδεκα ευαγγέλια, είχε ψάλλει τα εγκώμια, είχε κάνει την αποκαθήλωση κι ετοιμαζόταν πια για το βράδυ της Ανάστασης. Ηταν εξέχουσας σημασίας η φετινή Ανάσταση. Περίμενε αγωνιωδώς το περίλαμπρο θαύμα που θα αποκάλυπτε, ωσάν άγγελος εξ ουρανού, σε ολόκληρο το εκστασιασμένο εκκλησίασμα τα αδιαμφισβήτητα πειστήρια της αγιότητάς του.
Εβαλε ευλογητός, έδωσε το Φως, διάβασε το αναστάσιμο ευαγγέλιο και βγήκε, απελπισμένος και κατηφής, λες κι έθαβε τον ίδιο του τον πατέρα, στην Ωραία Πύλη να διαβάσει τον κατηχητικό λόγο του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Μόλις έφτασε στο: «φιλότιμος γαρ ων ο Δεσπότης δέχεται τον έσχατον καθάπερ και τον πρώτον», έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στους ενορίτες του κι έχασε τη μιλιά του. Αντίκρισε την κυρά-Σταυρούλα να μπαίνει στον ναό ντυμένη στα γιορτινά της, να προσκυνάει ευλαβικά την εικόνα, να βαδίζει με βήμα ζωηρό προς το μέρος του και να στέκεται πρώτη στην ουρά να μεταλάβει.
Απέξω στα σκαλάκια ο Γρηγοράκης έσκυβε προσηλωμένος και σιωπηλός πάνω από τη φωτεινή οθόνη του PlayStation.
Ποια μέρα και σε ποια στήλη αρθρογραφεί ο κ. Σπύρος Γιανναράς;
ΑπάντησηΔιαγραφή