Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

ΤΟ ΡΕΚΒΙΕΜ ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ


Το χριστιανόπουλο που πήγαινε "με χαρά" στα κατηχητικά της δεκαετίας του '40 στη Σαλονίκη, έγινε ο "αιρετικός" Ντίνος Χριστιανόπουλος, ήτοι: ο αμαρτωλός ποιητής, με την ειρωνεία που σε διαπερνά σύγκορμο, με την απολυτότητα στο λόγο και την έκφραση, με την επιθετικότητα συχνάκις προς πολλούς, με μια γλώσσα που επιβεβαιώνει πανηγυρικά την παροιμία: κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει!
Όμως την καθαρότητα της στάσης του Χριστιανόπουλου σπάνια συναντάς σ' αυτόν τον μάταιο κόσμο. Κι αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη κατάκτησή του. Γι' αυτό και τολμά να καταπιαστεί με τα ιερά κείμενα και επ' εσχάτων με τα έσχατα, ήτοι με την Νεκρώσιμη Ακολουθία του Ιωάννου του Δαμασκηνού. Τι θα συνεισφέρει μ' αυτό του το εγχείρημα; Ίσως ένα δίλεπτο, μα μάς είναι απαραίτητο. Η μεταφραστική του ακρίβεια και η ποιητική του υπόσταση συνθέτουν ένα πολύ ενδιαφέρον μίγμα. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε, γι' αυτό και αναδημοσιεύουμε μια παρουσίαση της μτφ. Χριστιανόπουλου από την Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας. Με την ευχή της εμπέδωσης της ματαιότητας. Κατά το δυνατόν... Και καθ' ημέραν...



Από τη νεκρώσιμη ακολουθίαμτφρ.: Ντίνος Χριστιανόπουλος
εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, σ. 48

Τα τροπάρια του Ιωάννη Δαμασκηνού που χρησιμοποιούνται στη νεκρώσιμη ακολουθία αποτελούν μία από τις κορυφαίες στιγμές της ελληνικής γλώσσας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ουδέτερη και αποστασιοποιημένη έκφραση του συγγραφέα, που μιλά για τον θάνατο με ένα ύφος σχεδόν απλοϊκό, η άρνησή του να χρησιμοποιήσει τον λόγο συγκινησιακά (παρότι το θέμα θα ευνοούσε τέτοιου είδους χρήση), οι μεγάλες αλήθειες που λέγονται σαν να είναι αυτονόητα πράγματα και η απουσία ουσιαστικών αναφορών σε άλλα κείμενα της εκκλησιαστικής παράδοσης, δίνουν στο κείμενο αυτό μία σπάνια ομορφιά και μία πρωτογενή, αυτοφυή λάμψη. Τα τροπάρια μοιάζουν να γράφονται από έναν λόγιο συγγραφέα, που αφήνει για λίγο στην άκρη τις λόγιες καταβολές του και γίνεται προσωρινά φορέας της λαϊκής προφορικής παράδοσης και γλώσσας, μιλώντας στους ανθρώπους της εποχής του και των μελλοντικών εποχών με τρόπο που θα μπορούσε ο καθένας να καταλάβει, χωρίς την ανάγκη φιλολογικής ή θεολογικής συνδρομής.
Κάποιες φράσεις του Ιωάννη Δαμασκηνού δημιουργούν μέσα μας την αίσθηση ότι προέρχονται από μία μακρινή, κοινή θρησκεία, προτού οι λαοί και οι θρησκευτικές τους παραδόσεις πολυδιασπαστούν και υψωθούν τείχη ανάμεσά τους. Μεταφέρω τέσσερα σύντομα αποσπάσματα από τη μετάφραση του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Σαν λουλούδι μαραίνεται και σαν όνειρο χάνεται, και διαλύεται κάθε άνθρωπος». «Αλίμονο, τι αγώνα κάνει η ψυχή, όταν χωρίζεται απ' το σώμα! Αλίμονο, τι δάκρυα χύνει τότε και κανείς δεν βρίσκεται να την ελεήσει! Στρέφει τα μάτια στους αγγέλους, μα ικετεύει άδικα. Απλώνει τα χέρια στους ανθρώπους, μα ποιος να τη βοηθήσει;». «Πράγματι, πόσο είναι φοβερό το μυστήριο του θανάτου! Πώς η ψυχή χωρίζεται απότομα απ' το σώμα, και χάνεται αυτή η αρμονία, κι ο τόσο φυσικός δεσμός της συνυπάρξεως κόβεται με τη θέληση του Θεού». «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατο, και δω την ωραιότητα, που πλάστηκε για μας ολόιδια με την εικόνα του Θεού, στους τάφους να την κατεβάζουν, χωρίς μορφή, χωρίς σκοπό, χωρίς κανένα σχήμα. Ω τι θαύμα είν' ετούτο, ετούτο το μυστήριο που γίνεται για μας! Πώς στη φθορά παραδοθήκαμε, πώς με τον θάνατο δεθήκαμε;».

Η σχέση του Χριστιανόπουλου με τα ιερά κείμενα ανάγεται στη μακρινή δεκαετία του 1940, εποχή κατά την οποία ήταν μέλος των κατηχητικών της Θεσσαλονίκης μαζί με τον πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου. Για τη συμμετοχή στα κατηχητικά ο Ιωάννου έγραψε ότι τα νιάτα και η ζωή πολλών παιδιών «σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα, για να μην πω ρημάχτηκαν, από την εμπλοκή εκείνη». Αντιθέτως, ο Χριστιανόπουλος περιγράφει την εμπειρία ως μάλλον θετική. Στην πρώτη του ποιητική συλλογή «Εποχή των ισχνών αγελάδων», που κυκλοφόρησε το 1950, η επίδραση των εκκλησιαστικών κειμένων είναι εμφανής, αφού τα περισσότερα από τα ποιήματα που τη συγκροτούν αναφέρονται σε θέματα που έχουν σχέση με τη Βίβλο και με τη χριστιανική παράδοση.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε αποδώσει και στο παρελθόν στη νεοελληνική κοινή κείμενα παλαιότερων εποχών, με καλύτερη στιγμή του τη μετάφραση του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (Το Ροδακιό, 1997), που κυκλοφόρησε αυτοτελώς. Τα υπόλοιπα βρίσκονται συγκεντρωμένα στα βιβλία «Αρχαία ελληνικά λυρικά ποιήματα» (Μπιλιέτο, 2005) και «Εντευκτήριο Ι» (Ιανός, 2007). Ως προς το εγχείρημά του να αποδώσει στα νέα ελληνικά τα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει αρκετές ενστάσεις. Οι δύο κυριότερες, κατά τη γνώμη μου, είναι οι εξής: ότι το κείμενο είναι σε μεγάλο βαθμό κατανοητό μέχρι σήμερα στην πρωτότυπη μορφή του και ότι η αισθητική του αρτιότητα δεν οφείλεται μόνο στο περιεχόμενο, αλλά κυρίως στον ρυθμό, στο ύφος, στην έκφραση, στη γλώσσα και στην επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων και συνδυασμών λέξεων, δηλαδή σε ένα ιδιαίτερο «μικροκλίμα», που είναι δύσκολο να διατηρηθεί στη μετάφραση. Επιπλέον, τα τροπάρια της νεκρώσιμης ακολουθίας έχουν αδιάσπαστη σχέση με τη μουσική που τα συνοδεύει και κουβαλούν μαζί τους μία μακραίωνη φόρτιση, λόγω της χρήσης τους στους ναούς, αφού τα ακούμε κάθε φορά που χάνουμε αγαπημένα μας πρόσωπα. Σε έργα τόσο υψηλής αισθητικής αξίας μία μεταφραστική προσπάθεια θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα παραπάνω, αλλά και πάλι το αποτέλεσμα δεν θα είναι επαρκές, εάν δεν υπάρχει εκείνο το απροσδιόριστο στοιχείο, που μεταμορφώνει τον λόγο σε ποίηση.
Τα «νεκρώσιμα ιδιόμελα» του Ιωάννη Δαμασκηνού είναι κείμενα μεγάλης πυκνότητας, ακόμη και αν η απλότητα του ύφους ξεγελά. Η ενασχόληση του Χριστιανόπουλου με αυτά θα πρέπει να υπήρξε βασανιστική και εξαντλητική, αλλά και ευχάριστη. Τα περιθώρια για μεταφραστικούς ελιγμούς είναι ελάχιστα και ο έμπειρος ποιητής (δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα μέσα της δεκαετίας του 1940) και φιλόλογος τα εκμεταλλεύεται με ενδιαφέροντα τρόπο. Η μεταφραστική του άποψη συνδυάζει το σεβασμό στον εσωτερικό ρυθμό του πρωτοτύπου και την απόλυτη μεταφραστική ακρίβεια κατά τη μεταφορά στην τωρινή μορφή της ελληνικής γλώσσας, εκτός από εκείνα τα δύσκολα ή ασαφή σημεία όπου ο φιλόλογος αποσύρεται, για να δώσει τη θέση του στην ποιητική διαίσθηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ακόμη και οι λεπτότατες αποχρώσεις μεταξύ κάποιων λέξεων αποκτούν σημασία και προσθέτουν ή αφαιρούν από το ειδικό βάρος της μετάφρασης, σε σύγκριση πάντα με το πρωτότυπο κείμενο. Ενα παράδειγμα: η γνωστή φράση της νεκρώσιμης ακολουθίας «μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται» μεταφράζεται: «λίγο να γύρει η ζυγαριά, και όλα αυτά τα διαδέχεται ο θάνατος». Σε άλλα σημεία, η λέξη «βιαίως» μεταφράζεται «απότομα», η έκφραση «επελθών γαρ ο θάνατος» αποδίδεται «γιατί μόλις ορμήσει ο θάνατος», ενώ η έκφραση «της βρώσεως μετέσχε» αποδίδεται «πήρε μέρος στο φαγί».
Το κείμενο του Ιωάννη Δαμασκηνού δημοσιεύεται αντικριστά με τη μετάφραση κι έτσι μπορεί ο αναγνώστης να παρατηρήσει την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας μέσα στον χρόνο. Από τη μονή του Αγίου Σάββα, κοντά στην Ιερουσαλήμ, του 9ου αιώνα, ώς τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα η εικόνα της ελληνικής γλώσσας είναι ενιαία, με κάποιες σημαντικές ωστόσο και ενδιαφέρουσες αλλαγές στη μορφή και στις σημασίες των λέξεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου