Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Η ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ»



Ὑπό ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ
Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
(Εισήγηση κατά το Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο για τις Προσκυνηματικές Περιηγήσεις. Ζάκυνθος, 14 Νοεμβρίου 2009)

Στήν σημερινή ἐποχή τῆς καλπάζουσας παγκοσμιοποιήσεως, ὁ τουρισμός ἀποτελεῖ «μιά πολυεθνική καί πολυδιάστατη βιομηχανία (industry), ἕνα σημαντικό στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς, πολιτισμικῆς, πολιτικῆς καί οἰκονομικῆς πραγματικότητος τῆς ἐποχῆς μας» (1). Κατήντησε νά εἶναι μιά βιομηχανία ἡ ὁποία ἀναπτύσσεται μέ ταχύτατους ρυθμούς, συγκεκριμένα δέ κατά 23% ταχύτερα ἀπό ὁποιαδήποπτε ἄλλη δραστηριότητα. Βιομηχανία πού ἀπασχολεῖ, ποικιλοτρόπως καί σέ διάφορα ἐπίπεδα, ἕναν στούς κάθε ἐννέα κατοίκους τῆς γῆς, καί ἡ ὁποία ἀποφέρει τεράστια κέρδη, τά ὁποῖα ἀνέρχονται ἐτησίως περίπου σέ 3.5 τρισεκατομμύρια δολλάρια! (2)

Σύμφωνα μέ στοιχεῖα τοῦ «Περιβαλλοντικοῦ Προγράμματος τοῦ ΟΗΕ», (United Nations Environment Programme), σήμερα, σέ παγκόσμια κλίμακα, 950 ἑκατομμύρια ἀνθρώπων πορίζονται τά πρός τό ζῆν ἀπό τόν τουρισμό, ἐνῶ οἱ πρόσοδοι ἀπό τήν ἐνασχόληση αὐτή ἀντιπροσωπεύουν τό 10.5% τοῦ κατά κεφαλήν εἰσοδήματος, σέ παγκόσμια πάντοτε κλίμακα (3).


Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ὅτι ὁ τουρισμός διαδραματίζει πλέον ἕνα καθοριστικό ρόλο στήν ὅλη οἰκονομική ἀνάπτυξη μιᾶς κοινωνίας, δοθέντος ὅτι ἐκ τῶν πραγμάτων ἐπιβάλλει τήν βελτίωση τῶν ὑποδομῶν, συντελεῖ στήν ἄνθηση τοῦ ἐμπορίου, ἐνθαρρύνει τήν ποιοτική παραγωγή τῆς τοπικῆς χειροτεχνίας καί, τό κυριώτερο, ἀπασχολεῖ κόσμο καί γίνεται ἀφορμή δημιουργίας νέων θέσεων ἐργασίας, πού συμβάλλουν μεγάλως στήν ἄνοδο τοῦ βιωτικοῦ ἐπιπέδου τῶν κατοίκων μιᾶς περιοχῆς.

* * * * *

Ὁ ὅρος tourism-«τουρισμός», (δηλ. αὐτό πού στά ἑλληνικά ὀνομάζουμε «περιήγηση»), χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά τό 1937 ἀπό τήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν, τήν προκάτοχο τοῦ Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν (ΟΗΕ), προκειμένου ὅπως χαρακτηρισθοῦν ἐκεῖνοι πού ἀποδημοῦσαν πρός ξένους τόπους γιά ἕνα διάστημα περισσότερο τῶν 24 ὡρῶν (4). Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, δέν θά ἦταν ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι οἱ πρῶτοι «περιηγηταί»-«τουρίστες» ὑπῆρξαν ἀναμφίβολα οἱ χριστιανοί, δοθέντος ὅτι ἡ ἀποδημία γιά προσκύνημα σέ χώρους ἱερούς, κυρίως στούς Ἁγίους Τόπους, ἦταν σύνηθες φαινόμενο ἤδη ἀπό τούς χρόνους τῆς πρωτογενοῦς Ἐκκλησίας. Τό «Ὁδοιπορικό» τῆς μοναχῆς Αἰθερίας πού περιγράφει τίς διατριβές της στό Σινᾶ, στήν Παλαιστίνη καί τήν Ἀντιόχεια, δίνει μιά σαφή ἰδέα περί τῆς εὐλαβοῦς αὐτῆς συνήθειας τῶν χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων (5). Ἀλλά καί τά «Γεροντικά» καί πολλά ἄλλα ἁγιοπατερικά βιβλία μιλοῦν «γιά τίς εὐλογημένες περιηγήσεις τῶν Χριστιανῶν σέ Μοναστήρια καί ἐρημητήρια, μέ μοναδικό σκοπό τήν πνευματική τους κατάρτησι καί τήν σωματική καί –κυρίως- τήν ψυχική τους ὑγεία» (6).

Ἡ ἀποδημία γιά λόγους ἀναψυχῆς, γι’αὐτό δηλαδή πού ἀποκαλοῦμε πλέον «τουρισμό», εἶναι σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Ὁ τουρισμός ἄρχισε νά ἐμφανίζεται, κάπως δειλά, περί τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνος, ἀναπτύχθηκε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέ τήν ναυπήγηση πολυτελῶν ὑπερωκεανίων καί τήν ἀνέλιξη τοῦ διεθνοῦς σιδηροδρομικοῦ δικτύου, καί κορυφώθηκε, ἐκδημοκρατιζόμενος, κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ ἰδίου αἰῶνος, μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ἀεροναυτικῆς βιομηχανίας καί τήν ἀεροπορική σύνδεση σχεδόν ὅλων, ἀκόμη καί τῶν πιό ἀπομακρυσμένων, χωρῶν τῆς ὑφηλίου. Καί ἀκριβῶς, μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια τῆς παγκόσμιας τουριστικῆς δραστηριότητος, ἀναπτύχθηκε τελευταίως, μέ ταχύτατους μάλιστα ρυθμούς, καί ὁ λεγόμενος
«θρησκευτικός τουρισμός».

Στήν ἀνάπτυξη τοῦ «θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ» συνετέλεσαν πολλοί παράγοντες. Ὅπως λ.χ. ἡ λογοτεχνία μέ διάφορα ἱστορικοῦ περιεχομένου μυθιστορήματα καί μέ ταξιδιωτικές ἀναμνήσεις˙ τά εὐρείας κυκλοφορίας, καί ἐξειδικευμένα στήν προβολή ἀξιοθέατων τόπων καί μνημείων περιοδικά, (ὅπως τό GEO, τό ANIMAN, ἤ τό National Geographic Magazine)˙ ἡ κινηματογραφική βιομηχανία, πού ὄχι σπάνια ἐπιλέγει ἱστορικά, χριστιανικά καί μή, μνημεῖα ὡς σκηνικό γιά τό «γύρισμα» μιᾶς ταινίας˙ ἡ τηλεόραση μέ διάφορα documentaires ἀρχαιολογικοῦ ἤ πολιτισμικοῦ ἐνδιαφέροντος˙ τελευταίως δέ καί τό Διαδίκτυο. Χάρις στούς παράγοντας αὐτούς, ἄγνωστα μέχρις ἐσχάτων χριστιανικά μνημεῖα ἤ περιοχές τοῦ κόσμου,
ἄρχισαν πλέον νά μπαίνουν στόν παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, ὡς προορισμοί μείζονος «θρησκευτικοῦ ἐνδιαφέροντος».

Παράδειγμα, ἡ Rosslyn Chapel, ἕνας κομψός Ἀγγλικανικός Ναός τοῦ ιε΄αἰῶνος στά περίχωρα τοῦ Ἐδιμβούργου, πού βρισκόταν στό ἐπίκεντρο τῆς πλοκῆς τοῦ γνωστοῦ καί πολύκροτου μυθιστορήματος τοῦ Dan Brown “Da Vinci Code” καί τῆς ὁμώνυμης ταινίας. Ὁ ὁποῖος Ναός, ἐνῶ (λόγῳ ἐκκοσμικεύσεως) στερεῖται πληρώματος ὁσάκις τελοῦνται Ἱ. Ἀκολουθίες, σέ ὧρες ἐκτός θρησκευτικῶν ἐκδηλώσεων, κατακλύζεται ἀπό τουρίστες, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπισκέπτονται ἁπλῶς γιά νά δοῦν τόν χῶρο (ἤ ἄν θέλετε τό «σκηνικό-ντεκόρ») ὅπου ἐκτυλισσόταν ἡ ὑπόθεση τοῦ ἐν λόγῳ ἀμφιλεγόμενου μυθιστορήματος (7). Σήμερα, ὁ ἱστορικός αὐτός Ναός ἀπέβη ὁ δημοφιλέστερος τουριστικός προορισμός τῆς Σκωτίας.



Ἕτερο παράδειγμα, ἡ Medjugorje. Μιά πολίχνη τῆς Βοσνίας-Ἑρζεγοβίνης, ἡ ὁποία σέ λίγα χρόνια εἶχε μιά καταπληκτική οἰκονομική ἀνάπτυξη, ἔπειτα ἀπό μιά πληροφορία πού εἶχε διοχετεύσει μέσῳ Διαδικτύου ἕνας Φραγκισκανός ἱερομόναχος, καί σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Παναγία εἶχε φανερωθεῖ τόν Ἰούνιο τοῦ 1981 σέ ἕξι παιδιά τοῦ χωριοῦ, δίνοντας, μέσω αὐτῶν, μηνύματα εἰρήνης καί ἀγάπης στόν κόσμο. Ἔκτοτε, ἡ μικρή αὐτή κωμόπολις, δέχεται μυριάδες «προσκυνητῶν», πού ἀνήκουν σέ παρα-εκκλησιαστικές ὀργανώσεις καί «χαρισματικά κινήματα», (κυρίως τῆς Ἰταλίας, τῆς Αὐστρίας καί τῆς Γερμανίας) καί σήμερα τείνει νά ἐξελιχθεῖ σέ «Λούρδη τῶν Βαλκανίων» (8). Καί τοῦτο, παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ Βατικανοῦ (9), καί τίς σοβαρές ἐπιφυλάξεις τοῦ τοπικοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐπισκόπου.

* * * * *

Ἀναζητῶντας ὑλικό γιά τήν ἐκπόνηση τῆς ὁμιλίας αὐτῆς, βρῆκα οὐκ ὀλίγα ἐνδιαφέροντα κείμενα ἀναφερόμενα σέ προσπάθειες, διαφόρων ἐπισήμων καί μή φορέων τῆς Ἑλλάδας, οἱ ὁποῖες στόχευαν στήν ἀνάπτυξη τοῦ τουρισμοῦ, μάλιστα δέ τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ.

Σ΄ἕνα ἀπό αὐτά, γινόταν λόγος περί τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν προσκυνηματικό τουρισμό, ὅπως καί γιά προσπάθειες νά διαμορφωθεῖ ἕνα θεσμικό πλαίσιο προωθήσεως τοῦ Θρησκευτικοῦ Τουρισμοῦ σέ μιά χώρα ὅπως ἡ Ἑλλάδα, μέ πληθύν χριστιανικῶν προσκυνημάτων καί ἱστορικῶν Μονῶν. Ὑπογραμμιζόταν, χωρίς περιστροφές, ὅτι «βασικός στόχος» τοῦ ἐγχειρήματος ἦταν νά ἐξελιχθεῖ ἡ Ἑλλάδα «σέ πόλο ἕλξης τουριστῶν», μιά καί τό εἶδος αὐτό τοῦ τουρισμοῦ, τοῦ θρησκευτικοῦ δηλ. τουρισμοῦ, «θά παίξει καθοριστικό ρόλο στήν περαιτέρω ἀνάπτυξη τοῦ τόπου μας». Ἔτσι, προτεινόταν σειρά ὅλη πρακτικῆς φύσεως μέτρων γιά τήν εὐώδοση τοῦ ἐγχειρήματος, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ «ἀποκατάσταση τῶν προσκυνημάτων καί τῶν ἱστορικῶν Μονῶν στό πλαίσιο τῆς πολιτιστικῆς καί τουριστικῆς ἀνάπτυξης», ἡ ἔκδοση «Προσκυνηματικοῦ Ὁδηγοῦ» μέ περιληπτικές πληροφορίες περί ὅλων τῶν προσκυνήματων τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὀργάνωση «ἐμποροπανηγύρεων», «παζαριῶν» καί «παραδοσιακῶν γλεντιῶν» σέ πλατεῖες χωριῶν, οἱ προσαρμογές τῶν ξενοδοχειακῶν μονάδων καί ἐστιατορίων στίς «ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις τοῦ θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ», καί τέλος ἡ ἀνέγερση ἑνός Πανελληνίου Ἱεροῦ Καθιδρύματος «πού θά βοηθοῦσε στήν ἀνάπτυξη τῆς (χώρας), μέ τήν ἀξιοποίηση τοῦ Θρησκευτικοῦ καί Προσκυνηματικοῦ Περιηγητισμοῦ, τοῦ μοναδικοῦ Τουρισμοῦ πού ποτέ δέν πρόκειται νά ἐκλείψει, ἀλλά ἀντίθετα πρός τά ἄλλα εἴδη, παρουσιάζει πάντα ὅλο καί περισσότερο ἀνοδικές τάσεις» (10).

Σέ ἕτερο κείμενο, πού ἀναφερόταν σ’ἕνα Διεθνές Συμπόσιο μέ θέμα τόν «Πολιτιστικό Τουρισμό», ἀφοῦ πρῶτα παρετίθεντο στοιχεῖα σχετικά μέ τίς ἐνέργειες τῆς Πολιτείας καί ποικίλων τουριστικῶν φορέων νά διαφοροποιήσουν τήν τουριστική προσφορά στήν Ἑλλάδα, παρετηρεῖτο ὅτι «ὁ πολιτιστικός τουρισμός εἶναι, ἴσως, ἡ σπουδαιότερη μορφή ἐναλλακτικοῦ τουρισμοῦ, ἰδίως γιά τήν Ἑλλάδα, χώρα μέ ἀπαράμιλλα ἀνταγωνιστικά πλεονεκτήματα στή βάση τῶν πόρων πού στηρίζουν τήν τουριστική οἰκονομία» (11). Ἔπειτα δέ ἀπό τήν γενική αὐτή τοποθέτηση, οἱ ὑπεύθυνοι τοῦ Συμποσίου παρουσίαζαν μιά δέσμη «εἰδικῶν μορφῶν πολιτιστικοῦ τουρισμοῦ», ὅπου συμπεριελαμβάνονταν, μεταξύ ἄλλων, οἱ «ἀθλητικές ἀναμετρήσεις»,«γαστρονομικός τουρισμός», περίπατοι σέ «δρόμους κρασιοῦ», ἐπισκέψεις σέ μουσεῖα καί ἐθνικά πάρκα, «φεστιβάλ», «συνάξεις-ἀνταμώματα», «ἐκθέσεις», «συνέδρια», δίπλα δέ στίς εἰδικές αὐτές κατηγορίες εὕρισκε κάποια θέση καί ὁ «θρησκευτικός τουρισμός»!! (12)

Ἕνα τρίτο κείμενο ἦταν μιά ὁμιλία τῆς (τότε) Ὑπουργοῦ Τουρισμοῦ τῆς Ἑλλάδος, πού εἶχε γίνει τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2006 στά πλαίσια τοῦ 5ου Συνεδρίου τοῦ «Συνδέσμου Ἑλληνικῶν Τουριστικῶν Ἐπιχειρήσεων», καί ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένο στόν «Τουρισμό καί τήν Ἀνάπτυξη». Παρουσιάζοντας τό Κυβερνητικό πρόγραμμα ὅσον ἀφορᾷ στόν ἐμπλουτισμό τῆς τουριστικῆς προσφορᾶς στήν Ἑλλάδα, καί ἀφοῦ παρατηροῦσε ὅτι «ἡ διαφοροποίηση τοῦ τουριστικοῦ προϊόντος εἶναι τό κλειδί τῆς βιώσιμης, ταχύρυθμης καί μακροπρόθεσμης τουριστικῆς ἀνάπτυξης», ἡ Ὑπουργός μιλοῦσε περί τῶν μέτρων τά ὁποῖα ἐλαμβάνοντο ἁρμοδίως γιά νά προωθηθοῦν «νέες μορφές ἐναλλακτικοῦ τουρισμοῦ πού δέν καλύπτονται ἀπό τόν ἀναπτυξιακό νόμο» τῆς Ἑλλάδος, καί προέβαλε ὡς πρότυπα ἐναλλακτικοῦ τουρισμοῦ τήν «γαστρονομία», τόν «θαλάσσιο», τόν «ἀναρριχητικό», τόν «καταδυτικό», τόν «ἀθλητικό» τουρισμό, σύν αὐτοῖς δέ καί τόν «θρησκευτικό τουρισμό» (13). Πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐπιβεβαίωνε καί σέ συνέντευξή της σ’ἕνα ρωσσικό περιοδικό (τιτλοφορούμενο «Ἑλλάδα») (14) τόν Μάϊο τοῦ 2007, ὅπου μιλῶντας γιά τίς προσπάθειες τοῦ Κράτους νά ἐμπλουτισθεῖ τό «τουριστικό προϊόν» (sic) τῆς Ἑλλάδος, τόνιζε ὅτι «στό πλαίσιο αὐτό προωθοῦμε τήν ἀνάπτυξη ὅλων τῶν νέων μορφῶν τουρισμοῦ: τόν ἰαματικό, τόν πολιτιστικό, τόν περιηγητικό, τόν χιονοδρομικό, τόν θάλασσιο, τόν συνεδριακό, τόν προσκυνηματικό, τόν γαστρονομικό, τόν ἀθλητικό, τόν τουρισμό τῶν πόλεων» (15).

Τέλος ἕνα πρόσφατο δημοσίευμα (τόν Ἰούλιο τοῦ 2009), ἀναφερόταν σέ πρωτοβουλίες τοῦ «Πανελλαδικοῦ Συνεταιρισμοῦ (Partenariat) Ἐκκλησιαστικών Εἰδῶν καί Θρησκευτικοῦ Τουρισμοῦ», οἱ ὁποῖες στοχεύον στή δικτύωση ἑλληνικῶν ἐπιχειρήσεων μέ ἀνάλογες ἐπιχειρήσεις ἀπό ὁμόδοξες χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Καί τοῦτο μέ τό σκεπτικό ὅτι (καί σᾶς μεταφέρω αὐτολεξεί τά γραφόμενα) «ὁ κλάδος τῶν ἐκκλησιαστικῶν εἰδῶν καί ὁ θρησκευτικός τουρισμός εἶναι δύο πολύ ἀποδοτικά ἐπιχειρηματικά κεφάλαια» (16).

Διεξερχόμενος κανείς τά ὡς ἄνω κείμενα, ἀλλά καί πολλά ἄλλα σχετικά γραπτά, δέν μπορεῖ παρά νά ἐκφράσει χαρά καί ἱκανοποίηση γιά τίς προσπάθειες πού καταβάλλονται προκειμένου ὅπως ἕνας τόπος, προικισμένος μέ μοναδικές φυσικές καλλονές καί ἀνεκτίμητης ἀξίας μνημεῖα, ὅπως ἡ Ἑλλάδα, ἀποκτήσει μιά ἄξια τοῦ ὀνόματος της καί τῆς ἱστορίας της τουριστική ὑποδομή, πού θά εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς προσπάθειας γιά μιά μακροπρόθεσμη καί βιώσιμη ἀνάπτυξη τῆς χώρας (17).

Ὡστόσο, δέν μπορεῖ νά ἀποκρύψει κανείς καί κάποιο ἐρεθισμό ὅταν διαπιστώνει πώς ἕνας πανάρχαιος ἱερός θεσμός τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τό «προσκύνημα», ἐκλαμβάνεται ἁπλῶς ὡς ἕνα «τουριστικό προϊόν», ὡς «πραμάτεια», ὡς «ἀποδοτικό ἐπιχειρηματικό κεφάλαιο», ὡς ἕνας ἀπό τούς παντοειδεῖς οἰκονομικούς παράγοντας πού ἀναμένεται νά συμβάλει καί αὐτός στήν ἀνάπτυξη καί τήν εὐημερία ἑνός τόπου. Καί βεβαίως ἐνοχλεῖται, βλέποντας ὅτι οἱ περί τόν τουρισμόν ἀσχολούμενοι, ἀδυνατοῦν νά διακρίνουν τήν εἰδοποιό διαφορά ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξύ «τουρισμοῦ» καί «προσκυνήματος». Δηλ. μεταξύ αὐτοῦ πού κατά κύριο λόγο στοχεύει στήν ἀναψυχή τοῦ τουρίστα, καί ἐκείνου πού ἔχει μιά πνευματική διάσταση καί ἀποσκοπεῖ ὄχι στήν «ἀναψυχή», ἀλλά στήν «ψυχική ἀνάταση» καί τήν ἐν Κυρίῳ αὔξηση τοῦ ἀνθρώπου.

* * * * *

Ὅπως ἔγινε ἤδη λόγος, ἡ ἔνταξη τοῦ «θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ», μέσα στά εὐρύτερα πλαίσια τῆς τουριστικῆς καί ἀναπτυξιακῆς πολιτικῆς μιᾶς χώρας, εἶναι πλέον σύνηθες φαινόμενο σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς ὑφηλίου. Δέν εἶναι δέ τυχαῖο ὅτι καί στήν γειτονική Τουρκία, ὅπου, μετά τόν Μικρασιατικό ξεριζωμό καί τήν Συνθήκη τῆς Λωζάννης τό 1923, ἦταν ἀδιανόητο νά πραγματοποιηθεῖ μιά Ὀρθόδοξη λατρευτική Σύναξη στήν Ἀνατολία, σήμερα, ἐπίσημοι κρατικοί φορεῖς, ὅπως τό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ καί Τουρισμοῦ, ἡ Διεύθυνση Θρησκευτικῶν Ὑποθέσεων, οἱ Δημοτικές Ἀρχές τῆς Καππαδοκίας, τῆς Ἰωνίας, τῆς Λυκίας, τῆς Βιθυνίας ἤ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἐνθαρρύνουν πλέον τά Ὀρθόδοξα προσκυνηματικά ταξίδια, ἀνοίγοντας διάπλατα τίς πύλες ἀλειτούργητων μέχρις ἐσχάτων, καί σέ πολλές περιπτώσεις ἐρειπωμένων, Ναῶν μας.

Ἡ ἐξέλιξη αὐτή μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς μιά χειρονομία καλῆς θελήσεως τῶν Ἀρχῶν τῆς Τουρκίας στήν προσπάθεια ἐξομαλύνσεως τῶν σχέσεων της μέ τήν Ἑλλάδα. Καί ὄντως εἶναι μιά εὐπρόσδεκτη χειρονομία πού ὁπωσδήποτε συντελεῖ στήν προσέγγιση τῶν λαῶν τῶν δύο χωρῶν. Ὡστόσο, πρέπει νά ὁμολογηθεῖ ὅτι, σέ περιφερειακό τοὐλάχιστον ἐπίπεδο, τά οἰκονομικά ὠφέλη τῆς Τουρκίας ἀπό τίς ἐπισκέψεις χιλιάδων προσκυνητῶν τόσο ἀπό τήν Ἑλλάδα, ὅσο καί ἀπό τήν ἑλληνική διασπορά στίς προγονικές ἑστίες, στίς ρίζες τοῦ γένους, δέν εἶναι διόλου εὐκαταφρόνητα.

Πρέπει ὅμως νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι, ἄν κρατικοί, δημοτικοί καί τουριστικοί φορεῖς τῆς γειτονικῆς χώρας, δίνουν ἔμφαση κυρίως, (ἄν ὄχι ἀποκλειστικά), στό πολιτικο-οικονομικό σκέλος τοῦ Θρησκευτικοῦ Τουρισμοῦ, ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, πού ἐδῶ καί 15 χρόνια ἡγεῖται τῶν προσκυνημάτων ἀνά τήν Μικρά Ἀσία, δίνει μιά ἄλλη ἔμφαση, καί τοποθετεῖ μέσα στό σωστό ἐκκλησιαστικό, πνευματικό καί ποιμαντικό του πλαίσιο, τό ἐπ’ἐσχάτων ἀναβιωθέν πανάρχαιο εὐλαβές ἔθος τοῦ
«προσκυνηματικῶς ἀποδημεῖν».

Ἔτσι, μιλῶντας κατά τήν διάρκεια Ἑσπερινοῦ στόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τῆς Μαλακοπῆς (Καππαδοκίας) τόν Ἰούλιο τοῦ 2005, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀπευθυνόμενος σέ ὅμιλο προσκυνητῶν πού τόν εἶχαν συνοδεύσει, ρωτοῦσε: «Ποῖον εἶναι τό κινοῦν αἴτιον τῶν ἐπισκέψεών μας (στήν Καππαδοκία); Μία εὐλαβής ἰδιοτροπία ἤ ἔστω μία καλή προσκυνηματική συνήθεια;» Καί ἔδινε τήν ἀπάντηση. Εὑρισκόμεθα ἐδῶ στήν Καππαδοκία, ἔλεγε, διότι ὁ τόπος αὐτός «ἐκπέμπει ἁγιότητα, ὁσιότητα, μαρτυρικότητα, εὐαγγελικότητα». Καί συνέχιζε, τονίζοντας μέ ἔμφαση, ὅτι «ἐρχόμεθα καί θά ἐπανερχόμεθα ὡς πεινῶντες καί διψῶντες νά πίνωμεν καί τρώγωμεν ἐν Θείαις Λειτουργίαις τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἐδῶ ὅπου, λειτουργικῶς ζῶντες, ἐβίωσαν οἱ Καππαδόκαι Ὀρθόδοξοι..., ἐρχόμεθα καί θά ἐρχόμεθα διά νά ἐπαναβαπτιζόμεθα εἰς τό προσευχητικόν κλῖμα τό ὁποῖον περιρρέει τόν ὅλον ὑποβλητικόν χῶρον..., ἐρχόμεθα καί θά ἐρχόμεθα πάλιν, διότι αἰσθανόμεθα ἐνταῦθα πληρέστερον τό μυστήριον τῆς ἐν Χριστῷ ἁγιότητος καί τῆς πραγματικότητος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνός μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τό ὁποῖον συμμετέχουν οἱ πρό ἡμῶν, οἱ σύγχρονοι ἡμῶν καί ὅσοι μετά ἀπό ἡμᾶς θά ἔχουν λάβει τό χριστοσφράγισμα τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ζήσαντες, ζῶντες καί ζήσοντες ἐπ΄ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου» (18). Ἰδού λοιπόν, ἐκλεκτή ὁμήγυρης, ἡ πεμπτουσία τοῦ βιώματος αὐτοῦ πού ἡ Ἐκκλησία ἀποκαλεῖ «προσκύνημα», καί ὄχι «τουρισμό», ἔτσι ὅπως διατυπώνεται ἀπό χείλη Πατριαρχικά. [Παρενθετικῶς, θά ἦταν ἴσως ἐνδιαφέρον νά ἀναφερθεῖ ὅτι τό θέμα αὐτό, εἶχε συμπεριληφθεῖ στό ἀρχικό πινάκιο θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, πού εἶχε καταστρώσει ἡ Α΄Πανορθόδοξος Διάσκεψις τῆς Ρόδου τό 1961. Μόνο πού τότε δέν γινόταν λόγος περί «θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ», ἀλλά περί «ἀναπτύξεως τοῦ ἔθους τῶν Ὀρθοδόξων ὁδοιποριῶν πρός τά ἑκασταχοῦ Ἱερά Προσκυνήματα» (19).]

* * * * *

Ἕνα μνημόνιο τό ὁποῖο εἶχε ὑποβληθεῖ τόν Νοέμβριο τοῦ 2005 στό «Παγκόσμιο Φόρουμ Ἀστικῆς Κοινωνίας» (Global Civil Society Forum), πού τελοῦσε ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ ΟΗΕ, ἀφοῦ πρῶτα ἀναφερόταν στίς προβληματικές πτυχές τοῦ τουρισμοῦ καί τόνιζε τήν ἀνάγκη προαγωγῆς στόν κόσμο ἑνός δικαίου καί ἀειφόρου «οἰκοτουρισμοῦ», προέβαινε, ἐν συνεχείᾳ, στήν ἀπαρίθμηση σειρᾶς ὅλης μέτρων, τά ὁποῖα θά μποροῦσαν νά προσδώσουν ἕνα νέο, πιό «ἀνθρώπινο» κοινωνικό πρόσωπο στόν «τουρισμό μαζῶν», πού ἄρχισε ἐπ’ἐσχάτων νά παίρνει ἀνησυχητικές διαστάσεις, κυρίως στόν λεγόμενο «Τρίτο κόσμο». Μαζί δέ μέ τήν ἔκκληση νά προστατεύονται οἱ «οἰκολογικά εὐαίσθητες περιοχές» τοῦ κόσμου ἀπό ἕνα ἀνεξέλεγκτα ἀναπτυσσόμενο τουρισμό, τό ἐν λόγῳ μνημόνιο προέτρεπε κυβερνήσεις, δήμους καί τουριστικές ἐπιχειρήσεις, νά καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια πρός τρεῖς κυρίως κατευθύνσεις: α) τῆς διαφάνειας στίς τουριστικές ἐπιχειρήσεις, β) τῆς βελτιώσεως τῶν συνθηκῶν ἐργασίας καί τῆς διασφαλίσεως τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν ἐργαζομένων στόν τομέα τοῦ τουρισμοῦ, καί γ) τῆς εὐαισθητοποιήσεως τῶν τουριστῶν ὅσον ἀφορᾷ στήν ἱστορία, τήν πολιτισμική κληρονομιά, τήν ἰδιαιτερότητα καί τήν κοινωνική δομή τοῦ τόπου ἤ τῆς χώρας πού ἐπισκέπτονται (20).

Ἀπό τήν πλευρά του καί ὁ «Οἰκουμενικός Συνασπισμός Τουρισμοῦ» (Ecumenical Coalition on Tourism), πού ἀπό τό 1982 δραστηριοποιεῖται στόν τομέα τῆς καταπολεμήσεως τῶν ἀρνητικῶν πλευρῶν τοῦ τουρισμοῦ (ὅπως ἡ παιδοφιλία, πορνεία, ἐκμετάλλευση τοῦ ἐργατικοῦ δυναμικοῦ, ἄνιση κατανομή τῶν εἰσοδημάτων), μέ κάποια ἀναφορά του συνηγοροῦσε καί αὐτός ὑπέρ τῆς εὐαισθητοποιήσεως τῶν περιηγητῶν ὅσον ἀφορᾷ στίς κοινωνικές ἀνισότητες καί τίς ἄθλιες συνθῆκες ἐργασίας στίς χῶρες πού ἐπισκέπτονται (21). Καί προέβαινε στήν ἐνέργεια αὐτή μέ τό σκεπτικό ὅτι, ἐγκλωβισμένοι μέσα στήν πολυτέλεια τοῦ ξενοδοχείου μιᾶς παραδείσιας ἀκρογιαλιᾶς τῆς Νοτιοανατολικῆς Ἀσίας, τῆς Ἀφρικῆς ἤ ὁρισμένων χωρῶν τῆς Καραϊβικῆς, ὅπου περνοῦν ἀμέριμνα τίς διακοπές τους, οἱ τουρίστες σπανίως βλέπουν τήν κόλαση μέσα στήν ὁποία πασχίζει νά βγάλει τόν ἐπιούσιον ἄρτον του ὁ δύσμοιρος αὐτόχθων πληθυσμός.

Ἄν λοιπόν, διεθνεῖς ὀργανισμοί καί παγκόσμια φόρα αἰσθάνονται σήμερα τήν ἀνάγκη νά παρέχουν ὁδηγίες στόν κόσμο γιά ἕνα κόσμιο, δίκαιο, συνάμα δέ καί ἐπωφελῆ «ψυχαγωγικό τουρισμό», τί εἴδους «κώδικα καλῆς συμπεριφορᾶς», τί εἴδους προτροπή, θά μποροῦσε νά δώσει ἡ Ἐκκλησία, σέ ὅσους ἑτοιμάζονται γιά μιά, ἐντός ἤ ἐκτός τῆς χώρας, «προσκυνηματική ἀποδημία»; Ὁ λόγος, ὄχι βέβαια γιά ἀποδημίες πιστῶν πού μεταβαίνουν ὄντως γιά «προσκύνημα» ἤ γιά κάποιο «τάμα» σέ χώρους ἱερούς, ὅπως λ.χ. στά Ἱεροσόλυμα, στήν Πόλη, στό Σινᾶ, στήν Τῆνο ἤ τήν Πάρο. Ὁ λόγος, γιά τίς «προσφορές-πακέτα» πού διαφημίζονται μέν ὡς «προσκύνημα», ἀλλά στήν πραγματικότητα συνιστοῦν «ἐκδρομές» οἱ ὁποῖες στό πλούσιο καί ἑλκυστικό πρόγραμμά τους συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ ἄλλων, καί μιά ἐπίσκεψη σέ κάποιο ξακουστό Μοναστῆρι ἤ σέ ἕνα ἱστορικό χριστιανικό μνημεῖο!

Ὁ ἐν λόγῳ «κῶδιξ καλῆς συμπεριφορᾶς» πρέπει πρωτίστως νά βοηθᾶ τόν ὑπό μηλωτή «προσκυνητοῦ» περιφερόμενο σύγχρονο «τουρίστα», στό νά συλλαμβάνει τήν βαθύτερη ἔννοια τοῦ ἐγχειρήματός του. Στό νά συνειδητοποιεῖ τήν ἱερότητα τοῦ χώρου τόν ὁποῖο ἐπισκέπτεται, εἴτε εἶναι αὐτός ἐν λειτουργίᾳ ἐνοριακός ἤ μοναστηριακός Ναός, εἴτε ἐρειπωμένο χριστιανικό μνημεῖο ἤ, ἀκόμη, μουσεῖο. Στό νά ἔχει συναίσθηση ὅτι «ὁ τόπος ἐν ᾧ οὗτος ἔστηκε, γῆ ἁγία ἐστίν» (Ἔξοδος 3, 5). Νά μήν ἔχει δηλαδή τήν ἀνοίκεια συμπεριφορά κάποιου νεοέλληνος «προσκυνητοῦ», πού εὑρισκόμενος πρό τινος στήν Ἁγιασοφιά, «τό Παλλάδιο αὐτό τοῦ εὐλογημένου Γένους τῶν Ρωμηῶν» (22) ἔπειτα ἀπό μιά φευγαλέα ἐπίσκεψη στό Φανάρι, καί ἀδιαφορῶντας γιά ὅσα λέγονταν περί τῆς σημασίας γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν ἑλληνισμό τοῦ Ἱεροῦ αὐτοῦ προσκυνήματος (κι’ ἄς εἶναι σήμερα μουσεῖο), ἀδημονοῦσε, ζητῶντας ἐπίμονα ἀπό τόν ξεναγό νά συντομεύει, προκειμένου ὅπως τό «γκρούπ» του προλάβει νά πάει στήν περιώνυμη Κλειστή Ἀγορά τῆς Πόλης, προτοῦ αὐτή σχολάσει!!

Ὁ προσκυνητής δέν μεταβαίνει σέ «Προσκύνημα» γιά ἀναψυχή. Οὔτε καί γιά νά θαυμάσει μόνο ξακουστά ἀρχιτεκτονικά ἤ ἁγιογραφικά ἀριστουργήματα, πού δημιούργησαν κάποτε δεξιοτέχναι μαστόροι. Οὔτε δέ μεταβαίνει μέ τήν νοοτροπία τοῦ «ἦλθον, εἶδον, ἀπῆλθον»! Ὁ προσκυνητής μεταβαίνει σ’ἕνα χῶρο Ἱερό γιά νά προσκυνήσει, νά ἁγιασθεῖ, νά ἰαθεῖ, νά ὠφεληθεῖ πνευματικά, νά συγκεντρωθεῖ, νά συζητήσει, νά χωνέψει αὐτά πού εἶδε καί ἄκουσε, κυρίως δέ γιά νά μετάσχει στήν λειτουργική ζωή μιᾶς Ἱερᾶς Μονῆς (23), ἤ μιᾶς Ἐνορίας. Ὅπως παρατηροῦσε εὔστοχα ὁ φιλοξενῶν ἡμᾶς ἅγιος Ζακύνθου στό Β΄ Ελληνο-Ρωσσικό Φόρουμ τῆς Πετρουπόλεως τόν παρελθόντα Ἰούλιο, ὁ Ὀρθόδοξος προσκυνητής ἐπισκέπτεται χώρους στούς ὁποίους φανερώθηκε θαυμαστά ἡ δύναμη καί ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, κυρίως πρός ὠφέλειαν ψυχῆς καί πρός ἐξεύρεση θησαυρῶν πνευματικῶν (24). Μεταβαίνει ὁ προσκυνητής σ’ἕνα τόπο προκειμένου ὅπως βρεθεῖ σέ «κοινωνία» μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ τόπου αὐτοῦ, τούς πιστούς πού εἶναι ἡ τοπική ἔκφραση τῆς «Μιᾶς» Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί οἱ ὁποῖοι μαζί μέ μᾶς καί μαζί μέ τούς ἀνά τήν οἰκουμένη λοιπούς ὀρθοδόξους, ἀποτελοῦν Σῶμα Χριστοῦ καί εἶναι «μέλη ἐκ μέρους» (Α΄ Κορ. 12,27). Καί θά προσέθετα ἐπί πλέον, πώς μεταβαίνει ὁ προσκυνητής σ’ἕνα τόπο γιά νά ἐνδιαφερθεῖ καί γιά τήν τύχη αὐτῶν πού συνιστοῦν τήν τοπική ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ὡς ἐκ τούτου, δέν ἔχει νόημα, νομίζω, νά ἐπισκεφθεῖ κανείς, ντόπιος ἤ ξένος, ἕνα ἱστορικό Ναό ἤ μιά Μονή κάποιου συρρικνωμένου ἀκριτικοῦ χωριοῦ τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, χωρίς νά διερωτηθεῖ γιατί ἐρήμωσε ὁ τόπος καί πῶς ζοῦν σήμερα οἱ ἐναπομείναντες, γηραιοί κυρίως, κάτοικοί του. Οὔτε ἀρκεῖ νά μεταβεῖ κάποιος στήν Πόλη γιά ἐπίσκεψη στό Φανάρι, στήν Χάλκη καί στήν Ἁγιασοφιά, (ἐννοεῖται δέ καί στήν «Κλειστή ἀγορά» καί σέ κάποια ψαροταβέρνα τοῦ Βοσπόρου!), χωρίς νά προβληματισθεῖ γιά τήν τύχη τοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Πολίτικης Ρωμιοσύνης. Ὅπως δέν ἔχει νόημα νά ἐπισκεφθεῖ κανείς «προσκυνηματικά» τά Ἅγια χώματα τῆς Παλαιστίνης, τά Ἱεροσόλυμα, τήν Βηθλεέμ, τήν Ναζαρέτ, τό Θαβώρ, καί τόν Ἰορδάνη, χωρίς ταυτόχρονα νά διερωτηθεῖ γιά τά αἴτια ἐκεῖνα πού προκάλεσαν τήν συρρίκνωνση τοῦ ὀρθοδόξου καί γενικά τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Ἁγίας Πόλεως τά τελευταῖα σαράντα χρόνια, καί χωρίς νά ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν μοῖρα καί τίς συνθῆκες διαβιώσεως, στήν ὑπό κατοχή πατρῴα τους γῆ, τῶν ἐναπομεινάντων λίγων αὐτοχθόνων πιστῶν, πού ἀποτελοῦν τόν κορμό τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας, τουτέστι τῶν Παλαιστινίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.

Ἄλλο πρᾶγμα λοιπόν, σεβασμία καί ἐκλεκτή ὁμήγυρης, ἡ «Προσκυνηματική ἀποδημία», καί ἕτερον ὁ «Θρησκευτικός τουρισμός». Καί στήν συνειδητοποίηση, ἐκ μέρους τῶν ἀποδημούντων, τῆς οὐσιώδους διαφορᾶς πού ὑπάρχει μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν τοῦ «ἀποδημεῖν», πρέπει νά συμβάλλουν ἀποτελεσματικά τόσο οἱ διοργανωταί παρομοίων «ἐξορμήσεων», (Μητροπόλεις, Ἐνορίες, Σύλλογοι, Ταξιδιωτικά γραφεῖα), ὅσο καί οἱ Ἱερές Μονές καί Ἐνορίες πού φιλοξενοῦν ἄτομα ἤ ὁμάδες προσκυνητῶν. Χωρίς τήν βασική αὐτή ποιμαντική μέριμνα καί προϋπόθεση, τό «προσκύνημα» καταντᾶ νά εἶναι, ἁπλῶς, περιήγηση.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Raul Nicolau Gonsalves, New horizons for the Pastoral Care of Tourism, ἐν Perspectives in Tourism, Spirituality in Tourism, no. 2, σελ. 22
2. Antony Rogers, Bringing People Together for Just Peace-Challenges to Tourism in the 21 Century, ὅπ.π. σελ. 7
3. UNEP Global Civil Society Forum, UNEP/GCSF/5
4. Ron O’ Grady, The Τhreat of Tourism-Challenge to the Church, WCC Publications, Geneva, 2006, p. 75
5. Βλ. Αἰθερίας Ὁδοιπορικόν, ἐκδ. «Τῆνος».
6. Ἀρχιμανδρίτου Δοσιθέου, Ὁδηγός Ὀρθοδόξου Προσκυνητοῦ, ἐκδ. Δ΄, Ἱ. Μονή Παναγίας Τατάρνης, σελ. 30
7. Andrew Duff, Churches and Tourism, http://www.churchesandtourismassociation.info
8. Κατά πληροφορία τοῦ κροατικοῦ ἱδρύματος “Svetiste Kraljice Mira”- «Προσκύνημα τῆς Βασιλίσσης τῆς Εἰρήνης», σέ εἴκοσι ἑκατομμύρια ἀνέρχονται ἐκεῖνοι πού σέ μερικά χρόνια ἐπισκέφθηκαν τήν κωμόπολι αὐτή. Βλ. Apparitions de la Vièrge Marie Medjugorje, ἐν http://www.kroatien-ferien.com. Πρβλ. καί «Σέ ἄνοδο ὁ Θρησκευτικός τουρισμός», στήν ἐφημερίδα Ναυτεμπορική, 22/6/2007
9. Ὁ Καρδινάλιος Ratzinger, καί σήμερα Πάπας Βενέδικτος ις΄, εἶχε τότε χαρακτηρίσει τό φαινόμενο τῆς Medjugorje ὡς «ἁπλό ἐφεύρημα». Βλ. Rémi Fontaine, Le cas Medjugorje, Présent, 24 juin 2006
10. http://www.panagia-galaxa.gr./tourismos.html
11. Διεθνές Συμπόσιο γιά τόν Πολιτιστικό Τουρισμό 16-19/11/2006, βλ. http://www.helexpo.gr/portal. Event item.
12. ὅπ.π.
13. Βλ. www.seteconferences.com/ 5th Conferencespeaches
14.Βλ.www.traveldailynews.gr/new.asp
15. http//www.greece.ru/gr/cult
16, «Στό ἐπίκεντρο ὁ προσκυνηματικός καί θρησκευτικός τουρισμός,», Βλ. Αὐριανή, 2 Ἰουλίου 2009, σελ. 8
17. Τό ἴδιο μπορεῖ νά λεχθεῖ καί για ἄλλες Ὀρθόδοξες χῶρες ὅπως ἡ Κύπρος, ἡ Ρωσσία, ἡ Σερβία, ἡ Γεωργία, ἡ Οὐκρανία, ἤ ἡ Ρουμανική Μολδαβία
18. Βαρθολομαίου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία κατά τόν Ἑσπερινόν ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ Ἁγίου Θεροδώρου Μαλακοπῆς, (02.07.2005), Βλ. http//www.ec-patr.org/docdisplay
19. Μονογραφηθέντα Πρακτικά τῆς ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξου Διασκέψεως (24 Σεπτεμβρίου-1 Ὀκτωβρίου 1961), ἐν Ὀρθοδοξία, ΛΖ΄ (1962) σελ.70
20. Background Document on Tourism. EED-Tourism Watch, UNEP/GCSF/5 (01 October 2005) σελ. 8
21. An ECOT declaration on World Tourism Day 2006, στό http://www.ecotonline.org
22. Ἀρχιμ. Δοσιθέου, μν. ἔργ. σελ. 4
23. Αὐτόθι, σελ. 30 καί 62
24. Βλ.www.ecclesia.gr/greek/holysynod/committees/tourism/prosk_tour_anap.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου