Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΑΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ



Πήγαμε με τη μαμά μου και ηπήραμε κοντάρι από το νεκροσεντουκάδικο... Το κοντάρι ήτανε κουρσούμι βαρύ. Εγώ απ' τη μια κι η μαμά μου απ' την άλλη, ξαπλωτό το πηγαίναμε. Αγοράσαμε μπογιές, τυλίξαμε γύρω – γύρω τη θάλασσα με δύο σπάγγοι... ξέρεις πώς γίνεται; Καρφώνεις δύο σπάγγοι στο πάνω μέρος του κονταριού, δυό δάχτυλα απόσταση τον έναν από τον άλλον, τους κρατάς σ' αυτήν την απόσταση και κατεβαίνεις προς τα κάτω προς τη βάση του κονταριού, ενώ η μαμά μου το γύριζε σιγά σιγά σα σούβλα με τ΄αρνί, και τυλιγόντουσαν οι σπάγγοι σα περικοκλάδα πάνω του, βάφεις το κενό ανάμεσα στους σπάγγους θαλασσί κι έγινε η θάλασσα.

Το υψώσαμε μαζί με τη μαμά μου και καμαρώναμε. Καμαρώναμε γιατί εγώ ήμουνα ορφανό και η μαμά μου έραβε παντελόνια. Τραγουδούσα κιόλας, κι ήτανε και τα πράγματα φτηνά... Ζούσαμε... Δεν περιμέναμε από κανέναν... με τα χεράκια μας τα κάναμε όλα... Καμαρώναμε με το κοντάρι... Τόχαμε αγοράσει με τα χέρια μας... Και το καμαρώναμε με την καρδιά μας... Τι άλλο θέλαμε; Ήμαστε ευτυχισμένες...

Έγινε όμορφη η σημαία.... Την έπιασα. Δεν ξέρω τι έγινε ξαφνικά.... Νόμισα πως κρατώ ηλεκτρισμό... Μ' έπιασε άλλο πράγμα... ένα ρίγος σα σεληνιασμός.... Νόμιζα πως βρέθηκα στο σπίτι μας στη Σμύρνη και μ' έπιασε ένα παραπονεμένο δάκρυο... μα τι δάκρυο... απ΄την ψυχή μου... Θαρρείς πως ήτανε ίδια η ώρα που μου σιάξανε την κούνια στο κανόνι του Αβέρωφ και ανέβηκα απάνω και τραγούδησα: “Ω λυγερόν και κοφτερόν σπαθί μου...”. Θαρρείς πως ήτανε ίδια η ώρα που λευτερωθήκαμε και γέμισε η Σμύρνη σημαίες... Εμείς μόνο υψώσαμε πόσες... δυό που είχμαε απ' τη γιαγιά μου, και μία προίκα τση μάνας μου, τρεις... Όλες είχανε μαλαματένιες κλωστές στα κρόσσια... νάναι βαριά... να μην την παίρνει και τη διπλώνει ο αέρας τη σημαία... Μόνο να τη φουσκώνει... να σιδερώνεται ο σταυρός... να φαίνεται από μακριά... σα καλοτάξιδο καράβι ν' αρμενίζει στο γιαλό.

Τι ήτανε εκείνο το πράμα... Πολλές σημαίες... Θάλασσα κανονικιά... Βάλε με το νου σου πόσα σπίτια ήτανε... Κάθε σπίτι και δυο – τρεις... Οι Τούρκοι τρίβανε τα μάτια τους. Πού στο διάολο βρεθήκανε τόσες χιλιάδες σημαίες... Σατανάδες μας ανεβάζανε, διαολάνθρωποι μας κατεβάζανε.
Οι λούστροι – δεν υπήρχε Ρωμιός λούστρος, ούτε χαμάλης – είχανε δυο σημαίες στα λουστρατζίδικα τα κασσελάκια, μια από δω, μια από κεί. Και παίρνανε μπαξίσι και χαρβαλίκια απ' τσι Ρωμιοί. Ένας έξυπνος χαμάλης είχε κάνει τη χαμαλίκα του ελληνικιά σημαία και τόνε πληρώνανε ξεφόρτωτο και γύριζε στα σοκάκια. Τα κονομούσε χωρίς να κουράζεται. Οι άμαξες, τα βιζαβί, είχανε στα σάγια των αλόγων σημαίες.... στην άκρια του καμουτσιού... πού αλλού να σου πω... Στις αλατιέρες επάνω στα τραπέζια... Στις ταβέρνες οι φάτσες των βαρελιών ήτανε βαμμένες σημαίες – από κάτω απ' το σταυρό έβγαινε η κάνουλα με το κρασί. Οι ροκάνες... τα παιχνιδάκια των παιδιών... Εγώ είχα ένα κάρο που είχε δύο αλογίσια κεφάλια μέσα και ανεβοκατεβαίνανε όπως το σκουντούσες και ηπορπάταε. Έβαλα σημαιάκια του ποδηλατιού στα κεφάλια τους τα μυτερά, κι έβλεπες να ανεβοκατεβαίνουνε σημαίες.
Αγγέλα Παπάζογλου, Τα χαϊρια μας εδώ, του Γιώργη Παπάζογλου, εκδ. ΤΑΜΙΕΙΟΝ ΘΡΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου