Διαβάζουμε στη Βιβλιοθήκη της χθεσινής Ελευθεροτυπίας μια διεισδυτική και πρωτότυπη βιβλιοκρισία του τελευταίου έργου του Βασίλη Λαδά Μουσαφεράτ (εκδόσεις futura). Την κριτική υπογράφει o (γεννημένος στην Πάτρα) δοκιμιογράφος και βιβλιοκριτικός Φώτης Τερζάκης. Ξεχωρίσαμε και αναδημοσιεύουμε το κείμενό του, κυρίως για τον πλούτο του θεωρητικού του υπόβαθρου και για την αξιοποίηση αμιγώς λογοτεχνικών και υφολογικών κριτηρίων. Νομίζουμε πως μαζί με τα κείμενα που είχαν δημοσιεύσει παλιότερα ο Νίκος Μπακουνάκης (ο οποίος επίσης επιχείρησε την ειδολογική κατάταξη του βιβλίου του Λαδά) και ο Γκαζμέντ Καπλάνι αποτελούν ό,τι ευστοχότερο έχει γραφτεί για το Μουσαφεράτ.
Το πρόβλημα της μετανάστευσης, δεν χρειάζεται να το πω, φέρνει αντιμέτωπες τις νεωτερικές, αστικές κοινωνίες με την καταγωγική τους αντίφαση: τον ορισμό των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», που είναι η νομιμοποιητική τους ιδεολογία, εγγεγραμμένη στον πυρήνα των συνταγμάτων τους. Κατά τις θεωρίες του φυσικού δικαίου, τα πολιτικά δικαιώματα θεμελιώνονται σε μια ευρύτερη έννοια ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μολονότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πρακτικώς συνακόλουθα των δικαιωμάτων του πολίτη και μόνον ως τέτοια τυχαίνουν κατοχυρώσεως και προστασίας· όμως τα δικαιώματα του πολίτη, με τη σειρά τους, απονέμονται βάσει της ιθαγένειας και κυρίως της έννομης ιδιοκτησίας, πράγμα που εν τοις πράγμασιν αποκλείει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας από τη συμπερίληψή του σε αυτά. Αυτό σημαίνει ότι ο μετανάστης, ο πρόφυγας, ο «χωρίς χαρτιά» ξένος κλείνεται στην πράξη εκτός του ορισμού της «ανθρωπότητας» - και όλοι γνωρίζουμε καλά τι μπορεί να του συμβεί σε αυτό τον εφιαλτικό μη τόπο.
Στο πεζογράφημά του Μουσαφεράτ («ταξίδι», στην περσική γλώσσα) ο Βασίλης Λαδάς αποτύπωσε με συγκλονιστική ενάργεια την εμπειρία ενός καταυλισμού προσφύγων που έχει γίνει προσφάτως αφορμή μερικών από τις οξύτερες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις αναφορικά με αυτό το πρόβλημα: της αυτοσχέδιας εγκατάστασης παλαιότερα Κούρδων και σήμερα ως επί το πλείστον Αφγανών απέναντι από το λιμάνι της Πάτρας, με την ελπίδα να βρουν ένα πλοίο για την Ιταλία. (Ας σημειώσω εν παρενθέσει, για λόγους πραγματολογικούς, ότι αυτή τη στιγμή ένας άλλος καταυλισμός, Σομαλών, αναπτύσσεται από την άλλη πλευρά του λιμανιού, δίπλα στον φάρο, στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα.) Ο στρουθοκαμηλισμός της συντεταγμένης πολιτείας, που αρνείται να δώσει επίσημη πολιτική προστασία σε αυτούς τους ανθρώπους, επωφελούμενη ταυτόχρονα από την επισφαλή τους θέση για να τους αξιοποιεί ως εξευτελισμένο και οιονεί απλήρωτο εργατικό δυναμικό, η αναλγησία τής μικροαστικής κοινωνίας, που δεν θέλει να βλέπει οτιδήποτε σπιλώνει τη βιτρίνα τής καταναλωτικής της χαύνωσης, τα κτηνώδη εργολαβικά συμφέροντα και ολόκληρος ο πολιτικός μηχανισμός που τα προστατεύει (στην περίπτωση της Πάτρας, μάλιστα, πολύ περισσότερο του ΠΑΣΟΚ απ' ό,τι της Νέας Δημοκρατίας), η κινητοποίηση ρατσιστικών ακροδεξιών ομάδων και η σύγκρουσή τους μ' ένα ευαισθητοποιημένο και ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας (που, στην περίπτωση της Πάτρας και πάλι, εμπροσθοφυλακή του στάθηκε η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Πάτρας), είναι, για όποιον έχει παρακολουθήσει από κοντά αυτή την ιστορία, μερικές από τις εκρηκτικότερες συνιστώσες της.
Αυτή ακριβώς την ιστορία αποτυπώνει ιδεοτυπικά στο Μουσαφεράτ ο Βασίλης Λαδάς. Και ο χαρακτηρισμός «ιδεοτυπικά» απαιτεί εξήγηση. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι ο Λαδάς έχει επιτύχει μια σπανίως κατορθωτή ισορροπία ανάμεσα στην ανεπανάληπτη μοναδικότητα του συμβάντος και στη φαινομενική αχρονία του συμβόλου· αναγωγή σαν να λέμε του συγκεκριμένου σε κάποιου είδους αρχετυπικές δράσεις, που είναι η καθαυτό αισθητική ποιότητα. Από αυτή την άποψη το Μουσαφεράτ είναι ένα μοναδικό μορφολογικό επίτευγμα και πρέπει να κατανοηθεί ως τέτοιο. Χρησιμοποίησα πρόχειρα παραπάνω τον όρο «πεζογράφημα», ο οποίος δεν είναι ακριβής διότι κανονικά δηλώνει μια μορφή μυθοπλασίας. Εδώ το στοιχείο της μυθοπλασίας είναι στην πραγματικότητα δεσμευμένο στη ρεαλιστική καταγραφή, αυτό που λέμε ντοκουμέντο, την οποίαν διευρύνει απεριόριστα με τη χρήση λογοτεχνικών τεχνικών, χωρίς ποτέ όμως να εγκαταλείπει πλήρως. Αν έπρεπε να βρω έναν πιο κατάλληλο όρο, θα το αποκαλούσα λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ - και ο κινηματογραφικός συνειρμός που επιπροσθέτει ο όρος έχει επίσης σημασία για τη μορφολογική του αποτίμηση.
Ο Βασίλης Λαδάς, δικηγόρος το επάγγελμα, έχει πίσω του ένα ποιητικό έργο σχεδόν σαράντα χρόνων (με το ψευδώνυμο Βασίλης Αρφάνης). Την τελευταία δεκαετία δοκιμάζεται σε ένα υβριδικό πεζογραφικό είδος -που έχει υπηρετηθεί βεβαίως και από άλλους- ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκουμέντο. Ενδεικτικά είναι τα δύο προηγούμενα βιβλία του, Ρίον-Αντίρριον (2004) και Ασώματος κεφαλή (2007), όπου μοιάζει να δοκιμάζει την επιζητούμενη σύζευξη από αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις: το Ρίον-Αντίρριον είναι κατ' αρχάς ένα χρονικό, μία εθνογεωγραφική αποτύπωση που διευρύνεται βαθμιαία με τα μέσα τής προσωπικής εκμυστήρευσης και των μυθολογικών παρεκβάσεων· η Ασώματος κεφαλή αντιθέτως είναι σχεδιασμένη σαν κοινό μυθιστόρημα, μολονότι η προσεκτική χρήση του πραγματολογικού υλικού και οι χρεωμένες στον ιταλικό νεορεαλισμό αφηγηματικές τεχνικές του αποκαλύπτουν σταδιακά ότι προορίζεται να γίνει ένα χρονικό της Πάτρας από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα.
Τώρα όμως, με το Μουσαφεράτ επιχειρεί κάτι αρκετά πιο σύνθετο. Μπορούμε κατά κάποιον τρόπο να πούμε ότι και τα δύο άκρα του φάσματος, το ντοκουμέντο και η λογοτεχνική μορφοποίηση, εντείνονται ταυτόχρονα ώς τα όρια της αντοχής τους, παράγοντας με την αλληλόδρασή τους μια εκρηκτική ένταση σε όλο το μήκος της αφήγησης. Και αυτό πετυχαίνεται με τη συρραφή ενός ασυνήθιστα ετερόκλητου φάσματος όχι φωνών (κατά την ιδέα της «μυθιστορηματικής πολυφωνίας» του Μπαχτίν) αλλά ειδών: το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ -ενθηκεύονται άλλωστε εκτεταμένα δημοσιεύματα από τον πατρινό Τύπο και τηλεοπτικές ειδήσεις, αποκαλυπτικά των πολιτικών συσχετισμών-, το χρονογράφημα, η νουβέλα, η ιστορική και εθνογραφική πραγματεία -η αφήγηση βρίθει από παρεκβάσεις που αψηφούν τον χρόνο, από το πρόσφατο παρελθόν τής πόλης μέχρι την αρχαία Αχαΐα, τα γεωγραφικά στρώματα και τ' αρχαιολογικά της ευρήματα-, ο θρύλος και το παραμύθι -ένα μεγάλο υλικό αφηγήσεων της Ανατολής, από περσοαφγανικά παραμύθια μέχρι αποσπάσματα από τις Χίλιες και μία νύχτες εκβάλλουν αβίαστα στον αφηγηματικό μαίανδρο-, ακόμη και τα πιο απροσδόκητα είδη λόγου, όπως η δικογραφία (!), αξιοποιούνται ευρηματικά χάριν του αφηγηματικού αποτελέσματος. Αν θέλουμε να μείνουμε στην ορολογία του Μπαχτίν (λόγω της καταλληλότητάς της για τέτοιες γλωσσικές επιτελέσεις), εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι έχουμε ένα δείγμα αληθινής ετερογλωσσίας, στην πιο ανοικονόμητη όψη της.
Αυτό βέβαια γεννάει έναν μεγάλο κίνδυνο, που συχνά δεν τον αποφεύγουν τέτοιου είδους πειράματα: να χάσει ο αφηγητής το ενοποιητικό νήμα, αφήνοντας πίσω του ένα ασύνδετο συνονθύλευμα γλωσσικών παιγνίων (ό,τι περιγράφει ο ψευδο-αισθητικός όρος «μεταμοντέρνο») που έχει την όψη μελαγχολικών γλωσσικών ερειπίων. Ο βαθμός στον οποίο διαφεύγει ο Λαδάς αυτόν τον κίνδυνο συνιστά και το μέτρο του επιτεύγματός του. Μιλώντας μορφολογικά πάντα, κερδίζει τη δύσκολη ενότητα που επιζητεί προσφεύγοντας σε μέσα τα οποία δανείζεται από δύο παράλληλες τέχνες: εξωτερικά, τον κινηματογράφο· εσωτερικά, την ποίηση. Οπως με την πρώτη κιόλας ματιά φαίνεται, ο τρόπος συρραφής των ετερόκλητων παραπάνω ειδών με τα οποία οικοδομεί την αφήγησή του, χρωστάει απεριόριστα στο κινηματογραφικό μοντάζ: η οπτική παραστατικότητα, ο ρυθμός των εναλλαγών, οι εσκεμμένες επιβραδύνσεις και επιταχύνσεις, οι χρονικές ανακολουθίες εν είδει μεθοδευμένων flash-back, η υποβολή κρίσεων μέσ' από τη σύνταξη και μόνο παραδειγματικών εικόνων, είναι όλα στοιχεία της κινηματογραφικής γλώσσας, στην οποία αποδεικνύεται αξιοσημείωτα έμπειρος ο συγγραφέας. Εσωτερικά όμως, και συμμετρικά προς την παραστατική επιφάνεια, δρα μια άλλη δύναμη, που είναι η πρώτη τέχνη του Βασίλη Λαδά: η ποίηση. Το διαρκές τονικό της ισοκράτημα, κάτω από το γεωλογικό στρώμα των διαφορετικών γλωσσικών ειδών, διασφαλίζει με στέρεο τρόπο την αφηγηματική ενότητα και ταυτόχρονα διαποτίζει το έργο με ένα μονοσήμαντο προθεσιακό, μέσω ακριβώς της συγκινησιακής του λειτουργίας, στοιχείο. Εδώ ακριβώς, θα έλεγα, κερδίζεται ο πολιτικός του χαρακτήρας - ο στρατευμένος, αν θέλετε, που χωρίς καθόλου διδακτισμό παράγει ανεπαισθήτως, αβίαστα, έναν καθαρό σπινθήρα για δράση.
Στο πεζογράφημά του Μουσαφεράτ («ταξίδι», στην περσική γλώσσα) ο Βασίλης Λαδάς αποτύπωσε με συγκλονιστική ενάργεια την εμπειρία ενός καταυλισμού προσφύγων που έχει γίνει προσφάτως αφορμή μερικών από τις οξύτερες πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις αναφορικά με αυτό το πρόβλημα: της αυτοσχέδιας εγκατάστασης παλαιότερα Κούρδων και σήμερα ως επί το πλείστον Αφγανών απέναντι από το λιμάνι της Πάτρας, με την ελπίδα να βρουν ένα πλοίο για την Ιταλία. (Ας σημειώσω εν παρενθέσει, για λόγους πραγματολογικούς, ότι αυτή τη στιγμή ένας άλλος καταυλισμός, Σομαλών, αναπτύσσεται από την άλλη πλευρά του λιμανιού, δίπλα στον φάρο, στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα.) Ο στρουθοκαμηλισμός της συντεταγμένης πολιτείας, που αρνείται να δώσει επίσημη πολιτική προστασία σε αυτούς τους ανθρώπους, επωφελούμενη ταυτόχρονα από την επισφαλή τους θέση για να τους αξιοποιεί ως εξευτελισμένο και οιονεί απλήρωτο εργατικό δυναμικό, η αναλγησία τής μικροαστικής κοινωνίας, που δεν θέλει να βλέπει οτιδήποτε σπιλώνει τη βιτρίνα τής καταναλωτικής της χαύνωσης, τα κτηνώδη εργολαβικά συμφέροντα και ολόκληρος ο πολιτικός μηχανισμός που τα προστατεύει (στην περίπτωση της Πάτρας, μάλιστα, πολύ περισσότερο του ΠΑΣΟΚ απ' ό,τι της Νέας Δημοκρατίας), η κινητοποίηση ρατσιστικών ακροδεξιών ομάδων και η σύγκρουσή τους μ' ένα ευαισθητοποιημένο και ριζοσπαστικό κομμάτι της κοινωνίας (που, στην περίπτωση της Πάτρας και πάλι, εμπροσθοφυλακή του στάθηκε η Αντιεξουσιαστική Κίνηση Πάτρας), είναι, για όποιον έχει παρακολουθήσει από κοντά αυτή την ιστορία, μερικές από τις εκρηκτικότερες συνιστώσες της.
Αυτή ακριβώς την ιστορία αποτυπώνει ιδεοτυπικά στο Μουσαφεράτ ο Βασίλης Λαδάς. Και ο χαρακτηρισμός «ιδεοτυπικά» απαιτεί εξήγηση. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι ο Λαδάς έχει επιτύχει μια σπανίως κατορθωτή ισορροπία ανάμεσα στην ανεπανάληπτη μοναδικότητα του συμβάντος και στη φαινομενική αχρονία του συμβόλου· αναγωγή σαν να λέμε του συγκεκριμένου σε κάποιου είδους αρχετυπικές δράσεις, που είναι η καθαυτό αισθητική ποιότητα. Από αυτή την άποψη το Μουσαφεράτ είναι ένα μοναδικό μορφολογικό επίτευγμα και πρέπει να κατανοηθεί ως τέτοιο. Χρησιμοποίησα πρόχειρα παραπάνω τον όρο «πεζογράφημα», ο οποίος δεν είναι ακριβής διότι κανονικά δηλώνει μια μορφή μυθοπλασίας. Εδώ το στοιχείο της μυθοπλασίας είναι στην πραγματικότητα δεσμευμένο στη ρεαλιστική καταγραφή, αυτό που λέμε ντοκουμέντο, την οποίαν διευρύνει απεριόριστα με τη χρήση λογοτεχνικών τεχνικών, χωρίς ποτέ όμως να εγκαταλείπει πλήρως. Αν έπρεπε να βρω έναν πιο κατάλληλο όρο, θα το αποκαλούσα λογοτεχνικό ντοκιμαντέρ - και ο κινηματογραφικός συνειρμός που επιπροσθέτει ο όρος έχει επίσης σημασία για τη μορφολογική του αποτίμηση.
Ο Βασίλης Λαδάς, δικηγόρος το επάγγελμα, έχει πίσω του ένα ποιητικό έργο σχεδόν σαράντα χρόνων (με το ψευδώνυμο Βασίλης Αρφάνης). Την τελευταία δεκαετία δοκιμάζεται σε ένα υβριδικό πεζογραφικό είδος -που έχει υπηρετηθεί βεβαίως και από άλλους- ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκουμέντο. Ενδεικτικά είναι τα δύο προηγούμενα βιβλία του, Ρίον-Αντίρριον (2004) και Ασώματος κεφαλή (2007), όπου μοιάζει να δοκιμάζει την επιζητούμενη σύζευξη από αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις: το Ρίον-Αντίρριον είναι κατ' αρχάς ένα χρονικό, μία εθνογεωγραφική αποτύπωση που διευρύνεται βαθμιαία με τα μέσα τής προσωπικής εκμυστήρευσης και των μυθολογικών παρεκβάσεων· η Ασώματος κεφαλή αντιθέτως είναι σχεδιασμένη σαν κοινό μυθιστόρημα, μολονότι η προσεκτική χρήση του πραγματολογικού υλικού και οι χρεωμένες στον ιταλικό νεορεαλισμό αφηγηματικές τεχνικές του αποκαλύπτουν σταδιακά ότι προορίζεται να γίνει ένα χρονικό της Πάτρας από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα.
Τώρα όμως, με το Μουσαφεράτ επιχειρεί κάτι αρκετά πιο σύνθετο. Μπορούμε κατά κάποιον τρόπο να πούμε ότι και τα δύο άκρα του φάσματος, το ντοκουμέντο και η λογοτεχνική μορφοποίηση, εντείνονται ταυτόχρονα ώς τα όρια της αντοχής τους, παράγοντας με την αλληλόδρασή τους μια εκρηκτική ένταση σε όλο το μήκος της αφήγησης. Και αυτό πετυχαίνεται με τη συρραφή ενός ασυνήθιστα ετερόκλητου φάσματος όχι φωνών (κατά την ιδέα της «μυθιστορηματικής πολυφωνίας» του Μπαχτίν) αλλά ειδών: το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ -ενθηκεύονται άλλωστε εκτεταμένα δημοσιεύματα από τον πατρινό Τύπο και τηλεοπτικές ειδήσεις, αποκαλυπτικά των πολιτικών συσχετισμών-, το χρονογράφημα, η νουβέλα, η ιστορική και εθνογραφική πραγματεία -η αφήγηση βρίθει από παρεκβάσεις που αψηφούν τον χρόνο, από το πρόσφατο παρελθόν τής πόλης μέχρι την αρχαία Αχαΐα, τα γεωγραφικά στρώματα και τ' αρχαιολογικά της ευρήματα-, ο θρύλος και το παραμύθι -ένα μεγάλο υλικό αφηγήσεων της Ανατολής, από περσοαφγανικά παραμύθια μέχρι αποσπάσματα από τις Χίλιες και μία νύχτες εκβάλλουν αβίαστα στον αφηγηματικό μαίανδρο-, ακόμη και τα πιο απροσδόκητα είδη λόγου, όπως η δικογραφία (!), αξιοποιούνται ευρηματικά χάριν του αφηγηματικού αποτελέσματος. Αν θέλουμε να μείνουμε στην ορολογία του Μπαχτίν (λόγω της καταλληλότητάς της για τέτοιες γλωσσικές επιτελέσεις), εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι έχουμε ένα δείγμα αληθινής ετερογλωσσίας, στην πιο ανοικονόμητη όψη της.
Αυτό βέβαια γεννάει έναν μεγάλο κίνδυνο, που συχνά δεν τον αποφεύγουν τέτοιου είδους πειράματα: να χάσει ο αφηγητής το ενοποιητικό νήμα, αφήνοντας πίσω του ένα ασύνδετο συνονθύλευμα γλωσσικών παιγνίων (ό,τι περιγράφει ο ψευδο-αισθητικός όρος «μεταμοντέρνο») που έχει την όψη μελαγχολικών γλωσσικών ερειπίων. Ο βαθμός στον οποίο διαφεύγει ο Λαδάς αυτόν τον κίνδυνο συνιστά και το μέτρο του επιτεύγματός του. Μιλώντας μορφολογικά πάντα, κερδίζει τη δύσκολη ενότητα που επιζητεί προσφεύγοντας σε μέσα τα οποία δανείζεται από δύο παράλληλες τέχνες: εξωτερικά, τον κινηματογράφο· εσωτερικά, την ποίηση. Οπως με την πρώτη κιόλας ματιά φαίνεται, ο τρόπος συρραφής των ετερόκλητων παραπάνω ειδών με τα οποία οικοδομεί την αφήγησή του, χρωστάει απεριόριστα στο κινηματογραφικό μοντάζ: η οπτική παραστατικότητα, ο ρυθμός των εναλλαγών, οι εσκεμμένες επιβραδύνσεις και επιταχύνσεις, οι χρονικές ανακολουθίες εν είδει μεθοδευμένων flash-back, η υποβολή κρίσεων μέσ' από τη σύνταξη και μόνο παραδειγματικών εικόνων, είναι όλα στοιχεία της κινηματογραφικής γλώσσας, στην οποία αποδεικνύεται αξιοσημείωτα έμπειρος ο συγγραφέας. Εσωτερικά όμως, και συμμετρικά προς την παραστατική επιφάνεια, δρα μια άλλη δύναμη, που είναι η πρώτη τέχνη του Βασίλη Λαδά: η ποίηση. Το διαρκές τονικό της ισοκράτημα, κάτω από το γεωλογικό στρώμα των διαφορετικών γλωσσικών ειδών, διασφαλίζει με στέρεο τρόπο την αφηγηματική ενότητα και ταυτόχρονα διαποτίζει το έργο με ένα μονοσήμαντο προθεσιακό, μέσω ακριβώς της συγκινησιακής του λειτουργίας, στοιχείο. Εδώ ακριβώς, θα έλεγα, κερδίζεται ο πολιτικός του χαρακτήρας - ο στρατευμένος, αν θέλετε, που χωρίς καθόλου διδακτισμό παράγει ανεπαισθήτως, αβίαστα, έναν καθαρό σπινθήρα για δράση.
πως καταφέρνει να πετύχει ισορροπία ενας ανισόρροπος ειναι υπόθεση που χρειάζεται ψυχίατρο.....!
ΑπάντησηΔιαγραφή