Κυριακή 26 Απριλίου 2009

"TA ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΥΝ"


Η συγγραφέας Αθηνά Κακούρη επισκέπτεται ξανά την αγαπημένη της Πάτρα, αυτή τη φορά προσκεκλημένη από την Εταιρεία Λογοτεχνών ΝΔ Ελλάδος και τον Τομέα Παιδείας και Πολιτισμού της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας, στο πλαίσιο των γνωστών Φιλολογικών Βραδινών. Θα μιλήσει λοιπόν αύριο στις 7.30 το απόγευμα στην αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης για το βραβευμένο μυθιστόρημά της Θέκλη (παρεμπιπτόντως, το τελευταίο της έργο Ξιφίρ Φαλέρ, που κυκλοφόρησε πριν από ένα μήνα, βρίσκεται ήδη ψηλά στις λίστες των ευπωλήτων των μεγάλων βιβλιοπωλείων). Με την ευκαιρία αυτή, η Ιδιωτική Οδός αναδημοσιεύει την ενδιαφέρουσα συνέντευξη που είχε δώσει η δημοφιλής συγγραφέας στη δημοσιογράφο Όλγα Σελλά για την πασχαλινή έκδοση της Καθημερινής:


Σ’ ένα μικρό διαμέρισμα μιας από τις ωραιότερες γωνιές της Αθήνας, με φόντο την πλατεία της Δεξαμενής, συναντηθήκαμε με τη συγγραφέα Αθηνά Κακούρη. Το μικρό καθιστικό ήταν γεμάτο βιβλία και έργα τέχνης, ενώ το μπαλκόνι είχε το ανοιξιάτικο χρώμα των λουλουδιών που είναι ολάνθιστα αυτήν την περίοδο. Παρών στο χώρο για λίγο, ο σύζυγός της, ακαδημαϊκός Σπύρος Ιακωβίδης. Η Αθηνά Κακούρη είναι μια θαλερή κυρία 79 ετών, η οποία δεν κρύβει την ηλικία της. Ούτε στα βιβλία της ούτε στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις. Παρ’ ότι θα μπορούσε, γιατί έχει το κέφι, το χιούμορ, την ευστροφία και τη γοητεία πολύ νεότερων γυναικών. Σ’ αυτόν τον χώρο κάναμε τη συζήτησή μας, με αφορμή το νέο της βιβλίο Ξιφίρ Φαλέρ, που μόλις κυκλοφόρησε από τη νέα της εκδοτική στέγη (Καστανιώτης). Η Αθηνά Κακούρη έχει χαρακτηριστεί «η Ελληνίδα Αγκάθα Κρίστι» και όσο κι αν η ίδια σεμνύνεται γι’ αυτόν τον τίτλο, είναι αλήθεια ότι, για πολλά χρόνια, ήταν το νήμα και η γέφυρα ανάμεσα στις αστυνομικές ιστορίες του Γιάννη Μαρή και τη σημερινή άνθηση των αστυνομικών μυθιστορημάτων.

Η πρώτη κουβέντα που μου είπε όταν μπήκα είναι ότι το ωραιότερο πράγμα που υπάρχει σ’ αυτό το σπίτι είναι πως ακούγονται οι φωνές των παιδιών που παίζουν στη Δεξαμενή. «Δεν ακούγονται πια φωνές παιδιών. Παίζουν αλλιώς τα παιδιά σήμερα». Ηταν πολύ πρόσφατο και το βίαιο και τραγικό περιστατικό που έγινε στη Σχολή του ΟΑΕΔ στου Ρέντη και η συζήτηση δεν άργησε ν’ αρχίσει.

— Ποια είναι η γνώμη της για την έκφραση της βίας, έτσι όπως εκφράζεται από νέους ανθρώπους σήμερα;

Πάντα υπήρχε η βία, αλλά δεν υπήρχαν τα μέσα. Οι πετροπόλεμοι που έπαιζαν τα παιδιά είχαν βία. Αισθάνομαι, όμως, ότι τα σημερινά φαινόμενα είναι τρομακτικά, γιατί υπάρχουν άλλα μέσα έκφρασης της βίας. Αυτά νομίζω ότι έχουν αλλάξει.

Στα βιβλία σας περιγράφετε εποχές που υπήρχε πολλή σκληρότητα. Μήπως επειδή τότε τα πράγματα ήταν πιο σκληρά, ήταν πιο ακριβή η ανθρώπινη ζωή;

— Υπήρχαν εποχές που η ζωή ήταν πάρα πολύ φθηνή. Νομίζω ότι αυτό που άλλαξε σήμερα είναι ότι τα παιδιά έρχονται σε επαφή με μια πραγματικότητα που είναι εντελώς ψεύτικη. Παίζουν από μικρά με τα video games. Δεν είναι σαν τον κόσμο των παραμυθιών, αλλά αυτός ο κόσμος δεν είναι αυτός που έπλαθε το παιδί μόνο με το μυαλό του. Συν το ότι δεν κατασκευάζουν, αλλά καταστρέφουν. Εικονικά. Τα δικά μας παιχνίδια τι ήταν; Είχαν μια κατασκευή όλα. Τώρα δεν ξέρω κάποιο παιχνίδι που να έχει μέσα του τη διαδικασία της κατασκευής. Ασε που άλλο είναι να το κατασκευάσεις με τα χέρια σου, γιατί έτσι αποκτάς ένα σεβασμό για το αποτέλεσμα και κατ’ επέκταση για τη δουλειά κι άλλο να το φτιάχνεις με το πάτημα ενός κουμπιού. Επομένως κι αυτός που περνάει και δίνει μια στην τζαμαρία και τη ρίχνει κάτω, νομίζω ότι είναι κάτι μεταξύ ψεύτικου και πραγματικού. Δεν έχει μάθει από μικρός ότι αυτό αντιπροσωπεύει δουλειά κάποιων. Ολα αυτά που σε δικές μας γενιές έρχονται αυτομάτως, γιατί τον έχουμε ζήσει τον κόπο, τον ξέρουμε.

Ηπια κατάσταση

Θα γράφατε ένα αστυνομικό με σύγχρονο θέμα;

— Ξέρετε, τα αστυνομικά μου είναι μάλλον εύθυμα. Ακόμα κι όταν υπάρχει φόνος, είναι κάποιου αντιπαθητικού ανθρώπου και το όλο πράγμα είναι αστείο. Χωρίς βία, χωρίς αίματα. Hταν και η εποχή έτσι, παρ’ όλο που θα σας φανεί περίεργο. Οι φόνοι που γίνονταν τότε στη διάρκεια ενός χρόνου μετριόνταν στα δάχτυλα. Οχι πάνω από δέκα και όλοι ήταν είτε για λόγους τιμής είτε «δι’ ασήμαντον αφορμήν». Εάν συνέβαινε ένα αστικό έγκλημα, ήταν μεγάλη ιστορία. Αφήστε που εξιχνιαζόταν αμέσως. Αλλά ήταν μια ήπια κατάσταση. Τώρα, τα περισσότερα από αυτά που γίνονται, για μένα είναι περίπου ακατανόητα. Ισως λόγω ηλικίας, καταφεύγω στις παλιές απαντήσεις. Μπαίνουν τα παιδιά στα σχολεία με όπλα; Αυθαδιάζουν και απειλούν να δείρουν τον δάσκαλό τους; Πώς κατασκεύασαν δασκάλους που δεν ξέρουν να επιβληθούν σ’ αυτά τα τέρατα, γιατί πάντα τα παιδιά ήταν τέρατα; Πού χάθηκε ο τρόπος που είχαν οι δάσκαλοι να επιβάλλουν τον σεβασμό στα παιδιά; Κάπου στην αξιολόγησή μας έχουμε ξεχάσει τα δικαιώματα του πολίτη, προς χάριν ιδεωδών που δεν ξέρω αν μπορούν ποτέ να εφαρμοστούν. Με μπερδεύουν, λοιπόν, όλα αυτά και δεν με ελκύει να ασχοληθώ με τη σημερινή εποχή στα βιβλία μου.

Αισθάνεσθε πιο ασφαλής όταν καταπιάνεστε με τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα;

— Οχι, για άλλους λόγους ασχολούμαι μ’ αυτήν την εποχή. Πρώτον, γιατί κάποιος μου ’βαλε την ιδέα στο μυαλό μου. Ο Αλκης Αγγέλου. Υστερα γιατί κατάλαβα πόσο λίγα πράγματα ξέρω γι’ αυτήν την τεράστια ιστορία που έχουμε. Οτι γι’ αυτή τη σύγχρονη Ελλαδα, αυτή χάρη στην οποία και μέσω στην οποία ζω, έχω πολύ λίγες γνώσεις. Και διαβάζοντας, με γοήτευαν αυτοί οι άνθρωποι. Ο 19ος αιώνας είναι μια εποχή μεγάλης δημιουργικότητας. Τότε, το πεπρωμένο μας ήταν ακόμη στα χέρια μας. Μετά το 1920 έπαψε να είναι στα χέρια μας. Ολα αυτά με γοητεύουν, γι’ αυτό στριφογυρίζω εκεί, παρ’ ότι περάσαμε από συμπληγάδες. Αλλά νομίζω ότι και τους υπόλοιπους τους ενδιαφέρουν, αφού τα μυθιστορήματά μου φαίνεται να έχουν απήχηση. Οσο περισσότερους παρακινήσω ν’ ασχοληθούν, να ψάξουν γι’ αυτά με απελευθερωμένο πνεύμα, τόσο το καλύτερο.

Το διάστημα που σχεδόν μόνη γράφατε αστυνομικά, αισθανόσαστε λίγο σαν μοναχικός καβαλάρης; Πώς ήταν η υποδοχή των αστυνομικών τότε;

— Είχα εύκολη πρόσβαση σ’ ένα μεγάλο έντυπο κι αυτό το χρωστάω στον Γιώργο τον Σαββίδη. Διότι έγραψα ένα αστυνομικό διήγημα, αποφασισμένη, όπως έχω πει, να γίνω διάσημη και πάμπλουτη. Ο Σαββίδης μου είπε να γράφω ένα κάθε 15 μέρες. Ξέρετε τι είναι να μη σε ξέρει κανένας και να έχεις ολοσέλιδο σ’ ένα γνωστό έντυπο, με εικονογράφηση του Μποστ μάλιστα; Πολύ σύντομα, βέβαια, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να λύσω το οικονομικό μου πρόβλημα μέσω αυτής της οδού, κυρίως γιατί έφταιγα εγώ. Διότι αν μπορούσα να γράφω τόσα όσα έγραφε ο Μαρής, ίσως τα κατάφερνα. Αλλά με διασκέδαζε κι εξακολουθεί να με διασκεδάζει το διήγημα. Ομως δεν αισθανόμουν κανένα βάρος και καμιά ευθύνη ότι σηκώνω το αστυνομικό στην πλάτη μου. Η εποχή, πάντως, δεν δεχόταν πολύ τους Ελληνες συγγραφείς αστυνομικών. Κι όταν με τη δικτατορία έφυγαν ο Γιώργος και η Λένα Σαββίδη από τον «Ταχυδρόμο» και ανέλαβε ο Γιώργος Ρούσσος τη διεύθυνση, μου ζήτησε να γράφω ένα διήγημα κάθε δεκαπέντε μέρες, αλλά με ψευδώνυμο και η πλοκή να μη συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά στην Αγγλία. Μας είχε δώσει κι ένα μεγάλο πακέτο ιταλικών περιοδικών κι έπρεπε να μεταφράζουμε από ’κει. «Κύριε Ρούσσο, δεν θα μας δώσετε κανένα λεξικό;» «Τι είνα αυτά που λέτε, κυρία Κακούρη; Λεξικά; Τι να τα κάνετε;» Νομίζω ότι μου έδωσε μια πολύ καλή γεύση τού τι ήταν την εποχή εκείνη ο δημοσιογράφος. Ηταν ένας αεριτζής, που έπρεπε ν’ αρπάζει τα πράγματα, να μην τα λέει πολύ καθαρά για να μη φαίνεται η άγνοιά του και να τα πασάρει με τον καλύτερο τρόπο.

«Είναι λίγες οι στιγμές που δεν μπορείς να γελάσεις»

Τον τίτλο στο τελευταίο μυθιστόρημα της Αθηνάς Κακούρη έδωσε μια επιθεώρηση που χάλασε κόσμο στην Αθήνα του 1916. «Ξιφίρ Φαλέρ» σημαίνει, πάνω-κάτω, ασυναρτησίες και ο Tύπος της εποχής έγραφε ότι «η χλιδή της έμεινε θρυλική στα χρονικά της αθηναϊκής σκηνής». Η επιθεώρηση «Ξιφίρ Φαλέρ» θεωρήθηκε η αυθεντικότερη καλλιτεχνική έκφραση των νεοπλουτίστικων ιδανικών της «πρωτοεμφανιζόμενης» αστικής τάξης στην Αθήνα. Η Αθηνά Κακούρη, δανειζόμενη τον τίτλο της επιθεώρησης, γράφει μια παλιά ιστορία με επίκαιρους απόηχους. Μας μεταφέρει στην Αθήνα των αρχών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με τόνο εύθυμο και ευθυμογραφικό καταγράφει ήθη, εικόνες, πάθη και τα παιχνίδια της επιβολής που παίζονταν μεταξύ πρακτόρων, κατασκόπων και των τότε εκπροσώπων της διαπλοκής. Μέσα σ’ όλα αυτά εισχωρεί και το μυστήριο, αστυνομικής δικαιοδοσίας.

Είχατε πάντα βοηθό το χιούμορ;

— Οικογενειακό μας. Μάθαμε ότι πρέπει να γελάς, γιατί διαφορετικά είναι πολύ άσχημη η ζωή. Ξέρετε, έζησα στην Κατοχή και δεν υπήρχε χειρότερη εποχή. Πεινούσαμε, κρυώναμε, σκοτωνόμασταν μεταξύ μας. Αυτό δεν μας εμπόδιζε να γελάμε. Οι περισσότεροι από μας θυμόμαστε την Κατοχή σαν μια εποχή γλεντιού. Θέλω να πω ότι είναι ελάχιστες οι στιγμές στη ζωή του ανθρώπου που δεν μπορείς να γελάσεις. Το να μπορείς, βέβαια, να δεις και το κωμικό, κυρίως στον εαυτό σου, είναι ένα σπουδαίο δεκανίκι. Και σιγά σιγά συνηθίζει και το μυαλό του ανθρώπου. Οπως τα ρούχα που παίρνουν την τσάκιση του σώματος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου