Με σπουδές Αρχαιολογίας και Θεολογίας, η βραβευμένη συγγραφέας Ελένη Λαδιά (Χάλκινος ύπνος, Αποσπασματική σχέση, Η θητεία, Τα άλση της Περσεφόνης, Η Χάρις, Η γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι, μεταφράσεις μαζί με τον Δ.Π. Παπαδίτσα των Ορφικών και των Ομηρικών Ύμνων) ταξιδεύει στη λογοτεχνία με σταθερά εφόδια τις αρχαιολογικές, μυθολογικές και θεολογικές της ανησυχίες, σε μια αναζήτηση του μύθου που βρίσκεται πίσω από τις καθημερινές ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές.
Μια "αιρετική" διάγνωση των διαχρονικών ανθρώπινων παθών επιχειρεί και στο τελευταίο της μυθιστόρημα, την Ταραντούλα, που κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο από το Βιβλιοπωλείον της "Εστίας". Χαρακτηριστική του βιβλίου η τρισυπόστατη δομή του: όπου ένας συγγραφέας καταπιάνεται παράλληλα με τη μελέτη των πρωτοχριστιανικών αιρέσεων και με τη συγγραφή μιας (αυτοβιογραφικής;) ερωτικής ιστορίας. Οι ήρωες των τριών αυτών επιπέδων (ο συγγραφέας και οι κάτοικοι του χωριού όπου έχει μετακομίσει, οι αιρετικοί του θεολογικού δοκιμίου και τα ζευγάρια-συγκάτοικοι της ερωτικής ιστορίας) συνυπάρχουν στο τέλος του βιβλίου σε μια εκστατική σκηνή!
Διαβάζω στο ένθετο περιοδικό Βιβλιοθήκη της χθεσινής Ελευθεροτυπίας την κριτική που έγραψε για την Ταραντούλα ο Γιώργος Βέης με τίτλο "Το υπερβατικό στοιχείο της καθημερινότητας. Περνώντας την κρίση της μέσης ηλικίας":
Ο μονήρης μυθιστοριογράφος Ευμένης περνώντας την απαραίτητη κρίση της μέσης ηλικίας εγκαταλείπει αιφνιδίως την Αθήνα, αναζητώντας την ηρεμία του σε ένα ορεινό χωριό, το οποίο αποδεικνύεται το ίδιο σκληρό με την ασφυκτική πρωτεύουσα που άφησε πίσω του εκών άκων. Εκεί, στον «καθαρό αέρα», στρέφεται στη μελέτη του «ακάθαρτου υλικού» των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων, ό,τι δηλαδή αποτελεί τις περιώνυμες πρώτες συνεισφορές των αιρετικών, κακόδοξων και αποσυνάγωγων Γνωστικών στον πολιτισμό της Ερμηνείας. Τιτλοφορεί μάλιστα τη σειρά των συναφών δοκιμίων, τα οποία παράγονται το ένα μετά το άλλο, «Η λογική των ανθρώπων». Ταυτοχρόνως υποτάσσεται εκ νέου στον ισχυρότατο πειρασμό της συγγραφής μυθιστορήματος και αρχίζει εκ παραλλήλου τη σύνθεση ενός ακόμη έργου, της «Ταραντούλας». Είναι χαρακτηριστική η διχοστασία, η αμφιταλάντευση μεταξύ γραφής (=ζωή) και αποχής από την ολοκλήρωση έργων του δημιουργικού λόγου (=θάνατος), όπως διατυπώνεται κυρίως στη σελ. 93 επ.
Τελικώς διαβάζουμε τρία βιβλία ή σχεδιάσματα βιβλίων, αν συμπεριλάβουμε ασφαλώς και την αφήγηση περί του βίου και της πολιτείας του Ευμένη από τη φιλολογική (νεο-γνωστική;) μητέρα του. Οι τρεις κειμενικές υποστάσεις, κατά τα φαινόμενα ετεροθαλείς, τείνουν να ενοποιηθούν σε ένα και μόνον κειμενικό σώμα, υπονοώντας εμμέσως πλην σαφώς το Μέγα Σχέδιο των Συνοδικών Πατέρων, αλλά και των ενίοτε ισάξιων ή και ανωτέρων πνευματικά αντιπάλων τους, οι οποίοι αφιέρωσαν ολόκληρο σχεδόν τον βίο τους στην αίσια, ανεπίληπτη θεωρητικά επίλυση της Τριαδικότητας.
Ο ιδιαίτερα έμπειρος Ευμένης, ο οποίος έχει γεννηθεί για να γράφει και να διαβάζει πολλά βιβλία, παρά τις περί του αντιθέτου εντολές του παντογνώστη Εκκλησιαστή, γνωρίζει σαφώς ότι η Βίβλος, όπως άλλωστε όλα τα ιερά βιβλία, αναγιγνώσκεται πολλαπλώς, και μάλιστα υπό το κράτος αναμενόμενων συγκινησιακών μεθόδων: η υποκειμενικότητα μπορεί να υπονομεύσει με ιδιάζουσα ελευθεριότητα τις δήθεν κρυστάλλινες από πλευράς νοήματος σελίδες, αποκομίζοντας ό,τι εκείνη πίστεψε ότι διάβασε με σχολαστική εμβρίθεια ή διείδε αλληγορικά σε κάποιες αιφνίδιες στιγμές έκλαμψης. Ειδικότερα το κίνημα των ριζικά ανατρεπτικών φορέων της Γνώσης θέλησε να υπομνηματίσει από διαφορετική εποπτική γωνία το απώτερο μήνυμα τόσο της Παλαιάς όσο και της Καινής Διαθήκης. Το βιβλικό γράμμα αποκωδικοποιήθηκε φιλελεύθερα, το θέσφατο αποδόθηκε παραλλαγμένο σφόδρα, σαν να επρόκειτο για μια πρόταση ανοικοδόμησης ενός άλλου, τελείως εναντιωματικού, ηθικού σύμπαντος. Η τάση ανοικοδόμησης πάνω στην αμφιβολία απέδωσε ιδιάζοντες καρπούς. 'Η όπως διατυπώθηκε προσφάτως: «Με τις αξιωματικές βεβαιότητες που επιτρέπουν τον περίπατο παντού, η θεολογία μελέτησε και αποφάνθηκε για τις ουράνιες οντότητες με τη φυσικότητα που διαβάζουμε τις σκιές μιας τομογραφίας» (ιδέτε Κώστας Μαυρουδής, «Στενογραφία», «Κέδρος»).
Ο Ευμένης φαίνεται να γνωρίζει όμως και κάτι άλλο εξίσου καλώς, ότι δηλαδή οι Γνωστικοί, οι πιο ενυπόστατοι εντέλει από όλους τους διηγητικούς του ήρωες, ευρίσκονται στην κυριολεξία του όρου παντού: παρά τις απηνείς διώξεις τους από τους φορείς του επισήμου δόγματος, πέτυχαν να διαβρώσουν ή, αντιθέτως, να ενισχύσουν ποικιλοτρόπως με την πρωτοφανή σκέψη τους πλείστα πνευματικά κινήματα και σχολές σκέψης ανά τους αιώνες. Κυκλοφορούν διαρκώς ανάμεσά μας, πιστεύει ακράδαντα ο Ευμένης, με την άνεση, μάλιστα, η οποία διακρίνει τις κινήσεις του ίδιου, οποτεδήποτε μπαινοβγαίνει στην Αθήνα ή στην Κιβωτό-Φάτνη-χωριό του. Μπορεί να είναι και κάποιοι από όσους διαβάζουν τα βιβλία του και, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν το ξέρουν. Αλλωστε «θεωρίες της συνωμοσίας, αποκρυφισμός, αποκαλυπτική τρομοκρατία, ρατσισμός, αντισημιτισμός και μηδενισμός φέρουν πάντα ίχνη της Γνώσης» (ιδέτε Θάνος Λίποβατς, «Δοκίμιο για τη γνώση και τον γνωστικισμό», εκδόσεις «Πόλις», 2006).
Λίγοι συγγραφείς επιδίδονται συστηματικά στη μυθοπλαστική αναπαράσταση του κόσμου των ακραιφνών οπαδών της Γνώσης, όπως είναι φέρ' ειπείν ο Χάρολντ Μπλουμ, το πρώτο μυθιστόρημα του οποίου, με τίτλο «Α flight to Lucifer, Α Gnostic fantasy» (εκδόσεις «Farrar-Strauss-Giroux», Νέα Υόρκη, 1979), άφησε άριστες εντυπώσεις στους κύκλους των ιθυνόντων και όχι μόνον. Εκεί πρωταγωνιστούσε ο ύπατος των Γνωστικών, ο Βαλεντίνος. Στην «Ταραντούλα» κάνει βεβαίως και πάλι την εμφάνισή του, ενώ μνημονεύεται διεξοδικώς και η περίπτωση του προπάππου των απανταχού Γνωστικών, του Ιώβ, μετά των συμφραζομένων στασιαστικών αποριών-καταδηλώσεών του. Ο Αρειος, στον οποίο αρέσκεται, ως γνωστόν, να αναφέρεται και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, φαίνεται ότι θα είναι ο ήρωας ενός από τα επόμενα μυθιστορήματα της πολυβραβευμένης Ελένης Λαδιά: στη σελίδα 207 ο Ευμένης κλείνει με νόημα το μάτι στον ηγέτη των αιρεσιαρχών.
Η ενασχόληση της συγγραφέως με το σύμπαν της θεολογίας αλλά και της μυθολογίας είναι μακρά και εξίσου δόκιμη. Τα έργα της διαπνέονται συστηματικά από αυτή τη γόνιμη μείξη του έξω («αληθινού») και του ένδον (φαντασιακού-«πραγματικού»). Φρονώ ότι ανήκει δυναμικά σε όσους πιστεύουν ότι «ανάμεσα στα τόσα συστήματα αιτιότητας, η μυθολογία είναι κατά πολύ πιο γενναιόδωρη από όλα τα υπόλοιπα που διαθέτουμε, γιατί είναι υπέρτατα ανοιχτή και γιατί το κύριο δομικό της μοντέλο δεν είναι μια ευθεία γραμμή ούτε μια ελικοειδής γραμμή, αλλά ένα ζιγκ-ζαγκ. Προφανώς οι Ελληνες είχαν μια εξαιρετική μεταφυσική όρεξη, μια δίψα για το άπειρο, χάρη στην οποία αντιλαμβάνονταν ότι η ορθολογικότητα του λόγου δεν εγγυάται την ορθολογικότητα του υποκειμένου» (ιδέτε Γιόζεφ Μπρόντσκι, εφημερίδα «Τα Νέα», 13 Μαρτίου 1996). Διαπιστώνω ότι αναπαριστώμενοι τρεις κόσμοι πείθουν για τις όποιες αλήθειες τους, τα δε αεικίνητα υποκείμενά τους, ακόμη και ο «παράδοξος άνδρας» της Στρατονίκης, συνέχονται από την ίδια πνοή. Οι ρόλοι έχουν κατανεμηθεί ορθώς: είδος βεβαίως υβριδικό, αλλά παραγωγικό: το γράψιμο στην προκειμένη περίπτωση είναι εργαλείο της αρχαιολογίας των παθών μας.
Η συγγραφέας, τα μυθιστορήματα της οποίας «χαρακτηρίζονται από την αναζήτηση του απόλυτου σε έναν κόσμο όπου και η σχετικότητα και η συνείδηση της σχετικότητας θριαμβεύουν [...] (ενώ) επιχειρείται η συμπαράταξη μιας σειράς λογοτεχνικών ειδών που αγγίζουν εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις του σύγχρονου πεζογραφικού πανοράματος» (ιδέτε Νένη Ευθυμιάδη, περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 383, Μάρτιος 1998) δεν έχει ανάγκη να προσφύγει σε απατηλά τεχνάσματα. Της αρκεί να αφήνει να ξετυλίγονται τα τρία νήματα των αντίστοιχων πρωτογενών κειμένων της αβίαστα. Η αυθεντικότητα του επινοημένου σύμπαντος συμβαδίζει κατά συνέπεια με τις καθόλα ρεαλιστικές αποτυπώσεις. Ακόμη και το φονικό της σελίδας 151, παρότι αρχικώς φαντάζει ελαφρώς γκροτέσκο, υποτάσσεται τελικώς στο μαθηματικά σχεδιασμένο αφηγηματικό σχέδιο, και δη στο ειδικότερο πλέγμα των υφολογικών ισορροπιών, τις οποίες γνωρίζει να προοικονομεί. Οι όποιες αντιρρήσεις κάμπτονται, ο κόσμος, η τετραγωνική του ρίζα και οι αυξημένες ποιότητες-ποσότητές του διαβάζονται από μια διαφορετική γωνία θέασης, πλην όμως ακωλύτως.
Χαίρομαι πολύ που και αυτό το βιβλίο είχε τη φιλολογική φροντίδα του φίλου του ιστολογίου Δ.Κ.
[Διαβάστε τις πρώτες σελίδες της Ταραντούλας στον βιβλιοφιλικό ιστότοπο diavaseme.gr εδώ.]
Πλάι στην πρωτότυπη δομή του βιβλίου να επισημάνουμε και μια γλώσσα και γραφή που φέρουν έντονη (και οπτικά) τη σφραγίδα μιας άλλης, παλιάς εποχής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι κι αυτό μια μικρή "πράξη αντίστασης" στην ισοπεδωτική και χρησιμοθηρική λογική των καιρών μας.
Τη σχέση της εξάλλου με την ελληνική γλώσσα την έχει "διακηρύξει" ήδη η Ελένη Λαδιά στο προηγούμενο (βραβευμένο με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος) βιβλίο της, τη Γυναίκα με το πλοίο στο κεφάλι:
"Τότε στην πόλη [εννοεί την Αλεξάνδρεια των ελληνιστικών χρόνων] όλοι μιλούσαν την γλώσσα μου, αυτόχθονες και επήλυδες. Αχ, πού είσαι παντοκρατόρισσα λαλιά μου; Ποιοι σε πελέκησαν έτσι τώρα; Μην μου παίρνετε τον άρτον από το τραπέζι. Θέλω και τον άρτον και το ψωμί. Θέλω το ύδωρ και το νερό, τον οίκο και το σπίτι... Όλα τα θέλω, όλες τις ελληνικές μου λέξεις σ’ όλες τις μεταμορφώσεις τους, να τις μαζέψω όλες σαν ψήγματα χρυσού, να μην χαθεί καμία."
συνυπογράφω το σχόλιο του Editor το βιβλίο έχει πρωτότυπη δομή και Θέμα! η γλωσσική της "πίστη" μου θυμίζει τον Ελύτη που αξιοποιεί όλο το "ελληνικό λεξικό".
ΑπάντησηΔιαγραφήη κριτική του έργου είναι πολύ ωραία!