Όταν το κήρυγμα είναι Χριστολογικό, Σωτηριολογικό, Τριαδολογικό τότε δεν επηρεάζεται από την ψυχολογική κατάσταση του ομιλούντος και διατηρεί την αειθαλή επικαιρότητά του. Όταν το κήρυγμα εκπίπτει σε ιδεολογικό ηθικιστικό λόγο, προσπαθεί να συγκαλύψει τις εναλλακτικές λύσεις και συνεπώς συνεπάγεται ένα ρητορικό έργο μετατόπισης κινδύνων (Ουμπέρτο Έκο).
Επέρχεται η πλήρης ταύτιση του κηρύττοντος με το κήρυγμα. Όταν δηλαδή ο ιεροκήρυκας περνά μια δύσκολη προσωπική φάση, τείνει να επιλέγει κηρύγματα που να αντανακλούν τη διάθεσή του. Προσφεύγει σε μία έμμεση ιδεολογικοποιημένη περιφρόνηση του υλικού κόσμου, ώστε να συγκαλύψει τη δική του προσωπική αίσθηση αποτυχίας ή αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους, επιτίθεται στην κοινωνία, στις γυναίκες, στους νέους. Δεν είναι λίγοι οι ιεροκήρυκες που, έχοντας μια ιδεοληψία, αναζητούν μια ευκαιρία να επιβάλλουν την εμμονή τους. Ανεξάρτητα από το ημερήσιο θέμα που αποτελεί μόνο τον πρόλογο, εστιάζονται στο βασικό τους θέμα που είναι συνήθως μια καταστροφολογία: η ανηθικότητα της κοινωνίας, η κυριαρχία του διαβόλου, η τιμωρία των αμαρτωλών. Ο λόγος τους παραποιημένος. Κραυγή, πίκρα, παράπονο, απειλή, ενοχοποίηση, συναισθηματικός εκβιασμός. Ζωγραφίζουν ανάλογα με τη διάθεσή τους ένα Θεό Δία που θυμώνει με τους ανθρώπους και τους κατακεραυνώνει, έναν Ιουδαίο Γιαχβέ που υπάρχει μόνο για κάποιους διαλεχτούς, ή ένα Βούδα που ζητά την περιφρόνηση του υλικού κόσμου. Δυστυχώς όλα αυτά καταγράφονται εν ονόματι της «καθαρής» Ορθοδοξίας.
Ο ιερέας που γκρινιάζει στο κήρυγμα για την πορεία του σημερινού ανθρώπου, έχει παραιτηθεί από την δυνατότητα να είναι οδηγός και το μόνο που του μένει είναι να μεμψιμοιρεί για την πορεία που οι άνθρωποι ακολουθούν. Νιώθει ανεπαρκής να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις και τελικά επιτυγχάνει να απολέσουν οι άνθρωποι την εμπιστοσύνη τους στο Λόγο της Εκκλησίας. Ένας ιεροκήρυκας που κηρύττει μέσα στα πλαίσια των επαγγελματικών του υποχρεώσεων, τείνει να αναπαράγει κηρύγματα που δεν έχουν προσωπική σφραγίδα, που δεν έχουν το στοιχείο της διακινδύνευσης. Προσφεύγει στις ρήσεις των αγίων Πατέρων για κατοχύρωση και απόδειξη της θεολογικής του κατάρτισης και γι’ αυτό τις μεταφέρει μηχανιστικά και άχρωμα. Ξεχνά ότι οι Πατέρες ήσαν πάντοτε βαθιά προσωπικοί. Μεταφέρει παραδείγματα που αναφέρονται σε άλλες περασμένες πολιτισμικές περιόδους και δυσκολεύεται να τα αναγάγει στη σύγχρονη ζωή. Στερημένος από την δυνατότητα μετάδοσης προσωπικών εμπειριών Αναστάσιμης πίστης, δεν ελπίζει να ακουστεί βάσει του περιεχομένου του κηρύγματος.
Μη κατέχοντας, την αλήθεια, την αυθεντική που ελευθερώνει, προσφεύγει σε ρητορικά σχήματα εντυπωσιασμού και επιβολής. Δυναμώνει ή σιγανεύει τον ήχο της φωνής του, στοχεύοντας στην πρόκληση του συναισθήματος των ακουόντων. Το άκουσμα και μόνο τέτοιων τόνων στο ραδιόφωνο οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι πρόκειται για κήρυγμα. Η φυσική φωνή έχει χαθή, αφού και αυτός που κηρύττει έχει απωλέσει τη φυσικότητά του. Δεν απευθύνεται σε πρόσωπα αλλά στο «κοινό». Ένα κοινό που έχει διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιο τρόπο που να μην υποπτεύεται ότι θα μπορούσε να ζητήσει προσωπική σχέση, αλλά που ικανοποιείται με την ευφράδεια και το πάθος του ομιλητή. Η εκκλησιολογική θεώρηση του ιεροκήρυκα για το εάν η διαχείρηση της Εκκλησίας ανήκει αποκλειστικά ή όχι στη δικαιοδοσία της διοικούσας Εκκλησίας-Ιεραρχίας θα επηρεάσει τη στάση του και το ύφος του έναντι των πιστών. Η έλλειψη εκκλησιαστικού ήθους οδηγεί κάποιους ιεροκήρυκες να κατανοούν εαυτούς ως προπαγανδιστές ή ως αρχηγούς, στους οποίους ο λαός πρέπει να υπακούει. Όλοι βέβαια, ακόμη και οι σαδιστές, μπορούν να έχουν κάποιο ακροατήριο, αφού υπάρχουν και εκείνοι που δεν θα άντεχαν το κήρυγμα μόνο της ελευθερίας, της αγάπης και της χαράς και θα προτιμούσαν ένα μαστίγωμα. Αν ο λαός επιθυμεί να καλύψει μόνο κάποιες «πνευματικές» ανάγκες, αν δεν έχει εμπειρία της λυτρωτικής μετάνοιας και θέλγεται από ανέξοδες μαγικές λύσεις, αν αναζητά μόνο ευκολόπεπτους συναισθηματισμούς, αν δυσκολεύεται να αναλαμβάνει την ευθύνη της προσωπικής του πορείας, τότε θα αναζητά πνευματικούς και ιεροκήρυκες που περιφρονούν την ελευθερία του προσώπου και αναζητούν οπαδούς που θα τους εξυμνούν και θα τους θεωρούν ως τη μόνη σίγουρη πηγή ερμηνείας του θείου θελήματος. Αυτό φυσικά ξεφεύγει από την κατανόηση του κηρύγματος ως μια από τις διακονίες του λαού του Θεού.
Ένα περίτεχνο κήρυγμα, που δεν συνεχίζεται με τη φροντίδα του λαού σε όλες τις ώρες και τις ημέρες της εβδομάδας, αποτελεί μια τραγική διακωμώδηση. Έχοντας παύσει ο ιερέας να νοιάζεται για το κάθε ξεχωριστό πρόσωπο, έχοντας παραιτηθή από το να γνωρίζει τον κάθε ενορίτη του, δεν απευθύνεται προσωπικά, δεν ελπίζει στην απήχηση του κηρύγματός του. Πολλά κηρύγματα έχουν ως κύριο αποδέκτη τον ίδιο τον κήρυκα. Ο λόγος που κηρύττει είναι για να μπορεί στο τέλος να νιώθει ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Αυτός έκανε το καθήκον του. Ο κόσμος ευθύνεται γιατί έχει «χαλάσει» και δεν ακούει. Εξάλλου έχει ως άλλοθί του ότι και ο σπόρος της Ευαγγελικής παραβολής έπεσε σε πέτρες και σε αγκάθια και δε φύτρωσε. Ξεχνά όμως ότι απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν επιλέξει να μετέχουν στην Θεία Ευχαριστία. Ξεχνά επίσης να αναρωτηθεί για την ποιότητα του δικού του σπόρου. Που πιθανόν, αν μπορούσε να φυτρώσει στους ανθρώπους, θα πετύχαινε με έναν άλλο τρόπο την κλωνοποίηση. Θα αναπαράγονταν πολλά πανομοιότυπα αντίγραφα του κηρύττοντος. Και τότε θα θεωρούσε ότι έκανε τέλεια δουλειά και είχε τεράστια επιτυχία. Ξεχνώντας ότι ο στόχος είναι το καθ’ομοίωσιν όχι του ίδιου (και προς δόξαν του ναρκισσισμού του), αλλά του Παντοδύναμου Θεού που «έλαβε δούλου μορφήν, ίνα τους δούλους ελευθερώση».
Από το βιβλίο Ρωγμές και Αγγίγματα του Δημ. Καραγιάννη, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2005, σελ. 52-56.
Είναι ακριβώς όπως τα λέει ο συγγραφέας. Δεν αντέχουμε άλλες ευσεβείς φλυαρίες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠότε θα το καταλάβουν επιτέλους οι παπάδες μας;
Μήπως να μη κηρύττουν καθόλου;
Πολύ ενδιαφέρον και το τεύχος 83 του γνωστού περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ, με θέμα:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Το κήρυγμα μεταξύ λιμού και κορεσμού".
Αλλά μήπως υπάρχει Διοικούσα Εκκλησία να αφουγκραστεί;
Εχετε ακούσει δεσποτικά κηρύγματα? Είναι κάτι μεταξύ παραληρήματος,βλακείας και ανοησιών.Πουθενά καμμία θεολογική προσέγγιση των θεμάτων. Κηρύτουν εθνικισμούς και παραδοσολατρεία,όταν δεν εξαντλούνται σε επιδαψιλεύσεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν το κήρυγμα έχει πάντα σαν κέντρο την μετάνοια και την ανάσταση του Χριστού(δηλαδή τα δύο αυθεντικά πρωτογενή κέντρα αναφοράς του αποστολικού κηρύγματος) διασώζεται σαν ορθόδοξο.
ΑπάντησηΔιαγραφή