Ο Elgar θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους άγγλους συνθέτες. Ήταν ο πρώτος που αναγνωρίστηκε διεθνώς έπειτα από 200 χρόνια στη μουσική ιστορία του έθνους. Παρ’ όλο που η γραφή του δεν διακρίνεται τόσο για τον εθνικό της χαρακτήρα, «ηχεί» αγγλική, ακολουθώντας πάντα τα ρομαντικά πρότυπα, ενώ θεωρείται ότι άνοιξε το δρόμο στη Νέα Αγγλική Σχολή του Vaughan Williams και του Gustav Holst. Άλλωστε έτσι ακριβώς τον χαιρέτισε και ο Strauss όταν άκουσε στη Γερμανία το 1902 το Όνειρο του Γεροντίου: «ο πρώτος Άγγλος προοδευτικός συνθέτης και αρχηγός της Νέας Αγγλικής Σχολής». Ο (Sir) Edward Elgar γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1857 σ’ ένα μικρό χωριό έξω από το Worcester και ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας του William και της Ann Elgar. O πατέρας του διατηρούσε ένα μουσικό κατάστημα στο Worcester και κούρδιζε πιάνα. Έπαιζε, επίσης, το εκκλησιαστικό όργανο στην τοπική ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Το γεγονός ότι ο Elgar ήταν καθολικός, όπως η οικογένειά του, και άρα δεν ανήκε στο εκκλησιαστικό κατεστημένο, συνιστούσε μια πολιτιστική διαφορά: Η ψαλμωδία του γρηγοριανού μέλους και η χρήση των λατινικών τον οδήγησε μακριά από το γερμανοαγγλικό ύφος, που ήταν το υπόβαθρο των εκκλησιαζομένων συγχρόνων του. Πάντως, παρακολουθούσε τη μουσική στον Καθεδρικό Ναό του Worcester, γνωρίζοντας έτσι το αγγλικό ρεπερτόριο εκκλησιαστικής μουσικής.
Το συνθετικό ύφος του ρομαντικού Elgar δεν προερχόταν μόνο από τη γερμανική μουσική (Μendelssohn, Schumann, Brahms, Wagner) αλλά και από πρότυπα όπως του Rossini (έργο του οποίου παίζεται απόψε στο α’ μέρος της συναυλίας), του Franck και του Tchaikovsky. Ο Elgar δημιούργησε, όμως, ένα προσωπικό, εξαιρετικά εκφραστικό ύφος. Γι’ αυτόν η εκφραστικότητα και ο ενθουσιασμός ήταν συνώνυμα με την ίδια τη φύση της μουσικής.
Μαζί με το μεγάλων διαστάσεων, φωνητικό αριστούργημα αναμφισβήτητης αξίας, ορατόριο το Όνειρο του Γεροντίου (1900), χάρισαν στον συνθέτη διεθνή αναγνώριση. Ο Elgar έγραψε κι άλλα ορατόρια ( Απόστολοι, Βασίλειο), δύο συμφωνίες, κοντσέρτα για βιολί και βιολοντσέλο (κατέχουν ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο των οργάνων), διάφορα ορχηστρικά και χορωδιακά έργα και μουσική δωματίου. Μερικά απ’ αυτά ανήκουν στο διεθνές ρεπερτόριο, γιατί η ικανότητα του Εlgar να εκφράζει ευγενικές συγκινήσεις και σφρίγος (με κάποιες αποχρώσεις θλίψης) τον έκαναν δίκαια δημοφιλή. Στην Ευρώπη θεωρούν τον Elgar ως έναν συνθέτη με στραουσικό ύφος: έναν συνθέτη του οποίου η εδουαρδιανή χλιδή του όψιμου ρομαντισμού προοριζόταν αναπόφευκτα, καθώς κυλούσε ο 20ος αιώνας, να παραχωρήσει τη θέση της στη νοσταλγία και την τελική σιωπή. Τα τελευταία του χρόνια, μετά το θάνατο της γυναίκας του Alice, η οποία τού ήταν απόλυτα αφοσιωμένη, δεν ήταν δημιουργικά. Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1934, σε ηλικία 76 ετών. Η μουσική για τον Elgar δεν ήταν απλώς μια τέχνη. Ολόκληρη τη μουσική ζωή του άρδευε ο χαρακτηρισμός του ίδιου για το κοντσέρτο του για τσέλο: «στάση ζωής ενός ανθρώπου». Η Σερενάτα για έγχορδα, που ολοκληρώθηκε το 1892, είναι ένα από τα πρώτα έργα για ορχήστρα που χαρακτηρίζουν τον συνθέτη. Πρόκειται για μια μορφοποιημένη επανεπεξεργασία τριών ανεξάρτητων κομματιών για έγχορδα που είχε παραγγείλει στον Elgar και παρουσιάσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα (1888) η Ένωση Μουσικών του Worcester. Η πρώτη εκτέλεση της νέας και οριστικής μορφής του έργου, έγινε από την Γυναικεία ορχήστρα της Ένωσης υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Elgar (Μάϊος 1892). Σε όλη του τη ζωή ο συνθέτης είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στο έργο αυτό. Σαράντα χρόνια αργότερα, σε συζήτηση για την πρώτη γραμμοφώνηση έργων του, επαναλάμβανε με τρυφεράδα την «θαυμάσια μελωδία» του Larghetto. Τα τρία μέρη της σονάτας διαρκούν μόνο δώδεκα λεπτά. Είναι αρκετά για να καταστήσουν τη Σερενάτα το δημοφιλέστερο από τα μικρά έργα του Elgar.
Το La capricieuse γράφτηκε ένα χρόνο πριν τη Σερενάτα, δηλ. το 1891, αρχικά για πιάνο και βιολί. Απόψε παρουσιάζεται στην εκδοχή για βιολί και έγχορδα. Παρά την μικρή διάρκειά του (μόλις 4’30’’), ο συνθέτης δίνει με ενάργεια το στίγμα του καπρίτσιο: σύνθεση δεξιοτεχνική, άκρως εκφραστική.Στα 1905 ο Elgar έγραψε το αριστούργημα Introduction and Allegro για κουαρτέτο εγχόρδων και ορχήστρα εγχόρδων. Ήταν μια παραγγελία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου. Το έργο ανοίγει με μια εντυπωσιακή εισαγωγή, συνεχίζει με ένα πυκνογραμμένο γρήγορο μέρος και έχει φούγκα αντί για το συνηθισμένο κομμάτι ανάπτυξης. Η ανακεφαλαίωση πραγματοποιείται με την επαναφορά του ωραίου θέματος της εισαγωγής, το οποίο υπαινίσσεται, παραπέμπει σε δόξα Χαιντελική. Το σόλο κουαρτέτο και η ορχήστρα διαλέγονται και ενώνονται μ’ ένα τρόπο που ιδιότυπα και μοναδικά, θυμίζει – πολύ ομαλά βέβαια – το concerto grosso του 18ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου