Πέμπτη 5 Ιουνίου 2008

ELGAR: ΕΝΑΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ

Πέρυσι τέτοιες μέρες, αγαπητοί φίλοι της Ιδιωτικής Οδού, η Ορχήστρα Πατρών πραγματοποίησε μια συναυλία - αφιέρωμα στον Άγγλο ρομαντικό συνθέτη Edward Elgar, με αφορμή την διεθνώς εορτασθείσα επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννησή του τον Ιούνιο του 1857. Έγραψα, λοιπόν, ένα κείμενο για το πρόγραμμα εκείνης της συναυλίας, το οποίο αναδημοσιεύω εδώ, καθώς ο χρόνος τρέχει και ήδη μετράμε 151 χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη.

Ο Elgar θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους άγγλους συνθέτες. Ήταν ο πρώτος που αναγνωρίστηκε διεθνώς έπειτα από 200 χρόνια στη μουσική ιστορία του έθνους. Παρ’ όλο που η γραφή του δεν διακρίνεται τόσο για τον εθνικό της χαρακτήρα, «ηχεί» αγγλική, ακολουθώντας πάντα τα ρομαντικά πρότυπα, ενώ θεωρείται ότι άνοιξε το δρόμο στη Νέα Αγγλική Σχολή του Vaughan Williams και του Gustav Holst. Άλλωστε έτσι ακριβώς τον χαιρέτισε και ο Strauss όταν άκουσε στη Γερμανία το 1902 το Όνειρο του Γεροντίου: «ο πρώτος Άγγλος προοδευτικός συνθέτης και αρχηγός της Νέας Αγγλικής Σχολής».

Ο (Sir) Edward Elgar γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1857 σ’ ένα μικρό χωριό έξω από το Worcester και ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας του William και της Ann Elgar. O πατέρας του διατηρούσε ένα μουσικό κατάστημα στο Worcester και κούρδιζε πιάνα. Έπαιζε, επίσης, το εκκλησιαστικό όργανο στην τοπική ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Το γεγονός ότι ο Elgar ήταν καθολικός, όπως η οικογένειά του, και άρα δεν ανήκε στο εκκλησιαστικό κατεστημένο, συνιστούσε μια πολιτιστική διαφορά: Η ψαλμωδία του γρηγοριανού μέλους και η χρήση των λατινικών τον οδήγησε μακριά από το γερμανοαγγλικό ύφος, που ήταν το υπόβαθρο των εκκλησιαζομένων συγχρόνων του. Πάντως, παρακολουθούσε τη μουσική στον Καθεδρικό Ναό του Worcester, γνωρίζοντας έτσι το αγγλικό ρεπερτόριο εκκλησιαστικής μουσικής.

Η επαφή με τη μουσική στο κατάστημα του πατέρα του αποτέλεσε ένα θαυμάσιο υλικό για αδιάκοπη μελέτη. Αν και πήρε μαθήματα βιολιού, ήταν ουσιαστικά αυτοδίδακτος. Συμμετείχε σχεδόν σε κάθε τοπική συναυλία ή άλλη μουσική εκδήλωση ως βιολιστής, οργανίστας ή μαέστρος. Έπαιζε, επίσης, σ’ ένα κουϊντέτο πνευστών και έκανε τα πρώτα του βήματα στη σύνθεση. Ιδιαίτερη ήταν και η επίδοσή του στις μεταγραφές έργων διάφορων συνθετών, από τον Corelli (ένα κοντσέρτο του οποίου παίζεται στην αποψινή συναυλία) ως τον Wagner. Μια πολύ σοβαρή δουλειά που δεν εγκατέλειψε ποτέ ο συνθέτης. Στον 20ο αιώνα τον μακρύ κατάλογο μεταγραφών έργων του J.S.Bach, για παράδειγμα, υπογράφουν πολύ μεγάλοι συνθέτες, αλλά από τις πιο επιτυχημένες μεταγραφές θεωρείται αυτή της Φαντασίας και Φούγκας για εκκλησιαστικό όργανο σε ντο ελάσσονα από τον Elgar. Το έργο αρχικά θα αποτελούσε καρπό της συνεργασίας του συνθέτη με τον Richard Strauss. Οι δύο άνδρες είχαν συμφωνήσει να ενορχηστρώσουν από ένα μέρος του έργου έκαστος. Ο Elgar, συνεπής στην δέσμευσή του, ολοκλήρωσε σύντομα τη Φούγκα, η οποία και παίχτηκε στο Queen’s Hall του Λονδίνου στις 27 Οκτωβρίου 1921. Τελικά, καθώς ο Strauss δεν έχει συμπληρώσει ακόμα το δεύτερο μισό του έργου που είχαν συμφωνήσει οι δύο άνδρες, ο Elgar ενορχηστρώνει και τη Φαντασία, η οποία και παίζεται στο φεστιβάλ του Gloucecter, στις 7 Σεπτεμβρίου 1922 υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.

Το συνθετικό ύφος του ρομαντικού Elgar δεν προερχόταν μόνο από τη γερμανική μουσική (Μendelssohn, Schumann, Brahms, Wagner) αλλά και από πρότυπα όπως του Rossini (έργο του οποίου παίζεται απόψε στο α’ μέρος της συναυλίας), του Franck και του Tchaikovsky. Ο Elgar δημιούργησε, όμως, ένα προσωπικό, εξαιρετικά εκφραστικό ύφος. Γι’ αυτόν η εκφραστικότητα και ο ενθουσιασμός ήταν συνώνυμα με την ίδια τη φύση της μουσικής.
Οι Παραλλαγές Αίνιγμα (1899), ένα από τα σημαντικότερα έργα του, προανήγγειλαν την
ιδιαίτερη γραφή του.
Μαζί με το μεγάλων διαστάσεων, φωνητικό αριστούργημα αναμφισβήτητης αξίας, ορατόριο το Όνειρο του Γεροντίου (1900), χάρισαν στον συνθέτη διεθνή αναγνώριση. Ο Elgar έγραψε κι άλλα ορατόρια ( Απόστολοι, Βασίλειο), δύο συμφωνίες, κοντσέρτα για βιολί και βιολοντσέλο (κατέχουν ξεχωριστή θέση στο ρεπερτόριο των οργάνων), διάφορα ορχηστρικά και χορωδιακά έργα και μουσική δωματίου. Μερικά απ’ αυτά ανήκουν στο διεθνές ρεπερτόριο, γιατί η ικανότητα του Εlgar να εκφράζει ευγενικές συγκινήσεις και σφρίγος (με κάποιες αποχρώσεις θλίψης) τον έκαναν δίκαια δημοφιλή. Στην Ευρώπη θεωρούν τον Elgar ως έναν συνθέτη με στραουσικό ύφος: έναν συνθέτη του οποίου η εδουαρδιανή χλιδή του όψιμου ρομαντισμού προοριζόταν αναπόφευκτα, καθώς κυλούσε ο 20ος αιώνας, να παραχωρήσει τη θέση της στη νοσταλγία και την τελική σιωπή. Τα τελευταία του χρόνια, μετά το θάνατο της γυναίκας του Alice, η οποία τού ήταν απόλυτα αφοσιωμένη, δεν ήταν δημιουργικά. Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1934, σε ηλικία 76 ετών. Η μουσική για τον Elgar δεν ήταν απλώς μια τέχνη. Ολόκληρη τη μουσική ζωή του άρδευε ο χαρακτηρισμός του ίδιου για το κοντσέρτο του για τσέλο: «στάση ζωής ενός ανθρώπου».

Η Σερενάτα για έγχορδα, που ολοκληρώθηκε το 1892, είναι ένα από τα πρώτα έργα για ορχήστρα που χαρακτηρίζουν τον συνθέτη. Πρόκειται για μια μορφοποιημένη επανεπεξεργασία τριών ανεξάρτητων κομματιών για έγχορδα που είχε παραγγείλει στον Elgar και παρουσιάσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα (1888) η Ένωση Μουσικών του Worcester. Η πρώτη εκτέλεση της νέας και οριστικής μορφής του έργου, έγινε από την Γυναικεία ορχήστρα της Ένωσης υπό τη διεύθυνση του ίδιου του Elgar (Μάϊος 1892). Σε όλη του τη ζωή ο συνθέτης είχε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στο έργο αυτό. Σαράντα χρόνια αργότερα, σε συζήτηση για την πρώτη γραμμοφώνηση έργων του, επαναλάμβανε με τρυφεράδα την «θαυμάσια μελωδία» του Larghetto. Τα τρία μέρη της σονάτας διαρκούν μόνο δώδεκα λεπτά. Είναι αρκετά για να καταστήσουν τη Σερενάτα το δημοφιλέστερο από τα μικρά έργα του Elgar.

Το La capricieuse γράφτηκε ένα χρόνο πριν τη Σερενάτα, δηλ. το 1891, αρχικά για πιάνο και βιολί. Απόψε παρουσιάζεται στην εκδοχή για βιολί και έγχορδα. Παρά την μικρή διάρκειά του (μόλις 4’30’’), ο συνθέτης δίνει με ενάργεια το στίγμα του καπρίτσιο: σύνθεση δεξιοτεχνική, άκρως εκφραστική.Στα 1905 ο Elgar έγραψε το αριστούργημα Introduction and Allegro για κουαρτέτο εγχόρδων και ορχήστρα εγχόρδων. Ήταν μια παραγγελία της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου. Το έργο ανοίγει με μια εντυπωσιακή εισαγωγή, συνεχίζει με ένα πυκνογραμμένο γρήγορο μέρος και έχει φούγκα αντί για το συνηθισμένο κομμάτι ανάπτυξης. Η ανακεφαλαίωση πραγματοποιείται με την επαναφορά του ωραίου θέματος της εισαγωγής, το οποίο υπαινίσσεται, παραπέμπει σε δόξα Χαιντελική. Το σόλο κουαρτέτο και η ορχήστρα διαλέγονται και ενώνονται μ’ ένα τρόπο που ιδιότυπα και μοναδικά, θυμίζει – πολύ ομαλά βέβαια – το concerto grosso του 18ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου