Το προλογικό σημείωμα του Θανάση Ν. Παπαθανασίου στην τελευταία Σύναξη (τεύχος 105) είναι ένα ράπισμα! Ένα ανελέητο χτύπημα της εντός του εκκλησιαστικού χώρου υποκρισίας μας, την οποία έχουμε ντυθεί απεκδυόμενοι τον φωτεινό χιτώνα της καθαρότητας και συμφωνίας λόγων και έργων. Μεταφέρω εδώ ένα απόσπασμα που τα λέει, κυριολεκτικά, όλα. Και ο έχων ώτα… Ας τα ανοίξει!
Γνωρίζουμε εκ πείρας τη δυσκολία που συναντά το να καλείς σε δημόσια συζήτηση αντί να εκδίδεις φετφάδες ή να ψιθυρίζεις στα παρασκήνια. Και είναι δύσκολο εγχείρημα για τρεις, χοντρικά, λόγους, οι οποίοι χρωματίζουν αποφασιστικά το σκηνικό στον τόπο μας (παρά τις αληθινά παρήγορες εξαιρέσεις):
Κατά πρώτον, ο εκκλησιαστικός χώρος δεν παράγει παιδεία διαλόγου. Επικαλείται τον διάλογο συγκυριακά, συνήθως για να αντικρούσει κάτι που θεωρείται έξωθεν απειλή. Ο περί διαλόγου λόγος, δηλαδή, βγαίνει μεν συχνά από τα χείλη εκκλησιαστικών ανδρών, περισσότερο όμως σαν το βογκητό ανθρώπου που δέχτηκε γροθιά στο στομάχι, παρά ως φυσιολογική ανάσα του.
Κατά δεύτερον, το ασαφές μέγεθος που αποκαλείται λαός της Εκκλησίας είναι, σε μεγάλο βαθμό, κόσμος που αποδέχεται τον θρησκευτικό καταναλωτισμό, την προσκύνηση ειδώλων και πάντως όχι το παίδεμα του ανήκειν και λογοδοτείν.
Κατά τρίτον, σπουδαίοι θεολόγοι που έχουν από καιρό διδάξει να αποζητούμε τη συζήτηση κι έχουν γενναία καυτηριάσει την έλλειψή της, αποδεικνύεται οδυνηρά ότι λατρεύουν την κριτική σε θεούς και δαίμονες, μα ούτε καν την ανέχονται όταν αυτή αγγίξει το δικό τους έργο! Οι δυο προηγούμενοι λόγοι είναι βαρείς· παγιώνουν θεσμικά την αγκύλωση. Μα ετούτος εδώ, ο τρίτος λόγος, έχει ένα άλλο κόστος, ανυπολόγιστα δυσβάστακτο: ακυρώνονται ελπίδες, εξατμίζεται μια νέα παιδαγώγηση πάνω που ΄χε σκάσει μύτη. Κάποια στιγμή χρωστάμε να το δούμε αυτό…
Γνωρίζουμε εκ πείρας τη δυσκολία που συναντά το να καλείς σε δημόσια συζήτηση αντί να εκδίδεις φετφάδες ή να ψιθυρίζεις στα παρασκήνια. Και είναι δύσκολο εγχείρημα για τρεις, χοντρικά, λόγους, οι οποίοι χρωματίζουν αποφασιστικά το σκηνικό στον τόπο μας (παρά τις αληθινά παρήγορες εξαιρέσεις):
Κατά πρώτον, ο εκκλησιαστικός χώρος δεν παράγει παιδεία διαλόγου. Επικαλείται τον διάλογο συγκυριακά, συνήθως για να αντικρούσει κάτι που θεωρείται έξωθεν απειλή. Ο περί διαλόγου λόγος, δηλαδή, βγαίνει μεν συχνά από τα χείλη εκκλησιαστικών ανδρών, περισσότερο όμως σαν το βογκητό ανθρώπου που δέχτηκε γροθιά στο στομάχι, παρά ως φυσιολογική ανάσα του.
Κατά δεύτερον, το ασαφές μέγεθος που αποκαλείται λαός της Εκκλησίας είναι, σε μεγάλο βαθμό, κόσμος που αποδέχεται τον θρησκευτικό καταναλωτισμό, την προσκύνηση ειδώλων και πάντως όχι το παίδεμα του ανήκειν και λογοδοτείν.
Κατά τρίτον, σπουδαίοι θεολόγοι που έχουν από καιρό διδάξει να αποζητούμε τη συζήτηση κι έχουν γενναία καυτηριάσει την έλλειψή της, αποδεικνύεται οδυνηρά ότι λατρεύουν την κριτική σε θεούς και δαίμονες, μα ούτε καν την ανέχονται όταν αυτή αγγίξει το δικό τους έργο! Οι δυο προηγούμενοι λόγοι είναι βαρείς· παγιώνουν θεσμικά την αγκύλωση. Μα ετούτος εδώ, ο τρίτος λόγος, έχει ένα άλλο κόστος, ανυπολόγιστα δυσβάστακτο: ακυρώνονται ελπίδες, εξατμίζεται μια νέα παιδαγώγηση πάνω που ΄χε σκάσει μύτη. Κάποια στιγμή χρωστάμε να το δούμε αυτό…
Από ποια σκοπιά τα λέμε αυτά; Από τη σκοπιά της επίγνωσης ότι δεν ψηλαφούμε μια πραγματικότητα που τάχα βρίσκεται απέναντι από μάς. Ψηλαφούμε τις δικές μας οδύνες, τις δικές μας αμαρτίες και την κοινή ελπίδα.
Τα συμπεράσματα του Θανάση Παπαθανασίου επικυρώνονται από την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας - για την οποία κανείς δεν αντιλέγει - μιας και η συντριπτική πλειονοψηφία της αποτελείται απο χριστιανούς ορθοδόξους.
ΑπάντησηΔιαγραφήτο λέω αυτό για να καταλάβουμε ότι αν δεν αλήθευαν τα του Παπαθανασίου, (και όχι μόνον) η ελληνική κοινωνία σήμερα θα ήταν διαφορετική...
αλλότριος