Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2008

ΞΗΡΗ ΚΑΙ ΑΦΥΔΑΤΩΜΕΝΗ ΓΝΩΣΗ;


Σε παλαιότερο άρθρο μου στο περιοδικό «το δόντι» (Σεπτ. 2003), με τίτλο: «Βυζαντινή Μουσική. Μια ξηρή και αφυδατωμένη γνώση;» έγραφα μεταξύ άλλων τα εξής:

Παρά την άμεση πρόσβαση χιλιάδων νέων στον περιθωριοποιημένο, παλαιότερα, χώρο της βυζαντινής μουσικής, είναι μάλλον λίγοι εκείνοι που ασχολούνται με το είδος, διαθέτοντας την απαιτούμενη όχι μόνο γνώση, αλλά και σοβαρότητα. Γιατί υπάρχουν πια πολλές εγγενείς δυσκολίες που καθιστούν απροσπέλαστη την ψαλτική τέχνη – ως προς την ουσία της – για τις νεώτερες γενιές. Όπως επεσήμανε πολύ σωστά σε συνέντευξή του ο Άρχων Πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Λεωνίδας Αστέρης, «ο ψάλτης οφείλει να γνωρίζει πρώτα απ’ όλα τη γλώσσα και το κείμενο που ψάλλει, δηλ. να ξέρει την ερμηνεία του κειμένου. Να γνωρίζει τη γλώσσα της Εκκλησίας. Να γνωρίζει επίσης τη γλώσσα της μουσικής. Διότι όπως υπάρχουν φράσεις στην υμνογραφία, υπάρχουν και φράσεις στη μουσική».
Όταν όμως ο σημερινός νέος σπουδαστής έχει σοβαρές ελλείψεις στο γλωσσικό του όργανο – λόγω των γνωστών προβλημάτων που παρατηρούνται στην εκπαίδευση – τότε αυτομάτως αδυνατεί να συλλάβει όχι μόνο το νόημα του ύμνου (για να μην αναφερθούμε στην κακή ανάγνωση του κειμένου), αλλά και τη σπουδαιότητα των μουσικών φράσεων («θέσεις») που είναι απαραίτητες, ώστε η ερμηνεία ενός μέλους να αποκτήσει την αναγκαία ενότητα στην εκφορά.
Κάτι πολύ σημαντικό, επίσης, που αποτελεί δομικό στοιχείο της ψαλμωδίας είναι ο ρυθμός. Ο ζωγράφος Ανδρέας Φωκάς έλεγε πως «το θέμα του ρυθμού είναι ίσως το βασικότερο στην τέχνη, όσο ίσως και στη ζωή». Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής παρατηρεί εύστοχα και επιγραμματικά: «Πρόκειται για εσωτερικό, ακατάγραφο στοιχείο, πέρα από την τυπική χρονική αγωγή (κατά το σχήμα θέση – άρση), απόλυτα συνδεδεμένο με την ουσία και τον χαρακτήρα της σύνθεσης. Ο ρυθμός είναι στην πράξη, ένα από τα κυριότερα και σημαντικότερα συστατικά της αυθεντικής ιστορικής ερμηνείας».
Η υψηλή αυτή αντίληψη περί ρυθμού είναι, μάλλον, εκτός της σημερινής πρακτικής κατά τη διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής. Επίσης, η διδασκαλία παρουσιάζει σημαντικά κενά και σε τομείς όπως η διάκριση των ειδών της μελοποιΐας και το ήθος των ήχων. Δεν ψάλλονται φυσικά όλοι οι ύμνοι με τον ίδιο τρόπο. Πρέπει να υπάρχει η αναγκαία ερμηνευτική διάκριση. «Η σύγχρονη ψαλτική συχνότατα τυποποιεί και ισοπεδώνει όχι μόνο όμοια, αλλά και εντελώς ανόμοια μουσικά είδη» (Μ. Χατζηγιακουμής).
Τα τελευταία χρόνια η «Μέθοδος της Ελληνικής Μουσικής» του μεγάλου διδασκάλου Σίμωνος Καρά, συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη των ποικιλμάτων και των αναλύσεων, ως δομικών στοιχείων του μέλους, το οποίο γίνεται περισσότερο ηδύ και πεποικιλμένο, καθώς αποφεύγει τη μονοτονική «ξηροφωνία». Ενίοτε παρατηρείται κάποια υπερβολή ή επιτήδευση στη χρήση των αναλύσεων, επειδή ακριβώς θεωρούνται πανάκεια για την εκφορά του μέλους, το οποίο όμως αναδεικνύεται από τη σύνθεση όλων των προαναφερθέντων στοιχείων.
Η μουσική εκπαίδευση στο χώρο της βυζαντινής μουσικής – αλλά και της παραδοσιακής πολλές φορές – συντελείται, συνήθως, ερήμην των παραπάνω. Προσφέρεται μια ξηρή και αφυδατωμένη γνώση που αδικεί την μεγάλη υπόθεση της μουσικής μας. Χρειάζεται λοιπόν γνώση, άσκηση και έρευνα μετ’ επιστήμης. Και πλατιά αντίληψη…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου