Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

ΟΙ "ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ" ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για μια « λειτουργική αναγέννηση» προς χάριν του λαού – ερήμην του βεβαίως, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει ανάλογο αίτημα- στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η μετάφραση των λειτουργικών κειμένων.
Έχει όμως καταστεί κοινή συνείδηση στους Ορθόδοξους ότι η γλώσσα της λατρείας, η εκκλησιαστική γλώσσα γενικότερα, αντιπροσωπεύει «την τελειοτέρα δυνατήν μορφήν εκφράσεως του ανθρωπίνου λόγου… Αναφέρεται εις την σφαίραν του Θείου Είναι. Οφείλει αύτη να εκφράζει την Αποκάλυψιν του Πνεύματος και τας εξ αυτής γεννωμένας νοεράς θεωρίας» (Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Έσσεξ 1993, σ. 374-376).
Μια εντελώς ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα έχουν, αναμφισβήτητα, οι ποιητές, που σμιλεύουν τον χρόνο με τις λέξεις. Που παλεύουν να αποτυπώσουν την ομορφιά, χρησιμοποιώντας το γλωσσικό όργανο που διαθέτουν με τρόπο εμπνευσμένο. Κι αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Τα ιερά κείμενα δεν θα μπορούσαν ν’ αφήσουν αδιάφορους τους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Στεκόμαστε στους δύο νομπελίστες. Τον Γιώργο Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη, οι οποίοι αποπειράθηκαν να «μεταφράσουν» κάποια βιβλία της Αγίας Γραφής, εκφράζοντας και μ’ αυτό τον τρόπο, την έγνοια τους για τη γλωσσική μας συνέχεια.
Ο Γιώργος Σεφέρης μεταφράζει το «Άσμα Ασμάτων» της Παλαιάς Διαθήκης και την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρησιμοποιεί τον όρο «μεταγραφή» και όχι μετάφραση. Τη θεωρεί περισσότερο ικανοποιητική για τον μεταγλωτισμό των αρχαίων κειμένων. Οι παρατηρήσεις του Σεφέρη στις εισαγωγές των δύο αυτών βιβλίων είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τις προθέσεις και τις απόψεις του ποιητή αναφορικά με τα αρχαία κείμενα. Στο προλόγισμα στο «Άσμα Ασμάτων» σημειώνει: «Με τα Αρχαία κείμενα, εννοώ τα ελληνικά, μου συμβαίνει τούτο το ιδιότροπο. Όσες φορές – και δεν είναι λίγες – δοκιμάζω να το μεταφράσω, σταματώ πάντα σε κάποιο σημείο με τη σκέψη: Μα τούτο είναι τόσο ωραίο, γιατί να το αλλάξει κανείς; Δεν είναι η στιγμή να το κοιτάξω τώρα περισσότερο αυτό το πρόβλημα που θα είχε, σαν τελευταία συνέπεια, την άποψη ότι οι αρχαίες τραγωδίες πρέπει να παίζονται στο πρωτότυπο ή ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να μεταφράζονται οι Γραφές». Το πρόβλημα για τον Σεφέρη εντοπίζεται στο γεγονός ότι ενώ ο Ορθόδοξος Ελληνικός λαός «πρέπει να ζήσει με οικειότητα και ν’ αγαπήσει αυτά τα κείμενα που είναι η κληρονομιά του και η παράδοσή του» συμβαίνει να έχει ζήσει τους τελευταίους αιώνες «σε μια μισοσυνείδητη συμβίωση με τα Ιερά Γράμματά του. Πόσοι Έλληνες καταλαβαίνουν και αισθάνονται ένα κείμενο των Ο΄ ή έστω τις προς Κορινθίους;». Άρα, θέλει να πει ο Σεφέρης, οι μεταφράσεις βοηθάνε προς αυτήν την κατεύθυνση: Στην άμεση πρόσβαση του λαού στα ιερά κείμενα.
Στην εισαγωγή του στην «Αποκάλυψη» ο Σεφέρης είναι πιο επεξηγηματικός αναφορικά με το μεταφραστικό του εγχείρημα. Δηλώνει καθαρά: «προσπάθησα να μείνω όσο μπορούσα πιο κοντά στο παλιό κείμενο κρατώντας αν μου το συγχωρούσε η γλώσσα μας, τη δομή και τις λέξεις του πρωτοτύπου». Θεωρεί την μεταγραφική του εργασία μη οριστική και ομολογεί: «Κι εγώ ο ίδιος δεν θα δοκίμαζα τούτη την απόπειρα αν δεν έβλεπα με λύπη μεγάλη πόσο χειροτερεύουν οι μεταφράσεις και παραφράσεις των Γραφών που ωστόσο κυκλοφορούν πλατιά. Από αυτήν την άποψη η θέση μας είναι πολύ χειρότερη παρά στον καιρό της Τουρκοκρατίας». Εδώ ο Σεφέρης θέτει το μέγα ζήτημα της «πιστής» μετάφρασης των Γραφών που φαίνεται ότι δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Γι’ αυτό και διευκρινίζει: «Έχω ακούσει την άποψη ότι η μετάφραση των Γραφών μπορεί να προκαλέσει δυσχέρειες δογματικές. Αλλά ποτέ δεν υποστήριξα, ούτε το διανοήθηκα ποτέ, ότι είναι δυνατό η μετάφραση ν’ αντικαταστήσει το πρωτότυπο, (η υπογράμμιση δική μας) είτε όταν πρόκειται για το δόγμα, είτε όταν πρόκειται για τη λατρεία. Αυτά τα θέματα ανήκουν αποκλειστικά στην Εκκλησία και δεν πέφτει κανένας λόγος σ’ εμάς τους λαϊκούς. Όμως η φροντίδα για τη γλώσσα μας είναι πράγμα που ενδιαφέρει τον καθέναν από μας σ’ όποια γωνιά της γης κι αν βρίσκεται. Άλλωστε δημοσιεύω, πλάι στη μεταγραφή μου, και το πρωτότυπο, τονίζοντας όσο μπορώ, πως αυτό είναι το μόνο έγκυρο για το δόγμα και τη λατρεία».
Η τελευταία αυτή παρατήρηση του Σεφέρη είναι καταλυτική. Ούτε σκέφθηκε, ούτε υποστήριξε ποτέ πως η μετάφραση μπορεί ν’ αντικαταστήσει το πρωτότυπο. Κι ακόμα τονίζει όσο μπορεί πως το πρωτότυπο ταιριάζει στη λατρεία ως απολύτως σύμφωνο με το δόγμα. Δεν αναλύει περαιτέρω αυτή τη θέση του ο ποιητής, αλλά, προφανώς, δεν χρειάζεται. Είναι πεπεισμένος ότι το πρωτότυπο φέρει μια «γλωσσική ιερότητα», η οποία συνίσταται ακριβώς στην υψηλή αποστολή του για τη διατύπωση του ορθού δόγματος. Έχει ήδη διακηρύξει ότι η γλώσσα μας «θα είχε τόσα πολλά να ωφεληθεί αν αποφάσιζε ν’ ασκηθεί πάνω σ’ αυτά τα κείμενα». Η γλώσσα δηλαδή των ιερών κειμένων, αποτελεί για το Σεφέρη την μήτρα όπου θα μπορούσε να αναγεννηθεί η νεώτερη γλώσσα μας και να γίνει «μία γλώσσα εύρωστη, γυμνασμένη και αποτελεσματική». Ο ποιητής θεωρεί ευεργετική την επίδραση των Γραφέων σε λαούς, όπως οι Σλάβοι (μνημονεύει την τεράστια μεταφραστική εργασία των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου), ενώ θεωρεί ότι «αν έλειπε η παρόρμηση για τη μετάφραση των Εβδομήκοντα, όπως λείπει και τώρα, και δεν είχε πραγματοποιηθεί εκείνο το έργο, θα είχε χάσει η γλώσσα μας ένα κείμενο βασικά αποφασιστικό για την τροπή που πήρε εξαρχής ο Χριστιανισμός, η μοίρα του ελληνισμού και η ιστορία της ανθρωπότητας ολόκληρη»!
Ο Σεφέρης έχει επίγνωση ότι καταπιάστηκε μ’ ένα δύσκολο κείμενο όπως είναι η «Αποκάλυψη». Ο ίδιος όμως μας λεει ότι «τις δυσκολίες τις εξαγόραζε η χαρά καθώς παρατηρούσα πόσο κοντά μπορεί να είναι, ύστερα από δύο χιλιάδες χρόνια, με τα σημερινά μας ελληνικά, αυτός ο θεόσταλτος λόγος». Θα λέγαμε ότι ο ποιητής ασκήθηκε σ’ ένα πείραμα, κυρίως γλωσσικό. Θέλησε να δει αν τα νέα ελληνικά αντέχουν στην απόδοση του θείου λόγου. Ο ίδιος μας δίνει την απάντηση: «ένιωσα το πρωτότυπο να στέκεται ψηλότερα και από τη δική μου απόδοση και από τις μεταφράσεις στις ξένες γλώσσες που γνωρίζω». Και καταλήγει ο Σεφέρης με πνεύμα ταπεινοφροσύνης: «Αλήθεια τούτο μ’ έκανε να συλλογιστώ πολλές φορές τη βαθιά παρατήρηση του Συνεσίου, του επισκόπου Πτολεμαϊδας: Πνεύμα Θείον υπερορά μικρολογίαν συγγραφικήν».
Με το κείμενο της «Αποκάλυψης» καταπιάστηκε και ο Οδυσσέας Ελύτης. Ούτε αυτός ονομάζει το εγχείρημά του «μετάφραση». Προτιμά τον μετριοπαθή τίτλο «μορφή στα Νέα Ελληνικά». Ο Ελύτης δεν έχει γράψει πρόλογο στο έργο του αυτό. Αρκέστηκε σε μια ολιγόλογη σημείωση, στο τέλος του βιβλίου. Εκεί διευκρινίζει εξ αρχής: «Μερικές λέξεις ή όρους, κάποτε και φράσεις ολόκληρες, προτίμησα να τις αφήσω με τη μορφή που έχουν στο πρωτότυπο, έτσι ώστε να μην αλλοιωθεί ο μυστικός και υπερβατικός χαρακτήρας του κειμένου». Αναγνωρίζει δηλαδή ο ποιητής, ότι η μετάφραση ενέχει αυτόν τον κίνδυνο: Να αλλοιώσει, έστω ακούσια, τον όλως άλλον χαρακτήρα του ιερού κειμένου. Γι’ αυτό δεν διστάζει να αφήσει «αμετάφραστες» λέξεις ή φράσεις του πρωτοτύπου, εξαίροντας έτσι και την αναντικατάστατη δυναμική τους (π.χ. αφήνει ως έχει ο ποιητής τη γνωστή έκφραση «ο Ων ο Ην και ο Ερχόμενος»).
Από όσα συνοπτικά αναφέρθηκαν γίνεται φανερό, ότι οι δύο νομπελίστες ποιητές μας, αν και καταπιάστηκαν με τη μετάφραση της «Αποκάλυψης» και του «Άσματος Ασμάτων» (μόνον ο Σεφέρης), αναγνώριζαν την υπεροχή του πρωτοτύπου, το οποίο διασώζει το μυστικό και υπερβατικό και υπερκόσμιο, δηλαδή αληθινό, χαρακτήρα των ιερών κειμένων. Η ενασχόληση τους αυτή δεν είχε ως σκοπό την εισαγωγή «καινών δαιμονίων», δηλαδή την απαρχή για την καθιέρωση της μετάφρασης στον λειτουργικό χώρο. Μόνη έγνοια τους ήταν η γλώσσα, η ρίζα και η διάρκειά της. Τα ιερά κείμενα ασκούσαν πάνω τους μία αναμφισβήτητη γοητεία, επειδή ακριβώς εκεί το γλωσσικό όργανο υφίσταται την «καλή αλλοίωση» του Πνεύματος.
Ας έχουμε υπ’ όψιν μας τον Ελύτη: «…εκεί που εξακολουθούν να παλιώνουν τα πράγματα, παραμένει όμως καινούργιος ο Θεός. Και φυσικά οι λέξεις που τον εκφράζουν». Όσοι λευκοφόροι, εννοήτωσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου