Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

ΡΑΒΕΛ - ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ ΣΕ ΦΑ

Ακούγοντας προχθές σε τηλεοπτικό αφιέρωμα το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο να παίζει το πρώτο μέρος από το Κουαρτέτο για έγχορδα του Μωρίς Ραβέλ, θυμήθηκα ότι είχα γράψει προ μηνών ένα σημείωμα γι’ αυτό το έργο, με αφορμή την παρουσίασή του από μουσικούς της Ορχήστρας Πατρών. Το παραθέτω, λοιπόν, εδώ με την ελπίδα όποιος το διαβάσει να αναζητήσει την εξαίσια μουσική.

Το κουαρτέτο σε φα του Ravel είναι αφιερωμένο στο δάσκαλό του Gabriel Faure (1845-1924). Αν και η αρχή της καριέρας του Ravel στη μουσική δωματίου έχει, συχνά, συγκριθεί με αυτή του Debussy, μπορεί να ειπωθεί ότι άνετα στέκεται ως αυτόνομη.
Γραμμένο μεταξύ Δεκεμβρίου του 1902 και Απριλίου του 1903, το κουαρτέτο σε φα πρώτα εκτελέστηκε στο Παρίσι στις 5 Μαρτίου του 1904 από το κουαρτέτο Heyman στο Société Nationale concert. Εκδόθηκε τον ίδιο χρόνο, αλλά το έργο αναθεωρήθηκε από τον Ravel πριν από τη δεύτερη έκδοσή του το 1910. Είχε δώσει πολύ μεγάλη σημασία στα σχόλια του δασκάλου του που βρήκε το τελευταίο μέρος ανολοκλήρωτο και ανισόρροπο.
Σε αυτό το έργο ο Ravel καθαρά εμπνεύστηκε από το άρωμα των αισθημάτων του Faure αν και γρήγορα ελευθερώθηκε υιοθετώντας το δικό του μουσικό ιδίωμα. Στο ξεκίνημα Allegro moderato, σε φόρμα σονάτας, ο ακροατής απορροφάται από την άμεση, λεπτή, γλυκιά ατμόσφαιρα του Ravel. Όλη αυτή η κομψότητα και η στυλιστική επιτήδευση εκτυλίσσεται κυρίως στα δύο απλά μέτρα του θέματος Très doux, ένα θέμα με διαφοροποιήσεις το οποίο τελικά «βυθίζεται» σε μια εξαιρετικά χαμηλή ένταση.
Η μεταχείριση του δεύτερου μέρους, Assez vif, ειλικρινά θυμίζει Debussy, με την ελαφρότητα των γραμμών και τη γεμάτη ζωντάνια δύναμη της γραφής του. Η αέρινη χρήση του pizzicato (παίξιμο των χορδών με τα χέρια) από τα πρώτα μέτρα ανοίγει δρόμο στο σφρίγος, χωρίς να χάνεται η αριστοτεχνική ελαφράδα του ύφους! Bien chanté, το δεύτερο θέμα, έχει απόχρωση μελαγχολίας, εισάγεται από το τσέλο, γεμίζει από τη βιόλα, μετά συμπληρώνεται από το πρώτο βιολί. Το μέρος τελειώνει μ’ ένα έντονο Scherzo, με σταθερό pizzicati. Στο Très lent εμπιστεύεται στη βιόλα το «καθήκον» να αποκαλύψει την ονειρική πλευρά. Ένα αιωρούμενο πνεύμα αναλαμβάνει το δοξάρι, χωρίς ίχνος ασάφειας. Το τελικό Vif et agité, σε 5/8 και μετά 5/4, συνθέτει τις βασικές ιδέες του πρώτου μέρους με τη φόρμα της τελικής ευωχίας. Τα δοξάρια κινούνται γρήγορα σε δύο διαδοχικά επίπεδα, μετά ακολουθούν το ένα το άλλο, πτήσεις υψηλές, τις οποίες ο Ravel μεταχειρίζεται ξέφρενα σε τεχνικά άψογα δέκατα έκτα και τρίλιες. Μια ευκαιρία για δεξιοτεχνία, αλλά επίσης και για «σκανδαλιά», για ηρεμία, μερικές φορές, τόσο εμφανή που δύσκολα γίνεται πιστευτή…Στο Courrier Musical στις 15 Μαρτίου του 1904 ο Sauerwein συνόψισε τον Ravel και το κουαρτέτο του τέλεια: “Βαθμιαία ξέφυγε από παραδοσιακές μεθόδους και σήμερα εισάγει μια μάλλον νέα φόρμα κουαρτέτου. Αλλά φαίνεται ότι κάποιο είδος ανταγωνισμού τον βάζει απέναντι στον εαυτό του, εμποδίζοντάς τον να κάνει καθαρή επιλογή μεταξύ του αντιστικτικού στύλ γραψίματος του Franck και του Debussy. Πέρα από τις όποιες επιρροές τεχνικής και τις αναλύσεις της γραφής, η φρεσκάδα της έμπνευσης, τα θέματα, η στιβαρότητα και η πάντα γοητευτική έκπληξη των λεπτομερειών της εξέλιξης, είναι τέτοια σε αυτό το κουαρτέτο, ώστε, ακούγοντάς το κάποιος, δεν μπορεί παρά να παρασυρθεί από αυτό και να το ερωτευτεί με το πρώτο άκουσμα".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου