Του Αριστείδη Βικέτου
Ξεκίνησε η υλοποίηση των δράσεων του έργου "ΕΥΜΑΘΙΟΣ ΦΙΛΟΚΑΛΗΣ", Ανάδειξη Επιλεγμένων μεσοβυζαντινών μνημείων Κρήτης-Κύπρου με καινοτόμες μεθόδους", στο πλαίσιο του άξονα προτεραιότητας που αφορά το Φυσικό και Πολιτιστικό Περιβάλλον του Προγράμματος Διασυνοριακής Συνεργασίας Ελλάδα-Κύπρος 2007-2013.
Το έργο εγκρίθηκε για συγχρηματοδότηση την 8η Απριλίου 2011 από την Επιτροπή Επιλογής Πράξεων του Προγράμματος. Συνολικά εγκρίθηκαν 34 έργα συνολικής αξίας περίπου 31 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων το 80% θα χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΤΠΑ) και το 20% από εθνικούς πόρους.
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση του έργου "ΕΥΜΑΘΙΟΣ ΦΙΛΟΚΑΛΗΣ" αποτελεί προϊόν συνεργασίας Τμήματος Αρχαιοτήτων, Εκκλησίας της Κύπρου (Ιερά Μονή Αμασγούς, Μητροπόλεις Λεμεσού και Τριμμυθούντος) και 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Δυτικής Κρήτης του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού.
Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται δράσεις συνολικής αξίας 1.303.800 ευρώ, εκ των οποίων οι 519.000 ευρώ θα δαπανηθούν για την αποκατάσταση και ανάδειξη δύο μεσοβυζαντινών μνημείων της Δυτικής Κρήτης, την Παναγία την Πατσώ στη Σύβριτο και τον Άγιο Ευτύχιο στο Χρωμονάστηρο του Ρεθύμνου, ενώ το υπόλοιπο ποσό, ύψους 784.800 ευρώ, θα δαπανηθεί για την αποκατάσταση και ανάδειξη δύο μεσοβυζαντινών μνημείων στην Κύπρο, την Αγία Μαρίνα του Καντού και την Παναγία της Κοφίνου.
Έχουν ήδη ξεκινήσει στην Κύπρο οι ανασκαφικές έρευνες στον περιβάλλοντα χώρο των υπό διαχείριση μνημείων, υπό την εποπτεία δύο συμβασιούχων αρχαιολόγων, της Ντόριας Νικολάου και της Δήμητρας Δημητρίου. Παράλληλα, προωθούνται οι διαδικασίες για τα έργα αποκατάστασης των δύο μνημείων.
Το όνομα "ΕΥΜΑΘΙΟΣ ΦΙΛΟΚΑΛΗΣ" σημαίνει ότι είναι άνθρωπος καλά μορφωμένος και από την οικογένεια αυτών που αγαπούν το καλό.
Σύμφωνα με την Κύπρια αρχαιολόγο Ελένη Προκοπίου, ήταν ένας από τους στρατηγούς του Αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, ο οποίος νίκησε τους Σελτζούκους Τούρκους το 1109/1110 και ανέκτησε εδάφη (κυρίως παράλιες περιοχές) της Μικράς Ασίας που είχαν περιέλθει σε αυτούς με την ήττα του Ματζικέρτ το 1071). Έγινε δούκας της Κύπρου μεταξύ του 1092 και 1103 και ξανά το 1112, ενώ από σφραγίδες φαίνεται να διετέλεσε Μέγας Δούκας και Έπαρχος της Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Σε έγγραφα του 1118, που αναφέρονται σε ιδιοκτησιακές διαφορές στην Κρήτη, υπογράφει ως Σεβαστός, Μέγας Δούκας και Έπαρχος υποδεικνύοντας ότι είχε στη δικαιοδοσία του και την Κρήτη.
Αναφέρεται συχνά σε αυτόν η Άννα Κομνηνή (κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου), στο έργο της "Αλεξιάδα", ως ενός όχι και τόσο δυνατού, αλλά ευφυούς άνδρα, ο οποίος ήξερε πώς να παγιδεύει τον αντίπαλό του, και επιπλέον ήταν ιδιαίτερα εφευρετικός σε πολεμικές μηχανές (χρήση της τεχνολογίας).
Στα στρατεύματά του υπήρχαν εκλεκτά οικοδομικά συνεργεία, τα οποία ανοικοδομούσαν κατεστραμμένες πόλεις (όπως το Αδραμίττυον στα παράλια της Μικράς Ασίας) κάστρα ή καστρομονάστηρα και εκκλησίες.
Στην Κύπρο αναφέρεται συγκεκριμένα το όνομά του, σε σωζόμενη έως το 1974 επιγραφή, στο Παρεκκλήσιο της Αγίας Τριάδας της μονής του Αγίου Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, στο κατεχόμενο σήμερα τμήμα της νήσου, της οποίας θα πρέπει να ήταν ο κύριος χορηγός και συντελεστής.
Σε αυτόν θα πρέπει να αποδοθεί το εκτεταμένο αμυντικό οικοδομικό πρόγραμμα ανέγερσης σημαντικών βυζαντινών οχυρών της εποχής, αλλά και εκκλησιών, οι οποίες αποτελούν εμφυτεύματα της κωνσταντινοπολίτικης τέχνης, που έγιναν παραδείγματα προς μίμηση, όπως οι ανανεωμένες συμμετρικές παραλλαγές του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου με τρούλλο ή των παραλλαγών του οκταγωνικού τύπου, με τις ολόπλινθες ή μικτές τοιχοποιίες, που συνήθως χαρακτηρίζουν μνημεία της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας, στην οποίαν δούλεψε πολύ ο Φιλοκάλης (Κουτσοβέντης, Παναγία Τρικώμου, Άγιος Ιλαρίωνας Αψινθιώτισσα κ.α.).
Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΝΤΟΥ
Ο ερειπωμένος ναός της Αγίας Μαρίνας, στα νότια του χωριού Καντού, πάνω στη δυτική όχθη του ποταμού Κούρη και δίπλα στον υπεραστικό δρόμο Λεμεσού-Πάφου, αποτελούσε, μαζί με τη γύρω περιοχή, μετόχι της μονής Αμασγού. Μετά τις εργασίες ανασκαφής και συντήρησης (2002) παρουσιάστηκε ένας σημαντικός ναός των μέσων του 11ου αιώνα με σπαράγματα τοιχογραφιών. Ο ναός έχει ανακαινιστεί με ανακατασκευή του δυτικού σκέλους στα τέλη του 15ου αιώνα. Στις αρχές του 20ου αιώνα καταστράφηκε από τους τουρκοκύπριους κατοίκους του Καντού. Ο ναός έχει συμπεριληφθεί στον β' πίνακα Αρχαίων Μνημείων.
Τοποθετημένη σε στρατηγική θέση, η Καντού, στ' αριστερά του Κούρη ποταμού και πολύ κοντά στο ομώνυμο φράγμα, πολύ δε περισσότερο στον κύριο δρόμο Ερήμης-Άρσος, γνώρισε σχετικά υπολογίσιμη πυκνότητα πληθυσμού στα χρόνια πριν την τούρκικη εισβολή του 1974.
Οι 714 ψυχές που κατοικούσαν στο χωρίο είχαν επιδοθεί στην καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, των αμπελίων μ' επιτραπέζιες ποικιλίες, ιδιαίτερα της σουλτανίνης, των λαχανικών, της χαρουπιάς και των σιτηρών. Οι εξωγεωργικές αποσχολήσεις, ιδιαίτερα στη Λεμεσό, συμπλήρωναν και ενίσχυαν το γεωργικό εισόδημα των Τουρκοκυπρίων κατοίκων της Καντού. Μετά την εισβολή και τη μεταφορά των Τουρκοκυπρίων στο βόρειο, κατεχόμενο τμήμα του νησιού, το 1975, κάπου 600 εκτοπισμένοι, που τώρα μειώθηκαν, κυρίως από χωρία της Καρπασίας, εγκαταστάθηκαν στην Καντού.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετές εκτάσεις που' ναι εγκαταλειμμένες και καλύφθηκαν τώρα από φυσική βλάστηση, ενώ η κοινότητα επιδόθηκε και σε κτηνοτροφικές δραστηριότητες, δημιουργώντας κτηνοτροφική περιοχή.
ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΟΦΙΝΟΥ
Η εκκλησία της Παναγίας βρίσκεται νοτιοανατολικά της κοινότητας Κοφίνου, η οποία βρίσκεται στη διασταύρωση των βασικών οδικών αρτηριών που συνδέουν τη Λάρνακα με τη Λεμεσό και τη Λευκωσία.
Φαίνεται ότι ο ναός αποτέλεσε καθολικό μονής και οικοδομήθηκε στον πρώιμο 11ο αιώνα στα ερείπια ενός παλαιότερου οικοδομήματος. Ο ναός ανήκει σε μία σπάνια παραλλαγή συνεπτυγμένου σταυροειδούς ναού. Διασώζονται τρία στρώματα τοιχογραφιών, τα οποία χρονολογούνται στον 12ο, στον 14ο και στον 16ο αιώνα. Σήμερα λειτουργεί ως κοιμητηριακός ναός.
Η Κοφίνου είναι γνωστή από την αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στις 15 Νοεμβρίου 1967. Για πολλούς αναλυτές, το επεισόδιο αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την τουρκική εισβολή του 1974. Την Κύπρο κυβερνούσε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ηγέτης των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Ραούφ Ντενκτάς, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από την μπότα των Συνταγματαρχών και πρωθυπουργός στην Τουρκία ήταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Η Κοφίνου βρίσκεται 40 χιλιόμετρα νότια της Λευκωσίας στο σταυροδρόμι δύο στρατηγικής σημασίας αυτοκινητοδρόμων: Λευκωσίας - Λεμεσού και Λάρνακας - Λεμεσσού. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 150 μέτρων και τα χρόνια της δεκαετίας του '60 κατοικείτο αποκλειστικά από Τουρκοκυπρίους (725 κάτοικοι στην απογραφή του 1960). Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, η Κοφίνου εξελίχθηκε σε ισχυρό στρατιωτικό προπύργιο των Τουρκοκυπρίων. Ήταν μία διαρκής εστία επεισοδίων στην περιοχή και συχνά ένοπλοι Τουρκοκύπριοι απέκοπταν τις δύο οδικές αρτηρίες, όταν δεν πυροβολούσαν τα διερχόμενα αυτοκίνητα.
Στις 15 Νοεμβρίου 1967 με διαταγή του Μακαρίου η Εθνική Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα ανέλαβε αυτή να αποκαταστήσει την τάξη. Η "Επιχείρηση Γρόνθος", όπως ονομάστηκε, είχε στρατιωτικό χαρακτήρα και όχι αστυνομικό, όπως θα έπρεπε. Ο Γρίβας κινητοποίησε πολύ ισχυρές δυνάμεις, με άρματα μάχης, τεθωρακισμένα και πυροβολικό. Πρώτα επιτέθηκε στο μικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος (685 Τουρκοκύπριοι κάτοικοι και 525 Ελληνοκύπριοι) και κατέλαβε σχεδόν χωρίς μάχη την τουρκοκυπριακή συνοικία. Στη συνέχεια στράφηκε κατά τις γειτονικής Κοφίνου. Στις αψιμαχίες που ακολούθησαν σκοτώθηκαν 24 Τουρκοκύπριοι και 9 τραυματίστηκαν, ενώ οι απώλειες της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν ένας νεκρός και δύο τραυματίες.
Η Τουρκία χαρακτήρισε "στυγερή πρόκληση" τα αιματηρά επεισόδια και απείλησε με στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο και με πόλεμο την Ελλάδα. Με την παρέμβαση των Αμερικανών, που εκδηλώθηκε με την αποστολή του υφυπουργού Άμυνας Σάιρους Βανς στο τρίγωνο Αθήνας - Άγκυρας - Λευκωσίας, η κρίση διευθετήθηκε με μια οδυνηρή υποχώρηση του δικτατορικού καθεστώτος της Ελλάδας. Υπό την πίεση Αμερικανών, Βρετανών και Καναδών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την τύχη της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελλαδική μεραρχία, που είχε στείλει μυστικά ο Γεώργιος Παπανδρέου μετά τα γεγονότα του 1963 - 1964.
Μετά την τουρκική εισβολή, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου μετακινήθηκαν στα κατεχόμενα και σήμερα κατοικείται από αμιγή ελληνοκυπριακό πληθυσμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου