Η αύρα τους σε τραβάει σαν μαγνήτης
Του Κώστα Λογαρά
Δεν είναι ένα τυχαίο μαγαζί όπου μπαίνεις, βλέπεις, αγοράζεις, φεύγεις. Ούτε ένα επάγγελμα απλό όπως τα δεκάδες άλλα. Θέλει ταλέντο για ν’ ασχοληθείς μ’ αυτό, κυρίως απαιτεί προσωπικότητα και χαρακτήρα, μιαν ιδιαίτερη ικανότητα όχι μόνο για να πουληθεί το προϊόν τού μαγαζιού, αλλά για να παραμείνει στο χώρο ο πελάτης.
Γι’ αυτό και κάποια, μόνο, βιβλιοπωλεία απ’ τα πάμπολλα γίνονται στέκια, καθημερινά περάσματα, χώροι συνάντησης. Γιατί είναι οι άνθρωποι που εργάζονται σ’ αυτά, η φιλόξενη διάθεση κι η αύρα τους που σε τραβάει μέσα σαν μαγνήτης: Όσοι τουλάχιστον – διακριτικά εξυπηρετικοί, ενημερωμένοι αλλά χωρίς ποτέ να επιβάλλουν άποψη, απόμακροι και συγχρόνως φιλικοί– σε καλοδέχονται σαν καθημερινό τους επισκέπτη, σαν φίλο πια κι όχι απλώς έναν πελάτη.
Άλλωστε κι εσύ πολλές φορές τούς φίλους σου πάς να βρεις εκεί. Πρόσωπα γνωστά σου και αγαπητά θες να συναντήσεις– τα βιβλία ας μείνουνε στα ράφια τους. Ούτε που τα κοιτάς. Το πολύ-πολύ μια φευγαλέα ματιά, ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα, (κάποιο εξώφυλλο ή ένας τίτλος που σου έκατσε στο μάτι) και μετά αφήνεσαι στη ζεστή κουβέντα, την παιγνιώδη ή τη σοβαρή για θέματα τρέχοντα και ποικίλα.
Ναι, στον ιδιαίτερο χώρο του βιβλιοπωλείου (δε λέω για σχολικά, χαρτικά, είδη δώρων), δεν μπορεί να εργαστεί ο οποιοσδήποτε – με αξιώσεις όμως. Πρέπει να το ’χει η κούτρα του να εξυπηρετεί, να θέλει να προσφέρει και να ’ναι δοτικός από τη φύση του. Κι αυτό ή το ’χει κάποιος ή δεν το ’χει. Όσο και να στο πουν και να στο δείξουνε και να στο μάθουν, δύσκολα το κάνεις κτήμα σου. Είναι προσόν υπεροχής, ένα μεράκι και φαίνεται από μακριά.
Οι πλέον επαρκείς και ικανοί (όλο και κάποιον θα ’χει ο καθένας στο μυαλό του) είναι αυτοί που παρά τα εξαντλητικά ωράρια, τους κοπιαστικούς ρυθμούς, τ’ ανεβοκατεβάσματα σε σκάλες και πατάρια, σε ορόφους κι αποθήκες, έχουν πάντα αποθέματα ευγένειας και διάθεση να σ’ εξυπηρετήσουν. Εκείνοι που αφουγκράζονται την απορία σου και κινούνται προς το μέρος σου αυθόρμητα να σε συντρέξουν. Αλλά και ξέρουν ν’ αποσύρονται διακριτικά και να σ’ αφήνουνε στην ησυχία σου να περιεργαστείς, να διαβάσεις, να ψαχουλέψεις με τις ώρες ανάμεσα στα ράφια τους, να ανακατεύεις τόμους και περιοδικά και να τα βάζεις, ατσούμπαλα, ξανά στη θέση τους. Κανείς απ’ αυτούς δεν πρόκειται να σε στραβοκοιτάξει. Ίσα- ίσα που την άλλη μέρα θα τα βρεις αλφαδιασμένα όλα και βαλμένα στη σειρά τους.
Ώσπου, με τον καιρό, οι πιο οξυδερκείς και ικανοί έχουν μάθει τις επιλογές σου, τα πνευματικά σου ενδιαφέροντα, ενίοτε και τις απόψεις σου. Και χτίζουνε μαζί σου μιαν αμοιβαία σχέση εκτίμησης: χωρίς πολλές κουβέντες, αλλά επαισθητή και ουσιαστική, λες και ο χώρος σφραγίζει την ποιότητά της.
(Γιατί, αλίμονο, ποιος θ’ άντεχε δίπλα του έναν τύπο μίζερο και υποχόντριο; Που θα του γινότανε στενός κορσές – τι λέω; κανονικό τσιμπούρι -- και θα του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό με κατηγόριες για τους άλλους και σχόλια κακόβουλα; Που με ύφος φτωχοπρόδρομου και φωνή ψιθυριστή θα τον πιλάτευε με ένα σωρό σενάρια συνωμοσίας, τάχα, εναντίον του και ίντριγκες; Α, πα, πα, κλούβια κι άπιαστα).
Οι χώροι αυτοί, στριμωγμένοι ή αβέρτοι, σούδες στενές ή κτίρια πολυώροφα, μπορούν να λειτουργούν σαν στέκια, καταφύγια της ψυχής και οάσεις στις πολύβουες μεγαλουπόλεις, μόνο με πρόσωπα χαρούμενα κι αλέγρα.
Ούτε η επωνυμία τους, ούτε η πληθώρα των βιβλίων κι η τεράστια ποικιλία τίτλων είναι αρκετά για να τα κάνουν πέρασμα καθημερινό, κέντρα συνάντησης και πόλο έλξης. Αντίθετα, το ύφος και η ζεστασιά τους αναδύεται αποκλειστικά απ’ τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί. Αυτοί είναι η ψυχή των βιβλιοπωλείων κι απ’ αυτούς μονάχα εξαρτάται αν θα (εξακολουθήσουνε να) είναι στέκια ή θα σούρουν ένας-ένας οι θαμώνες και θα τούς γυρίσουνε την πλάτη.
Βάρδα μόνο να μη μετατραπούνε όλα σε τίποτα Internet ή Ipad café. Για φαντάσου να μπαίνεις μέσα, να σκύβεις πάνω από μιαν οθόνη και να μη σηκώνεις μάτια να χαιρετίσεις άνθρωπο ή ν’ ανταλλάξεις μαζί του μια κουβέντα. Ο Θεός φυλάξοι! Κι αν κάποτε συμβεί αυτό, δεν θα ’θελα να είμαι μέσα εγώ.
Του Κώστα Λογαρά
Μνήμη Αντώνη Μεθενίτη
Δεν είναι ένα τυχαίο μαγαζί όπου μπαίνεις, βλέπεις, αγοράζεις, φεύγεις. Ούτε ένα επάγγελμα απλό όπως τα δεκάδες άλλα. Θέλει ταλέντο για ν’ ασχοληθείς μ’ αυτό, κυρίως απαιτεί προσωπικότητα και χαρακτήρα, μιαν ιδιαίτερη ικανότητα όχι μόνο για να πουληθεί το προϊόν τού μαγαζιού, αλλά για να παραμείνει στο χώρο ο πελάτης.
Γι’ αυτό και κάποια, μόνο, βιβλιοπωλεία απ’ τα πάμπολλα γίνονται στέκια, καθημερινά περάσματα, χώροι συνάντησης. Γιατί είναι οι άνθρωποι που εργάζονται σ’ αυτά, η φιλόξενη διάθεση κι η αύρα τους που σε τραβάει μέσα σαν μαγνήτης: Όσοι τουλάχιστον – διακριτικά εξυπηρετικοί, ενημερωμένοι αλλά χωρίς ποτέ να επιβάλλουν άποψη, απόμακροι και συγχρόνως φιλικοί– σε καλοδέχονται σαν καθημερινό τους επισκέπτη, σαν φίλο πια κι όχι απλώς έναν πελάτη.
Άλλωστε κι εσύ πολλές φορές τούς φίλους σου πάς να βρεις εκεί. Πρόσωπα γνωστά σου και αγαπητά θες να συναντήσεις– τα βιβλία ας μείνουνε στα ράφια τους. Ούτε που τα κοιτάς. Το πολύ-πολύ μια φευγαλέα ματιά, ένα πρόχειρο ξεφύλλισμα, (κάποιο εξώφυλλο ή ένας τίτλος που σου έκατσε στο μάτι) και μετά αφήνεσαι στη ζεστή κουβέντα, την παιγνιώδη ή τη σοβαρή για θέματα τρέχοντα και ποικίλα.
Ναι, στον ιδιαίτερο χώρο του βιβλιοπωλείου (δε λέω για σχολικά, χαρτικά, είδη δώρων), δεν μπορεί να εργαστεί ο οποιοσδήποτε – με αξιώσεις όμως. Πρέπει να το ’χει η κούτρα του να εξυπηρετεί, να θέλει να προσφέρει και να ’ναι δοτικός από τη φύση του. Κι αυτό ή το ’χει κάποιος ή δεν το ’χει. Όσο και να στο πουν και να στο δείξουνε και να στο μάθουν, δύσκολα το κάνεις κτήμα σου. Είναι προσόν υπεροχής, ένα μεράκι και φαίνεται από μακριά.
Οι πλέον επαρκείς και ικανοί (όλο και κάποιον θα ’χει ο καθένας στο μυαλό του) είναι αυτοί που παρά τα εξαντλητικά ωράρια, τους κοπιαστικούς ρυθμούς, τ’ ανεβοκατεβάσματα σε σκάλες και πατάρια, σε ορόφους κι αποθήκες, έχουν πάντα αποθέματα ευγένειας και διάθεση να σ’ εξυπηρετήσουν. Εκείνοι που αφουγκράζονται την απορία σου και κινούνται προς το μέρος σου αυθόρμητα να σε συντρέξουν. Αλλά και ξέρουν ν’ αποσύρονται διακριτικά και να σ’ αφήνουνε στην ησυχία σου να περιεργαστείς, να διαβάσεις, να ψαχουλέψεις με τις ώρες ανάμεσα στα ράφια τους, να ανακατεύεις τόμους και περιοδικά και να τα βάζεις, ατσούμπαλα, ξανά στη θέση τους. Κανείς απ’ αυτούς δεν πρόκειται να σε στραβοκοιτάξει. Ίσα- ίσα που την άλλη μέρα θα τα βρεις αλφαδιασμένα όλα και βαλμένα στη σειρά τους.
Ώσπου, με τον καιρό, οι πιο οξυδερκείς και ικανοί έχουν μάθει τις επιλογές σου, τα πνευματικά σου ενδιαφέροντα, ενίοτε και τις απόψεις σου. Και χτίζουνε μαζί σου μιαν αμοιβαία σχέση εκτίμησης: χωρίς πολλές κουβέντες, αλλά επαισθητή και ουσιαστική, λες και ο χώρος σφραγίζει την ποιότητά της.
(Γιατί, αλίμονο, ποιος θ’ άντεχε δίπλα του έναν τύπο μίζερο και υποχόντριο; Που θα του γινότανε στενός κορσές – τι λέω; κανονικό τσιμπούρι -- και θα του πιπίλιζε συνέχεια το μυαλό με κατηγόριες για τους άλλους και σχόλια κακόβουλα; Που με ύφος φτωχοπρόδρομου και φωνή ψιθυριστή θα τον πιλάτευε με ένα σωρό σενάρια συνωμοσίας, τάχα, εναντίον του και ίντριγκες; Α, πα, πα, κλούβια κι άπιαστα).
Οι χώροι αυτοί, στριμωγμένοι ή αβέρτοι, σούδες στενές ή κτίρια πολυώροφα, μπορούν να λειτουργούν σαν στέκια, καταφύγια της ψυχής και οάσεις στις πολύβουες μεγαλουπόλεις, μόνο με πρόσωπα χαρούμενα κι αλέγρα.
Ούτε η επωνυμία τους, ούτε η πληθώρα των βιβλίων κι η τεράστια ποικιλία τίτλων είναι αρκετά για να τα κάνουν πέρασμα καθημερινό, κέντρα συνάντησης και πόλο έλξης. Αντίθετα, το ύφος και η ζεστασιά τους αναδύεται αποκλειστικά απ’ τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί. Αυτοί είναι η ψυχή των βιβλιοπωλείων κι απ’ αυτούς μονάχα εξαρτάται αν θα (εξακολουθήσουνε να) είναι στέκια ή θα σούρουν ένας-ένας οι θαμώνες και θα τούς γυρίσουνε την πλάτη.
Βάρδα μόνο να μη μετατραπούνε όλα σε τίποτα Internet ή Ipad café. Για φαντάσου να μπαίνεις μέσα, να σκύβεις πάνω από μιαν οθόνη και να μη σηκώνεις μάτια να χαιρετίσεις άνθρωπο ή ν’ ανταλλάξεις μαζί του μια κουβέντα. Ο Θεός φυλάξοι! Κι αν κάποτε συμβεί αυτό, δεν θα ’θελα να είμαι μέσα εγώ.
Το κείμενο αυτό του Κώστα Λογαρά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό διαβάζω (τεύχ. 519, Ιούνιος 2011), στην στήλη της χολής και της σχόλης
Ένα τέτοιο βιβλιοπωλείο «στέκι» πολλών πνευματικών ανθρώπων ήταν και το βιβλιοπωλείο Ζωή στην Πάτρα. Μαγνήτης που μας τράβαγε ο υπάλληλος ο Τάσος. Για πολλούς από μας ήταν καθημερινό πέρασμα και χώρος συνάντησης. Τώρα πλέον έμειναν οι γλυκές αναμνήσεις. Ο Τάσος απολύθηκε και το στέκι μας στο βιβλιοπωλείο διαλύθηκε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τον κ. Μεθενίτη τον θυμάμαι στο πάνω όροφο του βιβλιοπωλείου να συζητά και να είναι τόπος συνάντησης το γραφείο του.
Απολύθηκε;;; Μα, άκουσα πως αναβαθμίστηκε κατά πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή